Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "φάρμακο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "φάρμακο". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.12.17

Louise Bourgeois / Roni Horn













ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ / ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

Εισαγωγικά σημειώματα και μετάφραση.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

Louise Bourgeois (Παρίσι 1911 – Νέα Υόρκη 2010)

Οι γονείς τής Λουίζ Μπουρζουά επιδιόρθωναν φθαρμένες ακριβές ταπισσερί, δουλειά στην οποία από νωρίς βοήθησε η κόρη, σύντομα διαπρέποντας, όχι μόνο με την προσεκτική εργασία της, αλλά και με την δημιουργική καλλιτεχνική φαντασία της, όταν έπρεπε να συμπληρωθούν εκτενέστερα τμήματα των οποίων το αρχικό περιεχόμενο ήταν πια αφανές. Από εκείνη την εποχή, ίσως, και το ενδιαφέρον της για τα κάθε είδους υφάσματα, και για την επανεπίσκεψη κάποιων θεμάτωνς κατά την διάρκεια της πορείας της.

 

Σπούδασε εικαστικά με αρκετές δυσκολίες, και μετακόμισε νέα στις ΗΠΑ. Εκεί, το εξαρχής ιδιότυπο έργο της (αρχικά, 'πριμιτίφ' κατασκευές από ευτελή υλικά, όπως φτηνά ξύλα) άρχισε να εκτιμάται σταδιακά – αλλά μόνον σε πολύ προχωρημένη ηλικία η Λ.Μ. αναγνωρίστηκε ως η μείζων καλλιτέχνις που σήμερα θεωρούμε ότι υπήρξε.

 

Η γραφή τής ήταν σημαντική: στα τετράδια εργασίας της, σε κείμενα που συνόδευαν εικόνες της, αλλά και καθεαυτή, ως ύλη για τα εικαστικά της έργα.


Η Ρόνι Χορν έγραψε γι' αυτήν με τα δυο 'βασιλικά' ονόματα (Λουίζ Ζοζεφίν) και το επίθετο που σημαίνει “αστή” στα γαλλικά: “
Aν το όνομα είναι πεπρωμένον, η Λουίζ είναι οξύμωρον.”


*

 













Roni Horn

“Βαριέμαι την ομορφιά, η πρόθεση μού πέφτει βαριά.”


Η εικαστικός Ρόνι Χορν (γεν. Νέα Υόρκη, 1955) παρουσίασε ως πτυχιακή της εργασία μιαν Εκτροφή Μυρμηγκιών (
Ant Farm, 1975). Ανάμεσα σε δυο κατακόρυφους υαλοπίνακες, ήταν εγκλωβισμένο καστανόχωμα και μυρμήγκια: καθένας μπορούσε να τα δει να κινούνται και να σκάβουν λαγούμια.

 

Η Ρ.Χ. σχεδιάζει, ζωγραφίζει, φωτογραφίζει, φτιάχνει κατασκευές και εγκαταστάσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια, μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ ΗΠΑ και Ισλανδίας. Την απασχολούν έντονα η έννοια του ζεύγους ή του διπλού· η ταυτότητα (“Η μεταλλασσόμενη εκδοχή της ταυτότητας δεν είναι παρέκκλιση... η αμετάβλητη εκδοχή είναι η παρέκκλιση”)· το νερό (“Ποτέ δεν χάνει την ταυτότητά του, είναι πάντα διακριτά ο εαυτός του”)· η σχέση ανθρώπου και τόπου (“Αν δεν ξέρεις πού είσαι, μπορείς να ξέρεις ποια είσαι;”· “Κάθε μέρος είναι μοναδικός τόπος αλλαγής”)· η επιθυμία και η μνήμη (“Δεν έχει μορφή ζεύγους η μνήμη; Και η επιθυμία επίσης; Δεν είναι κεντρικές για την ταυτότητα;”)· η σχέση θεατή και θεόμενου. “Ο θεατής είναι πάντα το ήμισυ της θέας.” “Φιλοδοξώ να κάνω την εμπειρία που έχει ο κόσμος από το έργο, το ίδιο το νόημα του έργου. Κάθε αυτόπτης μάρτυς είναι αυθεντία.” 

 

Συχνά φτιάχνει δυο πανομοιότυπα σχέδια ή αντικείμενα, και τα εκθέτει απομακρυσμένα το ένα από το άλλο (στην ίδια ή σε διαφορετικές αίθουσες): οι θεατές δεν παύουν να αναρωτιούνται αν είναι εντελώς όμοια· προσπαθούν να ανακαλύψουν αν και σε τι διαφέρουν. “Αναζητάς τις διαφορές, ασχέτως τού αν το ζεύγος είναι ταυτόσημο – και, αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις βρίσκεις. Είναι σαν να στέκεσαι στην άκρη του απείρου όπου τα πράγματα αρχινούν μα δεν τελειώνουν.” “Ανακάλυψα αρκετά νωρίς ότι... ένα μονό αντικείμενο δεν μου έδινε το είδος σχέσεως που ενδιαφερόμουν να έχω με τον θεατή. Επειδή η μοναδικότητά του οδηγεί περισσότερο προς έναν διαχωρισμό από τον θεατή. Έτσι κατέληξα στην ιδέα του ζευγαρωμένου αντικειμένου, που διέχεε αυτή την δυνατότητα. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου ο θεατής θα κατοικούσε το έργο, ή τουλάχιστον θα γινόταν μέρος του.” “Μιλώ για πράγματα που είναι μορφικώς επαναλαμβανόμενα αλλά εμπειρικώς αθροιστικά.” Και, όπως έγραψε επ' αυτού ο Carter E. Foster: “Αν δούμε το ίδιο πράγμα ξανά, δεν είναι ποτέ το ίδιο, είτε αλλάζει είτε όχι”.

Μια φωτογραφική εγκατάστασή της αποτελούνταν από δεκάδες μετωπικές, πολύ κοντινές προσωπογραφίες της ίδιας γυναίκας, φωτογραφημένης σε διάφορες μέρες κατά την διάρκεια πολλών μηνών, με μιαν έκφραση προσώπου που μεταβάλλεται ελάχιστα, αλλά πάντως πάντα λόγω των διαφορετικών καιρικών συνθηκών. “Όταν είσαι μαζί της στο δωμάτιο είναι σαν να προξένησες εσύ αυτές τις αντιδράσεις, γίνεσαι ο καιρός.” Τίτλος της εγκατάστασης:
The weather is you (Ο καιρός είσαι εσύ / είστε εσείς). “Ο θεατής γίνεται αντικείμενο ηδονοβλεψίας από την θέα. Περιβάλλεσαι από μια γυναίκα που σε παρατηρεί.” (Σε κάποιο σημειωματάριό της, η Ρ.Χ. έχει επίσης συλλέξει επίθετα που χρησιμοποιούνται εξίσου για τους ανθρώπους και για τον καιρό – π.χ. κακός, ωραίος, λαμπρός, ευμετάβλητος, ψυχρός, καθαρός, τρελλός, βαρετός, ακραίος, άγριος, συννεφιασμένος, υπέροχος, βαρύς, καταθλιπτικός, απειλητικός, βίαιος.)

 

Όπως θα έχει ήδη καταστεί προφανές, η γραφή είναι σημαντικό τμήμα της δουλειάς της: στα σημειωματάριά της, φυσικά· στα βιβλία που συνθέτει· αλλά και σε κάποια από τα έργα της – όπως, π.χ., στο Key and Cue (Κλειδί και Ατάκα) που ενσωματώνει στίχους τής Έμιλυ Ντίκινσον. Ή το Still Water (Ακίνητο [ή Νεκρό] Νερό): αποτελείται από δεκάδες κοντινές φωτογραφίες τής επιφάνειας του Τάμεση, πάνω στις οποίες έχουν τυπωθεί, σκορπισμένοι, πλήθος μικροί αριθμοί που παραπέμπουν σε σημειώσεις “με ό,τι σκεφτόμουν εκείνο τον καιρό”. Η γραφή την απασχολεί επίσης ευρύτερα: “Το να εμποδίζεις την αφήγηση είναι ένας τρόπος να εξασφαλίζεις το ενδιαφέρον του κόσμου”· “Η αναζήτηση της μεταφοράς είναι περιοριστική, συνήθως γίνεται εις βάρος του έργου. Ο κόσμος συχνά απορρίπτει ένα έργο αν δεν μπορεί να βρει την μεταφορά. Αλλά όταν απουσιάζει η μεταφορά, πρέπει να είσαι περισσότερο παρών”.

 

Ο κατάλογος της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής της που φιλοξενήθηκε, μεταξύ των άλλων, και στην Ταίητ Μόντερν του Λονδίνου το 2009, είναι δίτομος. Στον ένα τόμο υπάρχουν φωτογραφίες των έργων. Ο άλλος είναι ένα είδος λεξικού: τα λήμματα (γραμμένα από την ίδια την Ρ.Χ., από κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά και από άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως η Ελέν Σιξού –της οποίας η Ρ.Χ. έχει κάνει μια σειρά φωτογραφικών πορτραίτων, τιτλοφορώντας την Index Cixous (Cix Pax)– ή η Ανν Κάρσον) αποτελούνται όχι μόνο από τίτλους έργων τής Ρ.Χ., αλλά και από λέξεις που παραπέμπουν στα θέματά της, σε έννοιες που την απασχολούν, κ.ά.. Ενδιαμέσως, τα λήμματα του τύπου “α βλ. β”, συνιστούν ενός είδους 'λιτανεία', εγκαθιστούν μια κυκλικότητα, και εικονογραφούν έτσι τον προβληματισμό της Ρ.Χ. για το ζήτημα της ταυτότητας (όπως εξάλλου και ο τίτλος του καταλόγου-λεξικού, και της ίδιας της έκθεσης: Ρόνι Χορν, επίσης γνωστή ως Ρόνι Χορν).

 

Μια άλλη της συνεργασία (με την Ανν Κάρσον και την Ελέν Σιξού και πάλι, καθώς και την Λουίζ Μπουρζουά και τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Τζων Γουώτερς) πήρε την μορφή τετράτομου βιβλίου. Στο Underwater / Alice Offshore, η Ρ.Χ. έδωσε μια σειρά τίτλων έργων της για να σχολιασθούν (όλοι ή κάποιοι, κατά βούληση) από τους τέσσερις συγγραφείς.

 


 








Η LOUISE BOURGEOIS για την ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ

 

[από το: Louise Bourgeois, Destruction du pere / Reconstruction du pere – Ecrits et entretiens 1923-2000, Daniel Lelong Editeur, 2000]

 

ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ [αποσπ.]

 

(Εννέα λιθογραφίες με λεζάντες, τυπωμένες το 1947 από την Germor Press, Νέα Υόρκη)


Πίν. 3

 

            Μια μέρα, ένας άνθρωπος διηγιόταν μια ιστορία, εξαίρετη ιστορία εξάλλου, και που τον πλημμύριζε ευτυχία, αλλά την διηγήθηκε τόσο γρήγορα που κανένας δεν την κατάλαβε.

 

 

Πίν. 4

 

            Στα βουνά του κέντρου της Γαλλίας, προ σαράντα ετών, η ζάχαρη ήταν σπάνιο τρόφιμο.

            Τα παιδιά λάμβαναν ένα κομματάκι τα Χριστούγεννα.

            Ένα κοριτσάκι που το γνώρισα όταν ήταν μητέρα μου την θεωρούσε σπουδαία λιχουδιά και την φύλαγε σαν και τι.

            Έσκαβε μια τρύπα στο χώμα κι έκρυβε το κομματάκι της ζάχαρης, μα ξέχναγε πάντα πως το χώμα είναι υγρό.

 



ΑΥΤΗ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ


(Παραβολή που γράφτηκε το 1947 στο σημειωματάριο της καλλιτέχνιδας, και χρησιμοποιήθηκε σε περφόρμανς στο
Fabric Workshop, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, το 1992, τυπωμένη σ' ένα πανώ μήκους 52 μέτρων. Αρχικά, το πανώ ήταν τυλιγμένο γύρω από έναν άντρα. Σταδιακά, ένας άντρας και μια γυναίκα το ξετύλιγαν, και το ξανατύλιγαν γύρω από έναν άλλον άντρα και μιαν άλλη γυναίκα που ήσαν αγκαλιασμένοι. Κατά το ξετύλιγμα, οι θεατές μπορούσαν ν' αναγνώσουν το κείμενο.)

 

 

ΕΝΑΣ

 

ΑΝΤΡΑΣ

ΚΑΙ ΜΙΑ

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΖΟΥΣΑΝ

 

ΜΑΖΙ.

ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ

 

ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕ

ΑΠ' ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

 

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΕΚΑΤΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.

ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ

 

ΚΙ ΕΓΙΝΕ

ΠΙΟ ΜΙΚΡΗ

 

ΟΛΟΕΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΗΡΘΕ

 

ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΡΗΚΕ

 

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ:

ΕΙΧΕ ΜΕΓΕΘΟΣ

 

ΜΠΙΖΕΛΙΟΥ.

 

 

Ο ΠΟΥΡΙΤΑΝΟΣ

 

(Κείμενο του 1947, αναφερόμενο στον Alfred H. Barr, τότε διευθυντή του MoMA της Νέας Υόρκης. Τυπώθηκε το 1990, συνοδευόμενο απο οκτώ λιθογραφίες, από τις εκδόσεις Osiris, Νέα Υόρκη.)  

Ι.


            Γνωρίζετε τον νεοϋορκέζικο ουρανό; Θα ‘πρεπε, λένε πως είναι ξακουστός. Είναι αξιοπρόσεκτος. Είναι κάτι σοβαρό. Θυμάστε τον παρισινό ουρανό; Πόσο είναι ευμετάβλητος, γκρίζος τον περισσότερο καιρό, συχνά χλιαρός και υγρός, ποτέ εντελώς καθαρός, αρέσκεται στα σύννεφα και στις σκιές· η βροχή, το αεράκι κι ο ήλιος καμμιά φορά συνεννοούνται για να εμφανιστούν μαζί. Μα ο ουρανός της Νέας Υόρκης είναι γαλανός, εντελώς γαλανός. Το φως είναι άσπρο, ένα άσπρο θριαμβικό κι ο αέρας σε αναζωογονεί κι επιπλέον είναι υγιεινός. Αυτός ο ουρανός δεν αστειεύεται. Είναι ωραίο πράγμα. Είναι καθαρός.

 

ΙΙ.


            Ήτανε ένας δρόμος στην Νέα Υόρκη, γεμάτος νεοϋορκέζικο ουρανό. Που απλωνόταν πάνω του σαν φύλλο γαλάζιου αλουμινίου. Ξέρω γιατί σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος ο ουρανός ήταν τόσο γαλανός, τόσο εντελώς αυτός. Γιατί ορθωνόταν εκεί κατακόρυφα το πιο εντυπωσιακό κτίριο του κόσμου. Σ' αυτόν τον δρόμο, κοντά στον ουρανό και κοντά σ' αυτό το κτίριο, υπήρχε ένα σπίτι. Ο ουρανός, το κτίριο και το σπίτι γνωρίζονταν και αλληλοεκτιμούνταν.

 

ΙΙΙ.

 

            Δεν ήταν κτίσμα όπου ζούσαν. Αλλά όπου δούλευαν. Εκεί το θέμα ήταν η αποτελεσματικότητα, καθένας έμοιαζε καλοβαλμένος, υπήρχαν ένας σωρός γραφομηχανές και δακτυλογράφοι, αλλά όχι του συνήθους είδους. Ετούτες κέρδιζαν το ψωμί τους συντροφιά με ραφινάτους ανθρώπους και το γνώριζαν. Φαινόταν στις στάσεις τους και στους θορύβους που έκαναν.

 

IV.


            Σ' αυτό το κτίσμα υπήρχε ένας άντρας, πάντα υπάρχει, υπήρχε λοιπόν κάποιος άντρας και ήταν πολύ εντάξει. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα του μέρους αυτού, όπως και το μέρος αποτελούσε τμήμα του. Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε πολύ και τον σεβόταν. Τον δεχόταν γιατί δεν είχε μόνο καλή μόρφωση, αλλά και μεριμνούσε για όλα. Βασίλευε σ' αυτό το μέρος μια ατμόσφαιρα ακριβείας, οργάνωσης, επιτυχίας και εκπληρωμένης φιλοδοξίας.

 

V.


           
H αταξία ανέκυψε όταν έμεινε ανοιχτή μια πόρτα και, απ' ό,τι φαίνεται, κάποιος μπήκε. Ίσως να επρόκειτο για παράλειψη ή για σφάλμα, μα αμφιβάλλω γιατί δεν ταίριαζε ούτε με το ύφος του μέρους, ούτε με την ιδιοσυγκρασία του άντρα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η πόρτα έμεινε ανοιχτή σχεδόν εν επίτηδες, σαν άρρητη πρόσκληση που απευθυνόταν σε κάποιον που περνούσε, να μπει, έτσι, σαν για παιχνίδι.

            Κι αυτή έκανε ακριβώς αυτό, μπήκε, κι ας μην είχε παιγνιώδη διάθεση. Τον είδε, είδε πως ήταν καλός, και βεβαίως τον αγάπησε.

 

 

VI.

 

            Αυτό που συνέβη μετά, είναι πως πριν να το αντιληφθούν, κάτι συνέβη μεταξύ τους. Η σοφία των λαών ισχυρίζεται πως τίποτε δεν μπορεί να χωρίσει αυτούς που αγαπιούνται. Και ένα εκατομμύριο οπλισμένοι άνδρες να πολιορκούσαν το σπίτι αυτό, δεν θα μπορούσαν να τους κρατήσουν ενωμένους. Υπήρχαν ακόμη, σε μιαν απόπειρα να τους προσφέρουν βοήθεια, κάποια πράγματα όπως ένας κοινός φίλος, ένα φύλλο χαρτί, και το τηλέφωνο, φανταστείτε. Επίσης βλέπονταν πότε πότε· και τα μάτια κάποιου που καταλαβαίνετε σάς λένε περισσότερα γι' αυτόν απ' ό,τι τέσσερα τηλεγραφήματα της Γουέστερν Γιούνιον.

            Αλλά να. Μετά το σύντομο βρόντηγμα της πόρτας, ήρθε η σιωπή. Αρχικά μια σιωπή αναμονής, ύστερα η σιωπή αυτού που είναι τελείως νεκρό.

 

VII.

 

            Διηγήθηκα αυτή την ιστορία στον γείτονά μου που είναι άνθρωπος του κόσμου και με βεβαίωσε πως κάποιοι άντρες φοβούνται τους στρατιώτες που πολιορκούν το σπίτι τους. Και πως, εξάλλου, μπορείς να ηχογραφήσεις τα τηλεφωνήματα και πως οι γραφομηχανές έχουν αυτιά. Ακόμη κι ένα φύλλο χαρτί, όσο εύθραυστο κι αν είναι, μπορεί να σπείρει τρομο. Αποκρίθηκα στον γείτονά μου πως έσφαλλε, πως ο άντρας αυτός τρομοκρατήθηκε χωρίς λόγο, γιατί ήταν δίκαιος, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να μη φοβάται τίποτε.

 

VIII.

 

            Αργότερα πέθανε μες στη μέση του διυλιστηρίου του. Όλος ο καλός ο κόσμος έκλαψε δίχως τελειωμό. Βεβαίως, κανείς δεν μπόρεσε να δει την ψυχή του, ούτε καν η γυναίκα του. Αλλά είπαν πως το σώμα του ήταν στεγνό και λέγεται ότι ήτανε πουριτανός.

 

 

*



 

 







Η ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ για την RONI HORN

[από το: Roni Horn, Wonderwater / Alice Offshore – Annotated by Louise Bourgeois, Steidl Verlag, 2004]

 

 

ΝΕΡΟ τού 19ου αι.

 

Είχα πάντα συναίσθηση μιας πιθανής σιωπής που θα 'πεφτε σαν ένα κάλυμμα τάφου και θα με κατάπινε για πάντα.

 

Η σιωπή ξεχειλίζει απ' το δωμάτιο και φοβάμαι ν' ακούσω την καρδιά μου να χτυπά: αυτόν τον κίνδυνο που έρχεται από μέσα – μόνο μια συνεχής ροή λέξεων μπορεί να τον παραμερίσει, αν όχι να τον ελέγξει.

 

Άκου το χάος, τον καταρράκτη, τα θυροφράγματα του Μάρνη – τον Μπετόβεν, ένα ποτάμι που κουβαλά βράχια και δέντρα, τον κεραυνό που πέφτει κάπου κοντά.

 

 

 

ΚΑΘΩΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΤΟΠΙΟ

 

Μες στο μαρτύριο υπάρχουν νήσοι σιωπής.

 

 

 

ΑΥΤΗ, ΤΟ ΝΕΡΟ, ΚΙ ΕΓΩ

 

Το βαλς των γεμάτων κύστεων

Το βαλς των άδειων κύστεων

Η διάτρητη κύστη
Το παρκέ πλημμυρισμένο
Το μυρμήγκι πέθανε από πνιγμό

 

 

 

ΑΤΙΤΛΟ (“ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ...”)

 

Είναι ωραίος, γι' αυτό συγχωρείται.

 

 


Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

η αιωνιότητα είσαι εσύ

 

  

*

 


 

 








H RONI HORN για την ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

[από τον κατάλογο-λεξικό: Roni Horn a.k.a. Roni Horn – Subject Index, Tate Publishing, 2009]

 

αμφιβολία βλ. άπειρο

αμφιβολία βλ. εγώ

αμφιβολία βλ. σκόνη

αναγνώριση βλ. ξέφωτο

ανδρογυνία βλ. νερό

αστερίσκος βλ. τίποτε

αϋπνία βλ. φάρος

αυτόπτης μάρτυς βλ. αυτοπροσωπογραφία

αυτόπτης μάρτυς βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

αυτοσχεδιασμός βλ. σχέδιο

 

έρημος βλ. νερό

εσύ βλ. γαλάζιο

εσύ βλ. καιρός

 

ζεστό νερό

Επιπλέοντας στην Έρημο – Ήταν αργά τη νύχτα όταν πρωτόδα τον ατμό στο φεγγαρόφωτο, να αναλύεται πέρα. Ο δρόμος από μαύρη στάχτη αναβόσβηνε καθώς οδηγούσα στα μαλακά αργά μίλια αυτής της μικρής ερήμου. Αλλά σαν χώρισαν οι μαύρες πλαγιές την είδα, σαν οφθαλμαπάτη αλλά αληθινή· καθώς ο δρόμος κατηφόριζε μες στην κοιλάδα, μια πισίνα χρώματος λουλακί κατέλαβε το κέντρο του τοπίου. Στη μέση ενός κουρεμένου πράσινου ανεμοφράκτη η πισίνα περιτριγυριζόταν από λευκό ξύλινο φράκτη. Ατμός φούντωσε βίαια από αόρατη πηγή που ήτανε κρυμμένη καλά πίσω από τα αποδυτήρια, προσφέροντας την αλλόκοτα γαλήνια αίσθηση αιώνιας συννεφιάς. Σκαρφάλωσα τον φράκτη και ξεντύθηκα στο σκοτάδι. Το χορτάρι, καλυμμένο με πάχνη, μου έκαιγε τις πατούσες. Βούτηξα μες στο ζεστό νερό και την οσμή από θειάφι. Υποβρυχίως στιγμιαία, ζεστή και αβαρής, αναδύθηκα επιπλέοντας, με την αναπνοή μου να θολώνει στον κρύο αέρα της νύχτας. Είδα τον σκοτεινό, γεμάτο σύννεφα ουρανό πλαισιωμένο από το πράσινο του βολικού ανεμοφράκτη· μονάχα το μικρό ωοειδές του προσώπου μου ένιωσε το αδιόρατο ψιλόβροχο να πέφτει· επέπλεα στην έρημο.

 

καθρέφτης βλ. γαλάζιο

καθρέφτης βλ. έρημος

καθρέφτης βλ. μεταφορά

καθρέφτης βλ. νερό

καιρός βλ. εσύ

κέντρο βλ. τίποτε

κέντρο της γης βλ. “Χείλος του Απείρου”

Κύκλωψ βλ. φάρος

 

λαβύρινθος βλ. ηδονοβλεψίας

 

μαύρο βλ. γάλα

μηδενικά βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

μητέρα βλ. σκόνη

 

μητέρα

Η Ίδια Εγώ Ιθαγενής – Θυμάμαι. Περιπλανιόμουν, αλλά ήμουν εντός. Ήταν τεράστιος χώρος. Ήταν μαζί μου η μητέρα μου. Κρατούσε το χέρι μου ενώ επισκεπτόμασταν τα πολλά μέρη αυτού του δωματίου κι ενώ γλιστρούσα μέσα από μια σύντομη ιστορία αναμνήσεων – τόσο μεγάλος ήταν ο χώρος: ήμουν εκεί και συγχρόνως τον θυμόμουν.

            Το δωμάτιο ήταν σπηλαιώδες, με οροφή τόσο ψηλή που δεν φαινόταν στο σκοτάδι, και το σκοτάδι ήταν στην κλίμακα του ουρανού. Οι τοίχοι ήταν ζωγραφιστά βιτρώ, που συμπύκνωναν την ατμόσφαιρα και συμπτύσσει τον χώρο. Πρόκειται περί κόμβου – ένα μεσόγειο λιμάνι που περικλείει ανείπωτους προορισμούς μόλις πέρα από το σκοτάδι.

            Οι τοίχοι-βιτρώ παρέχουν το φως. Κάθε παράθυρο πλαισιώνει μια μοναδική και στατική θέα ενός τόπου μακρινού, μια παγωμένη στιγμή πραγματικότητας που απεικονίζει ένα άλλο μέρος του κόσμου. Από κάθε παράθυρο βλέπω μια σχολαστικώς συντεθειμένη τρισδιάστατη εικόνα ζωής, προσομοίωσης ζωής, ανάμνησης ζωής: το μέρος αυτό. Με βλέπω να καθρεφτίζομαι σε κάθε παράθυρο. Η αμετάβλητη ακινησία τής μακρινής θέας προσδίδει ζωντάνια στην αντανάκλασή μου.

            Καθώς περπατώ ανάμεσα στις θέες, η αντανάκλασή μου αλλάζει. Είμαι συνυφασμένη με την ουσία κάθε μέρους καθώς με φαντάζομαι ιθαγενή. Αισθάνομαι την θερμοκρασία του αέρα, την υγρασία της γης, τη μυρωδιά της βλάστησης, την διαύγεια της ατμόσφαιρας σ' αυτά τα μέρη. Εδώ βρίσκομαι ανάμεσα σε γύπες στην σαβάννα, εκεί ανάμεσα σε τρωκτικά και ξερόχορτα στην έρημο. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες αντανακλάσεις. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες ιδέες κατοίκησης.

            Κάθε θέα προξενεί νοσταλγία και για ένα άλλο μέρος του εαυτού μου. Τα καλοκαιρινά απογεύματα όταν έπαιζα σε δρόμους δίχως σκιά, με τον ήλιο να μου καίει το κρανίο και να απλώνει στη θέα ένα στρώμα βίαιης λαμπρότητας. Μόνη στο δάσος να ψάχνω φωλιές πουλιών, και μέσα τους να βλέπω τα κλαράκια και τα τρίμματα του δάσους να γίνονται λίγο πυκνότερα. Να εξερευνώ το βρεγμένο πεζοδρόμιο μια βροχερή μέρα. Προσεχτικά βήματα μες στις λακκούβες με το νερό σήκωναν ρυτίδες που ανάδευαν τα σκουλήκια καθώς κείτονταν πρησμένα και βαριά.

            Η μητέρα μου πέθανε χτες. Έτσι βρέθηκα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής ήταν ολόιδια όπως τη μέρα που με πρωτόφερε εδώ η μητέρα μου. Θυμάμαι τα πράγματα που θυμόμουν τότε. Τα διοράματα κρατούν τον χρόνο και την ανάμνηση σταθερά.

            Όταν ήμουν παιδί μπήκα σ' αυτό το δωμάτιο, έχοντας μόλις αφήσει έναν λαμπρό γαλάζιο ουρανό που παρέμενε στο βλέμμα μου. Πήρα μαζί μου στο σκοτάδι, αυτό το γαλάζιο και το φως του ήλιου. Η ανάμνησή τους φώτιζε και αναρριχόταν στο σκοτάδι. Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου καθώς στεκόμουν μπρος σ' αυτά τα άλλα μέρη, περνώντας σε κλωστή τις θέες, μία μία – μέρη σαν μαργαριτάρια, μαζί.

            Στην Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής τη μέρα εκείνη η μητέρα μου φορούσε ένα μαντήλι  σφιχτά στα μαλλιά της και δεμένο στο σβέρκο της. Όταν την κοίταζα, έβλεπα ένα χαμηλωμένο φως να ανακλάται στο δέρμα της, τονίζοντας την γραμμή του υφάσματος και το σχήμα του κεφαλιού της. Φορούσε ένα σιελ πουλόβερ με κυματιστή καφέ μπορντούρα στο λαιμό και στα μανίκια. Το σιελ μοχαίρ συγκρατούσε το φως κι έκανε το πουλόβερ να λάμπει στο σκοτάδι. Η χνουδωτή αύρα του πλεχτού μαλλιού με ερέθιζε καθώς την κοίταζα από χαμηλά. Γύρω στο λαιμό της φορούσε μια σειρά αυλακωτές, χρυσές σφαίρες. 

            Πολλά πράγματα την κυκλώνουν, εξακτινώνονται από αυτήν – χρυσές σφαίρες, κρίκοι βιτρώ, σειρές κατοικημένων ανακλάσεων, ένα περιδέραιο μακρινών τόπων – και οι αναμνήσεις που φέρω εντός μου. Τις περιβάλλομαι – σπείρα που ανοίγει, εξαπλώνεται: πάντα σε χρόνο ενεστώτα.

 

Μόνικα Βίττι βλ. εγώ

 

νερό βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

νερό βλ. έρημος
νερό βλ. εσύ

 

νησί
Ζωφόρος Νήσου
– Από τη θάλασσα η γη είναι ζωφόρος και ειλητάριο. Το βραχώδες νησί, του οποίου η επιφάνεια κρύβεται ενίοτε από πρασινάδα, έχει υφή κιμωλίας και χρώμα ανοιχτό. Στρογγυλοί και καλοθρεμμένοι και αραιά φυτρωμένοι θάμνοι ξεπηδούν ιδεώδεις απ' τη γη· είναι ένα πράσινο πυκνό, τόσο πυκνό σχεδόν, που δεν γίνεται αντιληπτό ως πράσινο. Κάθε θάμνος συμπληρώνεται από την μαύρη σκιά του σε τέλεια κυκλική συμμετρία. Αυτοί οι θάμνοι και οι σκιές των θάμνων οδηγούν το βλέμμα μου καθώς κοιτώ επίμονα και συνεχώς την μεταβαλλόμενη θέα...

            Το νησί ακινητεί. Αυτό το απλό γεγονός είναι η κυρίαρχη παρουσία και αντίστιξη στην ταραχή του ωκεανού τριγύρω. Ο όγκος της στεριάς μοιάζει να τελειώνει ή ν' αρχίζει στο νερό. Είναι τέλος ή αρχή με μορφή γραμμής. Στη μια της πλευρά συνωθείται ένας στατικός όγκος και στην άλλη η θάλασσα γλείφει και σμίγει.

            Στο πρώτο επίπεδο της θέας μου εκτυλίσσεται o ταραχώδης τρόπος τού ωκεανού. Η επιφάνεια φοσυκώνει χαοτικά, κυμαινόμενη παντού δίχως επανάληψη. Αφρισμένα κύματα γλείφουν τον βαθυγάλαζο εαυτό της. Τάφροι κυλιόμενου χώρου βυθίζονται και αναμειγνύονται με λευκές κορυφές. Στο μεσαίο επίπεδο της θέας το νερό ισιώνει απίθανα σε επίπεδο και γραμμή και στην ιδέα του βυθού του νησιού. Η γραμμή είναι οριζόντια και ίσια και τέλεια καταπώς υπαινίσσονται τα επίθετα αυτά – τέλεια επίσης όπως μπορούν να είναι τα τέλεια πράγματα.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Καθώς παρατηρώ το νησί να ξετυλίγεται αργά, συνεχώς αλλάζει με τρόπο ριζικό και απόλυτο παρότι οι αλλαγές καθώς συμβαίνουν είναι ανεπαίσθητες. Αισθάνομαι την αγωνία μου που είμαι ανίκανη να τις δω. Πρόκειται για εμπειρία απώλειας ελέγχου – ξαφνικής περικύκλωσης. Πρόκειται για την εμπειρία κάποιου πράγματος που διαφεύγει την στιγμή που θα το αναγνώριζα. Αισθάνομαι την αγωνία ενός πράγματος που εξαφανίζεται αργά: της αλλαγής του που μετριάζεται σε μιαν ορατότητα ένα κλάσμα πέρα από την ικανότητά μου να την δω.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Η ζωφόρος του είναι διαρκής – ένα επίμηκες σχήμα που επεκτείνουν περαιτέρω αυτές οι αργόσυρτες ώρες τού απογεύματος με το ταξί να τρέχει δίπλα στο έπαρμα του νησιού. Την ζωφόρο του ορίζει ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο από γεωλογικά στρώματα στο χρώμα της ώχρας. Το ειλητάριό του είναι το νησί που ξεδιπλώνεται καθώς πλέω· το ειλητάριό του είναι η επανάληψη που συμβαίνει σε διαφορετικά σημεία, κάνοντας κάθε επανάληψη άλλη. Το νησί καθώς ξετυλίγεται γίνεται σύντομο αφήγημα με διάφορα και μοναδικά επεισόδια που τα διακόπτει αμετάβλητη επαναφορά. Κάθε επανεμφάνιση προστίθεται στον όγκο, κάνοντας το νησί περιπλεύσιμο σε μια ώρα μ' έναν λελογισμένο, όχι γοργό, και όχι αργοκίνητο ρυθμό.

            Ξαναγυρνώντας στο ξεκίνημα, το νησί-ζωφόρος τελειώνει, σχηματίζοντας μιαν επανάληψη που αποτελεί την τελική διαφορά – μιαν υποτροπή στη θέα από άλλο σημείο θέασης, αθροίζοντας το νησί σε διάστημα.

 

οδός βλ. αφοσίωση

ομοιότητα βλ. πεπρωμένο

 

πάγος βλ. έρημος

παλίνδρομον βλ. νερό

 

πουθενά

Μήπως χάθηκε το πουθενά; Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό, καταλήγω στην ερώτηση “τι είναι το πουθενά;” Το λεξικό το ορίζει ως “ένα απομακρυσμένο ή άγνωστο μέρος”. Τυχερή που το βρήκα. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η Ισλανδία είναι το μέρος με τα περισσότερα κατά κεφαλήν πουθενά από κάθε άλλη χώρα. Ακόμη κι αν το Τιμπουκτού γίνει σκόνη, η Ισλανδία, χάρη στην ανθεκτικότερη γεωλογία της, μπορεί να καταστεί ο υπ' αριθμόν ένα προμηθευτής πουθενά όλου του κόσμου. Αλλ' ασχέτως της φαινομενικής αφθονίας των πουθενά στην Ισλανδία, το πουθενά είναι πόρος μη ανανεώσιμος, ιδιαιτέρως ευάλωτος στην υπερκατανάλωση και στην ανάρμοστη κατοχή... Στο μυαλό μου κι ακόμη και εξ ορισμού, το πουθενά είναι μια από τις σπανιότερες, ευθραυστότερες, και θελκτικότερες εμπειρίες. Να είστε πουθενά. Μπορείτε να πείτε ότι έχετε επιτύχει αυτή την εμπειρία;

 

σύζευξη

Κοιτώντας το νερό, πλήττομαι από ίλιγγο νοήματος. Το νερό είναι η τελειωτική σύζευξη: ένα άπειρον μορφής, σχέσεων, και περιεχομένου.

 

ταυτότητα βλ. έρημος

ταυτότητα βλ. παραλλαγή

 

υπνάκος

Νεκρή Ενίοτε – Λαμπρό γαλανό ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής κι αναζητώ έναν υπνάκο στον ήλιο. Ο χάρτης μου δείχνει μια παραλία όχι πολύ μακρυά. Αφήνω τον δρόμο κι οδηγώ μέσα από πράσινο λειβάδι και σύντομα βρίσκομαι σε παραλία με λευκή άμμο. Έχει άμπωτη, και ο ωκεανός είναι μακρυά. Κατεβαίνω απ' το ποδήλατο και κατευθύνομαι προς την ακτή. Έχει αέρα και κάνει κρύο, αλλά ο ήλιος είναι ζεστός σε ανέφελο ουρανό. Τριγυρνούν χιονογλάρονα, αιωρούνται ψηλά και βουτούν καταπάνω μου.

            Ξαπλώνω στον δρόμο· κοντα στη γη ο άνεμος παύει. Μεσ' απ' τα βλέφαρά μου το δυνατό φως του ήλιου πλημμυρίζει το σώμα μου. Σαν να κοιτώ απ' έξω, με βλέπω διάφανη και λες κι έχω φτερά κόκκινα και πορτοκαλί στα όρια του σχήματός μου, μια επιστημονική φαντασία. Ονειρεύομαι ότι το σώμα μου είναι άψυχο, πρηνές, παραδίδει την αδιαφάνειά του.

            Kαθώς ξυπνώ νιώθω ένα βάρος στο στήθος. Και να, καθώς ανοίγουν τα μάτια μου, ένα μεγάλο καφετί πουλί κουρνιασμένο στο στομάχι μου ρίχνει σκιά στο πρόσωπό μου. Ανασηκώνω το κεφάλι μου καθώς το πουλί τσιμπά το στήθος μου κι αναρωτιέμαι αν ζω ή πέθανα. Πανικοβάλλομαι και το πουλί απλώνει τα φτερά του, πατώντας λίγο πιο βαθειά στο στήθος μου για να πετάξει.

 

φάρος

Ύπνος: Μέθοδος Περιστροφής – Ανυψώνομαι από μια καταπακτή του δαπέδου προς τον πύργο όπου βρίσκεται το φως. Το φως εδώ δεν είναι απλώς εξοπλισμός, αλλά παρουσία και ρυθμίζουσα δύναμη. Το φως δεν βρίσκεται απλώς μες στο κτίριο, το κατοικεί και το εμψυχώνει.

            Το ίδιο το φως είναι τόνοι γυάλινων πρισμάτων στερεωμένων σε μια τετράπλευρη μπρούντζινη κεφαλή. Είναι διαρρυθμισμένα σε ομόκεντρους κύκλους και κάθε όψη διαγράφει έναν μεγάλο οφθαλμό. Κάθε πρίσμα είναι μια σύνθετη καμπύλη γυαλισμένου, πρασινόχρωμου γυαλιού. Κάθε ένα είναι αφοσιωμένο σε μία τοποθεσία και υπάρχουν εκατοντάδες από δαύτα.

            Όταν πέφτει ο ήλιος, το φως ανάβει αυτόματα, περιστρεφόμενο μες στο σκοτάδι. Όταν βρίσκομαι στο δωμάτιο κοιτώντας το ν' αρχινά, παρακολουθώ ένα ζωντανό πράγμα που το κινητοποιεί αόρατη πηγή. Όταν είμαι στο ισόγειο η παρουσία του λαμβάνει μυθικές διαστάσεις: μια ογκώδης μορφή κεφαλής με τέσσερις όψεις κι ένα μάτι σε κάθε όψη, τέσσερις Κύκλωπες σε διάταξη εξωστρεφούς κύκλου.

            Το πρώτο σκοτάδι στο κτίριο αυτομάτως εκκινεί την περιστροφή του φωτός. Το θηριώδες βάρος αλέθει από πάνω μου διαποτίζοντας το κτίριο από μπετόν μισό μέτρο πάχος με μια δόνηση σαν γαργαλητό. Έξω, ριπές φωτός σαρώνουν τους βράχους σε σύντομα τακτικά διαστήματα. Κοιτώντας απ' το παράθυρο υπάρχει διαρκής φωτεινή άφιξη στο σκοτάδι, παρά αναβόσβημα. Όταν η ατμόσφαιρα είναι ομιχλώδης ή θολή όλο το έξω γίνεται λευκό καθώς το φως ανακλάται και ονοματίζει κάθε σωματίδιο του αέρα. Όταν πλαγιάζω στο σκοτάδι, με τα μάτια κλειστά, η σύντομη λάμψη τσιμπολογά τα βλέφαρά μου.

            Ακολουθεί καθαρός και βέβαιος ύπνος. Νωρίς το πρωί το φως κλείνει κι εγώ ξυπνώ. Μετά από μερικές μέρες διαβίωσης σ' αυτό το φωτοκατοικημένο κτίριο είμαι περιέργως εξαρτημένη από την ρύθμισή του. Έχει μετατραπεί σε λυρικό εργαλείο μέσω του οποίου ο οργανικός χρόνος χάνεται.

            Κοιμάμαι και ξυπνώ βάσει του φωτός. Περί τα μέσα Ιουνίου οι μέρες μακραίνουν κι οι νύχτες μικραίνουν. Ώς να τελειώσει ο Ιούνιος η νύχτα έχει πάψει εντελώς, το ίδιο και το περιστρεφόμενο φως. Αρχίζω να έχω αϋπνίες, απορρυθμισμένη από την ατελείωτη, βαριά ακινησία του φωτός.

 

15.11.17

φοίβη γιαννίση _ "ραψωδία"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία (Gutenberg, 2016).

Όταν δεν πρόκειται για «άπαντα» ή συλλογές πολλών έργων –είτε μετά από χρόνια δημιουργικής πορείας, είτε μετά την περάτωσή της–,  τα βιβλία ποίησης που ξεπερνούν τις 50, ας πούμε, σελίδες, είναι, πλην εξαιρέσεων, δύστροπα αντικείμενα ανάγνωσης. Γιατί είναι δύσκολο να απλωθεί και να διατηρηθεί, έστω κυμαινόμενο, ένα επαρκώς ομοιόμορφο ποιητικό ‘κλίμα’ σε μεγάλη έκταση – εκτός αν πρόκειται για εκτενή αφηγηματικά έργα, είδος που σπανίζει στην σημερινή ποίηση. Κατά τούτο (και όχι μόνο), οι 192 σελίδες τού πιο πρόσφατου βιβλίου της Φοίβης Γιαννίση, Ραψωδία, συνιστούν τολμηρό, αλλ’ ευτυχώς επιτυχές, εγχείρημα. Ήδη, μετά τον πίνακα περιεχομένων, η ποιήτρια δηλώνει ότι έχει πλήρη συναίσθηση της κυριολεκτικής χρήσης του τίτλου της, παραθέτοντας ορισμούς της «ραψωδίας» («ράπτω + ωδή», «συρραφή λόγων») και των δύο συνθετικών της. (Παρά την προηγούμενη ενασχόλησή της με ομηρικά θέματα –στο βιβλίο Ομηρικά–, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι διεκδικεί τον ρόλο μιας σύγχρονης ‘ραψωδού’.)

Τωόντι, στο έκτο αυτό αμιγώς ποιητικό βιβλίο της (έχουν προηγηθεί τα εξής: Αχινοί, 1995 Ραμαζάνι, 1997Θηλιές, 2005∙ τα προαναφερθέντα Ομηρικά, 2010∙ Τέττιξ, 2012, ως φωτογραφίες χειρογράφων – σε τυπογραφική μορφή, το πρωτότυπο κείμενο επανεμφανίζεται στο παρόν βιβλίο), η ποιήτρια –αλλά και περφόρμερ ποιητικών έργων, και αρχιτέκτων, που επιπλέον ασκεί την θεωρία και την έρευνα σε διάφορα πεδία, συμπεριλαμβανομένης της πολιτισμικής ανθρωπολογίας– ενώνει δια της ραφής (του βιβλίου και του σχεδίου του) πολλά και πολύ διαφορετικά ποιήματα, σε έξι ενότητες. Τα είδη τους εκτείνονται από πεζά ‘βιωματικά’ αφηγήματα-‘ομιλίες’, ενίοτε και με δοκιμιακό υπόστρωμα (α’ ενότητα, «Σωροί»)∙ σύντομα λυρικά ποιήματα (β’, «Σύννεφα»)∙ σε μια τρίτη, εκτενή ενότητα, ποιήματα για τις τέσσερις εποχές και την ώρα («Τ-ΩΡΑ»)∙ ποιήματα που, συμπλέκοντας τα τζιτζίκια και τους Αρχαίους Λυρικούς, πραγματεύονται τα ζητήματα του ήχου και της φωνής (δ΄, «Τέττιξ») – έως αυτά των δύο τελευταίων ενοτήτων, «Περί των δύο, ή περί ισότητας» και «3 αριθμοί: Ποιήματα σωματικής φιλολογίας», που εμφανέστερα συνθέτουν, κατά τον ολοένα προσφιλέστερο τρόπο τής Φ.Γ., τον δοκιμιακό με τον ποιητικό λόγο, ‘σχολιάζοντας’ και συνδιαλεγόμενα με, μεταξύ των άλλων (και με τα πιο αξιόλογα αποτελέσματα), τον Αρχίλοχο ή τα ‘πηλιορείτικα’ ποιήματα του Σεφέρη.

Το ότι με σίγουρο βήμα η ποιήτρια επιλέγει τόσο διαφορετικές διαδρομές φτάνοντας σε τουλάχιστον ενδιαφέροντες τόπους, είναι ήδη αξιοπρόσεκτο. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που καθιστά το βιβλίο επιτυχημένο εγχείρημα, δηλαδή ταιριαστή συρραφή, αντί για συμπίλημα οριστικά ετερόκλητων ποιημάτων; Η φωνή (όρος που προτιμώ από την «προσωπικότητα») και η διαυγής κάθε φορά ποιητική στόχευση της ποιήτριας, θα ήταν η διττή εύκολη απάντηση. Η σύλληψη κάθε ενότητας είναι σαφής, και η πραγμάτωση της σύλληψης τής αρμόζει – αρετές διόλου συνήθεις. Ωστόσο, απαιτούνται λεπτομερέστερες εξηγήσεις. Και αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουν οπωσδήποτε το στέρεο λυρικό έδαφος της ποίησης της Φ.Γ. –έδαφος που ξεκίνησε να βαδίζει ήδη στα πρώτα της βιβλία– σε συνδυασμό μ’ ένα απολαυστικό και ανενδοίαστο εύρος διαλόγου που ανοίγει με παλαιότερους συγγραφείς και ποικίλα γνωστικά πεδία∙ αλλά και την απουσία τόσο σοβαροφάνειας (στην στοχαστική τροπή της ποίησής της) όσο και ψευδο-αιδούς (στον χειρισμό του βιωματικού). Λέγοντας τούτα, δεν επιθυμώ ωστόσο να δοθεί η εντύπωση ότι η Φ.Γ. ασκείται σε διακριτούς τρόπους με στεγανά όρια και ξεχωριστό για τον καθένα ύφος. Ιδού τέσσερα αποσπάσματα από διαφορετικές ενότητες:

η ώρα δεν είναι πλέον έχει περάσει αλλά πρέπει πάντοτε να επιστρέφει κανείς στην ώρα τη σωστή να επιστρέφει ενώ αυτή έχει παρέλθει για να την ξαναφτιάξει να τη δημιουργήσει από την αρχή τη στιγμή ακριβώς που αντιλαμβάνεται αυτό το αμετάκλητο πέρασμα – από την ενότητα «Σωροί»

Ω τοίχοι δίχως στέγες / σπίτια ανοιχτά / από βροχή μουλιασμένα / από την άνοιξη ξεχασμένα / εσάς θα κατοικήσουμε / ανέστιοι εμείς / τα δέντρα – από την ενότητα «Σύννεφα»

Εισβάλλει η άνοιξη / τα σύννεφα βάφονται την αυγή απαλά / και το φως, ω, το φως / με προσδοκία / μπορεί και πάλι να μας σχίσει την καρδιά / καθώς μας πετυχαίνει αμέριμνους /
το πρωινό των παιδιών / να ετοιμάζουμε
– από την ενότητα «Τ-ΩΡΑ»

Ξεκινά προετοιμάζεται αρχίζει να ξερριζώνει / τα σκαλιά της κλίμακας στροβιλίζονται προς τον ουρανό. / προς στιγμήν κλείνουν τα μάτια. / αναπνοές σέρνουν τον διπλό χορό. – από την ενότητα «Περί των δύο ή Περί ισότητας»

Ώστε λοιπόν, τα διάφορα νήματα αλληλοπλέκονται, δένονται το ‘να με τ’ άλλο με κάθε ευκαιρία∙ αυτό που αλλάζει από ενότητα σε ενότητα, είναι η υφή του υφαινόμενου πανιού, η έκτασή του, το πάχος του, το πόσο πυκνό ή ανάερο βγαίνει. 

 

[Δημοσιεύθηκε στο τ. 10, Φθιν.-Χειμ. 2017 του περιοδικού "ΦΡΜΚ".]