2.8.96

Για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο






 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη και κατακρήμνιση

 

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ που ακολουθεί την ανάγνωση του έργου του Ηλία X. Παπαδημητρακόπουλου, είναι πως αυτό αποκρούει και αποκλείει κάθε σχολιασμό· πως αποπειράται να αποποιηθεί την λογοτεχνικότητά-του.

Έτσι ξεγελασμένοι λοιπόν, εν χορώ επαναλαμβάνουμε τα περί “ολιγογραφίας”-του, περί “κοινού κλίματος” σε όλα τα διηγήματα, για να καταλήξουμε πως η γραφή-του δεν “εξελίσσεται” (λες και θα όφειλε να “εξελιχθεί”! Δηλαδή, σε τί;). Υποψιάζομαι ωστόσο, πως ο Παπαδημητρακόπουλος είναι πονηρότερος μάστορας απ’ όσο νομίζουμε.

Ας πάρουμε την δομή των τεσσάρων συλλογών-του. Κάθε κείμενο φέρει και την χρονολογία συνθεσής-του. Η αλληλουχία-τους όμως δεν είναι χρονολογική. Άρα, κάποια άλλη λογική την διέπει· λογική συνθετική, που επιβλήθηκε μετά την συγγραφή. (Ας μήν ξεχνάμε άλλωστε, πως ο Παπαδημητρακόπουλος δεν σκαρώνει “βινιέττες”· με τα σύντομα κείμενά-του αναπλάθει μιά ολόκληρη ατμόσφαιρα, έναν χώρο ευρύ όπου οι ψίθυροί-του αντηχούν και πολλαπλασιάζονται). Άλλοτε, όπως στην Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη, παρατηρούμε μιά διαδοχική “ανάδυση”: οι αναμνήσεις, από παιδικές γίνονται εφηβικές, νεανικές, φοιτητικές, για να καταλήξουμε στο παρόν (όχι χωρίς παλινδρομήσεις). Συνήθως όμως, δέν υπάρχει μιά σαφής “κίνηση”· η οργάνωση είναι μάλλον μουσική. Τα πρώτα διηγήματα ενίοτε λειτουργούν ως “εισαγωγές”, που εμπεριέχουν πολλά από τα “μοτίβα” των επομένων. Παράδειγμα, το «Στον Σταθμό» της Ροζαμούνδης, του οποίου η σχεδόν ονειρική σκηνοθεσία (εμμονή σε παράξενες, “άχρηστες” λεπτομέρειες, ενώ άλλες αποσιωπώνται –είναι η μόνη φορά που ένας φίλος δέν ονοματίζεται– και γρήγορη εναλλαγή σκηνών) μοιάζει προάγγελος των ονείρων που απαρτίζουν το κύριο σώμα της συλλογής. Αλλα κείμενα λειτουργούν ως “ιντερλούδια”, με χαρακτήρα πολύ διαφορετικό απ’ αυτόν των γειτονικών-τους («Το άλογο» (Ρ)· «– Σας ήρεσε;» (ΘΘΛ), οπού θαρρείς πως ο Παπαδημητρακόπουλος δίνει ένα μάθημα άριστου κινηματογραφικού διαλόγου, έχοντας παλαιότερα, στα Παρακείμενα, επισημάνει την αδυναμία της εγχώριας παραγωγής καί σε αυτόν τον τομέα...). Αυτό που έπεται, μπορεί να λειτουργεί αντιστικτικά ως προς το προηγούμενο, ως ανακούφιση (π.χ. η «Ελεονώρα» μετά την «Ισπανική κιθάρα» (ΘΘΛ)), ή, συχνότερα, να συνεχίζει κάποιο νήμα-του («Ο Νίκος ο Σερέτης»-«Η εκτέλεση» (ΟΧ), «Ορφανός πατρός»-«Το ενύπνιο» (ΓΑ), «Ροζαμούνδη»-«Α/Π Ελένη» (Ρ)). Άλλοτε πάλι, δύο ομοειδή συντάσσονται συμμετρικώς περί τρίτου, ασχέτου κλίματος (π.χ. οι ερωτικές ιστορίες μετά δυσκολιών, «Μάθημα χορού» και «Ερωτική ιστορία», ένθεν και ένθεν του «Τελευταίου επιζώντος» (ΟΧ)).

Μπορεί λοιπόν ο Παπαδημητρακόπουλος να αποποιείται την λογοτεχνικότητα, σαφώς όμως παίζει με τις δυνατότητες της λογοτεχνίας – και όχι μόνον στο ανυπόκριτο παίγνιο Επιστολαί προς μνηστήν, ή στα Ροϊδικής καταγωγής κείμενα του Βουστροφηδόν. Οι τίτλοι-του ενίοτε παραπέμπουν στον αγαπημένο-του Παπαδιαμάντη. Το «Δαιμόνιο μεσημβρινό» (ΓΑ) απηχεί «Τα δαιμόνια στο ρέμα». Το «Ελληνικό καλοκαίρι» (ΘΘΛ) τί άλλο είναι παρά ένας «Ρεμβασμός», ενδεχομένως όχι ακριβώς του «Δεκαπενταυγούστου»; Ο πατέρας της «Ισπανικής κιθάρας» (ΘΘΛ) συνθέτει το ποίημα «Νεκρολούλουδα» για τον χαμένο γιό-του – «Νεκράνθεμα εις την μνήμην-των». Το πράγμα γίνεται εξόφθαλμο με το «Όνειρο στο κύμα», που δέν παραπέμπει απλώς, αλλά δανείζεται ατόφιον έναν τίτλο. Μπορεί αυτό να μήν σημαίνει τίποτα το σπουδαίο (σάμπως το προαναφερθέν «Ελληνικό καλοκαίρι» σχετίζεται με το βιβλίο του Λακαρριέρ; Ή η «Πράσινη παπάγια», πέραν της προετοιμασίας ενός δείπνου, με την ομώνυμη βιετναμέζικη κινηματογραφική ταινία; Ή, τέλος, το «Επί ασπαλάθων», με το ποίημα του Σεφέρη;). Μπορεί όμως και να σημαίνει.

'Ονειρο στο κύμα

Στο Παπαδιαμαντικό κείμενο, ένας πρώην βοσκός, κατόπιν καλογεροπαίδι, νύν δικηγόρος, αναπολεί την εποχή που ήταν «ακόμη φυσικός άνθρωπος», «ευτυχής, χωρίς να το ηξεύρει». Τότε, στα δεκαοχτώ-του, κράτησε στα χέρια-του «το ίδιον όνειρόν-του» μέσα στην θάλασσα, σώζοντας την όμορφη Μοσχούλα απο πνιγμό. (Θα είχε ενδεχομένως ενδιαφέρον μιά σύγκριση αυτών των ερωτικών ή υπερβατικών στιγμών μέσα στην θάλασσα που συναντώνται στην νεοελληνική λογοτεχνία – ξεκινώντας με τον σολωμικό «Πορφυρά»...). Το “τίμημα” γι’ αυτήν την εμπειρία, ωστόσο, ήταν ο πνιγμός, με το σκοινί που την έδενε, της άλλης Μοσχούλας, της αγαπημένης-του κατσίκας. Έτσι κι ο ίδιος τώρα: στην δουλειά-του αισθάνεται «περιωρισμένος» ως «αυλικός»· πνίγεται «καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου-του».

Ο αφηγητής στο διήγημα του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου επιχειρεί, ετησίως, να ξαναγίνει “φυσικός άνθρωπος”, δραπετεύοντας κάθε καλοκαίρι απο την πόλη σε κάποιο νησί. Εκεί, τα μεσημέρια στον γιαλό, φαντάζεται τον εαυτό-του να εξέρχεται απο την θάλασσα «αισιόδοξος και καθαρός», «ώριμος τώρα να αρχίσει την ζωή-του» (και τα “μεγάλα έργα”, θα προσέθετε κανείς...). Όμως, καθώς ο ήλιος πέφτει, συνέρχεται, συνειδητοποιώντας πόσο απέχει αυτή η “ονειροφαντασία” απο την πραγματικότητα. Κάθε προσπάθεια ανάκτησης, λοιπόν, μιάς πιό “πρωτόγονης” αλλά και ουσιαστικής ζωής αποβαίνει μάταιη. Η εγκατάλειψη της Α' θέσης για το κατάστρωμα, προς αναζήτησιν της «απροσδόκητης ειλικρίνειας» και της «προχωρημένης οικειότητας» μεταξύ επιβατών, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τα προσωπικά δράματα άλλων. Το νησί δέν καταφέρνει να απομακρύνει την πραγματικότητα της πόλης. Αλλά ακόμα και στο νησί, μετά την χαρισάμενη αίσθηση του “ονείρου”, το δωμάτιο είναι «νοικιασμένο»· μετά την άπλα της θάλασσας, ο μπαξές «μικρός».

Είναι σάν ο Παπαδημητρακόπουλος να στρίβει το μαχαίρι που είχε ήδη μπήξει ο Παπαδιαμάντης. Έχοντας αψηφήσει τα λόγια του «γηραιού Σισώη», πως «για την σωτηρίαν της ψυχής-μας αρκούν τα ολίγα κολλυβογράμματα, και μάλιστα είναι και πολλά!», είμαστε πιά τόσο «περιωρισμένοι», δεμένοι στο σκοινί-μας, που κάθε απόπειρα επιστροφής στην «φυσική» ζωή είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη. Η ευτυχία είναι τόπος κλειστός: βρισκόμαστε εντός-του μόνον όταν δέν το «ηξεύρουμε». Το συνειδητοποιούμε μόνον όταν, εξόριστοι, αναπολούμε. Και τότε η ανάμνηση γίνεται τυραννική, υπενθυμίζοντας τον χαμένο Παράδεισο.

Η μνήμη

Αληθινά, η μνήμη –το κυρίαρχο υλικό της τέχνης του Παπαδημητρακόπουλου– δέν απαλύνει ποτέ το αίσθημα της στέρησης, της απομάκρυνσης, της απώλειας. Ισα ίσα, χρησιμοποιείται, λές, επίτηδες, για να το εντείνει.

Αντλώντας απο την μνήμη, ο Παπαδημητρακόπουλος δέν ανασύρει “ντοκουμέντα”, δέν εκτελεί ψυχικές ανασκαφές, ούτε ενδίδει σε εκ βαθέων εξομολογήσεις με σκοπό να προκληθούν συναισθηματικές εκκενώσεις. Παρέχει τεκμήρια αποδεικτικά (αφού σβηστεί το μειδίαμα του χιούμορ ή της νοσταλγίας) της ανηλεούς ζωής.

Αυτή η καταφυγή στην ανάμνηση, αναπόφευκτα μας φέρνει στον νού τον Καβάφη. Ωστόσο, η σύγκριση των δύο είναι αποκαλυπτική των διαμετρικά αντίθετων στάσεών-τους.

Ενώ στον Καβάφη η μνήμη εξωραΐζει, επουλώνει ή και εξαλείφει το παρόν, προσφέροντας έναν εναλλακτικό τόπο σωτηρίας, ο Παπαδημητρακόπουλος αυτοτιμωρείται –θά ’λεγε κανείς– σέρνοντας την ανάμνηση, δια της βίας, πάνω στ’ αγκάθια του παρόντος, μέχρι να ματώσει. Ο Καβάφης συνθέτει βάσει της μνήμης και την συμπληρώνει με την τέχνη-του («Εκόμισα εις την Τέχνη»), ο Παπαδημητρακόπουλος δέν δείχνει τέτοια πρόθεση· το παράπονο δέν τον αφήνει, όσο κι αν το κρύβει επιμελώς πίσω απο την χαρίεσσσα, ατρικύμισιη έκφραση. Ο Καβάφης, ως τεχνίτης, υπολογίζει στην ανάμνηση ως μελλοντικά υλικό («Η αρχή-των»)· ο Παπαδημητρακόπουλος δέν έχει αυτήν την κυνική προνοητικότητα. Θα αποτολμούσα μάλιστα να πώ, πως, εντέλει, ο Παπαδημητρακόπουλος δέν έχει ιδιοσυγκρασία τυπικά “καλλιτεχνική” (ίσως γι’ αυτό του είναι παντελώς αδύνατον να μιλήσει για το έργο-του). Δέν χρησιμοποιεί την γραφή για ιαματικό σκοπό, ούτε για να ανασυντάξει ή να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, ή για να της επιβάλει ένα

σχέδιο. Αντίθετα, μοιάζει να γράφει για να αναδεικνύει συνεχώς τις οδυνηρές παραδοξότητες, τις αντιφάσεις και τις ανακολουθίες-της.

Ο Καβάφης επιζητεί –και καταφέρνει– να κατοικήσει στην μνήμη· δέχεται την παρηγοριά-της, της παραδίδεται. Ίσως γιατί η ανάμνηση κρατάει την ερεθιστική γεύση του ανεκπλήρωτου, ή τον γλυκό κορεσμό της πραγματοποιημένης επιθυμίας. Αντίθετα, στον Παπαδημητρακόπουλο, η ανάμνηση επιλέγεται έτσι ώστε να αντικρούεται απο το παρόν, ή απ’ ό,τι ακολούθησε – να τσακίζεται πάνω-τους.

Κατακρήμνιση

Η κατακρήμνιση αυτή μπορεί να συμβαίνει και εντός της ανάμνησης· συνήθως όμως οφείλεται στην παλινδρόμηση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Ήδη, έδειξα την λειτουργία-της στο «Όνειρο στο κύμα». Αλλά και στην «Ισπανική κιιθάρα» (ΘΘΛ), η ανάμνηση της φιλίας με τον Γιάννη σωριάζεται πάνω στην είδηση του θανάτου-του – που έπεται μιάς ειδήσεως γάμου. Η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα των «Θερμών θαλάσσιων λουτρών» και η ομορφιά του Ρώσσου κολυμβητή τσακίζονται κυριολεκτικώς με τον θάνατο του δεύτερου. Όταν ο αφηγητής ξανασυναντά την ωραία Βαλεντίνη («Μάθημα χορού», ΟΧ), χορευτική σύντροφο των παιδικών χρόνων, αυτή κρατά «ένα πιτσιρίκι που τσίριζε συνέχεια» και δέν έχει όρχεις – και το στήθος-της δέν είναι πιά σφριγηλό. Η μάλλον διασκεδαστική ανάμνηση της σχολικής κοπάνας στην Κατοχή, όταν τα μαθήματα γίνονταν σε μιά εκκλησία, ξεβράζεται πάνω στην κηδεία αγαπημένου φίλου στην ίδια εκείνη εκκλησία («Η κηδεία», ΓΑ).

Το ίδιο διήγημα δέ, μπορεί να μας επιφυλάσσει απανωτές κατακρημνίσεις: ο ηρωικός Σκάγιας τελικά σκοτώνεται («Η εκτέλεση», ΟΧ). Αλλά και ο δολοφόνος-του, που ήταν πρίν «σάν αρχάγγελος», νεκρός τώρα, αποδεικνύεται πως έπασχε απο βλεννόρροια. Στην «Ροζαμούνδη» (Ρ), το παλιό αρχοντικό έχει πιά ερειπωθεί, ο ευαίσθητος Αντρέας έχει καταλήξει πλασιέ, κι η οικογένειά-του ξεκληριστεί. Έτσι και στην «Πράσινη Παπάγια» (Ρ): η Ήβη Αθανασιάδου ήταν κορίτσι της Αντίστασης· εκτελέστηκε· κατάντησε όνομα δρόμου· όμως «κανείς δέν ρωτάει πιά για τέτοια».

Η στέρηση, ο θάνατος, η ενοχή, το παράπονο

Η μνήμη εμμένει στην στέρηση: των υλικών αγαθών, της ανθρώπινης επαφής, της αγάπης, του έρωτα. Στην «Γλυκερία» (ΟΧ), ο θείος, στερημένος απο την πραγματική γυναίκα, της γράφει ατελείωτα γράμματα – στο τέλος, ο θείος είναι πιά γέρος και τυφλός – ακόμα και το πορτραίτο της Γλυκερίας έχει εξαφανιστεί. Η ίδια αίσθηση ζωών που πήγαν στράφι βαραίνει την «Κόκκινη σημαία» και την «Ισπανική κιθάρα» (ΘΘΛ).

Η μνήμη κυριαρχείται απο τον θάνατο: του πατέρα, των συμφοιτητών, των φίλων. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου ομολογεί, στο «Καλοκαιρινό απομεσήμερο» (ΘΘΛ), πως ένα «πεισιθάνατο αίσθημα» για τα ρόδα που θα μαραθούν ήταν η αφορμή του προώτου-του διηγήματος. Το πόσο ο ίδιος εν τέλει ορίζεται απο τον θάνατο, φαίνεται, σε μιά ακραία εκδοχή-του, στην «Αυλή» (ΓΑ): ο αφηγητής έχει ήδη λάβει τα σουσούμια της νεκρής γιαγιάς...

Η μνήμη σκαλίζει ενοχές. Ενοχή για την απερίσκεπτα αυστηρή κρίση έναντι του διηγήματος φίλου («Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», ΟΧ)· στον αφηγητή, φάνηκε πολύ εξομολογητικό στην αρχή, ίσως όμως ύστερα να αναρωτήθηκε κατα πόσον και τα δικά-του κείμενα δέν θα μπορούσαν να καταδικαστούν μετά ίδια κριτήρια... Ενοχή, που δέν καταφέρνει ούτε ένα κερί να ανάψει του πατέρα-του («Εις μνήμην», ΟΧ), ή που η μάνα-του ζεί με περιορισμένες ανέσεις («Στον σταθμό» - Ρ, «Καλοκαιρινό απομεσήμερο» - ΘΘΑ). Ακόμα και μιά αδιόρατη ενοχή για την εξαπάτηση του ερωτευμένου διευθυντή της εφημερίδας – στην οποία δέν έλαβε κάν μέρος («Η αηδών», ΘΘΛ). Ενοχή, τέλος, που δέν είναι όντως αυτός που νομίζει ή που θα ήθελε να είναι («Η επιταγή» - ΘΘΑ, «Όνειρο στο κύμα» - ΘΘΛ, «Ορφανός πατρός» - ΓΑ).

Συχνά, τέλος, η μνήμη καταλήγει σ’ ένα παράπονο παιδιού («Το πάρτυ» - ΟΧ, «Η οβίς» - ΘΘΑ, «Ισπανική κιθάρα» - ΘΘΑ, «Η κηδεία» - ΓΑ, «Επιταγή» - ΘΘΑ). Για κάτι που δέν κατάφερε, για κάτι που του “έκλεψαν”, για ό,τι δέν ανταποκρίθηκε με συνέπεια στις πιό βαθειές-του επιθυμίες.

Προς την αποδοχή της παραδοξότητας

Παρ’ όλα αυτά, καί εδώ αρμόζει μιά παρατήρηση του ίδιου του Παπαδημητρακόπουλου για το χιούμορ στον Παπαδιαμάντη: «κανένα απο τα αφηγηματικά στοιχεία του Παπαδιαμάντη δέν είναι απλό: το ίδιο συμβαίνει και με το χιούμορ, που παρουσιάζει εξαιρετικές διακυμάνσεις, ή και δυσκολίες.» («Το χιούμορ στον Παπαδιαμάντη», ΕΠΑΝ)

Ενώ δηλαδή, γενικά στα γραπτά του Παπαδημητρακόπουλου, δέν δίδεται χάρις, δέν υπάρχει ανακούφιση –όλα είναι τελειωμένα, και τελειωμένα στραβά– κάποτε, μόνη χάρις γίνεται η ίδια η γλώσσα, μαζί με το χιούμορ, που παρατηρεί αλλόκοτες λεπτομέρειες, πράξεις και φράσεις (πώς να λησμονήσει κανείς την εμπειρίκεια αναφώνηση: «Δέν τα διαβάσατε; Είμαι ο Γενικός Αρχειοθέτης του Πύργου της Ηλείας!»).

Έτσι και με την ανάμνηση στον Παπαδημητρακόπουλο: έχει κι αυτή «διακυμάνσεις»: ενίοτε ο χρόνος διαστέλλεται, και καταργείται· οι νεκροί γίνεται κάποτε να επανέλθουν – όταν δέν είναι πιά, «στην πραγματικότητα, ξένοι και άγνωστοι», σάν τους αναζητούμένους μέσω του Ερυθρού Σταυρού («Ονειροπό-λων ελπίδας», Β), ή δέν έχουν φύγει οριστικά («Επίλογος», Ρ). Η μνήμη μπορεί να γίνει, τελικά, ο τόπος της «αναλήψεως» της αγαπημένης πατρίδας («Πύργου εγκοόμίον», Β). Όταν δέ η ανάμνηση καταγράφει όνειρα, ανοίγεται ένας χώρος για την αποδοχή και την συμφιλίωση με το παράδοξο της ζωής (πράγμα το οποίο, εκτός ονείρου, συντελείται και στο «Αλογο» (Ρ), που διέπεται απο μιά ασυνήθιστη έλλειψη ανησυχίας ή πίκρας).

Ίσως λοιπόν, αυτό που συνδέει τον Παπαδημητρακόπουλο με τους τόσο απομακρυσμένους, εκφραστικά, απο αυτόν συγγραφείς που αγαπά –τον Παπαδιαμάντη, τον Πεντζίκη, τον Καχτίτση– να είναι ακριβούς η ευελιξία, η ευχέρεια κινήσεως της μνήμης, η γοητεία των απροσδόκητων και ανεπαίσθητων σκιών του επέκεινα στη ζωή-μας, και η παρακολούθηση των παράλογων λεπτομερειών-της.

Αλλα βέβαια, όλες αυτές οι σχηματοποιήσεις, ουδόλως εξηγούν την τέχνη του Παπαδημητρακόπουλου. Γιατι ο αληθινός τεχνίτης δέν κρατάει μεζούρα – δουλεύει με το μάτι.

 

Συντομογραφίες: Β, Βουστροφηδόν, ΓΑ, Ο Γενικός Αρχειοθέτης, ΕΠΑΝ, Επί πτίλων αύρας νυκτερινής, ΘΘΛ, Θερμά θαλάσσια λουτρά, ΟΧ, Οδοντόκρεμa με Χλωροφύλλη, Ρ, Ροζαμούνδη.

 

~

 

Το κείμενο αυτό για το έως το 1996 δημοσιευθέν έργο του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου δημοσιεύθηκε στο σχετικό αφιέρωμα που είχα επιμεληθεί στο περιοδικό "αντί", τ. Β' 611, 2 Αυγούστου 1996. Το αφιέρωμα περιείχε, εκτός από φωτογραφίες που ευγενώς είχε δανείσει από το προσωπικό του αρχείο ο συγγραφέας, τρεις ανέκδοτες "Παδιαριώδεις Ιστορίες" του, μια συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει, καθώς και κείμενα των: Αριστείδη Αντονά, Μάρης Θεοδοσοποΰλου, Χριστόφορου Μηλιώνη, Δημήτρη Νόλλα, Γιώργου Δ. Παγανού, Γιώργη Παυλόπουλου, και Δημήτρη Πετσετίδη. Το αφιέρωμα (όπως και τούτη την ανάρτηση) κοσμούσαν σχέδια του Αριστείδη Αντονά.

Το τεύχος αυτό βρίσκεται τώρα ψηφιοποιημένο εδώ:  http://pandemos.panteion.gr/getfile.php?uri=http://localhost:8080/fedora/objects/iid:15405/datastreams/PDF1/content&mimetype=application%2Fpdf&filename=Anti_1996_B_611.pdf