9.6.15

ποίηση: περιεχόμενο, πρόσληψη και απεύθυνση _ φρμκ #4



















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Προηγούμενη ανάρτηση αναφέρεται στο 1ο ερώτημα: http://xylokopoi.blogspot.gr/2015/06/4.html.

Το 2ο ερώτημα αφορούσε το αίτημα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου στην ποίηση, την (δημοσιογραφική και άλλη) πρόσληψή της, και την απεύθυνσή της σε (κάποιο) 'κοινό' - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:




Παναγιώτης Ιωαννίδης: Αιτήματα οποιασδήποτε εξωτερικής προελεύσεως για οποιοδήποτε περιεχόμενο στην ποίηση, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπ' όψιν από οποιαδήποτε σοβαρή ποιήτρια […]. απεύθυνση της ποίησης (όπως και κάθε τέχνης) δεν πρέπει να είναι μόνον προς τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά προς το πνεύμα τους – δηλαδή, συγχρόνως και αξεδιάλυτα: νου, καρδιά, και ψυχή.

Φοίβη Γιαννίση: Kάθε αναγνώστης είναι κι ένας άλλος περιπατητής του κειμένου που μέσα του δημιουργεί τη δική του διαδρομή κι αυτό στον αιώνα των αιώνων. (Τέτοιοι αναγνώστες θα έπρεπε να εκπληρώνονται από την κριτική και τη δημοσιογραφία).
Κατερίνα Ηλιοπούλου: H τέχνη […] αποτελεί χώρο επισφάλειας και διακινδύνευσης […]. Οι φράσεις που επικαλούνται τους απλούς ανθρώπους και τις ψυχές τους προφέρονται συνήθως από ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντίες και απευθύνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό με πλήρη επίγνωση της αλαζονείας τους, η οποία κρύβει στις περισσότερες περιπτώσεις μια αβυσσαλέα άγνοια για την ιστορία των ιδεών, ή από κάποιους νοσταλγούς που δέσμιοι του συντηρητισμού τους επιμένουν παράλογα να πιστεύουν πως η επιστροφή είναι κάτι εφικτό. [Η ποίηση] στο χάος των καταρρεύσεων, των αλλαγών, των καταστροφών, επιμένει να πολεμά ενάντια στο τίποτα, […] να αναζητά νόημα […]: ζωντανό λόγο, στοχασμό και αναστοχασμό με τους όρους της εποχής, αναζήτηση νέων (όχι πρωτότυπων) μορφών, ενσωμάτωση της αμφιβολίας, απόπειρα ορισμών, ομολογία της μη κατανόησης, επίγνωση ότι όλα είναι ατελή αλλά επίσης ότι όλα συνεχίζονται.

Δήμητρα Κωτούλα: Ανέκαθεν η ποίηση εκφωνούσε τη «σιγώμενη φωνή αυτού το οποίο βαθύτατα μας ενδιαφέρει» (Κυριαζόπουλος) […]. Αν δημιουργία σημαίνει «έργο που πράττεται για το δήμο» (Γουνελάς) δεν τίθεται καν θέμα περί του πολιτικού της ποίησης ή για τον ορισμό της «ποιητικότητάς» της, όποια κι αν είναι η θεματολογία των ποιημάτων της.

Βασίλης Αμανατίδης: Στην ποίηση, η ακρίβεια, η σαφήνεια και η κυριολεξία είναι ζητούμενα (είτε επιλέγει κανείς τον αναγνωρίσιμο και κατανοητό δρόμο του "ρεαλισμού" είτε τον πολυποίκιλο και ανοιχτό της "απροσδιοριστίας" ή και του ερμητισμού), ενώ η ασάφεια (με συνήθη αδελφή της την κοινοτοπία) είναι μάστιγα που τη συναντά κανείς και σε γειωμένα-ρεαλιστικά και σε "αναπεπταμένα" ποιητικά πεδία […]. Το κοινό δεν είναι ενιαίο και απλός άνθρωπος δεν υπάρχει […]. Η ποίηση είναι το ανοιχτό πεδίο, η ελευθερία της αδιάκοπης έκπληξης, η εξερεύνηση των πολλαπλών πιθανοτήτων […]. Τη στιγμή που η ποίηση θα ακολουθήσει ηθικοπλαστικές-δεοντολογικές οδηγίες έχει κιόλας αρχίσει να μαραίνεται. Τα υψωμένα δάχτυλα προς την τέχνη έρχονται από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, αλλά για κάτι άλλο […]. Ο συνεπής και δρων ποιητής, αυτός που ζει στην εποχή του και δεν αντιμετωπίζει την ποίηση ως μουσειακό είδος, θα κάνει έτσι κι αλλιώς ποίηση που αντανακλά τις τρέχουσες εξελίξεις. Μόνο που θα το πράξει με την ακατάτακτη ελευθερία που δύσκολα θα γίνει αντιληπτή από τον δημοφιλή δημοσιογράφο.

Ορφέας Απέργης: Πρώτα αγάπησε την τέχνη σου, κι ύστερα μην τηνε φοβηθείς: όσο την αγαπάς και δεν τη φοβάσαι, θα αποτελεί η τέχνη σου έτσι κι αλλιώς ‘έκφραση’ ήθους.

Γιάννα Μπούκοβα: Η ποίηση δεν είναι εφαρμοσμένος λόγος. Κάθε προσπάθεια άμεσης στράτευσής της αναιρεί την ίδια την υπόσταση του ποιητικού λόγου: τη σφαιρικότητα, την πολυπλοκότητα, τη συγχρονικότητα αντιθέσεων. Εννοείται ότι υπάρχουν καταστάσεις όπου δεν μπορεί κανείς να μείνει αμέτοχος. Αλλά πολύ μεγαλύτερη αξία θα είχε ένας ποιητής να πάρει θέση με τις πράξεις του, με την προσωπική στάση ζωής του ή με όποια μορφή μάχιμου δοκιμιακού ή δημοσιογραφικού λόγου θα ήθελε, από το να γράφει κακά ποιήματα για καλό σκοπό.

Θοδωρής Χιώτης: Η ποιητική γλώσσα επαναπροσδιορίζει τι είναι η γλώσσα, τι μεταδίδει η γλώσσα και τέλος, τι μπορεί να κάνει η γλώσσα.


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

7.6.15

η ποιητικότητα _ φρμκ #4




















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Το 1ο ερώτημα αφορούσε την ποιητικότητα (και άλλα) - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:

Παναγιώτης Ιωαννίδης: Aναμένω από το ποίημα να είναι συμβάν [...], ώστε η πρόσληψή του να γεννά εμπειρία, αντί μόνο να την αποτυπώνει (οσοδήποτε 'ωραία' ή ευρηματικά). Δεν πιστεύω –και αυτό μού δείχνει η ιστορία– πως είναι εφικτός ο προσδιορισμός αξιολογικών κριτηρίων για την τέχνη που να ικανοποιούν όλους μας, σε κάθε περίοδο της ζωής μας, και σε κάθε ιστορική εποχή. Θεωρώ όμως απαραίτητο, όποιος επιχειρεί να αξιολογήσει ένα ποίημα, να τεκμηριώνει την κρίση του με σαφήνεια, βάσει των δικών του κριτηρίων.
Φοίβη Γιαννίση: H ποίηση, αφού ανήκει στην γενική κατηγορία της τέχνης, είναι μία έρευνα[:] μέσα από τη γλώσσα και προς τη γλώσσα και για την γλώσσα. [...[ Όταν διαβάζω επιθυμώ να βρω μόνο την ομορφιά, να με ταρακουνήσει και να ξυπνήσω αλλιώς, επιθυμώ την λειτουργία του ονείρου.
Κατερίνα Ηλιοπούλου: Η ποίηση δεν εκφράζει τα συναισθήματα ή τα γεγονότα της ζωής του γράφοντος[,] δεν προϋποθέτει κάτι δεδομένο αλλά κινείται σε αναζήτηση του νοήματος, και το δημιουργεί με υλικό της την γλώσσα την οποία ελευθερώνει από τις μονοσήμαντες χρήσεις της. [...] Διαφορετικά μιλάμε για διακοσμητικό λόγο που είτε θωπεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη, είτε τον εκβιάζει (συναισθηματικά και πνευματικά) και καθίσταται ανενεργός ως πράξη επικοινωνίας.

Βασίλης Αμανατίδης: Ποίηση είναι η ρωγμή, η δίοδος αποκάλυψης, είναι η συμπύκνωση, μετωνυμία και μεταμόρφωση [...] της εσωτερικής ζωής και του ψυχικού κόσμου. [...] Ποίηση είναι η ανάσταση του τετριμμένου λόγου. [...] Στην ποίηση, το νόημα και οι ιδέες επικυρώνονται από τον ήχο και τον αμείλικτης ακρίβειας (επανα)συσχετισμό των λέξεων.

Ορφέας Απέργης: Η ποίηση είναι άσκηση ελευθερίας επί χάρτου. [...] Λέει το μικρό παιδί της ποιήσεως[:] «η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται», δηλαδή είμαι εδώ τώρα ασθενικό, αλλά αυτή η ασθένεια η τωρινή είναι η μελλοντική μου δύναμη.

Γιάννα Μπούκοβα: Από τις αρχές του εικοστού αιώνα [...] έγινε μια μετατόπιση από την ποίηση της περιγραφικότητας, της ρητορικής και του συναισθήματος προς την ποίηση της σκέψης [...] σε μια ιδιαίτερη μορφή της: μη-γραμμική, μη-αιτιοκρατική και πολυσθενή. Θα περιέγραφα αυτήν την ποίηση ως έκρηξη νοήματος[,] μια στιγμή ολότητας που λειτουργεί μόνο στην συνάντηση. Και που εκπληρώνεται στην έκπληξη και την ανακάλυψη.

Θοδωρής Χιώτης: Το ποίημα [...] λειτουργεί και ως ένα επιπλέον εργαλείο στον πεπερασμένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. 


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

15.5.15

λίνος ιωαννίδης _ "η θέση του χρόνου" [το ροδακιό, 2014]


















Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα μια ποίηση λυρικο-δραματική, συχνά δε μέσω ενός λεξιλογίου που δεν διστάζει να δανείζεται από τον συμβολισμό, κι ας μην υιοθετεί τις χρήσεις του; Η απάντηση νομίζω πως δεν μπορεί παρά να είναι: “Ό,τι και οποιοδήποτε άλλο είδος ποίησης, αρκεί να είναι ποίηση – δηλαδή να φτιάχνει έναν κόσμο με λέξεις”.

Ο Λίνος Ιωαννίδης –που γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1972, και ζει στην Αθήνα– εξέδωσε, από το 1993 ώς το 2006, πέντε βιβλία ποίησης. Αυτά συλλέγονται σήμερα στην προσεγμένη και ωραία, όπως πάντα, έκδοση του Ροδακιού. Ο τίτλος της συγκεντρωτικής επανέκδοσης προέρχεται από το ομότιτλο του τρίτου βιβλίου ποίημα. Η οκτάστιχη “Περιγραφή σχήματος” κλείνει ως εξής: “φέγγουν / οι σκιές με τα μαλλιά / με τα ρούχα στη θέση του χρόνου”. Άραγε, τα ρούχα των σκιών επέχουν θέση χρόνου (του χρόνου που χρειάστηκε μέχρι να γίνουν σκιές); Ή φέγγουν οι σκιές στη θέση του χρόνου; Και τότε, φέγγουν αντί του χρόνου, ή στον τόπο που προοριζόταν γι' αυτόν; Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι πιθανές, μα καμιά δεν είναι βέβαιη: μια γόνιμη αινιγματικότητα συντηρείται με πολύ απλά μέσα, μας επιστρέφει στην αρχή του ποιήματος για να το ξαναδιαβάσουμε, και εξακολουθεί να επιβιώνει μετά από επαναληπτικές αναγνώσεις. Το ακριβές νόημα –δίχως να οχυρώνεται σε απωθητικό ερμητισμό– ίσα που ξεγλιστρά, με τρόπο μη σπάταλο, που δεν κραυγάζει, δεν γυαλοκοπά.

Ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο, ταλαντούμενες εικόνες, χαμηλότονη αινιγματικότητα: τρεις αρετές του Λ.Ι. συμπυκνωμένες σε ένα ποίημα, και μάλιστα όχι από τα πιο αξιοπρόσεκτα, κατά την άποψή μου.

Ο “χρόνος” επανέρχεται, σε περίοπτη θέση: σε τίτλους ποιημάτων (“Καιροί”, “Χρόνος”, “Απόμακρο παρόν”), αλλά και του τέταρτου βιβλίου, Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού, που συνιστά τομή, καθώς απαρτίζεται εξολοκλήρου και για πρώτη φορά από άτιτλα πεζά ποιήματα, το κλίμα των οποίων –αν θέλαμε να συνθηματολογήσουμε, υποβιβάζοντας την ιδιαιτερότητα του ύφους– εκτείνεται μέχρι και τον εξπρεσσιονισμό. (Στο επόμενο βιβλίο, τα πεζά ποιήματα έχουν εδραιώσει την θέση τους, συνεισφέροντας κάτι λιγότερο από το ήμισυ.)

Ωστόσο, νομίζω πως η ποίηση του Λ.Ι. ορίζεται κυρίως από το στοιχείο του νερού – και την ιδιότητα της ρευστότητας (στο νοηματικό επίπεδο, την συναντήσαμε ήδη). Το νερό και τα παράγωγα ή τα συγγενικά του (σύννεφα, βροχή, θύελλα, χιόνι, ατμός, ομίχλη, δάκρυα), η θάλασσα (το κύμα, το πέλαγο), το ποτάμι, η λίμνη, το πηγάδι, είναι συχνά ενεργά στοιχεία που συμμετέχουν στα τεκταινόμενα εντός του ποιήματος, και δεν αποτελούν απλώς σκηνικό του. Επιπλέον, η σχέση με το υγρό στοιχείο χαρακτηρίζει και άλλες έννοιες ή πράγματα: η νοσταλγία είναι “σταλάζουσα”, τα ακούσματα και οι δρόμοι, “υποβρύχιοι”, ο ιππότης φέρει “σκάφανδρο”.

Αξιοσημείωτο είναι πως ο κόσμος τον οποίο συστήνει ο Λ.Ι. στέκει λίγο ώς πολύ ολοκληρωμένος από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, τον Εξώστη (1993): “Στο μεταξύ μεσολάβησαν θεομηνίες. // Φούντωσαν τα πανιά στις στέγες / κι απόμεινε στο μισοχάραμα, / την ψύχρα του βοώντας στο βαθύ μέλλον, / ο ξιφομάχος με τους Αγγέλους. / “Άγρυπνος, έμεινα τελευταίος”” (“Από λίμνες και βροχές βρεγμένος”). Ωστόσο, αν εκεί κυριαρχεί το εξομολογούμενο, λυρικό πρώτο ενικό πρόσωπο, ήδη από το δεύτερο βιβλίο, Λευκός (1994), αφήνει σταδιακά θέση και για το τρίτο ενικό πρόσωπο που στρέφεται στην παρατήρηση και την περιγραφή. “Κάτω από συσσωρευμένους ουρανούς / βροντά το στήθος και σημαίνει / την επιδείνωση του σκότους // Σ' εργαστήρι παμπάλαιων αρωμάτων και τρόμων / οι βαθμοί βαρύτητας καθορίζουν τον χρόνο // Τα πρόσωπα πέρασαν χτες / σ' εποχές απερίγραπτες” (“Καταγωγή”). Η ευστοχία των απροσδόκητων ποιητικών γειτνιάσεων έχει αυξηθεί: “Πυκνή σιγή τα συμπεράσματα των ανέμων”. “[Τ]ο ντυμένο σώμα / γεμάτο γκρεμούς κτιρίων”. “Η αμβλεία φωνή του δυσκόλευε τον ορίζοντα”. Ώσπου, στο προαναφερθέν τρίτο βιβλίο (1998), το πρώτο ενικό πρόσωπο εξοβελίζεται στις λιγοστές εμφανίσεις ευθέος λόγου. Οι στίχοι γίνονται πιο σύντομοι, και η έκφραση –επικουρούμενη και από την περιστασιακή χρήση μιας διακριτικής ομοιοκαταληξίας– αποκτά μια χάρη σχεδόν σαραντάρεια. “Ο μαρμάρινος περίπατος / μοιράζει τα σύννεφα / χωρίζει τα μέρη των ανέμων / το χώμα του νερού / το χώμα των δακρύων / κρατά τα τοπία και ραγίζουν τα δάχτυλα / παίρνει τα βήματα / κάτω στα κύματα / κοιμάται ρούχο ζωντανό / απλώνει ασήμι το νερό / και ο βράχος σαλεύει / την πλάτη / τη στάχτη του” (“Εγκάρσιες εικόνες”). Στο, επίσης προαναφερθέν τέταρτο βιβλίο (2001), ο προϋπάρχων έξοχος έλεγχος του ρυθμού απεμπολεί την στιχοθεσία και ζωντανεύει το πεζόμορφο ποίημα – οι εικόνες ξαναγίνονται πιο περίτεχνες, και πλέον κυριαρχούν το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού. Ίσως αυτή η γραμματική μεταβολή να μην είναι άσχετη με την μερική υποχώρηση της φύσης και του άχρονου, υπέρ του αστικού περιβάλλοντος, και των σύγχρονων αναφορών. “Χαμένοι μέσα στους ίσκιους φτάναμε στην πόλη με τους κτισμένους κήπους. Πολύχρωμα τα νέα λογοτεχνικά έργα προβάλλονταν γύρω και στα διαλείμματα οι κολυμβητές και οι κολυμβήτριες περνούσαν. Χειροκροτούσαν ενώ μεγάλα πουλιά στις οροφές τίναζαν με δύναμη τα φτερά τους. Το αρμονικό τους βλέμμα και οι χειρονομίες ερμήνευαν την πόλη.” Το πέμπτο βιβλίο, Φωνή γραμμένη (2006), σαν να συνοψίζει και να συνθέτει τις έως τώρα κατακτήσεις τρόπων και θεμάτων. το δε πρώτο ενικό λυρικό πρόσωπο, επανακάμπτει ωριμότερο. “Με χιονισμένες τις φωνές τους τα σώματα περνούν ανάμεσα σε κολόνες και δέντρα. Ζώα κομψά προχωρούν κι όργανα πνευστά αστράφτουν. Άνθρωποι ψηλοί, γονείς με τα παιδιά τους, περνούν ανάμεσα σε αγάλματα και πίδακες. Σύννεφα φέγγουν τους ανάγλυφους ίσκιους στα κτίρια κι από τις ρωγμές λευκά φυτά ανεβαίνουν τους τοίχους. Δέντρα χειμερινά φυσούν, διάφανα πουλιά ακούγονται να μιλούν, γεμίζουν με ψιθύρους τον αέρα, ακούγονται ονόματα.”


Ο τρόπος και η φωνή του Λ.Ι. έχουν ορίσει και ανοιχθεί σε έναν χώρο γοητευτικό και αναγνωρίσιμα προσωπικό. Θα είχε ενδιαφέρον η συνέχεια να περιελάμβανε την επέκταση της πρωτότυπης λυρικο-δραματικής περιγραφής μέχρι και την δημιουργία ποιητικών συμβάντων μέσω της ίδιας της γλώσσας.

~

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "[ΦΡΜΚ]", τ. 5, Άν.-Καλ. 2015.
Φωτ.: Π.Ι.]

1.5.15

Καλλιτεχνικοί πρόγονοι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς 'προγόνους' μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιο ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς  πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της, μπορεί και να 'ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η, ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης, 'ελεύθερη προσοχή'. η βιωμένη σκέψη... Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να 'ακονιστούν' και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε, στις πρώτες, μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό 'μηχανισμό': ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει 'διακυμάνσεις' (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους 'γεννήτορες' της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ' ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με 'βοηθούν' και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της κατ' Αναγνωστάκην “χαμηλής φωνής”. (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων, δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ' ο,τιδήποτε–, την Κάρσον, την σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον 'νουάρ' δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ και τον Σαρ.  την οικονομία και την σοβαρή ελαφρότητα του Μπόρχες. Και, κατ' ανάγκην, μόνον από μετάφραση: την ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασσική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές που εφηύραν, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για την σύνταξη – από την φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη, και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – το σύμπαν-Μπαχ, το σύμπαν-Μότσαρτ, τον Σοπέν για την μετάπλαση της ομορφιάς σε άρτιο κτίσμα, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα. την τζαζ του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς, για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας και την Μπίλλι Χόλλινταιυ για τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη, πόσο η αξία ενός 'προγόνου' συναρτάται για μένα με την εργασία του πάνω στην γλώσσα (λεκτική ή άλλη), και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε 'φλυαρία' (λέξεων ή 'αισθημάτων') να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κατακερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες, με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές που άφησαν γρήγορα πίσω την 'γενιά' τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι, που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά, και, βαθμηδόν, η μαθητεία μου ως τεχνίτη, ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – 'εγκαταλείποντας' παλαιά, και 'προσεταιριζόμενος' νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η 'δημιουργία προγόνων' και η 'στρατολόγηση συνοδοιπόρων' παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

 

 ~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 2ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2015 στο τ. 5 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Sassari (Σαρδηνία), Αύγουστος 1986.

 

"żal" _ 8 ποιήματα στο "φάρμακο"




























ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ


Η Μόνικα Βίττι ζει
Περιπλανιέται
σε ασπρόμαυρους διαδρόμους
σφουγγίζοντας από το μέτωπό της
με το χέρι σκέψεις
ή μ' ένα γέλιο μηδενίζοντας το βάρος τους

Ύστερα πάντα σταματάει στο γνωστό παράθυρο
τρίβοντας το μαύρο ζέρσεϋ της κοιλιάς της
στο περβάζι
Και μαζί κοιτάζουμε
να βαθαίνουν τα γκρίζα
στη γωνία του δρόμου
όπου δεν πήγε τελικά
ούτε αυτή ούτε εκείνος

*

Ένα από τα 8 ποιήματα -από το υπό έκδοση βιβλίο, Πολωνίαπου, υπό τον τίτλο ενότητας "Żal", δημοσιεύτηκαν στο τ. 5 του περιοδικού "Φάρμακο".

[φωτ.: π.ι., iii.2010, βαρσοβία - από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis/]


27.3.15

elaine feinstein, fiona sampson, michael symmons roberts _ 6 ποιήματα



















Ελαίην Φάινσταϊν (Elaine Feinstein)


ΕΠΙΣΚΕΨΗ


Θυμάμαι ακόμη την αγάπη σαν μια χώρα άλλη
μ' ένα τοπίο σχεδόν λησμονημένο
αλμυρής επιδερμίδας και στόματος στεγνού. Θαρρώ
πως πάντα υπήρχε ο πειρασμός να δραπετεύσω
από την βία εκείνου του ήλιου, την αιφνίδια
ασημαντότητα της φιλοδοξίας,
την ζήλεια καθώς βγαίνει για κυνήγι σαν γάτα μάγισσας.

Χθες βράδυ αρμένιζα στον ύπνο μου
σαν παλιός ποντοπόρος, το σκορβούτο
μού έβαφε τις σκέψεις, είχε φεγγαρόφωτο
και πάγο πάνω στα πράσινα νερά.
Παραισθήσεις. Νοσταλγία επικίνδυνη.
Και νωρίς το πρωί μού ψιθύρισες
λες και απαλά πλάγιαζες πλάι μου:

Ακόμα μου κρατάς κακία; Και πρόφερες
το όνομά μου τόσο τρυφερά, που έκλαψα.
Ουδέποτε σου καταλόγισα πολλά
όσο θυμάμαι, ούτε καν όταν έπρεπε –
για μένα, ήσουν το αγόρι μες στον κήπο του Ραβέλ
που ποθούσε πάντα να 'ν' καλό,
και το 'ξεραν τα πλάσματα του δάσους, και το ξέρω κι εγώ.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


*



















Φιόνα Σάμσον (Fiona Sampson)


ΟΝΕΙΡΟΤΡΑΓΟΥΔΑ

Σαν ονειρεύεσαι ένα σπίτι
πάντα ονειρεύεσαι το σώμα


Μουτζούρα από κλαδιά
Μυρωδιές –
φλαμουριά και σκόνη,
ντήζελ, παγετός –

Τρέχεις ανάμεσα από δέντρα-φαντάσματα
προς ένα σπίτι
που ολοένα μεγαλώνει
μέσ' απ' τις σκιές

Το σούρουπο απειλεί
να σου βρέξει τις φτέρνες


Αναπνοές σαν στεναγμοί
γεμίζουν το σκοτάδι,
σκιές μετατοπίζουν
τό ένα σκονισμένο δωμάτιο μετά τ' άλλο

Κάπου
αφόρητα κοντά
κυλά ένας βώλος
πάνω στα σανίδια,

ντρρρρ ντρρρρ ντρρρρ
ντινκ ντινκ ντινκ ντινκ
ντινκ


Τώρα
ανεβαίνεις μια σκάλα –
θολή συμμετρία
Μακάρι να γινόταν

η μορφή να 'ναι γλώσσα,
αυτά τα θολά σχήματα
να έπλαθαν τη λέξη
που δεν μπορείς να θυμηθείς

Απρόσιτη,
αλλ' αναδεύει τις τρίχες
στο σβέρκο σου


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]



*



























Μάικλ Σύμμονς Ρόμπερτς (Michael Symmons Roberts)


ΑΝΑΚΩΧΗ


Λοιπόν πώς πάει το πράγμα; Μεσήλικη γυναίκα
κρατάει σαν βρέφος νέο άντρα (παλιό πολεμιστή)
σε king size κρεβάτι ξενοδοχείου. Γλείφει
την ουλή, το κύρτωμα του ώμου του
καθώς αυτός κοιμάται, σαν για να βγάλει απο τα κύτταρα
βραχίονα νέο και δυνατό, ή φτερό.
Σεντόνια απο μετάξι και νήμα ζαφοράς,
παλάτι στην αρχαία Σαμαρκάνδη. Χάσκει
το στόμα του, και σιωπηλό ένα σμάρι μέλισσες τρελλαίνει
το δωμάτιο. Να –σκέφτεται εκείνη– πώς
πέφτει το βράδυ, αλλά ποτέ δεν έμεινα
επαρκώς ακίνητη για να το δω. Κι έτσι αρχινά το πράγμα,

στην γαμήλια σουίτα του Intercontinental,
καθώς τα πρώτα αυτοκίνητα παραβιάζουν τα οδοφράγματα.


*


ΙΑΕΙΡΟΣ


Τότε ο Θεός παίρνει απ' το χέρι το παιδί σου
και το σηκώνει από το νεκροκρέβατό του.
Λέει: “Τάισέ την, πεινάει σα λύκος.”

Της δίνεις φρούτα με παχιές πέτσες
-ρόδι, πεπόνι-
τροφή με βάρος, να την κρατήσει εδώ.

Ελπίζεις πως αν φάει αρκετά
το φως και η σκόνη και η αγάπη
που υφαίνουν το δοχείο του σώματός της

δεν θα ξεφτίσουν, ούτε θα φυράνουν τόσο
που να την διαπερνά ο ήλιος του πρωινού,
ανίσκιωτος, ακέραιος.

Με κάποιον τρόπο αυτή η ανάνηψη έκοψε
με το μαχαίρι τον φόβο του θανάτου,
της παρουσίας το πλήγμα. Τάισέ την

ψητό αρνί, αυγό, άζυμο άρτο:
ασ' τα μυρωδικά, έχει μια οδυνηρή
νηστεία που πρέπει να διακόψει. Κάτσε πλάι της,

σχίσε της φλούδες να χορτάσει,
και δες πώς η αυγή ποτίζει χρώμα
το φρεσκοφιλημένο πρόσωπό της.



*


ΔΟΡΑ


Βρήκα την δορά του κόσμου
καρφωμένη αντί για πίνακα
σ' ένα δωματιάκι φτηνού ξενοδοχείου.

Ώστε γι' αυτό λοιπόν οι ποταμοί ξεραίνονται σαν κάκαδα,
γι' αυτό η χλόη κλαίει κάθε αυγή,
γι' αυτό ο άνεμος πονάει στο άγγιγμα:

η γη είναι ανοιχτή πληγή
κι εδώ, κρέμεται το πετσί της
σαν τρόπαιο, που ατρόφησε πέραν πάσης

ταρίχευσης, μάζεψε κι έγινε χαλάκι.
Ποιος την έγδαρε;
Καμμία καταχώρηση μες στο βιβλίο επισκεπτών.

Κανείς δεν πλήρωσε, μόνο έβαλε στην τσέπη τη λεπίδα
κι έφυγε, κι άφησε το κρεβάτι
απείραχτο, την τηλεόραση να χαίρεται μονάχη.

Ίσως να μην υπήρξε καν μαχαίρι.
Ίσως ο κόσμος να πετάει το δέρμα του από πάνω του
κάθε χρονιά ώστε να βγάλει άλλο.

Αυτή η δορά ήταν χοντρή σαν τάρανδου,
μαύρη τόσο που έβγαζε ανταύγειες μπλε.
Την δοκίμασα, βέβαια, αλλά δεν.



*



ROOM SERVICE


Αλλεργικός στην ερωμένη του, ξυπνά
κάθε επόμενο πρωί με ένα πλέγμα

δρόμων και ποταμών: χάρτης πάνω
στο δέρμα του, εις μνήμην των δακτύλων της.

Όρθια κόκκινα ανάγλυφα, κάθε αδιέξοδο
κάθε φιδωτή λίμνη, σπείρα και διχάλα

είναι ολοζώντανα, σχεδόν παραείναι – ανυπόφορα.
Το πρωινό κρυώνει έξω από την πόρτα του.

Ο ανελκυστήρας του ξενοδοχείου εκπνέει. Το τηλέφωνό του
χτυπάει μέχρι να ξανασωπάσει, κι αυτός, μόνος,

γυμνός ξαπλώνει σε ξέστρωτο κρεβάτι
καθώς η χθεσινοβραδινή γεωγραφία υποχωρεί.

Ούτε πιο πολύ απ' ό,τι ευχόταν,
ούτε πιο λίγο: φως ήλιου, κι η υπογραφή της.



[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


***

Οι πρώτες εκδοχές των μεταφράσεων αυτών εκπονήθηκαν, κατά κύριο λόγο, στο Μεταφραστικό Εργαστήριο που διοργάνωσαν ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος και ο Βασίλης Μανουσάκης, με την υποστήριξη του Βρετανικού Συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τον Ιούνιο 2012, και αναγνώσθηκαν, μαζί με μεταφράσεις (των: Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, Σωκράτη Καμπουρόπουλου, Δήμητρας Κωτούλα, Βασίλη Μανουσάκη, και Άγγελου Παρθένη) και άλλων ποιημάτων των τριών ποιητών, που διάβαζαν τα πρωτότυπα, στο Athens Centre στις 28.vi.2012. 

Οι επεξεργασμένες εκδοχές τους που αναδημοσιεύονται εδώ, πρωτοδημοσιεύτηκαν στο τ. 10 της "Ποιητικής" (Φθιν.-Χειμ. 2012), στο αφιέρωμα "Σύγχρονοι Βρετανοί ποιητές στην Αθήνα", που επιμελήθηκε και για το οποίο έγραψε την εισαγωγή ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος.

[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis 
© all rights reserved]