Σπούδασα βιοχημεία και μοριακή βιολογία. Θα μπορούσα εξίσου –αν όχι και προσφυέστερα στα ενδιαφέροντά μου και στην κλίση μου– να έχω σπουδάσει γλωσσολογία ή ιστορία της τέχνης. (Έχοντας επιλέξει την ποίηση από πολύ νεαρή ηλικία, δεν επιθυμούσα να σπουδάσω φιλολογία.) Σμίγοντας βιολογία και ποίηση, θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος πως με είλκε η μελέτη της ζωής: τόσο στο μικροσκοπικό επίπεδό της, όσο και με τον ολιστικότερο τρόπο της ποίησης.
Πιθανώς η μελέτη των κυττάρων και των βιομορίων να με δίδαξε την λεπτομερή παρατήρηση και την ψυχρή καταγραφή χωρίς, εν πρώτοις, πρόθεση ερμηνείας. Μόνο μετά την συλλογή των στοιχείων, θα έλθει η απόπειρα σύνθεσής τους. Και μόνο μετά την σύνθεση, θα εξετασθεί η συμφωνία τους με την αρχική υπόθεση εργασίας, ή θα διαπιστωθεί η ανάγκη επεξεργασίας μιας νέας θεωρίας που να τα περιλαμβάνει και να τους αποδίδει μια θέση σύμφωνη με την αρχική τους παρατήρηση, χωρίς να τα βιάζει ή να τα αγνοεί.
Μόνο μετά την συλλογή λέξεων και φράσεων, δοκιμάζεται (πάλι και πάλι) το χτίσιμο του ποιήματος. Και μόνο μετά την κατασκευή του, ελέγχεται η θέση του εντός της τρέχουσας ποιητικής δημιουργίας: τόσο της προσωπικής, όσο και της ευρύτερης (ελληνόγλωσσης και όχι μόνο), και μάλιστα ως απόληξης μιας ιστορικής διαδρομής (της «παράδοσης»). Και αξιολογείται η θέση του ποιήματος ανάμεσα σε άλλα ποιήματα (π.χ. ενός σχεδιαζόμενου βιβλίου). Τότε ενδέχεται να διαπιστωθεί η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πλέγματος σχέσεων: όταν πλέον τα ίδια τα ποιήματα υπαγορεύουν άλλες συνδέσεις μεταξύ τους. (Παρομοίως, μόνο μετά την προσεκτική συλλογή αναγνωστικών στοιχείων μπορεί να προχωρήσει η κριτικός στην διερεύνηση ενός σχήματος που να τα αξιοποιεί χωρίς να τα περιφρονεί προσπαθώντας να τα υποτάξει σε μια προ-επιλεγμένη θεωρία.)
Εικάζω επίσης πως η πειραματική μέθοδος των θετικών επιστημών, καθώς και οι οικείες τους αναλυτικές και συνθετικές επεξεργασίες, που αφενός προϋποθέτουν την διάκριση των σημαντικών από τα δευτερεύοντα, αφετέρου δεν επιτρέπουν να παραμεληθεί –πόσο μάλλον να αγνοηθεί– το παραμικρό, με άσκησαν σε μια διανοητική πειθαρχία χρήσιμη στην ποιητική δημιουργία. Δηλαδή στο πλάσιμο ενός έργου – πλάσιμο που εντέλει μοιάζει περισσότερο με κατασκευή όπου η σημασία κάθε στοιχείου (οσοδήποτε ασυνείδητα γεννημένου) είναι σοφά υπολογισμένη, και λιγότερο με ένα νεφελώδες, αυτοφυές μόρφωμα (ένα δώρο κάποιας στιγμιαίας «έμπνευσης»). Η δε σημασία αυτής της διανοητικής πειθαρχίας στην κριτική έργων, την οποία επίσης ασκώ, μου φαίνεται ακόμα προφανέστερη.
Τέλος –ιδιαιτέρως παρακινημένος από μια πρόσφατη παρατήρηση της ποιήτριας και μουσικολόγου Στέλλας Βοσκαρίδου– αντιλαμβάνομαι πως η ενγένει μικρή ή μη βαρύνουσα, ή πάντως μη προφανής, παρουσία της μεταφοράς στην ποίησή μου, ίσως έχει κοινή την πηγή της με την πίστη στην αυταξία της παρατήρησης και της καταγραφής, μα και την πίστη στην κυριολεξία, στην λιτότητα, και στην σαφήνεια που απαιτούνται από τις θετικές επιστήμες. Πίστη που η τέχνη μοιράζεται, και πίστη στηριγμένη στην βεβαιότητα πως αυτές οι ιδιότητες, όταν συνδυαστούν με διάκριση, οδηγούν σε ένα φαινόμενο –υλικό και πνευματικό ταυτόχρονα: το ποίημα– που αντηχεί με ποικίλους τρόπους και προς διάφορες κατευθύνσεις, συγκινώντας μας με ένταση και πολυπλοκότητα ίσες ή και ανώτερες από αυτές που επιτυγχάνει η μεταφορά.
~
Αυτό είναι το κείμενο που έγραψα μετά την πρόσκληση της Παυλίνας Μάρβιν για την στήλη της στον "Χάρτη" (στο τ. Φεβ. 2023 του οποίου και δημοσιεύθηκε) "Έχω εκφράσεις διπλές". Εκεί, ποιητ/ρι/ες; που έχουν σπουδάσει ή/και ασχολούνται επαγγελματικά με κάτι άλλο από την λογοτεχνία, προσκαλούνταν να σχολιάσουν αυτόν τον 'διπλό εαυτό' τους.
Η φωτογραφία (του Θωμά Μαχαίρα) είναι από τον Νοέμβριο 2020, στον αρχαίο Δήμο Κοίλης, λίγο πιο πάνω απ' τα Πετράλωνα. 'Συνομιλώ' με μιαν ατρόμητη, φιλικότατη καρακάξα.