Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25.11.15

Η τέχνη σήμερα : μορφή και αντιλήψεις


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Γάλλος λογοτέχνης, Ζοέ Μπουσκέ (Joë Bousquet, 1897-1950), επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό και θιασώτης του φανταστικού στα πεζά του, έγραφε ποιήματα με μέτρο και ομοιοκαταληξία, πιστεύοντας πως οι περιορισμοί της μορφής τον οδηγούσαν σε απροσδόκητα ευρήματα περιεχομένου, τα οποία θα παρέμεναν απροσπέλαστα αν χρησιμοποιούσε ελεύθερο στίχο. Ο Βρετανός ποιητής Τομ Γκανν (Thom Gunn, 1929-2004) –που υπηρέτησε υποδειγματικά τόσο τον ελεύθερο στίχο όσο και τις αυστηρότερες παραδοσιακές μορφές, με ισάξιο ποιητικό αποτέλεσμα– υποστήριζε πως κάθε ποίημά του γεννιόταν με την μορφή που απαιτούσε για να πραγματωθεί. Δεν ήσαν οι πρώτοι, ούτε είναι οι μόνοι που εξήραν τα πιθανά οφέλη της προσδιορισμένης μορφής ή υποστήριξαν το αλληλένδετον μορφής και περιεχομένου.

Σίγουρα, στην εποχή μας, το ζήτημα της μορφής –σε όλες τις τέχνες– καίτοι παραμένει (όπως είναι φυσικό) μείζον, είναι πια 'ανοιχτό': επικρατεί ένας ανεκτικός πλουραλισμός. Κάθε ποιήτρια είναι πλέον ελεύθερη να επιλέξει, από τις υπάρχουσες μορφές, όποια της ταιριάζει, ή όποια αρμόζει σε κάθε συγκεκριμένο ποίημά της – ή να εφεύρει μια νέα. Ο πλουραλισμός αυτός είναι επόμενο να εκφράζεται και ως απουσία κυρίαρχων, χαρακτηριστικών ποιητικών 'φωνών' – φαινόμενο ευεργετικό, γιατί αποδεικνύει ότι κανένα αισθητικό κριτήριο δεν έχει απόλυτη ισχύ, ούτε είναι δυνατόν να παραμένει αμετάβλητο στον χρόνο. Αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει –όπως ενίοτε, από άγνοια ή με έπαρση, υποστηρίζεται– ότι οποιοδήποτε έργο καθίσταται αυτομάτως 'καλό'. Αντιθέτως, εντός κάθε ρεύματος και είδους, είναι πάντα εφικτό και απαραίτητο να αναζητά και να διακρίνει κανείς την αξία καθενός έργου. Για να επιτευχθεί αυτό, όμως, απαιτείται πλέον μεγαλύτερος κόπος και προσαρμοστικότητα της ανταπόκρισής μας στο ποικίλο σημερινό τοπίο – προϋποθέσεις που δεν είναι ίσως άμοιρες ευθύνης για την αβασάνιστη υιοθέτηση –είτε ως στάσης της κριτικής, είτε, αντιθέτως, ως μομφής– τού “
anything goes”.

Η πολυφωνία –δηλαδή η καλλιτεχνική ελευθερία– και η συνεπαγόμενη απουσία κυρίαρχων 'φωνών' επίσης συχνά παρερμηνεύονται ως “ήττα”, “έκπτωση”, “παρακμή”. Να οφείλεται άραγε αυτό στον (περισσότερο απ' ότι είναι εκ πρώτης όψεως εμφανές) διαδεδομένο φόβο της ελευθερίας; Στην νοσταλγία ενός κάποιου απολύτου; Ή να είναι παραλλαγή της παιδικής φαντασίωσης για έξωθεν εγγυημένη και εσαεί διασφαλισμένη 'τάξη'; Αν πιθανώς πρόκειται για μίγμα όλων αυτών, πάντως οπωσδήποτε δεν συνιστά ένδειξη υπευθυνότητας των καλλιτεχνών, ευθυκρισίας των κριτικών, ή ωριμότητος του κοινού.

Η μέγιστη τάξη επικρατεί στα απολυταρχικά καθεστώτα. σε αυτά παρατηρείται και η αισθητική ομοφωνία, εκεί αναδεικνύονται (ακριβέστερα: επιβάλλονται) δεσπόζουσες 'φωνές'. Επαναλαμβάνω: η διάκριση και ο προσδιορισμός της αξίας ενός καλλιτεχνικού έργου είναι επίπονη κριτική διεργασία που απαιτεί προπαρασκευή, υπομονετική και ψύχραιμη εργασία, τεκμηρίωση απόψεων – δηλαδή, ανάληψη προσωπικής ευθύνης και κόπο. Η άρνηση της ευθύνης αυτής συνιστά οκνηρία – βάση και σύμπτωμα της πνευματικής παρακμής. Οι φαντασιώσεις για ομοφωνία και κυριαρχία τού ενός προτύπου δεν είναι παρά ευτελής μεταμφίεση αυτής της πνευματικής οκνηρίας και παρακμής – άρα στάση ανάξια οιουδήποτε σοβαρού καλλιτέχνη (ή κριτικού).

Κοντολογίς, και για να καταλήξω πιο προσωπικά:

α) Στην δική μου γραφή, αντιμετωπίζω την μορφή ως μέρος του οργανικού, αδιαίρετου όλου τού έργου: η μορφή συγχρόνως υποβάλλεται από το περιεχόμενο και το υποβάλλει, το διαμορφώνει και διαμορφώνεται από αυτό.

β) Στον βαθμό που ενδεχομένως συμφωνώ –με όσους εκφράζονται απαξιωτικά για το σημερινό καλλιτεχνικό τοπίο– με την διάγνωση της πνευματικής παρακμής (στον 'ανεπτυγμένο' Δυτικό κόσμο), φρονώ –όπως προσπάθησα εν συντομία να εκθέσω πιο πάνω– ότι αυτές οι απαξιωτικές απόψεις είναι ακριβώς σύμπτωμα της παρακμής (και της οκνηρίας που και συνέβαλε στην γέννησή της, και την συντηρεί) και όχι βιώσιμη πρόταση ανάσχεσής της.

 

~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 3ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη το φθινόπωρο του 2015 στο τ. 6 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Castel Sant'Angelo (Ρώμη), Δεκέμβριος 1999.

1.12.14

Η ποίηση και η κριτική της


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ζητώ απ' το ποίημα –σημερινό ή οσοδήποτε παλιό– ό,τι δεν μπορούν να μου δώσουν τα άλλα είδη του λόγου. Απλοποιώντας, θα έλεγα ότι αναμένω από το ποίημα να είναι συμβάν: να μην χρησιμοποιεί απλώς τη γλώσσα για να περιγράψει (εικόνες, σκέψεις ή αισθήματα), αλλά να την χειρίζεται αξιοποιώντας όλες τις ιδιότητές της (μένοντας σε δύο από αυτές που αποφεύγει ο πεζός λόγος, ή που δεν του είναι απαραίτητες: την μουσικότητα –φθόγγους και ρυθμό–, και την δυνατότητα γραμματικών και συντακτικών παρεκκλίσεων), ώστε η πρόσληψή του να γεννά εμπειρία, αντί μόνο να την αποτυπώνει (οσοδήποτε 'ωραία' ή ευρηματικά).

Δεν πιστεύω –και αυτό μού δείχνει η ιστορία– πως είναι εφικτός ο προσδιορισμός αξιολογικών κριτηρίων για την τέχνη που να ικανοποιούν όλους μας, σε κάθε περίοδο της ζωής μας, και σε κάθε ιστορική εποχή. Θεωρώ όμως απαραίτητο, όποιος επιχειρεί να αξιολογήσει ένα ποίημα, να τεκμηριώνει την κρίση του με σαφήνεια, βάσει των δικών του κριτηρίων.

Πριν προχωρήσω, θέλω να καταγράψω δύο αισθήσεις μου: i) η ανεξάρτητη, καταρτισμένη, πληροφορημένη και τεκμηριωμένη κριτική δεν είναι όσο συχνή θα επιθυμούσα, ii) παρόμοιες ελλείψεις παρατηρώ ενίοτε και μεταξύ των 'προβεβλημένων' ποιητ(ρι)ών. Στον βαθμό που αυτά αληθεύουν, θεωρώ αναμενόμενο η “κυρίαρχη αντίληψη για την ποίηση στην Ελλάδα σήμερα” να μην διαμορφώνεται επαρκώς από την μελέτη της ποίησης ως τέχνης.

Όσον αφορά την οιανδήποτε δημόσια συζήτηση για την ποίηση, διαπιστώνω ότι έργα που, κατά την γνώμη μου, θα άξιζε να συζητηθούν ευρέως, εκτενώς, και, κυρίως, με σοβαρότητα (βάσει όσων προανέφερα), δεν έχουν τέτοια τύχη. Παρότι οι προαναφερθείσες αδυναμίες δεν μπορούν να εγγυηθούν την αξία μιας τέτοιας συζήτησης, μπορούμε, ωστόσο, να ελπίζουμε ότι οι όροι διεξαγωγής της είναι εφικτό να μεταβληθούν.

Οπωσδήποτε όμως, αιτήματα οποιασδήποτε εξωτερικής προελεύσεως για οποιοδήποτε περιεχόμενο στην ποίηση, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπ' όψιν από οποιαδήποτε σοβαρή ποιήτρια. Το περιεχόμενο των έργων της –που οφείλει να καταλήγει αδιαχώριστο από την μορφή τους– ορίζεται αποκλειστικά από την ίδια. Βεβαίως, είναι δυνατόν να συγκαθορίζεται και από τις πολιτικές θέσεις της, όπως και από τις απόψεις της για τις “τρέχουσες εξελίξεις”, από πολύ έως καθόλου – χωρίς, φυσικά, η ποσόστωση αυτή να έχει την παραμικρή επιρροή στην ποιητική αξία των έργων της.

Αν ο λογοτεχνικός τύπος, όπως αυτός συνδιαμορφώνεται από εκδότες, ποιητές, και κριτικούς, πάσχει από όσα ανέφερα αρχικά, είναι αναμενόμενο να μην υγιαίνει, σε αυτόν τον τομέα, ούτε και ο μη ειδικός τύπος, τον οποίο υπηρετούν οι δημοσιογράφοι. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η –πλην εξαιρέσεων, ως συνήθως– μάλλον πλημμελής δημοσιογραφική κατάρτιση και δεοντολογία, η επιπολαιότητα και το αγωνιώδες κυνήγι του καινοφανούς (ανανεώσιμου κατά διαστήματα άσχετα με την αξία του), η εικόνα καθίσταται ακόμη απογοητευτικότερη.

Ωστόσο, δεν γνωρίζω τα στοιχεία ειδικών, διαχρονικών, επιστημονικών μελετών που να δικαιολογούν την κάπως διαδεδομένη άποψη περί 'απομάκρυνσης' της σύγχρονης ποίησης από 'το κοινό'. Εξάλλου, δεν είμαι διόλου βέβαιος πως τέτοιες μελέτες είναι εφικτές. Ομοίως αμφιβάλλω αν η άποψη αυτή αφορά ολόκληρο το φάσμα των έργων που πολιτεύονται ως ποιήματα. Εδώ και αρκετούς αιώνες, στον Δυτικό κόσμο, δημιουργείται τέχνη 'δύσκολη' (για την οποία χρειάζεται προετοιμασία και εξοικείωση) και 'εύκολη'. Ούτε 'κακό' είναι αυτό, ούτε η καλλιτεχνική αξία κάθε έργου προκαθορίζεται από την κατηγορία στην οποία ανήκει.

~

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 1ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", η διεξαγωγή της οποίας ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2014 στο τ. 4 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Μουσείο της Περγάμου, στο τότε Ανατολικό Βερολίνο, Ιούλιος 1989.