Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19.2.25

9 ποιήματα @ LyrikLine


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απ' αυτόν τον Φεβρουάριο, 9 ποιήματά του Παναγιώτη Ιωαννίδη βρίσκονται ανάμεσα στις 16 νέες προσθήκες ποιητικών φωνών του ιστότοπου παγκόσμιας ποίησης LyrikLine του Haus für Poesie, που φιλοξενεί 1693 ποιητ/ρι/ες απ’ όλον τον κόσμο (18 απ’ την Ελλάδα):

https://www.lyrikline.org/en/authors/panayotis-ioannidis

Στον πιο πάνω σύνδεσμο, μπορείτε να διαβάσετε τα 9 ποιήματα (προερχόμενα από τα 4 έως σήμερα βιβλία μου, απ’ τις Εκδόσεις Καστανιώτη) στο πρωτότυπο και σε μεταφράσεις (με ευχαριστίες προς όλα τα άτομα που τις έκαναν): στα αγγλικά (από τον Stephen Bacigal, την Clare Durey, και τον ποιητή), γαλλικά (Claire Renault), πολωνικά (Marek Gniadkowski και Beata Żółkiewicz-Siakantaris), γερμανικά (Torsten Israel και Adrian Kasnitz), σουηδικά (Jan Henrik Swahn), φινλανδικά (Riikka Pulkkinen), ιταλικά (Maria Grazia Pichereddu), και τουρκικά (Cemal Akyuz).

Μπορείτε όμως επίσης να τα ακούσετε ηχογραφημένα στα ελληνικά, με την φωνή του ίδιου του ποιητή.

[φωτ.: Θωμάς Μαχαίρας] 

7.7.24

τι να κάνεις αν δεν μπορείς να κλάψεις


 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΛΑΨΕΙΣ

 

Όπως –παρότι δεν το νοιώθουμε

καθώς τώρα καθόμαστε μακρυά της–

η θάλασσα μας ραίνει

και νοτίζει πάλι το δέρμα

έτσι και ο αδιάλειπτός της παφλασμός

–πότε τραχύς σαν γρήγορο κουπί και πότε

χέρι μητέρας στα μαλλιά

άλλοτε ψαλμός

ή ψίθυρος του πλήθους

κι άλλοτε κυνηγητό παιδιών στη χλόη–

μάς διαπερνά

μέχρι να φτάσει εκεί όπου

κρύβεται πάντα

το παλαιό του ίχνος

 

Και μόνο όταν περάσει κατά τύχη

το μπράτσο πλάι στο πρόσωπο

και μυρίσουμε πάλι το αλάτι που είχαμε ξεπλύνει

μόνο όταν πέφτοντας ο αέρας

παύει ο φλοίσβος

συνειδητοποιούμε ξαφνικά την απουσία

της σταθεράς παρηγόρησης

 

*

 

Ακατανίκητη επιθυμία τηλεφωνήματος

Μετά από τυχαία στροφή του κεφαλιού

ένα βλέμμα σε μια βιτρίνα
τέλος πάντων συνέχεια

 

Αλλά και αν ακόμα

δεν σε σταμάταγε αμέσως

σε κλάσμα του δευτερολέπτου

η πραγματικότητα

αν αποφάσιζες να παραμείνεις πλανεμένος

και έσπευδες να σχηματίσεις

τον ξεχασμένο πλέον αριθμό

και αν η μπατταρία δεν είχε

προ πολλού αδειάσει

και αν η συσκευή δεν ήταν πια κλειστή

και οριστικά μη ανακτήσιμος ο κωδικός ενεργοποίησης

τότε

η οθόνη θα φώτιζε εις μάτην

και δόνηση και ήχος θα τάραζαν

ελάχιστα και δίχως συνέπειες

τα τέσσερα αποκόμματα εφημερίδας

το σχεδόν άδειο πορτοφόλι

και τ' άλλα άχρηστα χαρτιά που ωστόσο έχεις κρατήσει

στο σκοτεινό κουτί

από τα αναπαυτικά μα λιγοφορεμένα πασουμάκια

 

*

 

Απόψε βγες σαν το άσχημο αλλά καλό σκυλί

ανάμεσα στα τραπέζια της ταβέρνας

και κάτσε πλάι στα πόδια της καρέκλας

μιας γυναίκας ωραίας

που δεν έχει να σου δώσει τίποτε

 

Κάτσε εκεί

περιμένοντας τα πάντα

για όσο χρόνο απομένει

μέχρι να ακουστεί το χτύπημα δαχτύλων

στην εξώπορτα

που λέει πως ήρθε η ώρα

να μπεις πάλι μέσα

 

*

 

Μες στο μαύρο σκοτάδι του ύπνου

είναι μαύρο σκοτάδι

Και οδηγώ

χωρίς να βλέπω

άγνωστο αυτοκίνητο

 

Πόσες φορές παιδί

ξυπνούσα κλωτσώντας φωνάζοντας

Έσπευδε εκείνη πλάι μου

 

Όμως τώρα είναι πλάι μου

ενώ αγωνιώ αβοήθητος στους μαύρους δρόμους –

κι από την θέση του συνοδηγού

μ’ ένα χαμόγελο ολέθρου

γυρνά και λέει

Μα πώς θα φτάσεις;

 

*

 

Μιλώντας για σένα έκανα λάθος
και έστριψα για την Νέα Αγχίαλο

Σωστά – από εκεί οδηγούσες

επί χρόνια δίπλα στη θάλασσα

ώσπου σε μια ανηφορίτσα να φανεί

το Πήλιο

Γι’ αυτό κι εγώ συνέχισα

να μιλώ για σένα

στις αργές στροφές

πλάι στο νερό

 

Στο βουνό πια σταθήκαμε

στο δασάκι με τα πεύκα

και τους δύο βράχους που χωρίζουν

στον γκρεμό

Ένα βήμα πιο πριν

ησυχία

Λίγο αν σκύψεις μπροστά

ακούς τα νερά

εκατό μέτρα κάτω

 

Στο πέτρινο σπίτι

το αρχαίο τηλέφωνο

κοιτάζει απ' το παράθυρο

Πάνω στην κάσα περιμένει νεαρός σκορπιός
που πρέπει να πεθάνει



~

Ένα ποίημα πένθους –και, ελπίζω, παρηγορίας–, γραμμένο στην μνήμη της μητέρας μου, από τον Ρινόκερω (Καστανιώτης, 2020).

[φωτ.: Π.Ι., Φεβ. 2024]

1.12.23

"κ" και "λ"

 



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κ

 

  Το αρσενικό ελάφι

καμαρώνει τα μικρά του

κάτω απ' την πικροδάφνη

Κινεί τον λαιμό·

τα κέρατα

αναδεύουν τα κλώνια –

το ραίνουν ρόδινα άνθη.

  Η καστανιά ξεράθηκε

στα εβδομηνταπέντε.

Πόσα ακόμα καλοκαίρια θα αντέξει

σφηνωμένη στο βράχο

η σκιά της ροδιάς;

Πόσα ακόμα μάς μένουν,

ανέμελα καλοκαίρια;

με ρωτάς στο τηλέφωνο

πλάι στη θάλασσα.

  Χειμώνα-καλοκαίρι

επί αιώνες,

κοντά παντελονάκια

φόραγαν τ' αγόρια,

σε βορρά και σε νότο.

Η μέση του αγοριού που μεγαλώνει

δεν αλλάζει τόσο:

τα κανιά μακραίνουν.

Το κοντό παντελόνι

παραμένει κοντό,

κι ας κονταίνει χρόνο το χρόνο.

Όταν μάλιστα είναι φαρδύ,

κρατάει περισσότερο:

αν μεστώσει η μέση,

αν δέσουν οι μηροί.

Εξάλλου στα παιχνίδια

το μακρύ παντελόνι λερώνεται,

σχίζεται.

Καλύτερα

με πληγωμένα γόνατα

–σκέφτονται οι μητέρες,

απανταχού της γης,

επί αιώνες–

παρά με μπαλώματα.

Οικονομία στο ύφασμα,

και τ' αγόρια μαθαίνουν

να πονούν

και να προσέχουν.

Και να μη ντρέπονται

να δείχνουν τις πληγές τους.

  Σαν

μικρές

πλάκες

που εξέχουν

οριζόντια απ' τους τοίχους

στα πέτρινα σπίτια:

μοιάζουν βαλμένες στην τύχη,

όμως είναι σκαλιά

που οδηγούν.

 

 


 

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λ

 

  Όπως οι λέξεις:

φέρουν

προστασία και μυστήριο.

Φέρνουν και δάκρυα.

Και τότε, ό,τι με λόγια

χάλασε, με λόγια

πρέπει πάλι να φτιαχτεί.

  Ολόκληρο χειμώνα,

το ρεύμα τρεμόπαιζε.

Η ΔΕΗ επέμενε:

έπρεπε πρώτα να ελεγχθεί

το οικιακό μας δίκτυο.

Η τάση σταθεροποιήθηκε

το μεσημέρι που έκατσα

στην άκρη απ' το κρεββάτι,

λουσμένος στη λιακάδα και στην ταραχή,

να ηρεμήσω με βαθειές ανάσες.

Χωρίς προειδοποίηση

και χωρίς δάκρυα,

ανάβλυσαν

στεγνοί λυγμοί.

Και έκπληκτος με άκουσα

να λέω το παράπονο:

Γιατί δεν με αγγίζεις;

  Παραμονή Λαμπρής,

με παίρνουνε τα κλάματα

μαζί με τη Μαγδαληνή που βλέπει

δυο αγγέλους μες στο μνήμα.

Την ρωτούν γιατί κλαίει:

Πήραν τον Κύριό μου

μα δεν ξέρω πού –

κι ύστερα στρέφει:

Εκείνος είναι

αλλά αυτή θαρρεί, ο κηπουρός:

Κύριε, αν εσύ τον έχεις,

πες μου κι εμένα πού τον έχεις κρύψει,

για να τον πάρω.

Τότε τής λέει:

Μαρία·

κι απ' την φωνή τον γνώρισε

και μάλλον θα γονάτισε

να φιλήσει τα πόδια του.

Γιατί τότε εκείνος

της λέει τα σκληρότερα λόγια

που ειπώθηκαν ποτέ:

Μη με αγγίζεις.

  Με παίρνουνε τα κλάματα

και με τον Πέτρο μές στη βάρκα,

όταν κατάλαβε

τον Δάσκαλό του στην ακτή –

ντράπηκε με τη γύμνια του

και τά 'χασε:

φοράει τον χιτώνα

μα πέφτει στο νερό,

να κολυμπήσει γρήγορα να βγει,

να φτάσει πλάι Του.

  Και με τον Ιησού τον ίδιο

που οι μαθητές του

δεν αναγνωρίζουν,

δεν πιστεύουν,

και ας τους λέει:

Να,

δείτε,

τα χέρια,

δείτε

τα πόδια μου –

εγώ είμαι.

Αγγίξτε να νιώσετε:

ότι δεν είμαι πνεύμα,

σώμα είμαι.

Κι εκείνοι ακόμα δεν πιστεύουν,

σα χαζεμένοι απ' τη χαρά τους.

Τότε τους λέει:

Έχετε τίποτα φαγώσιμο εδώ πέρα;

και του δίνουν

ψάρι ψητό, κερήθρα με μέλι.

Και τά 'φαγε μπροστά τους,

τρεις μέρες πεινασμένος

μες στο χώμα.

  Πώς ν' άλλαξε

το χώμα

τη μορφή του

και

παρά την αγάπη

δεν τον γνωρίζουν πια;

  Το χώμα δεν σβήνει

μα αλλάζει την αγάπη.

Φέρνει

άλλες λέξεις.



~ Δύο τμήματα του ποιήματος "Α/Ω", όπως δημοσιεύτηκαν στο τ. 18 του "ΦΡΜΚ", Χειμ. 2023 - Χειμ. 2024

13.7.22

Η Σιμόν Βέιλ λύνει τα μαλλιά της



 

 

 

 

 

 

 

Η ΣΙΜΟΝ ΒΕΪΛ ΛΥΝΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ

 

Σιμόν Αννί Λιλίν
Ζακόμπ

 

Πες ότι είσαι δεκαοχτώ
της ψιθύρισε ο άντρας

στην αποβάθρα του Άουσβιτς

και γλίτωσε τον θάλαμο αερίων
Την πήρε πλάι της η Πολωνέζα κάπο

Παραείσαι όμορφη για να πεθάνεις εδώ μέσα

Τώρα πέθανε
Η τηλεόραση την δείχνει

τριάντα ένα χρόνια πριν
και ο νεαρός παρουσιαστής παρακαλεί

Αν σας ζητούσα

να λύσετε

τα μαλλιά σας;

 

Μα βέβαια, βέβαια, αμέσως!

Αρχίζει να αφαιρεί τα τσιμπιδάκια

χαμογελά Ξέρετε δεν είχα

πάντα μακρυά μαλλιά

κι ούτε το θέλω

Μα είναι πολύ πιο εύκολα

πιασμένα κότσο

είσαι πάντα καλοχτενισμένη

Πρώτη φορά ρωτά αυτός

θα σας δούμε με λυτά μαλλιά;
Νομίζω ναι
δίνει τα τσιμπιδάκια
Σας ευχαριστώ

 

Κυλούν τα μαλλιά στους ώμους

την κούρεψαν γουλί μα γλίτωσε

τα σιάχνει απαλά χαμογελώντας

 

Φόρεμα σμαραγδί

χρυσά βραχιόλια

στα χέρια που σταυρώνει τώρα

κάτω από την κοιλιά

 

Αν τα σηκώσει θα φανεί ο αριθμός

εβδομήντα οκτώ έξι πενήντα ένα

 

*

 

Από τον Ρινόκερω (εκδ. Καστανιώτη, 2022). 

Η Simone Veil (Γαλλία, 13.vii.1927 - 30.vi.2017) νομικός, δικαστής, Υπουργός Δικαιοσύνης, Υπουργός Υγείας, πρώτη Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου– έλυσε τα μαλλιά της στις 26 Ιουλίου 1986, στην εκπομπή «Όλες τρελλές για κείνον» του Κριστόφ Ντεσαβάνν – απ’ όπου και οι φράσεις με πλάγια (καθώς και το video still στην αρχή της ανάρτησης).