27.3.15

elaine feinstein, fiona sampson, michael symmons roberts _ 6 ποιήματα



















Ελαίην Φάινσταϊν (Elaine Feinstein)


ΕΠΙΣΚΕΨΗ


Θυμάμαι ακόμη την αγάπη σαν μια χώρα άλλη
μ' ένα τοπίο σχεδόν λησμονημένο
αλμυρής επιδερμίδας και στόματος στεγνού. Θαρρώ
πως πάντα υπήρχε ο πειρασμός να δραπετεύσω
από την βία εκείνου του ήλιου, την αιφνίδια
ασημαντότητα της φιλοδοξίας,
την ζήλεια καθώς βγαίνει για κυνήγι σαν γάτα μάγισσας.

Χθες βράδυ αρμένιζα στον ύπνο μου
σαν παλιός ποντοπόρος, το σκορβούτο
μού έβαφε τις σκέψεις, είχε φεγγαρόφωτο
και πάγο πάνω στα πράσινα νερά.
Παραισθήσεις. Νοσταλγία επικίνδυνη.
Και νωρίς το πρωί μού ψιθύρισες
λες και απαλά πλάγιαζες πλάι μου:

Ακόμα μου κρατάς κακία; Και πρόφερες
το όνομά μου τόσο τρυφερά, που έκλαψα.
Ουδέποτε σου καταλόγισα πολλά
όσο θυμάμαι, ούτε καν όταν έπρεπε –
για μένα, ήσουν το αγόρι μες στον κήπο του Ραβέλ
που ποθούσε πάντα να 'ν' καλό,
και το 'ξεραν τα πλάσματα του δάσους, και το ξέρω κι εγώ.


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


*



















Φιόνα Σάμσον (Fiona Sampson)


ΟΝΕΙΡΟΤΡΑΓΟΥΔΑ

Σαν ονειρεύεσαι ένα σπίτι
πάντα ονειρεύεσαι το σώμα


Μουτζούρα από κλαδιά
Μυρωδιές –
φλαμουριά και σκόνη,
ντήζελ, παγετός –

Τρέχεις ανάμεσα από δέντρα-φαντάσματα
προς ένα σπίτι
που ολοένα μεγαλώνει
μέσ' απ' τις σκιές

Το σούρουπο απειλεί
να σου βρέξει τις φτέρνες


Αναπνοές σαν στεναγμοί
γεμίζουν το σκοτάδι,
σκιές μετατοπίζουν
τό ένα σκονισμένο δωμάτιο μετά τ' άλλο

Κάπου
αφόρητα κοντά
κυλά ένας βώλος
πάνω στα σανίδια,

ντρρρρ ντρρρρ ντρρρρ
ντινκ ντινκ ντινκ ντινκ
ντινκ


Τώρα
ανεβαίνεις μια σκάλα –
θολή συμμετρία
Μακάρι να γινόταν

η μορφή να 'ναι γλώσσα,
αυτά τα θολά σχήματα
να έπλαθαν τη λέξη
που δεν μπορείς να θυμηθείς

Απρόσιτη,
αλλ' αναδεύει τις τρίχες
στο σβέρκο σου


[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]



*



























Μάικλ Σύμμονς Ρόμπερτς (Michael Symmons Roberts)


ΑΝΑΚΩΧΗ


Λοιπόν πώς πάει το πράγμα; Μεσήλικη γυναίκα
κρατάει σαν βρέφος νέο άντρα (παλιό πολεμιστή)
σε king size κρεβάτι ξενοδοχείου. Γλείφει
την ουλή, το κύρτωμα του ώμου του
καθώς αυτός κοιμάται, σαν για να βγάλει απο τα κύτταρα
βραχίονα νέο και δυνατό, ή φτερό.
Σεντόνια απο μετάξι και νήμα ζαφοράς,
παλάτι στην αρχαία Σαμαρκάνδη. Χάσκει
το στόμα του, και σιωπηλό ένα σμάρι μέλισσες τρελλαίνει
το δωμάτιο. Να –σκέφτεται εκείνη– πώς
πέφτει το βράδυ, αλλά ποτέ δεν έμεινα
επαρκώς ακίνητη για να το δω. Κι έτσι αρχινά το πράγμα,

στην γαμήλια σουίτα του Intercontinental,
καθώς τα πρώτα αυτοκίνητα παραβιάζουν τα οδοφράγματα.


*


ΙΑΕΙΡΟΣ


Τότε ο Θεός παίρνει απ' το χέρι το παιδί σου
και το σηκώνει από το νεκροκρέβατό του.
Λέει: “Τάισέ την, πεινάει σα λύκος.”

Της δίνεις φρούτα με παχιές πέτσες
-ρόδι, πεπόνι-
τροφή με βάρος, να την κρατήσει εδώ.

Ελπίζεις πως αν φάει αρκετά
το φως και η σκόνη και η αγάπη
που υφαίνουν το δοχείο του σώματός της

δεν θα ξεφτίσουν, ούτε θα φυράνουν τόσο
που να την διαπερνά ο ήλιος του πρωινού,
ανίσκιωτος, ακέραιος.

Με κάποιον τρόπο αυτή η ανάνηψη έκοψε
με το μαχαίρι τον φόβο του θανάτου,
της παρουσίας το πλήγμα. Τάισέ την

ψητό αρνί, αυγό, άζυμο άρτο:
ασ' τα μυρωδικά, έχει μια οδυνηρή
νηστεία που πρέπει να διακόψει. Κάτσε πλάι της,

σχίσε της φλούδες να χορτάσει,
και δες πώς η αυγή ποτίζει χρώμα
το φρεσκοφιλημένο πρόσωπό της.



*


ΔΟΡΑ


Βρήκα την δορά του κόσμου
καρφωμένη αντί για πίνακα
σ' ένα δωματιάκι φτηνού ξενοδοχείου.

Ώστε γι' αυτό λοιπόν οι ποταμοί ξεραίνονται σαν κάκαδα,
γι' αυτό η χλόη κλαίει κάθε αυγή,
γι' αυτό ο άνεμος πονάει στο άγγιγμα:

η γη είναι ανοιχτή πληγή
κι εδώ, κρέμεται το πετσί της
σαν τρόπαιο, που ατρόφησε πέραν πάσης

ταρίχευσης, μάζεψε κι έγινε χαλάκι.
Ποιος την έγδαρε;
Καμμία καταχώρηση μες στο βιβλίο επισκεπτών.

Κανείς δεν πλήρωσε, μόνο έβαλε στην τσέπη τη λεπίδα
κι έφυγε, κι άφησε το κρεβάτι
απείραχτο, την τηλεόραση να χαίρεται μονάχη.

Ίσως να μην υπήρξε καν μαχαίρι.
Ίσως ο κόσμος να πετάει το δέρμα του από πάνω του
κάθε χρονιά ώστε να βγάλει άλλο.

Αυτή η δορά ήταν χοντρή σαν τάρανδου,
μαύρη τόσο που έβγαζε ανταύγειες μπλε.
Την δοκίμασα, βέβαια, αλλά δεν.



*



ROOM SERVICE


Αλλεργικός στην ερωμένη του, ξυπνά
κάθε επόμενο πρωί με ένα πλέγμα

δρόμων και ποταμών: χάρτης πάνω
στο δέρμα του, εις μνήμην των δακτύλων της.

Όρθια κόκκινα ανάγλυφα, κάθε αδιέξοδο
κάθε φιδωτή λίμνη, σπείρα και διχάλα

είναι ολοζώντανα, σχεδόν παραείναι – ανυπόφορα.
Το πρωινό κρυώνει έξω από την πόρτα του.

Ο ανελκυστήρας του ξενοδοχείου εκπνέει. Το τηλέφωνό του
χτυπάει μέχρι να ξανασωπάσει, κι αυτός, μόνος,

γυμνός ξαπλώνει σε ξέστρωτο κρεβάτι
καθώς η χθεσινοβραδινή γεωγραφία υποχωρεί.

Ούτε πιο πολύ απ' ό,τι ευχόταν,
ούτε πιο λίγο: φως ήλιου, κι η υπογραφή της.



[μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης]


***

Οι πρώτες εκδοχές των μεταφράσεων αυτών εκπονήθηκαν, κατά κύριο λόγο, στο Μεταφραστικό Εργαστήριο που διοργάνωσαν ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος και ο Βασίλης Μανουσάκης, με την υποστήριξη του Βρετανικού Συμβουλίου, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τον Ιούνιο 2012, και αναγνώσθηκαν, μαζί με μεταφράσεις (των: Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, Σωκράτη Καμπουρόπουλου, Δήμητρας Κωτούλα, Βασίλη Μανουσάκη, και Άγγελου Παρθένη) και άλλων ποιημάτων των τριών ποιητών, που διάβαζαν τα πρωτότυπα, στο Athens Centre στις 28.vi.2012. 

Οι επεξεργασμένες εκδοχές τους που αναδημοσιεύονται εδώ, πρωτοδημοσιεύτηκαν στο τ. 10 της "Ποιητικής" (Φθιν.-Χειμ. 2012), στο αφιέρωμα "Σύγχρονοι Βρετανοί ποιητές στην Αθήνα", που επιμελήθηκε και για το οποίο έγραψε την εισαγωγή ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος.

[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis 
© all rights reserved]

Δεν υπάρχουν σχόλια: