Ανεξαρτησία
στις τρεις περιμένοντας φως.
Ο μισός κόσμος ακόμα στο σκοτάδι
που θα κυλήσει - αλλά να ’μαι
στο παράθυρο, σκυφτός,
γρήγορα σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα
στο θαμπωμένο ασημί γυαλί.
Το σπίτι του πατέρα σου,
η θέα προς τους αμμόλοφους
με τα μικρά, όρθια χόρτα, κι η θάλασσα
που γλιστράει βαρειά, με τους κρατήρες της σκισμένους
κι απότομα κλεισμένους στο φεγγάρι.
Καθώς κοιτάζω, ο αέρας αραιώνει
την πασχαλιά του κήπου, ύστερα τρέχει
ν’ αναστατώσει όλη την μπροστινή αυλή -
η αυλόπορτα του γείτονα τρίζει
και βαράει, η ταμπέλα της παμπ
χτυπάει το πλαίσιό της μία, δυο,
και σιωπηλή. Αλλά ποιος είναι ξύπνιος;
Ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεββάτι μου και στο σεντόνι
ριγμένο πίσω, τσαλακωμένο φάντασμα
εκεί που κοιμόμουν - δεξιά,
όπως κάναμε μαζί. Κι εκεί
με τίποτα άλλο εκτός από τη σκέψη
γυρνάω ξανά προς το παράθυρο
και σε φαντάζομαι να περπατάς προς τη μεριά μου -
σιωπηλή, φέρνοντας τους φίλους,
την χαμένη συντροφιά, τους υπηρέτες που άφησα,
όλους σκυμμένους και κουκουλωμένους
σαν να ’ναι αυγή, κι αυτό
το αναποφάσιστο γκρίζο φεγγαρόφωτο, η σκόνη
που ανακάτεψαν, φτιάχνοντας πάχνη πρωινή.
*
Ήταν ξημέρωμα όταν το ταξίδι μου τελείωσε
επιτέλους - τρεις μέρες, τρεις νύχτες σταμάτα-βάλε μπρος
με το σαραβαλιασμένο μου Ώστιν, μια τρομοκρατημένη
αργή κατεβασιά απ’ το Πουντζάμπ,
πέρα από το Δελχί, την Άγρα, την Κανπούρ, να φτάσω
στην Καμάρια: στέγες ανάκατες κι ο ήλιος
μόλις ξεμύτιζε σε τέλειο μπλε. Οδήγησα
μεσ’ από κοιμισμένους δρόμους, αξύριστος,
ακόμα φοβισμένος. Αλλ’ ούτε ίχνος απ’ τις ταραχές,
μόνο συνθήματα πασαλειμμένα που έσταζαν
Διχοτόμηση. Όχι στη διχοτόμηση. Έξω απ’ την Ινδία.
Και το σπίτι μου; Θα το ’χανε ληστέψει
τώρα πια; Τι να ’χε συμβεί; Η φωνή του διευθυντή
μού ξαναρχότανε στον νου πάλι και πάλι, βροντερή
Τώρα είμαστε ελεύθεροι. Τέρμα οι Εγγλέζοι.
Τώρα πρέπει να φύγετε - αλλά χαμογελώντας,
σφίγγοντας το χέρι μου. Ύστερα ήμουν σπίτι
κι ο υπηρέτης μου έτρεξε να με προϋπαντήσει:
Φύγετε, σαχίμπ, είν’ επικίνδυνο. Φευγάτε.
Ό,τι μπόρεσα να σώσω ήταν μαζί μου -
μια βαλίτσα, ο Σαίξπηρ, ένα φλιτζάνι
κι οι Τάιμς του Ινδουστάν, από προχτές.
Τη βλέπω τώρα - την αγγελία του πατέρα σου
σε κύκλο από κόκκινο μελάνι, τ’ όνομά του φίλος
ενός φίλου κάποιου φίλου. Σε μια εβδομάδα
όταν στεκόμουν στον στενό του προθάλαμο
για την συνέντευξη, νωρίς, κάνοντας πρόβα το κομμάτι μου,
ήσουν εκεί. Ξαφνικός, ασυλλόγιστος
έκπληκτος σίφουνας μεσ’ απ’ το δωμάτιό σου, απ’ το λουτρό,
τα μαλλιά σου ήταν σκοτεινιασμένα απ’ το νερό,
πατικωμένα, τα πόδια σου γυμνά,
κι ένα χέρι να κρατάει το λαιμό
της ρόμπας σου κλειστό, κρύβοντας
το απότομο φακιδωτό κοκκίνισμα που είδα ν’ αρχίζει
και να βαθαίνει εκεί σαν έγκαυμα.
*
Έτσι άρχισε - το πρώτο μας γαλάζιο μεσοχείμωνο.
Κάθε ασυννέφιαστο βαθύ πρωινό
στις έξι οδηγούσα ώς την αποθήκη
παραλαμβάνοντας μαλλί για μία ώρα:
λουλακί, πορφυρό, άβαφτο, χρυσό.
Κι ύστερα πέρα γύρω στα χωριά -
Ναι, καινούργιος είμαι. Ναι. Ναμάστε.
Ο σαχίμπ με τα χαλιά. Χαλιά -
και σπουδαγμένος για μηχανικός...
Σπίτι το σπίτι έσκυβα το κεφάλι
κι έμπαινα σ’ εκείνες τις στενάχωρες κάμαρες από λάσπη.
Οι σιωπές εκεί. Πατεράδες και γιοί
πάνω στα φαγωμένα κούτσουρά τους, χαμογελώντας
μέσα από τεντωμένες ράβδους κλωστής.
Ο ήχος του μαλλιού χορδή και φύλλο,
και τα σχέδια που ανέβαιναν.
Πότε τελειώνει; Κι άλλα χαμόγελα,
έσειαν τα κεφάλια πέρα δώθε,
Γεια σας, και καθώς πλησίαζε το βράδυ
έφερνα κύκλο πίσω στο σπιτάκι μου.
Θα ’σουν εκεί; Αν ερχόμουν
ανατολικά, απ’ τη Μιρζαπούρ, περνούσα
απ’ την ψηλή γέφυρα του Γάγγη. Σταματούσα
στα μισά, και γέρνοντας κουρασμένος πάνω
στο λεπτό ανάχωμα, ψιθύριζα
τ’ όνομά σου Ας μ’ αγαπήσει.
Αν όχι, ας μη με καταλάβουν.
Ας με συμπαθήσει ο πατέρας της. Περίμενα
για μια στιγμή, κοιτώντας κάτω μέσα στο λυκόφως,
ύστερα τσαλάκωνα ένα χαρτονόμισμα της μιας ρουπίας
και το ’ριχνα, πασχίζοντας να δω,
αλλά ποτέ μη βλέποντας την πτώση ώς το τέλος της
πάνω στο σκούρο αργόσυρτο πράσινο του ποταμού.
*
Ήταν η πρώτη μας φορά. Είχαμε αγγίξει
και κρατήσει ο ένας τον άλλον στους χορούς της λέσχης,
και μια φορά σε φίλησα μετά το τέννις, και το χέρι μου
βρήκε χαμηλά ζεστή την πλάτη σου,
περνώντας πάνω απ’ το υγρό απαλό της χνούδι.
Ύστερα ήταν μεσάνυχτα, και πάνω από τον τοίχο
έπεφτα μεσ’ στον κοιμισμένο κήπο του ΜακΦάρλεην -
ο νευρικός καταδρομέας που σε λάτρευε, σε πτώση
κωμική. Ποιο ήταν το δωμάτιό σου;
Τρίτο δεξιά, στο γράμμα σου. Αχ σε παρακαλώ,
σε παρακαλώ έλα σύντομα. Είμαι καλά εδώ και
δέκα μέρες τουλάχιστον. Η σκωληκοειδής μου
κάθεται ωραία ωραία
μέσα στη γυάλα της πάνω στο περβάζι, και με κοιτάζει.
Το παντζούρι σου ξεκόλλησε μ’ έναν ξερό τριγμό
Εσύ ’σαι; Ναι. Σε φίλησα ξανά,
μη βρίσκοντας το στόμα σου. Σςςς. Το αποφασιστικό
αυστηρό τάκα-τακ βημάτων έξω -
Η αδελφή. Γρήγορα, εκεί μέσα, και τράβηξα
την βαρειά πόρτα της ντουλάπας πίσω μου.
Οι φωνές σας ήταν χαμηλές. Όχι, τίποτα
ευχαριστώ. Τίποτα. Καλά είμαι. Καληνύχτα.
Αλλά περίμενα, το νυχτικό σου κρέμονταν
κοντά στο πρόσωπό μου, μεταξένιο, μύριζε πούδρα.
Ύστερα βγήκα. Βγάλ’ τα παπούτσια σου, είπες. Αυτό φτάνει,
και γλίστρησα στο στενό κρεββάτι σου.
Πρόσεχε! Τα ράμματά μου. Κάτσε ακίνητος,
όσο μπορείς πιο ακίνητος. Έτσι. Ανάσκελα.
Κι έτσι με ξεκούμπωσες,
ισορροπώντας πάνω μου αβέβαια, τα γόνατα ανοιχτά, και ύστερα
μ’ αυτό το αδιόρατο βύθισμα κι ανασήκωμα, όλο πιο γρήγορα,
έγερνες μαλακά πίσω και μπρος
σαν να ίππευες πιωμένη - διαλύοντας
το κρεββάτι, την ντουλάπα, το δωμάτιο, το σκούρο μου σακκάκι
που έσκισα στον τοίχο καθώς παραπατούσα για το σπίτι
μα φόραγα άραφτο για μέρες, σαν μυστικό σημάδι μας.
*
Φλερτάραμε ολόκληρη την άνοιξη εκείνη
πριν απ' την Ανεξαρτησία - άνοιξη
και προς ζέστη: μέρες στραφταλιστές
που βίαζα το τέλος τους για σένα.
Κάθε απόγευμα αργά
ήμαστε πλάι πλάι
στο σπιτάκι του πατέρα σου,
προσμένοντας τη δύση, κι ο ανεμιστήρας
μάς βάραινε ελαφρά προς τα κάτω
με απαλές ριπές αέρα.
Χαμογελούσε εκείνος. Εσείς οι δυο πια.
Άντε, φευγάτε... Δεν είναι ακόμη ώρα για δείπνο...
και φεύγαμε, χέρι-χέρι
στο σκασμένο πίσω κάθισμα του Ώστιν,
με τα παράθυρα ανοιχτά, το πρόσωπο του οδηγού μας
να κοιτάζει μπροστά μες στον καθρέφτη.
Ήτανε τέλειες,
οι δροσερές εκείνες βραδινές μας βόλτες:
ο ήλιος θαμπός απ' τη σκόνη,
λευκές λεωφόροι ευκαλύπτων,
μικρούτσικες φωτιές που τρεμοπαίζαν
και ο γλυκός καπνός του ξύλου ν’ ανεβαίνει.
Πότε θα με παντρευτείς; Σύντομα;
Όταν το είπες, τό ’πες
βαριεστημένα, φυσώντας ζεστό αέρα μες στ’ αυτί μου,
στον δρόμο εκείνο όλο λακκούβες
πέρα απ’ τη Μιρζαπούρ. Σύντομα;
Είχαμε αργοπορήσει, με σβηστή τη μηχανή
στη διάβαση - μια λεπτή μπάρα
στο ύψος της μέσης, κι η ζέστη
να αναπηδά ακόμα πάνω απ’ τις γραμμές,
παραμορφώνοντας τον αέρα. Ο φύλακας
βγήκε από την παράγκα του,
μισοσήκωσε τη μπάρα,
αφουγκράστηκε, ύστερα την βρόντηξε στη θέση της.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω είπες, κοκκινίζοντας,
κι έτριψες το χέρι μου. Περιμέναμε
σιωπηλοί, ακούγοντας το βαθύ όλο έξαψη
τσαφ, τσουφ του τραίνου όλο και πιο
κοντά, μια σφυρίχτρα στρίγκλισε,
και να το. Μπενάρες -
Λαχόρ σε φαγωμένες πινακίδες,
κάγκελα στα παράθυρα, και τα στοιβαγμένα
πρόσωπα των προσφύγων που χάνονταν.
*
Παντρευτήκαμε την εβδομάδα της Ανεξαρτησίας.
Το εργοστάσιο κλειστό, και στην εκκλησία
στοιβάζονταν οι εργάτες των χαλιών
που μας παρέσυραν μες στη γιορτή τους.
Τώρα είμαστε ελεύθεροι, φωνάζανε,
Ελεύθεροι - δένοντας το λαιμό μας με γιρλάντες
από τριαντάφυλλα και κατιφέδες. Τη νύχτα εκείνη
πριν απ’ το γαμήλιο ταξίδι
βόρεια στους λόφους, ήμασταν κρυφά
στο ετοιμόρροπο καλύτερο ξενοδοχείο της Μιρζαπούρ,
περπατώντας γύρω απ’ την πισίνα αργά την νύχτα.
Τρία πόδια βάθος η βρωμιά
ώς το νερό - η γυάλινη επιφάνειά του
ακίνητη με στίγματα εντόμων
που εκτελούσαν τον μικρό άσκοπο χορό τους,
ο τελευταίος κολυμβητής ήδη φευγάτος ώρα.
Σ’ αγαπώ. Κοίταξέ μας. Άντρας
και γυναίκα - έδειξες τα πρόσωπά μας
κάτω, στύλωσες το βλέμμα, και στράφηκες μέσα,
Έλα - αφήνοντας το χέρι σου πιασμένο ακόμα
στο δικό μου καθώς ψάχναμε για το κλειδί
και τον χοντρό μαύρο διακόπτη.
Ύστερα τσίριζες - Άφησέ τον.
Ένα οργισμένο γρήγορο τσουρούφλισμα. Ασ’ τον. Ασ’ τον,
και τον άφησα, αφήνοντας κι ένα κομμάτι δέρμα κολλημένο.
Πήραμε αμέσως το αυτοκίνητο, το καλό δεξί μου
σφιγμένο στο τιμόνι, το αριστερό σου τεντωμένο
από την άλλη, αλλάζοντας ταχύτητες ώς το ΜακΦάρλεην.
Πάλι εδώ - το ’πες με σφιγμένα δόντια
καθώς στεκόμασταν στην σκοτεινή είσοδο
πλάι πλάι για μια στιγμή
τα χέρια μας τεντωμένα μπροστά μας.
Έγνεψες προς αυτά: Λοιπόν;
Λοιπόν - τίποτα, είπα, και χαμογέλασα
περνώντας πρώτος. Αδελφή; Είναι κανείς εδώ; Είστε εδώ;
*
Έναν μήνα μόνοι
αλλά σιγά σιγά ξυπνώντας, κάνοντας
χώρο στη ζωή μας για ειδήσεις
έξω από μας. Η άνοιξη
έφερε τη ζέστη πάλι - κάθε
μέρα στο γραφείο μου τα χαρτιά
στοιβάζονταν θροΐζοντας κάτω απ’ το βάρος τους,
έτρεμαν και τινάζονταν καθώς ο ανεμιστήρας
ανακάτευε μες στην κουφόβραση ριπές.
Στον τοίχο μου είχα καρφιτσώσει τον πρώτο
δωρεάν καινούργιο χάρτη - Ινδία,
Πακιστάν: η νέα λέξη σπαστή
κατά μήκος της κοιλάδας του Ινδού τελείωνε
στο μελανιασμένο καρούμπαλο των βουνών.
Όταν πέθανε ο Γκάντι, ο πατέρας σου
διέγραψε τα σύνορα ώς κάτω
λέγοντας Τώρα. Τώρα θα δούμε,
κι έσκυψε το κεφάλι, ξαφνικά
νοσταλγώντας την Αγγλία. Την επομένη
βγήκε γύρω στα χωριά κουβεντιάζοντας,
καλοπιάνοντας, κι ύστερα πίσω στο γραφείο μου
μ’ αδειανά χέρια. Είναι το πένθος, είπε.
Δεν κάνουν τίποτε. Καταλαβαίνεις.
Κοίταξε το χάρτη μου κι αναστέναξε,
φανταζότανε ψηλά άσπρα βράχια
κι εξέδρες να ανοίγονται μεσ’ από την ομίχλη -
μιαν αποβάθρα να γυαλίζει στην πρωινή βροχή.
*
Αφού έφυγε ο πατέρας σου, και τα έπιπλά του
φύγαν ή στοιβάχτηκαν στην αποθήκη περιμένοντας,
το σπίτι ήταν δικό μας. Ψηλές ασβεστωμένες κάμαρες
κι οι χώροι που άφησε: σημάδια στο χαλί
από καρέκλες, το πατημένο τετράγωνο ενός ντουλαπιού.
Να προσέχετε, είπε, με το γενναίο του πρόσωπο
στην πόρτα της καμπίνας. Να θυμάστε,
μόλις γεννηθεί το μωρό, να γράψετε.
Όσο μπορείτε σύντομα. Τώρα σας παρακαλώ... Αλλά μείναμε
όλο το πρωί, κοιτώντας προς τα πάνω από την προκυμαία,
ένα ένα τα κάγκελα να δούμε να μας γνέφει
και μη βλέποντας τίποτα, και πάλι τίποτα
όταν ξεκίνησε, το πλοίο απίστευτα τεράστιο
καθώς το ρυμουλκούσαν έξω, μα ξαφνικά
ελάχιστο - ένα αργό φτερό καπνού που σκόρπιζε
κι ανέβαινε προς τον βορρά. Το φανταζόμασταν
να σβήνει για μέρες - ελεύθεροι, οι δυο μας
μόνοι επιτέλους. Κάθε νύχτα
ήταν το τρυφερό ιδιωτικό παιχνίδι μας. Άκου.
Τι ακούς; Ξάπλωνες ανάσκελα
με το φόρεμά σου σηκωμένο, κρατώντας
το κεφάλι μου στο πλάι της κοιλιάς σου. Ακούς τίποτα;
Ναι. Τέντωνα το λαιμό για του παιδιού το γουργούρισμα -
Ναι. Πυγμάχος. Ή ποδοσφαιριστής.
Κοιμόμασταν έξω το καλοκαίρι εκείνο,
δυο ξόανα μ’ ολοστρόγγυλα μάτια χέρι-χέρι
στη δροσερή βεράντα, οι καρδιές μας να τρέχουν,
κοιτάζοντας τ’ αστέρια να καίνε και να πέφτουν
μεσ’ απ’ τις κουνουπιέρες μας. Πέντε μήνες,
έξι, κι ύστερα για μια βδομάδα μόνος μου ταξίδι
στο Δελχί για δουλειές. Έπρεπε να ’χες έρθει;
Αυτό έφταιξε; Ακόμα και το καλοκαίρι; Διασχίζω
τα τελευταία λίγα μίλια της επιστροφής
ατέλειωτα. Να πάλι το ταξί
σχεδόν φτάνοντας σπίτι απ’ τον σταθμό, και να εγώ,
με τα παράθυρα κατεβασμένα ώς κάτω
και τα μάτια μου να τρέχουν, θολώνοντας το σπίτι
και τον έναν υπηρέτη που με προϋπάντησε.
Πού είναι η μεμσαχίμπ; Την ερώτησή μου,
την επιστρέφουν εκθαμβωτικοί τοίχοι λευκοί. Σαχίμπ
λέει, μες σε βαθειά σιωπή που απλώνεται.
Θυμάμαι τζιτζίκια, τις μανιασμένες δοξαριές τους,
και τον ήλιο να τσακίζεται μες στην αυλή,
κι ύστερα σπάει η φωνή του, Αχ Σαχίμπ
και γυρνάει προς εμένα κλαίγοντας.
Αλλ' αρνούμαι να καταλάβω,
παγωμένο χαμόγελο, δεν σκέφτομαι τίποτα
κι αφήνομαι να συνειδητοποιώ την ίδια
απρόσκλητη φράση ξανά και ξανά. Σαχίμπ -
το λέει πάλι. Θα σας δείξω τώρα.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.
*
Ουλή από κίτρινη λάσπη ξεραμένη.
Γδάρσιμο από κάτι που
χάθηκε. Πάλη ξηρή.
Θα ξυπνήσεις,
σκεφτόμουνα, Ξύπνα,
γονατιστός με το κεφάλι μου γερτό
στο πλάι λες και θα κατάφερνα
να διακρίνω τη φωνή σου.
Σαχίμπ. Ήταν ο υπηρέτης,
κλαίγοντας ακόμα. Μπεμπέ πολύ νωρίς
και άσχημο. Σα φίδι.
Μετά βίας άκουγα,
χαμένος μες στην πρώτη στιγμή
που σε έφερα σε ζωή
υπόγεια: τα μαλλιά σου φτιαγμένα,
η πούδρα απαλή στο μάγουλό σου,
και το φόρεμα να γλιστρά
απ’ τα γυμνά σου μπράτσα
καθώς τεντώνεσαι και μου δείχνεις
το γλιστερό παρδαλό παιδί μας.
*
Οι παρηγοριές μου. Η πολλή δουλειά της μέρας
που σε κάνει να ξεχνιέσαι, οι θλιβερές
διστακτικές φωνές που με φέρνουν σε δύσκολη θέση
πάνω από το πλατάγισμα του ανεμιστήρα
Μπορώ να σας βοηθήσω σαχίμπ;
Ύστερα βράδια μόνος μεθυσμένος -
τα παντζούρια της κρεββατοκάμαρας κλειστά
και η σκιά μου να τρεκλίζει πέρα
δώθε μπρος από τις γρίλλιες
διπλώνοντας φορέματα μες σε μπαούλα,
μαζεύοντας αγκαλιές μωρουδιακά,
τις ζώνες σου, ένα δαντελλένιο μεσοφόρι,
παπούτσια, μπλούζες από το ντουλάπι.
Τόσα πολλά από σένα δεν είχαν βρεθεί -
τρεις νύχτες και πάντα κάτι
που να μην πρόσεξα, και μετά τέταρτη,
και βροχή. Κοντά στο σπίτι, ήμουν
με το κεφάλι κάτω μέσα στην αυλή
και πλάνταζα όταν ξέσπασε.
Μια μακρόσυρτη τσουρουφλιστή ριπή
σαν λινό που σκίζεται, ύστερα
μια παύση κι ύστερα οι πρώτες
μεγάλες στάλες, καθαρές να τσακίζονται
μες σε μπουχούς από σκόνη.
Μουσώνας πάλι. Την νύχτα εκείνη
απλώθηκα σ’ όλο το κρεββάτι
και ήπια ανάμεσα στα τελευταία
αταχτοποίητα ρούχα σου, τα φώτα του σπιτιού
όλα σβηστά. Χωρίς ύπνο,
αλλά κενό διακεκομμένο
ξαφνικά σαν συνειδητοποιώ πως η βροχή
είχε δυναμώσει, κεραυνοί
έριχναν κανονιές πάνω απ' τη στέγη μου,
ο ευκάλυπτος λαμπύριζε
μαστιγωμένος - μ’ ολόκληρο
το τεράστιο ύψος του καπνίζοντας
διαρκώς να συντρίβεται.
Μετά ξαναπλημμύρισε κενό,
η βροχή διαλύθηκε,
κι ένα όνειρο με λύτρωσε
πέρα από το δωμάτιό μου και τον κήπο μου,
σκαμπανέβαζα πάνω σε γκρίζο χείμαρρο
νερού προς τον τάφο σου.
Χώθηκα πλάι σου βαθειά
κι ήμουν στεγνός, τραβώντας
τα ρούχα σου, ψιθυρίζοντας.
Άσ’ τα. Δώσ’ τα μου
για πλύσιμο. Άφησέ τα.
*
Πόσες ημέρες; Δύο, τρεις, αφέθηκα
να βυθιστώ πέρα απ’ τον κόσμο, μισοκοιμόμουν
ή ονειρευόμουνα ξυπνός, με τη βροχή
μια σταθερή συρίζουσα νεροποντή, που μάνιαζε
να με σαπίσει ώς πέρα. Όταν πρωτοστάθηκα
έξω στην απαστράπτουσα αυλή
ήταν πρωί. Μία βδομάδα; Περισσότερο,
απ’ όταν πέθανες; Κανείς δεν είπε -
όλοι έλεγαν Ελάτε εδώ, σαχίμπ.
Ελάτε γρήγορα, και κάποιος πλατσούριζε
προς την αυλόπορτα του υποστατικού. Εκεί.
Κουνούσαν το χέρι, σάρωνε
Σκέφτηκα τον τάφο σου θαμμένο
βαθειά κάτω από το νερό, και μαζί του
όλη την πεδιάδα ώς μπρος στα πόδια μου -
κτήματα και σκονισμένα μονοπάτια χαμένα
σε μια κιτρινοπράσινη λίμνη με λακκάκια
όπου πρησμένες αγελάδες έπλεαν με το ρεύμα
διπλάσιες από το κανονικό, άκρες από στέγες
εξείχαν στον αφρό, και στα δέντρα
είχαν φυτρώσει απίθανα δέματα -
χαλιά τυλιγμένα και κρεμασμένα πάνω απ’ το νερό,
οι σκούροι σάκκοι τους φωλιά
για σμήνη μουσκεμένα γελοία πουλιά.
*
Καθήστε τώρα, σαχίμπ. Καθήστε εδώ.
Ήταν ο άγιος άνθρωπος,
χαϊδεύοντας το δάπεδο της βεράντας.
Ωραία. Το πρόσωπό του σκασμένο άσπρο
και το σκυμμένο σώμα
τυλιγμένο σε δέρμα λεοπάρδαλης -
ένας κουταλιανός του τσίρκου
διάβαζε τη ζωή μου. Σαχίμπ.
Σεις είστε μορφωμένος άτομος.
Μη φοβάστε.
Κι εγώ μορφωμένος: Χάζλιττ.
Οι ωραίοι ποιητές των λιμνών.
Είστε μόνος.
Μάτια κλειστά, κι οι λαδωμένες
τριχιές των μαλλιών. Το ένα χέρι πίεζε
το συρμάτινο κλουβί
και τον παπαγάλο - μια αστραφτερή
πράσινη ουρά από φτερά καπέλου.
Είστε μόνος τώρα.
Η υπνωτισμένη φωνή του
σταματούσε, συγκεντρωνόταν.
Πρέπει να φύγετε.
Η δουλειά σας εδώ, τέλος.
Το εργοστάσιο, τέλος,
το κεφάλι του έγειρε στο πλάι
κι ύστερα Όχι πια -
σχεδόν κραυγή.
Αυτές είναι οι ίδιες σας οι σκέψεις.
Είχε φύγει -
ένας αβέβαιος καμπουριαστός βηματισμός
ώς την αυλή, σέρνοντας
ένα πόδι λεοπάρδαλης μέσα στη σκόνη.
Το ονειρεύτηκα;
Απλωμένα μπροστά μου
ήταν σπειριά σιτάρι, ένα ξυλαράκι,
μια παχειά καμμένη τσαπάττι.
*
Η ζωή μου όχι πια στο χέρι μου. Ώς το φθινόπωρο
δύο, ίσως τρία χαλιά την εβδομάδα.
Ποτέ αρκετά. Σαν βγήκα με το αυτοκίνητο
των υφαντών τα σπίτια ήταν άδεια
κελύφη ερειπωμένα, οι αργαλειοί δίχως στημόνια,
κι όλοι δουλεύαν κάθε μέρα στα χωράφια,
φτυάριζαν πίσω σε όχθες την γκρίζα λάσπη του Γάγγη,
ανοίγοντας και πατώντας τα χαντάκια τους.
Πάλι σε μας θα ’ρθούν.
Ήταν ο Πραντίπ, ανακατεύοντας το ποτό του
καθώς η τελική συνέλευση του Δεκεμβρίου
παρατραβούσε. Συνοφρυώθηκε, Αλλά πότε;
Πρέπει να γνοιαστούν τη γη τους...
ύστερα σήκωσε τους ώμους, άδειο βλέμμα
έξω κατά τους τοίχους του υποστατικού
και τους ακίνητους ευκάλυπτους.
Θα δούμε. Ναι, θα δούμε.
Μιλούσαμε δίχως να σκεφτόμαστε,
αφήνοντας την ημερομηνία της πωλήσεως
ακόμα αβέβαιη καθώς σκοτείνιαζε το βράδυ
και Λοιπόν, είπε ο Πραντίπ, ξαλαφρωμένος
και αμήχανος. Λοιπόν, πρέπει να τελειώνουμε.
Καιρός ν’ αλλάξουμε. Για το πάρτυ
εννοούσε - Χριστουγεννιάτικος Χορός της Μιρζαπούρ
στη Λέσχη. Στις δέκα ήμουν εκεί, πιωμένος
κι ακούγοντας τους Ίνκσποτς Να ’σαι καλά
άγγελέ μου. Να ’σαι καλά που έφτιαξες
έναν καινούργιο κόσμο όταν ο παλιός
γκρεμιζόταν τόσο α-βο-ή-θη-τος. Ο δίσκος
ξανά και ξανά σαν κοινότοπος
τρυφερός καημός γι’ αυτό το δωμάτιο που έβραζε
φασκιωμένο με κισσό και χρυσόχαρτο,
με τα κίτρινα μπιλλιάρδα, και τους τοίχους
όλο κουκκίδες μπαμπακιού κολλημένες
από υπηρέτες που δεν είχαν δει ποτέ χιόνι.
*
Ξύπνησα στις πέντε σ’ ένα σπίτι γυμνό,
οι αποσκευές ήδη στα μισά του δρόμου.
Το τελευταίο μου πρωί: μια λεπτή λωρίδα
ουρανού δυνάμωνε κάτω από την πόρτα μου
και τα σκιώδη βήματα του επιστάτη
πάνω κάτω, ο βήχας του,
και το φλέγμα του με τ’ απαλό του σκόρπισμα.
Όταν κοίταξα έξω είχε φύγει -
το ράντζο του γερτό στον τοίχο,
κι ένα ξεκολλημένο χέρι οδοντόβουρτσας
πεταμένο στα σκαλιά της βεράντας.
Σαχίμπ. Μια φωνή δυνατή μες στο χωλλ.
Ήρθε ο οδηγός.
Είχα σκύψει μες στην κρύα αυλή
καθώς οι υπηρέτες μού περνούσαν τις γιρλάντες τους.
Ρόδα και κατιφέδες - ένα περιδέραιο
από θηλιές που μύριζαν γλυκά και γαργαλούσαν.
Στο καλό, σαχίμπ. Στο καλό. Στο καλό.
Έγνεψα σαλαάμ στα σουφρωμένα πρόσωπα,
μην τολμώντας να μιλήσω, κι ήμουν τυφλός
από τις θύρες του υποστατικού και πέρα
για ένα μίλι, δύο, της σκονισμένης δημοσιάς
μέχρι που έσκυψα μπρος. Στάσου. Περίμενέ με,
περίμενε, και γονάτισα στον τάφο σου.
Ύστερα η μνήμη θολώνει. Μπορώ ν’ ακολουθήσω
το διστακτικό μου χέρι ώς την πλάκα σου,
αγγίζοντας σαν να ’ταν μπράιγ -
Προσφιλή σύζυγο. Το τέκνο τους,
αλλά μετατοπίζονται οι εικόνες, και να ’μαι
σχεδόν κοιμισμένος στο παράθυρο ξανά,
σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα στο θαμπωμένο
ασημί γυαλί. Ακούγονται βήματα τώρα -
του πατέρα σου, που διασχίζει το πλατύσκαλο.
Με φωνάζει, Εφτά η ώρα,
και η πόρτα του μπάνιου τρίζει.
Παρακολουθώ τον γαλατά να κατεβαίνει
σπίτι-σπίτι τον δρόμο,
και το φως ν’ αρχινά. Ο ήλιος δεν είναι παρά
μια λεπτή σχισμή που ασπρίζει. Η θάλασσα
έρημος ορίζοντας που ξαναγίνεται γκρίζος.