Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "καθημερινή". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "καθημερινή". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30.4.21

24 κυριακές
















Δεκ. 1968: Το φως του απογεύματος χτυπά το τζάμι του έβδομου ορόφου. Η Αρλέτα τραγουδάει «Το πέτρινο χαμόγελό της» στο πικάπ, κι εγώ κουνάω χέρια-πόδια πίσω από τα ξύλινα κάγκελα της κούνιας.

Ιαν. 1974: Τσουλάμε αργά στη Βουλιαγμένης. Νύχτωσε· σκαρφαλώνω και ξαπλώνω στο ‘ράφι’ πίσω από το πίσω κάθισμα του Hillman.

Φεβ. 1980: Δίχως ενδιαφέρον, μα με αναγκαία προσήλωση, κάθομαι να δω τα γκολ στην «Αθλητική Κυριακή»· να ’χω κάτι να πω στα διαλείμματα αύριο.

Μάρ. 1986: Leeds. Παύση μελέτης: έξω από το παράθυρο της φοιτητικής εστίας, στα παρτέρια, δειλά ξεμυτίζει η Άνοιξη. Δυο περιστέρια τσιμπολογούν τον χθεσινό εμετό των μεθυσμένων.

Απρ. 1992: Μπαζάρ στο Hampstead Community Centre: Moby Dick (έκδοση Everyman τού 1930) και A Century of English Essays (1925) – για το μυθώδες ποσόν των 1,45 λιρών.

Μάιος 1997: Εφημερίδες στο πάρκο με τον ήλιο. Γράφω «Τα βήματά μας» για το επόμενο τεύχος τού «αντί». Το βράδυ, Δράκουλας τού Παπαϊωάννου στο «Ρεξ».

Ιούν. 2002: Η Ρώμη, αποπνικτική. Στο αεροπλάνο, Φυγή δίχως τέλος του Ροτ. Σπίτι, καλωσόρισμα στον τηλεφωνητή, από τον R. που μου το χάρισε.

Ιούλ. 2007: Αντιγόνη του Βογιατζή, αριστουργηματική και πάλι, στην Πέτρα. Ξαπλώνω –για τη μέση μου– στους πάγκους πριν απ’ την παράσταση, και ξανά πριν την επιστροφή. 

Αύγ. 2012: Λευκάδα. Γιορτάζουμε την επιστροφή του νερού μετά από μέρες: ντους, μπουγάδα, μαγείρεμα!

Σεπτ. 2013: Εύβοια. Πρωινό κάτω απ' τη συκιά. Γουλφ: δοκίμια και διηγήματα. Όχι μπάνιο: πολύς αέρας. Βόλτα την νύχτα, με κοκα-κόλα, να δούμε τραβηγμένα τα νερά.

Οκτ. 2014: Γιορτή στης Π.. Μου χαρίζει μεγάλο παλιό τετράδιο, με σημειώσεις, ζωγραφιές, φωτογραφίες: αναδρομή στην 5χρονη γνωριμία μας. 

Νοέμ. 2015: Δωδεκάωρος ύπνος, χωρίς ξυπνητήρι επιτέλους, μετά από δύο μέρες με εξάωρα μόνο.  Προετοιμασίες για τα 185α γενέθλια της Ντίκινσον στο «Με τα λόγια (γίνεται)».

Δεκ. 2016: Μπαζάρ των ΠΕΚ στην Θουκυδίδου: Στιχουργική Τέχνη του Σπαταλά. Στο «Ιντεάλ», Η τρελλή χαρά με την υπέροχη Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι (κλάμα). 

Ιαν. 2017: Πρωτοχρονιά. Απίθανο να' ναι καλύτερη, μετά από δυο ζόρικες απανωτές χρονιές.

Φεβ. 2018: Καρναβάλι, Ξάνθη. Ήλιος με δόντια. Ποτάμι οι καρναβαλιστές με τους συλλόγους τους. Πάνω από 2000 φωτογραφίες: πρώτη φορά, τόσο πολλά πρόσωπα, κι από τόσο κοντά. 

Μάρ. 2019: Στο Εθνικό για τα Κρατικά: τιμητική διάκριση στο «ΦΡΜΚ», πριν ακόμα κλείσει τα 6 του χρόνια! Το γιορτάζουμε στο «Γιάντες». Μαρτάκια με ματόχαντρα.

Απρ. 2020: Πάσχα κατ' οίκον. Διαβάζω τα περί Ανάστασης. Στον Λουκά, ο Ιησούς πεινάει. Στον Ιωάννη, η Μαγδαληνή: “Έχασα τον Κύριό μου – μήπως τον έχεις εσύ;”

Μάιος 2020: Βγήκα, με “2”, για εφημερίδες. Πέταξα και ταχτοποίησα χαρτιά από δυο στοίβες πλάι στο γραφείο. Καθαρόγραψα κάποια ποιήματα. 

Ιούν. 2020: Θερινό Ηλιοστάσιο: λίγοι φίλοι στου “Ηλία”. Διάβασα την “Γαζέλλα”, τον “Μονόκερω” και τον “Κύκνο” του Ρίλκε· ξεκίνησα την “Σούτρα των Βουνών και των Νερών” του Ντόγκεν.

Ιούλ. 2020: Πέρασε ο Λ., σκοτωμένος μετά από επίσκεψη στο “Σωτηρία” όπου πεθαίνει η αγαπημένη φίλη του. Μου διάβασε Ιουλιανό, του έφτιαξα Ασσάμ.

Αύγ. 2020: Το παράξενο πουλί που ακούμε μέρες τώρα στο νησί, είναι μηχανικό: κρώζει σαν τέσσερα αρπακτικά, να σκιάζονται τα περιστέρια. Μετά το κολύμπι, στην άμμο, συνεχίζω τον Ντάνιελ Ντερόντα. Γιουβέτσι θαλασσινών. Αρχή μικρής, ευεργετικής χαλάρωσης. 

Σεπτ. 2020: Στάρι, βασιλικός, και playlist με Chopin στο μάρμαρο.

Οκτ. 2020: Πρωινό στον ήλιο. Το Κάστρο της Καρύταινας, η Ανδρίτσαινα, η ανάβαση στις Βάσσες. Διάσπαρτα μέλη και ξερολιθιές, κρινάκια και κυκλάμινα. Μαζεύονται σύννεφα. Επιστροφή. 

Νοέμ. 2020: Λιακάδα στον Δήμο Κοίλης. Χαρακιές και αρχαία θεμέλια στο βράχο. Ατρόμητη μια καρακάξα πλησιάζει. Ένα αγόρι έχει αφήσει το ποδήλατο στο χώμα· παίζει γκάιντα. Ταϋλανδέζικο απ' το Κουκάκι. Merry Christmas Mr. Lawrence.



[Παραγγελία τού, και δημοσιευμένο στο "Κ" της "Καθημερινής της Κυριακής", Μ. Παρασκευή, 20 Απριλίου 2021. Φωτ.: Π.Ι., Πάρος, Αύγ. 2021.]

9.8.15

500 λέξεις



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

 

Δίδυμες στοίβες. Τρέχουσα συντροφιά: τα ποιήματα του Ρίλκε (κατ' ανάγκην στα γαλλικά). Staying alive, ποιητική ανθολογία του Neil Astley. Πεντζίκης,  Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής. Σταθερή παρηγοριά: οι επιστολές και τα ημερολόγια της Γουλφ, τα κείμενα του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου. Εξίσου σημαντικά, ωστόσο, με τα βιβλία 'του προσκέφαλου', αυτά 'του λεωφορείου': Ρόμπιν Όζμπορν, Η γένεση της Ελλάδας (1200-479 π.Χ.). Άλασταιρ Σουκ, Ανρί Ματίς – δεύτερη ζωή.

 

- Με ποιον συγγραφέα θα θέλατε να δειπνήσετε;

 

Αντί δείπνου, θα επιθυμούσα να ετοιμάσω και να μοιραστώ, στο σπίτι της στο 'Ερημο Βουνό, ένα γεύμα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Και, στον κήπο τού Hogarth House, τσάι απογευματινό με την Βιρτζίνια Γουλφ.

 

- Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σας έκανε να θυμώσετε;

 

Δεν θυμώνω με βιβλία. Με ενοχλεί, όμως, η προχειρότητα, ο λεκτικός εντυπωσιασμός, η ανεπεξέργαστη 'αυτο-έκφραση' που περνιέται για τέχνη, και άλλα – όταν δημοσιοποιούνται, όχι πάντα με αποκλειστική ευθύνη των συγγραφέων τους.

 

- Και το τελευταίο που σας συγκίνησε;

 

Οι επιστολές του Τσέχοφ.

 

- Ποιο κλασικό βιβλίο δεν έχετε διαβάσει και ντρέπεστε γι’ αυτό;

 

Αν σκοπός της ανάγνωσης είναι η απόλαυση, πώς να ντραπείς αν τυχόν χάσεις κάποιαν; Να λυπηθείς, ενδεχομένως. Ελπίζω, πάντως, να τελειώσω κάποτε τον Προυστ, και να ξαναδιαβάσω όλη την Γιουρσενάρ και τον Μπόρχες.

 

- Δυο λόγια για το τελευταίο σας ποιητικό βιβλίο;

 

Τελευταίο εκδοθέν, ο Ακάλυπτος – δίχως την προστασία Σωσιβίου. γύρω από το προσωπικό, ανοίγεται χώρος για να εμφανισθούν και να ξαναχαθούν –για λίγο ή για πάντα– ποικίλα έντομα και άλλα ζώα, παιδιά, παιχνίδια, εικόνες και φράσεις από τ' απέναντι –ή αλλοτινά– μπαλκόνια. Τελευταίο ολοκληρωθέν βιβλίο, η υπό έκδοση Πολωνία: το ποιητικό συμβάν αναδύεται από την ξένη Ιστορία και τις ξένες ιστορίες – και η μεν και οι δε, πολύ πιο δικές μας απ' όσο φανταζόμαστε.

 

- Η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς έχει νόημα;

 

Αν ρωτάτε για το νόημα της ίδιας της ποίησης, απαντώ πως δεν καθορίζεται από τον καιρό που αυτή γράφεται, αλλά από την συνάντησή της με την εκάστοτε αναγνώστριά της. Αν, πάλι, ρωτάτε τι νόημα έχει να γράφει κανείς ποίηση σε “χαλεπούς καιρούς”,  αναζητήστε τις συνθήκες που γέννησαν όσα ποιήματα αγαπάτε.

 

- Έχετε facebook; Εμπλουτίζει ή διασπά την εργασία σας;

 

Εφαρμόζοντας τα ίδια κριτήρια που απαιτούνται οπουδήποτε αναζητούμε την ποίηση –σε έντυπα, στο διαδίκτυο, σε τετράδια φίλων ή λόγια αγνώστων– γίνεται και το facebook χώρος ανακαλύψεων. 'Μπήκα' εκεί για να διευκολύνω την ενημέρωση όσων πιθανώς ενδιαφέρονται για το “μτλγ”, του οποίου η διαρκώς διευρυνόμενη κοινότητα δικαιώνει τον σκοπό: ν' ακούγονται τα ποιήματα με την φωνή όσων τα έγραψαν, ή, για την ξένη ποίηση, στο πρωτότυπο και στα ελληνικά. Με την ευχή να βγει αληθινός ο Τέλλος Άγρας: οι λέξεις να ξαναβρούν το “ειδικό βάρος ενός μικρού φυσικού φαινομένου”.

 

* 

 

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις από το 1995. βιβλία: Το σωσίβιο (Καστανιώτης, 2008), Ακάλυπτος (Καστανιώτης, 2013). Είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο περιοδικό “The Books' Journal”, και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “Φάρμακο”. Επιμελείται τις μηνιαίες ποιητικές αναγνώσεις, “Με τα λόγια (γίνεται)” [“μτλγ”].

 

~ Δημοσιεύτηκε στις 9 Αυγούστου 2015 στην "Καθημερινή". 

 

16.1.10

οι πικροδάφνες του παπατσώνη



Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα [...] Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ κι επίμονο. [...] Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας την ερημιά μας. [...] Οι νύχτες όμως [...] κερδίζουν γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά έτσι, [...] κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. [...] Τώρα λοιπόν, στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα, κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή τον ύπνο μας, γίνεται κάτι [...] σ' εκείνο το πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο [... :] οι σκιές [...] χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα, στις πικροδάφνες. [...]


Αυτό το ποίημα του Παπατσώνη, το σφιχτοπλεγμένο κι αλλόκοτο –όπως όλα τα καλά ποιήματά του– που με αναγκάζει να το διαβάσω ξανά και ξανά, διόλου διώχνοντάς με με την στρυφνότητά του, παρ’ αντιθέτως, ξαναπροσκαλώντας με να διαβώ και να σταθώ, να ξαναπεράσω κομμάτι κομμάτι, προτού επιχειρήσω να συνθέσω πλήρη την ολοένα διαφεύγουσα διαδρομή του, το συνάντησα στον πρόσφατα εκδοθέντα β' τόμο της
Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας) των Παπαγεωργίου και Χατζηβασιλείου (εκδ. Κότινος, 2009).

Στα ποιητικά άπαντά του, βρίσκεται στην 211η από τις 350 σελίδες – κι εγώ είμαι γιά την ώρα –επιστρέφω στο βιβλίο από καιρού εις καιρόν, προχωρώντας αργά, όπως προστάζει– στην 187:
Το σούρουπο, την ώρα που το σφουγγάρι / τ' ουρανού ρουφάει σιγά σιγά ό,τι ήταν φως / ... Η παράξενη εντύπωση που μου προξενεί η ποίησή του δεν έχει μεταβληθεί από την πρώτη εκείνη ‘σχολική’ συνάντηση με τους «Περιηγητές στη Λειτουργία». Και η αδυναμία μου να τελειώσω έστω μιά πρώτη ανάγνωση όλων των ποιημάτων του εντείνει την αίσθηση ανεκπλήρωτου ‘καθήκοντος’ που συνοδεύει την σταθερή επιθυμία.

Ίσως, εν μέρει, αυτές οι πικροδάφνες –αυτό το οικείο κι ανοίκειο τοπίο– να είναι των καλοκαιριών της παιδικής μου ηλικίας: στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι, άσπρες και ρόδινες, τις είχε φυτέψει η γιαγιά μου, εναλλάξ με ελιές. Συχνά μου ανέθεταν, όταν η ζέστη άρχιζε να κόβει, καθώς σκοτείνιαζε, το πότισμα: χώνομαι μέσα και κάτω από τα κλώνια τους, το νερό απ’ το χοντρό λάστιχο, ζεστό ακόμα, χτυπάει τό κοκκινόχωμα στους φαρδείς λάκκους, οι μυρωδιές ανακατώνονται: το χλώριο του καλοκαιρινού νερού, ο πηλός, η πίκρα των φύλλων, το λίγωμα των λουλουδιών.

Κι είναι κι ο ύπνος, βέβαια.



[Tο κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην 'Kαθημερινή', 9.i.2010. Φωτ.: Π.Ι., viii.09.]

6.12.08

μιά [μη;] τυχαία συνάντηση



Στο ταξίδι –αρχές Νοεμβρίου– θέλησα να πάρω μαζί μου ένα λιγότερο ογκώδες βιβλίο απ’ αυτό που ήδη διάβαζα. Στράφηκα στο ράφι με τα «Αδιάβαστα / Επείγοντα»: το A chance meeting της Rachel Cohen περίμενε υπομονετικά καναδυό χρόνια. Είχα πρωτοσυναντήσει αυτήν την αλυσίδα «τυχαίων [ή όχι και τόσο] συναντήσεων» μεταξύ Αμερικανών καλλιτεχνών σ’ έναν πάγκο του λονδρέζικου “Foyles”: η παρουσία πολλών αγαπημένων ονομάτων –Χένρυ Τζαίημς και Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Έντουαρντ Στάιχεν και Ρίτσαρντ Άβεντον– την έκανε αμέσως ακαταμάχητα θελκτική. Στην επιλογή της, όμως, την συγκεκριμένη στιγμή, ως αναγνωστικής συντροφιάς, ίσως, υποσυνείδητα, να οδήγησε και η ανάγκη ενός ‘φυλαχτού’ –τάμα και ξόρκι μαζί– γιά τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές. Και η ευχή, η απολαυστική καταβύθιση στον κόσμο που έφτιαξαν μέσα σ’ έναν αιώνα –από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου, μέχρι το τέλος του αμερικανικού απάρτχαιντ– άνθρωποι που δεν ασχολούνταν μόνο με την τέχνη τους –άντρες και γυναίκες, λευκοί και μαύροι– αλλά και συνομιλούσαν, όταν δεν τα συνδιαμόρφωναν, με τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα του καιρού τους, επηρέαζοντας όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά και την Ευρώπη, με την οποία είχαν δεσμούς στενούς –ενίοτε και αίματος– όσο και αμφίθυμους – η ευχή, η καταβύθιση στον κόσμο αυτόν να λειτουργήσει συγχρόνως ως μαγική επίκληση της αναζωπύρωσής του, και ως θωράκιση έναντι του συνεχιζόμενου ακρωτηριασμού του.

Στην πτήση, την απόλαυση άρχισε να μετρά αυτοσχέδιος σελιδοδείκτης από ωραία φωτογραφία του περιοδικού της αεροπορικής εταιρείας. Την επομένη της προσγείωσης, και πριν αυτός καλά καλά αγγίξει την σελίδα 60, το απευκταίο είχε αποφευχθεί. Η εκλογή του Ομπάμα –έστω μένοντας στο ανυπολόγιστο συμβολικό βάρος της– δικαίωνε και την αισθαντική δημοκρατικότητα του Γουώλτ Γουίτμαν, και το δημιουργικό θράσος της Γερτρούδης Στάιν – αγαπημένης φοιτήτριας, στην Ψυχολογία, του Γουίλλιαμ Τζαίημς. Και την μαχητικότητα του –έτερου αγαπημένου φοιτητή του Γ.Τ.– μαύρου διανοούμενου W.E.Β. Du Bois, και την πρωτάκουστη λαϊκή εντοπιότητα του Μαρκ Τουαίην – τον οποίο θαύμαζε και προέβαλλε σθεναρά ο πατρίκιος των βοστονέζικων γραμμάτων, William Dean Howells, αδελφός εν γραφίδι του Χένρυ Τζαίημς.

Η ευχή ευοδώθηκε – ας χαρούμε λοιπόν όσο προλάβουμε. Γιατί, όπως πίσω από τον Χένρυ Τζαίημς κρύβονται από πάντα δεκάδες συγγραφείς «της προθήκης του ταμείου του σουπερμάρκετ», έτσι –και πολύ χειρότερα– πίσω από κάθε Ομπάμα (συμβολικό ή πραγματικό, δεν έχει εδώ σημασία), καραδοκούν άραγε ποιός ξέρει πόσες ακόμα Σάρα Παίηλιν.



[στην φωτογραφία: αριστερά η ποιήτρια elizabeth bishop, δεξιά o συγγραφέας και ακτιβιστής w.e.b. du bois. το κείμενο δημοσιεύτηκε στην καθημερινή, 6.12.2008]