Κ
Το αρσενικό ελάφι
καμαρώνει τα μικρά του
κάτω απ' την πικροδάφνη
Κινεί τον λαιμό·
τα κέρατα
αναδεύουν τα κλώνια –
το ραίνουν ρόδινα άνθη.
Η καστανιά ξεράθηκε
στα εβδομηνταπέντε.
Πόσα ακόμα καλοκαίρια θα αντέξει
σφηνωμένη στο βράχο
η σκιά της ροδιάς;
Πόσα ακόμα μάς μένουν,
ανέμελα καλοκαίρια;
με ρωτάς στο τηλέφωνο
πλάι στη θάλασσα.
Χειμώνα-καλοκαίρι
επί αιώνες,
κοντά παντελονάκια
φόραγαν τ' αγόρια,
σε βορρά και σε νότο.
Η μέση του αγοριού που μεγαλώνει
δεν αλλάζει τόσο:
τα κανιά μακραίνουν.
Το κοντό παντελόνι
παραμένει κοντό,
κι ας κονταίνει χρόνο το χρόνο.
Όταν μάλιστα είναι φαρδύ,
κρατάει περισσότερο:
αν μεστώσει η μέση,
αν δέσουν οι μηροί.
Εξάλλου στα παιχνίδια
το μακρύ παντελόνι λερώνεται,
σχίζεται.
Καλύτερα
με πληγωμένα γόνατα
–σκέφτονται οι μητέρες,
απανταχού της γης,
επί αιώνες–
παρά με μπαλώματα.
Οικονομία στο ύφασμα,
και τ' αγόρια μαθαίνουν
να πονούν
και να προσέχουν.
Και να μη ντρέπονται
να δείχνουν τις πληγές τους.
Σαν
μικρές
πλάκες
που εξέχουν
οριζόντια απ' τους τοίχους
στα πέτρινα σπίτια:
μοιάζουν βαλμένες στην τύχη,
όμως είναι σκαλιά
που οδηγούν.
Λ
Όπως οι λέξεις:
φέρουν
προστασία και μυστήριο.
Φέρνουν και δάκρυα.
Και τότε, ό,τι με λόγια
χάλασε, με λόγια
πρέπει πάλι να φτιαχτεί.
Ολόκληρο χειμώνα,
το ρεύμα τρεμόπαιζε.
Η ΔΕΗ επέμενε:
έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί
το οικιακό μας δίκτυο.
Η τάση σταθεροποιήθηκε
το μεσημέρι που έκατσα
στην άκρη απ' το κρεββάτι,
λουσμένος στη λιακάδα και στην ταραχή,
να ηρεμήσω με βαθειές ανάσες.
Χωρίς προειδοποίηση
και χωρίς δάκρυα,
ανάβλυσαν
στεγνοί λυγμοί.
Και έκπληκτος με άκουσα
να λέω το παράπονο:
Γιατί δεν με αγγίζεις;
Παραμονή Λαμπρής,
με παίρνουνε τα κλάματα
μαζί με τη Μαγδαληνή που βλέπει
δυο αγγέλους μες στο μνήμα.
Την ρωτούν γιατί κλαίει:
Πήραν τον Κύριό μου
μα δεν ξέρω πού –
κι ύστερα στρέφει:
Εκείνος είναι
αλλά αυτή θαρρεί, ο κηπουρός:
Κύριε, αν εσύ τον έχεις,
πες μου κι εμένα πού τον έχεις κρύψει,
για να τον πάρω.
Τότε τής λέει:
Μαρία·
κι απ' την φωνή τον γνώρισε
και μάλλον θα γονάτισε
να φιλήσει τα πόδια του.
Γιατί τότε εκείνος
της λέει τα σκληρότερα λόγια
που ειπώθηκαν ποτέ:
Μη με αγγίζεις.
Με παίρνουνε τα κλάματα
και με τον Πέτρο μές στη βάρκα,
όταν κατάλαβε
τον Δάσκαλό του στην ακτή –
ντράπηκε με τη γύμνια του
και τά 'χασε:
φοράει τον χιτώνα
μα πέφτει στο νερό,
να κολυμπήσει γρήγορα να βγει,
να φτάσει πλάι Του.
Και με τον Ιησού τον ίδιο
που οι μαθητές του
δεν αναγνωρίζουν,
δεν πιστεύουν,
και ας τους λέει:
Να,
δείτε,
τα χέρια,
δείτε
τα πόδια μου –
εγώ είμαι.
Αγγίξτε να νιώσετε:
ότι δεν είμαι πνεύμα,
σώμα είμαι.
Κι εκείνοι ακόμα δεν πιστεύουν,
σα χαζεμένοι απ' τη χαρά τους.
Τότε τους λέει:
Έχετε τίποτα φαγώσιμο εδώ πέρα;
και του δίνουν
ψάρι ψητό, κερήθρα με μέλι.
Και τά 'φαγε μπροστά τους,
τρεις μέρες πεινασμένος
μες στο χώμα.
Πώς ν' άλλαξε
το χώμα
τη μορφή του
και
παρά την αγάπη
δεν τον γνωρίζουν πια;
Το χώμα δεν σβήνει
μα αλλάζει την αγάπη.
Φέρνει
άλλες λέξεις.
~ Δύο τμήματα του ποιήματος "Α/Ω", όπως δημοσιεύτηκαν στο τ. 18 του "ΦΡΜΚ", Χειμ. 2023 - Χειμ. 2024