Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημήτρης δουλγερίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημήτρης δουλγερίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17.4.20

jane hirshfield _ τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί



























[δημοσιευμένο στο "Βιβλιοδρόμιο" των "Νέων", Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου 2020 - https://www.tanea.gr/2020/04/18/lifearts/by-the-book/tipote-ap-ayta-den-xreiazotan-na-symvei/]

επιμέλεια: Δημήτρης Δουλγερίδης

Tο ερέθισμα πρέπει να πιστωθεί εξαρχής στον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που τη σύστησε στο «Βιβλιοδρόμιο». Οχι μόνο ως μεταφραστής της, αλλά και ως ευαίσθητος δέκτης της ποίησης που γράφεται σήμερα. Δεν του το είπα όταν μου έστειλε τους πρώτους στίχους της Τζέιν Χέρσφιλντ - «έχω μια στοίβα χαρτί/ μια θήκη μελάνι» -, αλλά η εσωτερική μηχανή αναζήτησης είχε ξεκινήσει ήδη τις εκτροπές από την κανονική τροχιά. Θυμήθηκα αυτομάτως τον στίχο του Σεφέρη «το χαρτί σκληρός καθρέφτης», για να ενώσει - τάχα - δύο στιγμές από την ίδια οικουμενική αγωνία της ποιητικής γραφής. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κι ύστερα πιάστηκα από ορισμένες λέξεις μέσα στα πέντε ποιήματα που μετέφρασε για να σχηματίσω στα τυφλά μια διαδρομή ως τη Χέρσφιλντ: «αλυσοδένει» (σίγουρα αυτό το ρήμα), «ελαφίνα», «να μην πουν», «διαβάσαμε, ψάλλαμε και κάηκε», «ερωδιός», «Μπαχ», «Σβάλμπαρντ». Προφανώς δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να φτάσεις στην πηγή. Πώς μπορείς να «μάθεις» την ποιήτρια αν δεν βιώσεις τα ποιήματά της ως εμπειρίες; Φαίνεται, άλλωστε, πως μια αντίστοιχη ιδέα είναι κεντρική στην τέχνη, αλλά και τη δοκιμιογραφία της. Στο Hiddenness, uncertainty, surprise (Newcastle / Bloodaxe Poetry Lectures, 2008) ανατρέχει από τον Ομηρο ώς τον Καβάφη, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Οντεν κ.ά., για να καθαρίσει με το πινελάκι το χώμα από τρεις ποιητικές «ενέργειες»: την κρυπτικότητα («δεν υπάρχει παράδεισος που δεν κρύβει μέσα του το άγνωστο»), την αβεβαιότητα («εάν σκοπός της ποίησης είναι να μεγεθύνει την ανθρωπιά μέσα μας, τότε πρέπει να είναι και η ίδια αβέβαιη»), την έκπληξη («τα ποιήματα που διαρκούν είναι εκείνα που δεν χάνουν τη δύναμη να εκπλήσσουν»). 

Μέχρι να φτάσει στη συλλογή Ledger (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020), απ' όπου ο Π. Ιωαννίδης μετέφρασε πέντε ποιήματα ειδικά για το «Βιβλιοδρόμιο», η 68χρονη Νεοϋορκέζα Τζέιν Χέρσφιλντ έχει κερδίσει μια θέση με αξιώσεις στη σύγχρονη αμερικανική ποίηση. Εχει εκδώσει άλλες οκτώ συλλογές, εκ των οποίων το Given sugar, given salt (2001) είχε φτάσει στην τελική πεντάδα για το Εθνικό Βραβείο Κριτικής (ΗΠΑ), το After (2006) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο T.S. Eliot (Μ. Βρετανία) και το «Come, thief» (2011) για το Βραβείο PEN USA. Η ποιητική έμπνευση, εξάλλου, η αγωνία μπροστά στον αυτοσχεδιασμό, η γεωμετρία της γλώσσας, οι μεταφυσικές εικόνες την απασχολούν και στα δοκίμια που εξέδωσε, στο Nine gates: entering the mind of poetry και το Ten windows: how great poems transform the world

Όσο περιορισμένη και αν είναι η πρόσληψη από τα πέντε ποιήματα που δημοσιεύονται σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει στη μεγάλη εικόνα: τον ανθρώπινο κόσμο που μέσα στα ποιήματα της Χέρσφιλντ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού (δύσκολα λογοκρίνει κανείς εδώ μια σκέψη για την καταγωγική έμπνευση από τον Γουόλτ Γουίτμαν)· το ενδιαφέρον της για τη βιολογία και την «ενσυναίσθηση» για το φυσικό περιβάλλον που πληγώνουμε (στο «Ω, σαλίγκαρε» ειδικά ο έλληνας αναγνώστης θα αναγνωρίσει την αναφορά στο Μάτι και την προπέρσινη πυρκαγιά)· το αίσθημα αβεβαιότητας απέναντι στις φάρσες της ύπαρξης· τον μινιμαλισμό ως δόκιμο ύφος για να αποδοθεί η αναμέτρηση με το άγνωστο. 

Ακολουθεί ένα κείμενο της Τζέιν Χέρσφιλντ, βασισμένο στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, γραμμένο για να συνοδεύσει τις εδώ δημοσιευόμενες μεταφράσεις:

Οι άνθρωποι, στις κρίσεις και τις μεταβάσεις, διψούν για ποιήματα. Ποτέ δεν ανέμενα να γίνω ποιήτρια της δημόσιας στιγμής – αλλά τα τελευταία χρόνια, συμβαίνει όλο και περισσότερο. Η εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο μού ζήτησε κάτι περί αυτοπροστασίας κατ' οίκον, όπως το λέμε εδώ – ευτυχώς, είχα ήδη γράψει ένα ποίημα, μιας και δεν μπορώ καθόλου να γράφω κατά παραγγελίαν. Το δημοσίευσαν κατευθείαν, κι αμέσως ταξίδεψε πολύ και μακρυά, με τον τρόπο που σήμερα γίνεται. Μου συνέβη και διάφορα άλλα ποιήματά μου να γίνουν viral (νομίζω χρειαζόμαστε έναν άλλο όρο γι' αυτό, τώρα δα), απ' όταν άρχισε η παρούσα πανδημία. Ποιήματα γραμμένα για έναν λόγο, ξαφνικά μιλούν μες σε μιαν ολωσδιόλου άλλη περίσταση. Το ποίημα που ανοίγει το καινούργιο βιβλίο, το Κατάστιχο, “Να μην πουν”, δημοσιεύθηκε αρχικά ως ποίημα πολιτικού σχολιασμού την ημέρα της ορκωμοσίας του Προέδρου το 2017, και διαβάστηκε από σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα – μα το έγραψα πολύ νωρίτερα, το 2014, μόνο με την περιβαλλοντική καταστροφή κατά νου. Τώρα αυτό το ποίημα, αλλαγμένο πάλι, μιλά προς την πεισματική αδιαφορία για τον ερχομό της πανδημίας από τις 'κυβερνήσεις', την δική μου και άλλων.

Ζούμε, έτσι νιώθω, σε τρεις κόσμους τώρα – τον παλιό, τάχα-μου-κόσμο, που συνεχίζει όσο μπορεί και είναι ανάγκη. Σ' αυτόν τον κόσμο, ένα βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, ακριβώς μέσα στο μάτι του κυκλώνα των ειδήσεων και του κόσμου, και συνεχίζω να κάνω πράγματα γύρω απ' αυτό, αν και όχι τις δεκάδες δημόσιες συγκεντρώσεις που υπήρχαν στο ημερολόγιό μου. Ύστερα είναι ο τρέχων, τούτη τη στιγμή, ως-έχει-κόσμος, όπου μένω σε απόσταση από τους άλλους, στο μικρό σπιτάκι μου στην εξοχή, με τα πολλά παράθυρα, καταμεσής του ανθισμένου κήπου του, παίρνω τα ψώνια κάθε δυο βδομάδες, και παρακολουθώ τις ειδήσεις για αναρίθμητες τραγωδιίες ανθρώπων για τους οποίους αυτό δεν είναι ειδήσεις που “ακούς” ή “παρακολουθείς”... Κι ύστερα είναι ο κι-αν-κόσμος, αυτός που έρχεται, μα που δεν μπορούμε ακόνα να διακρίνουμε, στον οποίον τα πάντα θα έχουν αλλάξει από αυτό – αλλά πώς;

Για μένα, αυτές οι εβδομάδες, μέχρι στιγμής, έχουν υπάρξει καιρός της μετάβασης.

Για πολλούς ανθρώπους, το πιο δύσκολο πράγμα, λένε, είναι ότι νιώθουν ανήμποροι. Αν τα ποιήματά μου μπορούν να βοηθήσουν κάποιον άλλον άνθρωπο, να δράσουν ως σύντροφος ή παρηγοριά, αυτό βοηθά εμένα. Σε τούτον τον καιρό της απόστασης, οι λέξεις ταξιδεύουν ανάμεσά μας, ανάμεσα σε τόπους και χρόνους, όπως έκαναν πάντα, οικείες και άμεσες σαν το άγγιγμα από το χέρι του εραστή στο δέρμα. Τα ποιήματα υπερβαίνουν την απόσταση. Την διαψεύδουν. Φέρουν εντός τους την υπόσχεση και την πραγματικότητα της εμμένουσας σύνδεσης – του ενός με τον άλλον, και με όλους τους πέραν-του-ανθρώπου γείτονές μας σ' αυτόν τον εύθραυστο πλανήτη.”


*

Πέντε ποιήματα από το βιβλίο της Κατάστιχο (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020)


MΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΧΑΡΤΙ

Έχω μια στοίβα χαρτί
μια θήκη μελάνι,

αμύγδαλα,
καφέ,
ένα φουλάρι μάλλινο να με ζεσταίνει.

Ό,τι αλυσοδένει την ψυχή,
έχω φέρει εδώ.

Ό,τι απομακρύνει την καρδιά,
έχω φέρει εδώ.

Μια ελαφίνα κάθεται στα πισινά της
κι ανασηκώνεται να φτάσει ένα μήλο,

κι ας είναι τόσα μήλα πεσμένα στο χώμα.

*

ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΝ

Να μην πουν: δεν το είδαμε.
Είδαμε.

Να μην πουν: δεν το ακούσαμε.
Ακούσαμε.

Να μην πουν: δεν το γεύτηκαν.
Φάγαμε, τρέμοντας.

Να μην πουν: δεν ειπώθηκε, ούτε και γράφτηκε.
Μιλήσαμε,
ήμασταν μάρτυρες με φωνές και με χέρια.

Να μην πουν: δεν έκαναν τίποτε.
Κάναμε όχι αρκετά.

Ας πουν, μιας και κάτι πρέπει να πούνε:

Κηροζίνη – μια ομορφιά.
Κάηκε.

Ας πουν πως καθήσαμε να μας ζεστάνει,
στο φως της διαβάσαμε, ψάλλαμε,
και κάηκε.

*

ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ

Ούτε ένα απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.
Ούτε η Φλόριντα. Ούτε το ράμφος του ερωδιού. Ούτε το νερό.
Ούτε το αδειανό σώμα του λίμουλου, ούτε κι ο αστερίας που ζει.
Η εξέλιξη μπορεί να είχε στρίψει στη γωνία αριστερά και να 'χε πάρει άλλον δρόμο εντελώς.
Ο αστεροειδής μπορεί να είχε αστοχήσει.
Οι φλέβες του ασβεστόλιθου δεν ήταν ανάγκη να είναι ευαίσθητες στην άμμο και στις αβικέννιες.
Το ραδιόφωνο μπορεί να είχε βρει άλλη μουσική.
Οι γοφοί ενός άντρα και οι γοφοί ενός άλλου μπορεί να είχαν σταθεί πλάι πλάι
σε ένα λεωφορείο στο Αλέππο και να είχαν αλληλοαναγνωρισθεί ως αδελφοί από καιρό χαμένοι.
Το κλειδί μπορεί να είχε σπάσει μες στην κλειδαριά και το κουτί με τα καρφιά να αρνιόταν το καπάκι του.
Εγώ μπορεί να ήμουν το ψάρι που κατάπιε ο πελεκάνος.
Εσύ μπορεί να έκανες σαν το φεγγάρι που δεν έλεγε να δύσει, ώρες αφού νομίζαμε πως θα έδυε,
ώρες αφού ο ήλιος σκάλωνε μέσα στους χαμηλούς βοστρύχους των κυμάτων που έσκαγαν
υπό γωνία ορισμένη. Το φως μπορεί να μη φαγώνονταν ξανά από την μετατόπισή του.
Αν το αβάσταχτο δεν ήταν αβαρές μπορεί και να λυγίζαμε κάτω από τον πόνο
όσων δεν άλλαξαν ακόμη. Στην άλλη άκρη του κόσμου ένας άντρας τραβάει μια γυναίκα έξω απ' το νερό
– κι απ' το νερό, η υπερπλήρης βάρκα απ' όπου πήδησαν, χάθηκε εντελώς.
Απ' το νερό τραβάει έξω ένα παιδί, ύστερα άλλο. Και τα δυο ζουν και θα εξακολουθήσουνε να ζουν.
Αυτό δεν χρειαζόταν να συμβεί. Τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.

*

ΤΩΡΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ

Κρατώ τη ζωή μου με δυο χέρια.
Περπατώ με δυο πόδια.
Δύο αυτιά αρκούν για να ακούς τον Μπαχ.

Αν τυφλωθεί απ' το ένα, ο άνθρωπος βλέπει με το άλλο μάτι.

Τώρα φτάνει μέγα σκοτάδι.
Και των δυο ματιών σκοτάδι.

Έχω ένα στόμα.
Κρατά δυο λέξεις.
Ναι, Όχι,
μέσα σ' όλες τις άλλες.

Ναι. Όχι. Όχι. Ναι.

Λέω ναι σ' αυτές τις λέξεις, ως οφείλω,
και επίσης τις αρνούμαι.

Τα δυο μου πόδια,
πλασμένα για να προχωρούν,
υπάκουα στο αδύνατον-να-ξέρεις και στο έτσι-πρέπει,
πατούν μες στον καιρό που φτάνει.

*

Ω ΣΑΛΙΓΚΑΡΕ

Κάτω απ' τους πάγους του Σβάλμπαρντ, φλέβες κάρβουνου από την Λιθανθρακοφόρο Εποχή.
Η καλή αγρότισσα εναλλάσσει τα σπαρτά της.
Δεν παραπονιούνται τα σπαρτά. Είναι η μοίρα μίσχων και δασών να εξαφανίζονται.
Πυρκαγιές πέρσι: Αυστραλία, Πορτογαλία, Ελλάδα. Φέτος: Καλιφόρνια.
Ω σαλίγκαρε, έγραψε ο Ίσσα, ανέβαινε το Φούτζι αργά, αργά.


μτφρ. ποιημάτων και κειμένου τής Τ.Χ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

[φωτ.: Erik Castro]




5.10.19

Για τον Οδυσσέα Ελύτη


 

 

 

 

 

 

 

 

Διατρέχω πάλι το σύνολο του ποιητικού έργου του Οδυσσέα Ελύτη, διαβασμένου κάμποσες φορές μέσα στα χρόνια. Η νέα επανεπίσκεψη δεν ανατρέπει την σαφή μου προτίμηση σε τρία βιβλία ως σύνολα: Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960), Το μονόγραμμα (1971), Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984). Μα αν είναι να κρατήσω ένα, διαλέγω, χωρίς δισταγμό, το τρίτο. Σε αυτό εξόχως, συναντώ τον Ελύτη ώριμο και γυμνό ποιητή: αυτές είναι οι δύο προϋποθέσεις για την δημιουργία μείζονος έργου, και όχι οι προθέσεις του, η πρόσληψή του, ή οι ιδεολογικές χρήσεις του. (Σπεύδω σε αυτή την επισήμανση για να προλάβω την πιθανή έκπληξη για τα τρία αυτά έργα, που επιπόλαια κάποιοι θα ονόμαζαν “ελάσσονα”.) Στο Ημερολόγιο, ο Ελύτης έχει απομακρυνθεί, αφενός, από “Αιγαία”, “ήλιους”, “μεταφυσικές του φωτός”, και άλλα σχήματα που έγιναν γραφικά και ήσαν εξαρχής περισσότερο ιδεολογήματα 'φορεμένα από πάνω', παρά ανακαλύψεις που συνέβαιναν δια, και εντός της ποίησης· περισσότερο προαποφασισμένες στάσεις, παρά θέσεις εξαγόμενες από το ποίημα. Είναι, δηλαδή, εδώ, ώριμος ποιητής, στην ακμή του. Αφετέρου, το ποιητικό εγώ (το “εγώ” που συναντάμε μέσα στο ποίημα) δεν προφητεύει πια ούτε θριαμβολογεί, δεν οικτίρει ούτε αυτο-οικτίρεται (κ.ο.κ.) με στόχο να δικαιώσει το συγγραφικό εγώ – δηλαδή ο ποιητής, έχοντας 'απεκδυθεί' το άτομό του, έχει μείνει 'γυμνός'. 

Έτσι, το Ημερολόγιο συγκεντρώνει, αρτιώνει και αναδεικνύει και τις τρεις κύριες αρετές που συναντάμε διάσπαρτες, αραιότερες, ή λιγότερο κατορθωμένες, σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Ελύτη. Την ασύλληπτης ελευθερίας εικονοπλασία (που, μεταξύ των άλλων, χώνεψε και 'εξημέρωσε' θαυμαστά στην ελληνική ποίηση τις κατακτήσεις του υπερρεαλισμού)· την ακρίβεια μιας γλώσσας που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί λέξεις οιασδήποτε προέλευσης (εδώ, χωρίς ακρότητες)· την ιδιοφυή χρήση της δομής στο ποιητικό έργο. Η δομή εδώ είναι εμπνευσμένα απλή: το ημερολόγιο ενός μηνός (συν μιας εβδομάδας από τον επόμενο), με ‘καταχωρήσεις’ σε πεζό ή στίχους, κάποτε παραπάνω από μία ανά ημέρα, και όχι κατ' ανάγκην κάθε μέρα. Έτσι, σε αντίθεση με το Άξιον εστί, φερειπείν, την Μαρία Νεφέλη, ή τον Μικρό ναυτίλο, η δομή δεν αποτελεί ανοίκεια κατασκευή· το σχέδιό της δεν προβάλλεται εις βάρος του περιεχομένου· και δεν φαίνονται οι 'ραφές'. (Φυσικά, ακόμα και μια “ανοίκεια κατασκευή” μπορεί να 'νομιμοποιηθεί', εφόσον καταφέρει να συνδέσει οργανικά, και όχι 'εξωτερικά', τα υλικά της, και εφόσον υπηρετηθεί από αυτά – πράγμα που δεν βρίσκω να συμβαίνει ολοκληρωτικά στα τρία μόλις αναφερθέντα έργα, τα οποία επιπλέουν υποφέρουν από τις αδυναμίες που  υπαινίχθηκα στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου.)

Η εναρκτήρια φράση του βιβλίου δίνει και τον τόνο του: Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. Μοιάζει σαν σύνθεση ενυπνίων (συχνά εφιαλτικών ή πάντως ανησυχαστικών) και λογισμών θανάτου. Διαβάζουμε στην “Μ. Τετάρτη, 2”: Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει // Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός // Και τώρα μαύρος αιώνας. Επανέρχεται συχνά η μητρική μορφή: της νεκρής μητέρας, της Παναγίας, πιθανώς και της γης ως Μητέρας (μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα). Τα Πάθη και η Ανάσταση που ο μήνας περιέχει, ορίζουν όσα συμβαίνουν: η άνοιξη δεν είναι παρά χορός για, και προς τον Άδη (“Παρασκευή, 1 Μ”). Το χρώμα είναι, σπάνια για τον Ελύτη, 'μαύρο', ανυπόκριτα μα και χωρίς αυτολύπηση∙ το συνολικό αίσθημα είναι αποδοχής και κατάφασης του θανάτου, τόσο του προηγηθέντος, των αγαπημένων προσώπων, όσο και του επερχόμενου ατομικού: Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται / φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές.

Αν η ποίηση του Ελύτη έχει, παρά τις όποιες επιμέρους ενστάσεις, πολλά να (μου) προσφέρει, δυσκολεύομαι να πω το ίδιο και για την ποιητική του, δηλαδή τις διατυπωμένες απόψεις του για την ποίηση. Η εμμονή στην ‘φετιχοποίηση’ της ελληνικής γλώσσας, η “μεταφυσική του φωτός”, η αντιδιαστολή «πρισματικής» και «επίπεδης έκφρασης», τα παρεπόμενα και τα παρόμοια αυτών, μου προξενούν, ομολογώ, το λιγότερο, αμηχανία.

Ας είναι. Πέρα από την απόλαυση που μου προσφέρουν πολλά ποιήματά του, το παράδειγμα του Ελύτη με βοηθά με δύο, κυρίως τρόπους. Πρώτον, προτρέποντας σε μια δίχως φραγμούς τόλμη όσον αφορά την δημιουργία εικόνων, συγχρόνως αποδεικνύοντας τι λαμπρά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν από μια τέτοια ελευθερία (όταν ακολουθείται, προφανώς, από μαστορική επεξεργασία). Δεύτερον, με την μορφική του ευελιξία και διαρκή ανανέωση. Ως προς τούτο, δευτερεύουσα σημασία έχει αν (ως προείπα) το ποιητικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα ικανοποιητικό. Κατανοώ την σημασία του Άξιον εστί στην προσωπική πορεία του ποιητή, όσο σέβομαι και την αξία του έργου ως, όπως λένε στις θετικές επιστήμες, “πειράματος επίδειξης” για τις δυνατότητες κάποιων κατευθύνσεων· θαυμάζω επίσης το θάρρος του Ελύτη στο εγχείρημα 'συγχρονισμού' και 'παιγνίου' που είναι η Μαρία Νεφέλη. Ωστόσο, η οργανικότερη, σύμφυτη, δηλαδή, με το περιεχόμενο, σύνθεση του Μονογράμματος, ή, βεβαίως, του Ημερολογίου, είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν αυτά τα έργα –πέρα από προσωπικώς αγαπητά– ποιητικώς μείζονα, όσο και αν εξω-ποιητικώς αξιολογούνται ενίοτε ως λιγότερο 'μεγαλόπνοα'.

 

~

 

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" (επιμ.: Δημήτρης Δουλγερίδης, "ΤΑ ΝΕΑ", 5-6 Οκτωβρίου 2019) "Οδυσσέας Ελύτης: ... χλωρός μες στη φωτιά", με αφορμή τα 40 χρόνια από την απονομή του βραβείου Νομπέλ στον Έλληνα ποιητή. Στο δωδεκασέλιδο αυτό αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι ποιητ/ρι/ες: Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Φοίβη Γιαννίση, Λένια Ζαφειροπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δήμητρα Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Στέργιος Μήτας, Γιάννα Μπούκοβα, Ολγα Παπακώστα, Θοδωρής Ρακόπουλκος, Μαρία Τοπάλη, και Μάριος Χατζηπροκοπίου.

Η φωτογραφία είναι του Ανδρέα Εμπειρίκου.


22.12.18

Το ποίημα παραμονεύει


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναλογίζομαι πώς να αποκριθώ στην ερώτηση χωρίς να επαναλάβω όσα έχω πει στο πρόσφατο συλλογικό δοκιμιακό βιβλίο, Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018). Σπεύδει τότε η Τύχη –συχνά συμβαίνει– με την μορφή μιας είδησης απ' το ραδιόφωνο. Είναι η 100η επέτειος της λήξης του Α' Π.Π. και ο εκφωνητής του σύντομου δελτίου στο διαδικτυακό BBC Radio 3 ανακοινώνει ότι σήμερα θα ακουστεί ξανά, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του –λίγες μονάχα μέρες πριν να λήξει ο πόλεμος εκείνος– η στρατιωτική σάλπιγγα του Βρετανού ποιητή Wilfred Owen. Που άκουγε μουσική μες στου καθήκοντος την σιωπηρότητα, όπως λέει ένα από τα δυνατά –και σήμερα ακόμη– αντιπολεμικά ποιήματά του, γραμμένα για να στεγάσουν μα και να κατασιγάσουν τους λιμούς αισθημάτων και σκέψεων που ενέσκηψαν το 1914.

Πλάι στον τάφο του, στη βόρεια Γαλλία, θα ηχήσει, λέει, ξανά, η σάλπιγγα αυτή: στρατιώτης, την απέσπασε ως γερμανικό λάφυρο το 1917. Έγραψε τότε στον αδελφό του: Σε σκεφτόμουν καθώς απαγκίστρωνα την σάλπιγγα απ' τον εξοπλισμό κι έχοντας τότε ιδιαιτέρως ευγενή διάθεση, σκόπευα να σ' την χαρίσω κάποια μέρα. Όμως τώρα την παραγάπησα και αδύνατον να την αποχωριστώ!

Άραγε φύσηξε ποτέ ο ίδιος μες στο αντίπαλο μέταλλο; Καθάρισε το στόμιό του πριν; Με τι; Είχε μήπως πρωτύτερα και σάλπιγγα δική του; Την εγκατέλειψε τότε για χάρη αυτής του εχθρού του;

Οι απορίες συνωστίζονται – και ωθούν στην μνήμη μου μιαν εγκατάσταση στην Tate Britain τον κρύο Μάρτη του 2016. Στα Μουσικά Όργανα που ο Πόλεμος Κατέστρεψε, μες στην μακρόστενη Duveen Gallery με τους ψευδο-ιωνικούς κίονες, η Susan Philipsz είχε βάλει ν' ακουστούν, από ντουντούκες κρεμασμένες ψηλά, 14 ηχογραφήσεις βρετανικών και γερμανικών χάλκινων και ξύλινων πνευστών που είχαν υποστεί φθορές σε πόλεμο: από το 1815 στο Βατερλώ ώς το 1945 στο Βερολίνο. Έπαιζαν –όπως μπορούσαν πια– το “Τελευταίο Σιωπητήριο”. Μα η καλλιτέχνις είχε κατακερματίσει τα ηχογραφήματα – που, ούτως ή άλλως, συχνά δεν ήσαν παρά (με τα λόγια της) η ανάσα του μουσικού καθώς εκπνέει μες στο στραπατσαρισμένο όργανο.

Δημοσιογραφικά ευρήματα –για την εξόντωση ενός κήτους στο Αιγαίο· τους Αθηναίους του '50 που πήγαιναν τα κουστούμια τους στους ράφτες, να τους τα γυρίσουν μέσα-έξω· τον Νιώτη κτηνοτρόφο που μιλάει για τις γίδες του– με οδήγησαν σε ποιήματα στο παρελθόν. Τώρα, μια τυχαία είδηση ταίριαζε με μιαν έντονη ανάμνηση – κι οι δυο έσερναν πίσω τους πλήθος λεπτομέρειες, ποικίλων προελεύσεων.

Το ποίημα παραμονεύει.

*

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα «Πού συναντάτε το ποιητικό εκτός της ποίησης;», κεντρικό θέμα στα "Πρόσωπα" των "Νέων", 22-23 Δεκεμβρίου2018, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Στο αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Γιάννα Μπούκοβα, Μαρία Τοπάλη, Αλέκος Λούντζης, Δήμητρα Κωτούλα, Λένια Ζαφειροπούλου, Παυλίνα Μάρβιν, Ορφέας Απέργης. Στην εικόνα, λεπτομέρεια από φωτ. του Κωνσταντίνου Πίττα, που κοσμούσε το εξώφυλλο του τεύχους 


6.1.17

"Όταν ακούω για την κρίση της ποίησης ή την ποίηση της κρίσης, ..."


 

 

 

 

 

 

 

 

... σκέφτομαι ότι η κρίση είναι η διπλή καταγωγή της ποίησης. Εσωτερική κρίση γεννά κάθε καλλιτεχνικό ερώτημα – και κρίση συνιστά η ‘απάντησή’ του μέσω της γλώσσας. Αν κρίση πάντα γεννά την ποίηση, για κρίση πάντα θα μιλά κι αυτή.

Και «η κρίση που περνά η ποίηση σήμερα»; Αν η ποίηση εμφανίζεται να περνά σήμερα ‘κρίση’ («δεν γράφεται πια καλή ποίηση», «έχει χάσει την επαφή της με το κοινό»), η ευθύνη βαραίνει κυρίως εκδότες και κριτικούς. Όσους εκδότες δεν κρίνουν πλέον τι θα τυπώσουν και γιατί, και όσους κριτικούς δεν κρίνουν (ίνα μη κριθούν). Κακή ή αδιάφορη ‘ποίηση’ γραφόταν και θα γράφεται πάντα: αυτο-έκφραση που δεν αφορά παρά τον εκφραζόμενο (που δεν μπορεί να ονομαστεί «ποιητής») – αναφαίρετο δικαίωμα όλων, αλλά πράξη διακριτή απ’ την τέχνη. Όμως, παλιότερα, οι αυτο-εκδόσεις γραπτών που δεν περνούσαν από κρίση, δεν γίνονταν από επώνυμους, σοβαρούς εκδότες. Και υπήρχαν αρκετοί σεβαστοί, και στο πλατύ κοινό, κριτικοί, με μόρφωση και επαρκείς αποστάσεις από την ‘αγορά’ που τους εξασφάλιζαν ανεξαρτησία και, άρα, αξιοπιστία.

‘Οσο για την «ποίηση της τωρινής κρίσης»: κακώς αναμένονται (κι επιβραβεύονται) τα ταχέως παραγόμενα, προφανή και εύληπτα – χαρακτηριστικά άσχετα με την τέχνη. Δεν είναι «ποίηση της κρίσης» –γιατί δεν είναι ποίηση– οι μπροσούρες διαμαρτυρίας ή τα ‘άμεσα’ κείμενα για σημαντικά κι επείγοντα προβλήματα. Η «ποίηση της κρίσης» προηγήθηκε του αιτήματος γι’ αυτήν, και (θα) συνεχίζει υπαινικτικότερα και αφανέστερα απ’ ό,τι της ζητείται. Θέτω, προς τούτο, στην κρίση σας τα εξής πειστήρια: Ορφέας Απέργης, Υ, 2011: προσεκτική, εξαντλητική ανατομία του υποβάθρου της «ελληνικής κρίσης». Πιο ευσύνοπτα: Στέργιος Μήτας, Έμμετρη Φυσική Ιστορία των Θεάτρων, 2013. Αριστοτεχνικές παραβολές: Λένια Ζαφειροπούλου, Paternoster Square, 2012∙ Σαμσών Ρακάς, Αδράξτε τη νύχτα, 2014. Πολ(ιτικ)η και κρίση: Μαρία Τοπάλη, Οι λέξεις μου, 2015. Απεικόνιση, θρήνος και σχοινοβασία επί της καταγγελίας (δίχτυ, ο Γκίνσμπεργκ): Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, 2013.

 

~ Η απάντησή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" ("ΤΑ ΝΕΑ", 6 Ιανουαρίου 2017) περί ποίησης και κρίσης, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Συμμετείχαν επίσης οι: Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Στέργιος Μήτας, Μαρία Τοπάλη, Ορφέας Απέργης και Δημήτρης Λεοντζάκος. 

(Η εικόνα συνόδευε την δημοσίευση.)

 

1.6.13

δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος













Τον πρωτοδιάβασα παιδί: ακόμη θυμάμαι τη δίτομη έκδοση του Γ.Π. Σαββίδη να κυκλοφορεί στο σπίτι. Ευτυχώς, δηλαδή, οι πρώτες αναμνήσεις μου δεν προέρχονται από το σχολείο: είχα προλάβει να γνωρίσω από πριν όλα τα ποιήματά του, ακόμη και τα ώριμα «νεκρικά», φερειπείν. Έτσι, δεν αποθαρρύνθηκα από τον, ως επί το πλείστον, ηθικολογικό, ‘προτρεπτικό’ ή ενδεχομένως και –ας μου επιτραπεί ο όρος– ολίγον μελό Καβάφη που κυρίως μας πρότειναν τα αναγνωστικά: τον Καβάφη των «Κεριών» ή των «Γέρων», για παράδειγμα…

Το καλό με τον Καβάφη είναι ότι δεν υφίσταται πλέον το ερώτημα εάν ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα – ήταν, τελεία. Τούτου δοθέντος, αν είχε κανείς κέφι, θα μπορούσε ίσως και να προτείνει το εξής απλουστευτικό παίγνιο: θεωρώντας αυτόν και τον Σολωμό γεννήτορες της νεοελληνικής ποίησης, να εντοπίζει από τι ποσοστό του ενός και τι του άλλου ‘προκύπτει’ καθένας από τους Έλληνες ποιητές που έπονται. Αλλά, για να επιστρέψουμε στον Καβάφη, το ότι το ερώτημα «πόσο σημαντικός ήταν;» δεν υφίσταται πλέον,  μας δίνει το δικαίωμα και την ελευθερία να διαλέξουμε ο καθένας, είτε ως αναγνώστης, είτε και ως τεχνίτης, όσα μας ενδιαφέρουν ή και μας βοηθούν. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι πλέον διαθέτουμε σε βιβλία, αφενός όλα τα ‘τελειωμένα’ του ποιήματα –αναγνωρισμένα, αποκηρυγμένα, ‘κρυμμένα’– και, αφετέρου, τα ‘ατελή’ – τα οποία, όπως εκδόθηκαν, κάθε άλλο παρά ατελή είναι. Αφήνω που και κάποια απ’ τα πεζά του μπορούμε σήμερα να τα διαβάσουμε ως ποιήματα – εννοώ, δηλαδή, πέρα από τα ποιητικά πεζά του: π.χ., αίφνης, το ‘δοκιμιακό’ «Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν». Ίσως να μας βοηθά σ’ αυτό ο αναδρομικός ‘φωτισμός’ του ελληνικού υπερρεαλισμού, αν όχι και μια κάποια μεταμοντερνιστική ‘ευρυχωρία’. Συνεπώς, μπορεί κανείς σήμερα να διατρέξει όλη την παραγωγή του Καβάφη και να φτιάξει την προσωπική του ανθολογία –η δική μου, για παράδειγμα, περιέχει καμμιά 65αριά ποιήματα–, και, αν το επιθυμεί, επειδή τόσα τεκμήρια της ποιητικής πορείας του Καβάφη είναι πια εμφανή, να μαθητεύσει κιόλας στην εξέλιξή του: στο πώς έγινε, δηλαδή, εντέλει, αυτός που σήμερα θεωρούμε «Καβάφη».

Για τους υπόλοιπους μεγάλους Έλληνες ποιητές, δεν είμαι βέβαιος ότι διαθέτουμε αποκηρυγμένα ποιήματά τους. Μπορούμε να διαβάσουμε νεανικά ποιήματα – αλλά, για παράδειγμα, η πρώτη εμφάνιση του Σεφέρη, η –ας την πούμε– λυρικότερη, είναι ήδη Σεφέρης ατόφιος. Ενώ στον Καβάφη, παρακολουθούμε αυτήν την δραστική αλλαγή τεχνοτροπίας, αλλά και την απομάκρυνση από τα κλισέ που τον βάραιναν στην νεότητά του.

Δεν είμαι φιλόλογος για να προσθέσω κάτι σε όσα έχουν εξαντλητικά ειπωθεί για την γλώσσα του Καβάφη. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον έως συγκινητικό να ανακαλύπτουμε και στα πεζά του την αγάπη του για την βυζαντινή ποίηση και τα δημοτικά τραγούδια, που εκείνη την εποχή τούς δίνεται για πρώτη φορά επαρκής φιλολογική προσοχή. Έτσι, κάποια πεζά του μοιάζουν να μας ενημερώνουν για τον όγκο μελέτης και προσωπικής εργασίας που υποστήριξαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το ποιητικό του έργο.

Όσον αφορά τα αντικειμενικά τεκμήρια της –ελληνικής και διεθνούς– απήχησής του, μπορούμε, νομίζω, με αρκετή ασφάλεια να εικάσουμε ότι η διάδοση των ποιημάτων του μέσω αναλύσεων και μεταφράσεων θα συνεχιστεί. Όσον αφορά, τώρα, πιθανούς υποκειμενικούς –προσωπικούς για τον κάθε αναγνώστη– λόγους για την απήχηση αυτή, τα θέματα των ποιημάτων του και η οικειότητα της φωνής του –αυτό που ο Ελύτης ατυχώς, νομίζω, προσπάθησε να του προσάψει ως “πεζολογία”– ίσως και να αρκούν για να την εξηγήσουν, αλλά και για να εγγυηθούν την διάρκειά της.

Φαντάζομαι ότι έναν δόκιμο μεταφραστή του Καβάφη, το γλωσσικό του ιδίωμα θα τον συναρπάζει την ίδια στιγμή που τον τρομοκρατεί: αυτό το μοναδικό χαρμάνι, που είναι λίγο καθαρεύουσα, λίγο καθομιλουμένη, κωνσταντινουπολίτικα, μια τζούρα αιγυπτιώτικα ελληνικά. Ένα, λοιπόν, αναπόφευκτο κριτήριο για την αξία μιας ξένης μετάφρασης δεν μπορεί παρά να είναι και η απόδοση μιας κάποιας γλωσσικής ‘παραξενιάς’, σε οιαδήποτε γλώσσα. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι στις αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις –των Κήλυ και Σέραρντ, και της Γιουρσενάρ, αντιστοίχως– που εν πολλοίς θεμελίωσαν την διεθνή δημοφιλία του Καβάφη, δεν υπήρξε τέτοια προσπάθεια μεταφοράς αυτής της ιδιοτυπίας, όσο μιας τίμιας απόδοσης του νοήματος.

Το πλεονέκτημα του Καβάφη είναι η πολυπρισματικότητά του, η οποία εμπλουτίζεται όσο σταδιακώς δημοσιεύονται τα κατάλοιπά του. Για παράδειγμα, έχουμε συνηθίσει να ακούμε –αν όχι κυρίως, πάντως πολύ συχνά– για την στοχαστικότητα και την περίσκεψη που τον χαρακτηρίζει. Αλλά μήπως θα ήταν χρήσιμο –και απολαυστικό– να αναζητήσουμε προσεκτικότερα και τον Καβάφη που «εσωτερικώς γελά και αστειεύεται πολύ»; Ή που «δεν έχει πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος»; Ή τον Καβάφη του οποίου, όπως γράφει κάπου, η αγαπημένη εποχή είναι το καλοκαίρι – μια δήλωση τόσο αντίθετη με την εικόνα ενός ‘φθινοπωρινού’ Καβάφη του μισόφωτος, κλεισμένου σε μια κάμαρα. Ακόμα και η έννοια του παιχνιδιού θα μπορούσε να ταιριάξει σε πολλές πτυχές της ζωής και του έργου του: στον τρόπο που ανασυνέτασσε τα ‘φυλλάδιά’ του, π.χ., ή στο πώς επέλεγε ποια ποιήματα θα στείλει σε ποιον. Ευτυχώς, υπάρχουν, πλέον, πολλά δεδομένα διαθέσιμα που μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε τεκμηριωμένη μεν, προσωπική και αδιαμεσολάβητη δε, άποψη για το έργο του. Και να το απολαύσουμε ο καθείς κατά τον τρόπο του.

Για τον Καβάφη, λόγια που προέκυψαν κατά την διάρκεια μιάς συνομιλίας με τον Δημήτρη Δουλγερίδη, τον οποίο και ευχαριστώ. Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο σχετικό αφιέρωμα της εφημερίδας "Τα Νέα", την 1η Ιουνίου 2013.

[φωτ.: π.ι., v.2010]