Η πρώτη γνωριμία μου με τον
Ηλία X. Παπαδημητρακόπουλο ήταν τηλεφωνική, μα θερμή· σύντομα βρεθήκαμε να
μιλάμε για το 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου εκείνος είχε εργαστεί ως
στρατιωτικός ιατρός και διευθυντής συντάξεως της Ιατρικής Επιθεωρήσεως
Ενόπλων Δυνάμεων – εγώ δε υπηρετήσει ως απλός στρατιώτης, αρκετά
χρόνια αργότερα, αλλ’ όχι πολύ μακρυά από το παλιό του γραφείο.
Ακολούθησε η βραδυά της
τιμητικής εκδήλωσης που είχε οργανώσει η «Νεφέλη» στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν,
όπου, μεσ’ στην μαγιάτικη ευδία, έγινε εμπεριστατωμένη παρουσίαση του έργου του
από τον φιλόλογο κ. Γιώργο Παγανό. Και ύστερα από άλλο ένα τηλεφώνημα,
συναντηθήκαμε. Μεσημεράκι, σε ένα καφενείο.
Έχει αφήσει, πίσω στην Πάρο, το
κτήμα του, που δίκαια το καμαρώνει, και δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει πίσω. Μοιραία,
η συζήτηση γυρνάει στο πατρικό κτήμα του Πύργου.
Τα βύσσινα της Αφρόδως
«Του πατέρα μου δεν του άρεσε
να μένει στην πόλη (καίτοι διέθετε δυο, τουλάχιστον, σπίτια εκεί, δηλαδή το
πατρικό του και το πατρικό της μητέρας μου), ζούσε αποκλειστικά στο χτήμα, και
πηγαινοερχότανε στο γραφείο του με τα πόδια, δυο φορές την ημέρα. Στο χτήμα
ασχολείτο μόνο με την καλλιέργεια των λουλουδιών, τα οπωροφόρα και τα άλλα τα
είχε αφήσει στον αδελφό του, τον μπάρμπα μου το Δημήτρη. Παρακολουθούσε με
πάθος τα ανθοκομικά, και θυμάμαι με πόση υπερηφάνεια επεδείκνυε (προπολεμικά,
αυτά) μια ποικιλία από λευκά χρυσάνθεμα (την περίφημη «Ειρήνη»), τα οποία είχε
κουβαλήσει εξ Αθηνών, και με τα οποία είχε γεμίσει αρκετές πρασιές στον κήπο.
Έχει διασωθεί και μια σχετική φωτογραφία, σε μέγεθος καρτ-ποστάλ, όπου ποζάρει
με φίλους ανάμεσα σε αυτά τα λουλούδια: προφανώς τους έχει καλέσει επί τούτου,
δίπλα του στέκεται μια θελκτική κυρία με μια τεράστια καπελίνα (πολλά χρόνια
μετά, πήγαινα στο σπίτι της, τα πρωινά, να μελετήσω υποτίθεται πιάνο), εξ
ευωνύμων μια ωραιοτάτη δεσποινίς και πάρα δίπλα ο σύζυγος της κυρίας, με άψογο
κουστούμι και γραβάτα. Αυτόν (ήταν δικηγόρος) τον έσφαξε την τελευταία ημέρα
της Κατοχής, κατά την φοβερή μάχη του Πύργου (όπου έλαβαν χώραν σημεία και
τέρατα) ένας ένοπλος, αντίδικος σε κάποια δίκη. Τον έσφαξε στην μεγαλοπρεπή
κλίμακα του σπιτιού του – η σκάλα είχε μια καταπληκτική κουπαστή από μαόνι, και
σε κάθε σκαλοπάτι της υπήρχε μια τεράστια γλάστρα με φυτά εσωτερικού χιύρου,
του είδους που αποκαλείται έρωτας. Ας ξαναγυρίσουμε στο χτήμα. Μετά την
Μικρασιατική καταστροφή ήρθε, το 1923 (ο πατέρας μου δεν είχε παντρευτεί ακόμη,
παντρεύτηκε το 1929), μια οικογένεια από τα περίχωρα της Νικομήδειας,
πρόσφυγες. Ρίζωσαν εκεί, κοντά σ’ αυτούς μεγάλωσα, έκαναν παιδιά (τα πάντρεψα),
εγγόνια (τα βάφτισα). Η Αφρόδω, πρόσωπο μυθικό... Στο σπίτι με τάιζαν
εξευγενισμένα φαγητά, και από πάνω γάλα, κρέμες, ριζόγαλα και άλλες αναγούλες –
η Αφρόδω με μπούκωνε κρυφά με ψωμί ζυμωτό, φασολάδα, παστές σαρδέλες,
κρεμμύδια, ρέγγα, φαγάκια του θεού, δηλαδή. Ήταν φοβερά αθυρόστομη, φοβερά
αθώα. Μας διηγόταν παραμύθια από την Μικρά Ασία, ιστορίες από τη γη της
επαγγελίας, μας μιλούσε για τις σφαγές, τους Τούρκους, τη μεγάλη καταστροφή του
1922. 'Οταν εμείς ζαρώναμε κι είμαστε έτοιμοι να βάλουμε τα κλάματα, πεταγόταν
απάνω, αρκεί να μην ήταν παρών ο πατέρας μου –τον σεβόταν υπερβολικά, αυτή του
έκλεισε τελικά τα μάτια, τον έπλυνε, και τον στόλισε– κι έλεγε ξαφνικά:
– Θα σας πιο ένα αίνιγμα, κι αν
το βρείτε θα σας φτιάξω τηγανίτες. «Την σαλιώνω, την κορδώνω και στον κώλο της
τη χώνω». Τι είναι;
Πέθανε πρόπερσυ το Πάσχα, εκατό
ετών. Δυο χρόνια πριν πεθάνει μου έδωσε, σε ένα από τα ταξίδια μου στον Πύργο,
ένα κονσερβόκουτο όπου μέσα είχε φυτέψει τον περασμένο χειμώνα δύο κουκούτσια
από βύσσινα. Είχαν βγάλει δυο-τρία φυλλαράκια.
– Πάρε, μου λέει, φύτεψέ τα σε
μια γωνίτσα στο χτήμα που φτιάχνετε, να τρως βύσσινα που σ’ αρέσουν.
Τα πήρα – χαμογελώντας με
συγκατάβαση. Τα έβαλα σε μια γωνίτσα. Έγιναν ξαφνικά δυο θαυμάσια δέντρα, την
άνοιξη έχουν εκατοντάδες λευκά ανθάκια, τον Ιούνιο τρώω βύσσινα με τις χούφτες.»
Δευτεροετής στην Στρατιωτική
Ιατρική Σχολή. Θεσσαλονίκη, 1951.
Ο θάνατος επέρχεται
σταθερώς...
«Το καλοκαίρι του 1941, στην
Κατοχή, στρατοπέδευσαν οι Ιταλοί στο χτήμα. Ήρθαν απογευματάκι, γκρέμισαν τους
φράχτες, έδεναν τα μουλάρια στα δέντρα, πλήρης καταστροφή, δεν έμεινε τίποτα...
Ο πατέρας μου άρχισε να τρέχει από δω κι από κει, τον έσπρωχναν, τον
ειρωνευόντουσαν, έτσι όπως προσπαθούσε να τους αποτρέψει φορώντας λευκό
κουστούμι κουκουλάρικο, καπέλο παναμά, και ένα ελαφρύ μπαστούνι με λαβή από
ήλεκτρο... Άρχισε να κάνει κρίσεις στηθάγχης, φάρμακα δεν υπήρχαν τότε,
αδυνάτιζε. Στις 18 Αυγούστου του 1943 έκανε φοβερή ζέστη στον Πύργο, πρέπει να
ήταν καύσων, πρέπει κι αυτό να συνετέλεσε, επέστρεψε το μεσημέρι κάθιδρως. Μετά
το φαγητό, ξάπλωσα για λίγο δίπλα του – έτσι κάναμε τα μεσημέρια: ο πατέρας μου
διάβαζε για λίγο, μου μιλούσε για βιβλία και συγγραφείς, εκείνο το μεσημέρι
διάβαζε Πλούταρχο. Η μάνα μου άπλωνε στον ήλιο χυλοπίτες.
Εγώ ετοιμαζόμουν να την
κοπανήσω, να πάρω τον αδελφό μου (ήταν εννέα ετών, εγώ δεκατριών) και να
παίξουμε στο χτήμα. Ξαφνικά ο πατέρας έβγαλε μια πνιγμένη κραυγή, του έπεσε το
βιβλίο, τον άκουσα να ροχαλίζει κάπως βραχνά (μετά έμαθα πως αυτό λέγεται
επιθανάτιος ρόγχος),έτρεξα να φέρω τον γιατρό, μέχρι να πάω και να γυρίσουμε με
τα πόδια, βρήκαμε τον πατέρα μου στα τελευταία του. Θυμάμαι το ύφος του
οικογενειακού μας γιατρού όταν βγήκε από το δωμάτιο – θυμάμαι κυρίως, τη φράση
του:
– Ο θάνατος επέρχεται
σταθερώς...
Η μάνα μου έμεινε μόνη, νεωτάτη
(ήταν, τότε, 36 χρονών), χωρίς σύνταξη, το χτήμα κατεστραμμένο, η περιουσία
ρημαγμένη, τα έφερε βόλτα, σπουδάσαμε, πουλήθηκαν βέβαια τα πάντα στον Πύργο,
αντί πινακίου φακής, ο πατέρας μου δεν είχε αφήσει διαθήκη, πλάκωσαν συγγενείς
από παντού, άγνωστοι κλάδοι, δικαιούχοι (!), το πατρικό της μάνας μου το είχαν
κι εκείνο επιτάξει οι Ιταλοί (γνωστός μεγαλόσχημος είχε μεσολαβήσει, μας είχε
βουτήξει επί πλέον και το σαλόνι, «μασκαράς» –λέει ακόμη η μάνα μου– «δεν θα
τον δω καμιά φορά να τον φτύσω;», πού να τον δεις, ρε μάνα, της λέω,
Πρωθυπουργός είσαι;).
Περάσαμε φτώχειες, ταπεινώσεις,
εξευτελισμούς. Μετά που φύγανε οι Ιταλοί νοικιάσαμε το πατρικό της μάνας μου σε
έναν γιατρό δερματολόγο. Ενοίκιο ενοικιοστασιακό, ψιχία. Τα είχαμε, όμως,
ανάγκη – ας πούμε 5 ή 10 το πολύ χιλιάδες σημερινές, τι να πάρεις, τι να
πρωτομπαλώσεις.
Με άφηνε και περίμενα στο
σαλόνι με τις ώρες, μαζί με τις πουτάνες που ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα – η
βλεννόρροια, τα αφροδίσια έκαναν θραύση. Κάποτε έβγαινε και ή με έδιωχνε,
λέγοντάς μου να ξαναπεράσω, ή μου έδινε τα μισά χρήματα, και τα υπόλοιπα
«άλλοτε»...
Η μάνα μου είχε πολλά αδέλφια.
'Οταν ήμουν πέντε χρονών, ο μικρότερος αδελφός της ήρθε σπίτι μας. Ο πατέρας
μου είχε ένα περίστροφο –όχι, πιστόλι πρέπει να ’ταν, έπαιρνε γεμιστήρα,
θυμάμαι– με φιλντισένια λαβή, σαν γυναικείο – ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εκεί.
Ανοίγει ο αδελφός της το συρτάρι, το παίρνει, βρίσκει και σφαίρες, φεύγει απ’
το σπίτι, πάει στις γραμμές του τραίνου πιο κάτω, και αυτοκτονεί. Μαθαίνεται το
νέο, έρχεται ένας άλλος θειος μου, ο μεγαλύτερος αδελφός, «ο ανταποκριτής μας
στον Πύργο» Αθηναϊκής εφημερίδας (αυτός ήταν υπεύθυνος για διάφορα
δημοσιογραφικά εφευρήματα –μέχρι και ολόκληρη ανταπόκριση για την πικραγγουριά
είχε γράψει– και για την εικόνα του Πύργου παραέξω, ως πόλης γεμάτης εγκληματίες!),
κάνει έτσι την κουβέρτα, και βλέπει τον ίδιο του τον αδελφό... Πολλές φορές έχω
επιχειρήσει να γράψω ένα διήγημα με αυτή την ιστορία. Δεν τα καταφέρνω.
Φιλοδοξώ να είναι το τελευταίο μου διήγημα – είτε γιατί θα σταματήσω να γράφω,
είτε απλώς γιατί θα τινάξω κι εγώ τα πέταλα.
Ένας άλλος πάλι ξαδελφός μου
ήταν αριστερός, δικηγόρος κι αυτός, χρόνια στα ξερονήσια, αλληλογραφούσαμε, μου
σύστηνε βιβλία, του είχα μεγάλη αγάπη. Την ημέρα που βγήκαν τ’ αποτελέσματα των
εισαγωγικών εξετάσεων στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, παίρνω
τηλέφωνο τη μάνα μου –με πρόσκληση και ραντεβού συγκεκριμένη ώρα, κείνον τον
καιρό– να της πω πως μπήκα – μου λέει: «Πέθανε ο Άγγελος»· ούτε που προλάβαινα
να κατέβω στην κηδεία.»
Σαλικιμιά και κυπαρίσσι
«Στον οικογενειακό μας τάφο,
στον Πύργο, όπου θάψαμε και τον μπάρμπα-Θανάση από τα περίχωρα της Νικομήδειας,
τον άντρα της Αφρόδως, είχα φυτέψει ένα κυπαρίσσι, το 1976, αρσενικό, πήγαινε
ίσιο, ψηλά. Ήταν και μια σαλκιμιά πιο πέρα – αυτές που τις λένε γλυσίνες στην
Αθήνα, με λουλούδια που ευωδιάζουν μεθυστικά. Πάω κάποτε, ύστερα από χρόνια,
κομμένο το κυπαρίσσι, κομμένη κι η σαλκιμιά. Και παλιά ταφικά μνημεία ξεπατωμένα,
μάρμαρα και σιδεριές πεταμένες, γιατί δεν υπήρχαν απόγονοι να πληρώνουν το
ενοίκιο! Μάρμαρα, γλυπτά, πέτρες, ανάκατα, πεταμένα. Όλη η ιστορία της πόλης
ερείπια, κατεστραμμένη, συλημένη – καμιά αντίδραση από τους συμπολίτες, ο
Πύργος μετώκησε ομαδικώς στην Αθήνα κατά την καταραμένη δεκαετία του ’50.
Καθόμουν άφωνος μπροστά σε αυτή
την απίστευτη ακηδία και βαρβαρότητα. Και τι ωφελούν οι στίχοι από το Ψαλτήριο,
«επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν, και εκλαύσαμεν...», εκεί,
όπου έπρεπε να πέσει άγρια ράβδος;
'Οταν, επιτέλους, ο Ηλίας
Πετρόπουλος κυκλοφορήσει τους Τάφους με τις 5.000 φωτογραφίες,
φαντάζομαι ότι και οι Πύργιοι (οι άρχοντες, οι προύχοντες, οι ταγοί, ο
κοσμάκης) θα αντιληφθοΰν το μέγεθος του εγκλήματος.
Έκανα αναφορά στον παπά, έγραψα
στον Δεσπότη. Ο Πύργος πρέπει να έχει μια παγκόσμια πρωτοτυπία: το νεκροταφείο
δεν ανήκει στον Δήμο, ανήκει σε κάποιο εκκλησιαστικό συμβούλιο – ανοίξαμε
αλληλογραφία με τον Δεσπότη, τους έβριζα, δεν έβγαινε τίποτα, ούτε μητρώο των
τάφων διαθέτουν!!! Ματαίως. Σε λίγο καιρό, με είχαν καλέσει για μια εκδήλωση
στην Πάτρα: ύστερα, σ’ ένα σχολείο του Πύργου θα διάβαζαν τα παιδιά κάτι δικά
μου κείμενα – ήταν εκεί και οι προύχοντες, ο Δεσπότης δίπλα μου, ούτε είχαμε ειδωθεί
ποτέ, δεν με ήξερε. 'Όταν κατάλαβε:
– Δεν μπορεί να είστε εσείς!
μου κάνει.
Αυτές ήταν κι οι τελευταίες
κουβέντες που ανταλλάξαμε, αλλά το φοβερό πρόβλημα με το Νεκροταφείο του Πύργου
παραμένει.
Μ’ έναν άλλο Δεσπότη, στην
Καβάλα το ’60, είχα μια μάλλον πιο ευχάριστη εμπειρία: ήταν η μάνα του άρρωστη
και την είχα κοιτάξει, κι αυτός, για να με ευχαριστήσει, μου χάρισε τον Εκκλησιαστή.
Τότε μελέτησα την εκκλησιαστική ποίηση για πρώτη φορά, παρ’ όλο που από
μικρόν με γοήτευαν τα λόγια στη λειτουργία. Αυτή η τελεσίδικη έκφραση: έχεις
την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν καλύτερα».
Η φόλα της τυπογραφίας
Από τη γλώσσα της Εκκλησίας,
περνάμε στη γλώσσα του Στρατού.
«Δεν με ενοχλούσε η υπηρεσιακή
καθαρεύουσα – την χειριζόμουνα καλά και με ευχαριστούσε. Μου έλεγε ο μακαρίτης
συνάδελφος ο Αντώνης ο Θωμάκος, η νέκυια του οποίου συνιστά και το διήγημα «Ο
Αντώνης»: «Δεν χρειάζεται να υπογράφεις τις αναφορές σου, τις διαταγές και τα
χαρτιά, ξέρω αμέσως ότι τα έχεις γράψει εσύ». Βέβαια έτσι έγινα λιγάκι κάτι σαν
πληρωμένος κονδυλοφόρος...
Το 1974 με μια ομάδα συναδέλφων
παθολόγων, με επικεφαλής τον Νίκο τον Σχίζα (εγώ θεωρούσα πάντα ως κορυφαίο
στόχο την προληπτική ιατρική, κι εκεί προσπαθούσα να εργαστώ),
συνειδητοποιήσαμε πως, ουσιαστικά στην Ελλάδα (όπου το ποσοστό των φορέων, σε
ορισμένες περιοχές ξεπερνούσε και το 10%), δεν υπήρχαν επίσημα στοιχεία για την
Μεσογειακή Αναιμία!!
Οργανώσαμε, έτσι, το 1976 ένα
διεθνές συνέδριο, ήμουν γραμματεύς και παρακάλεσα τον Πεντζίκη να κάνει, επί
χρήμασι, ένα σχέδιο για το εξώφυλλο του προγράμματος. Τα συνέδρια ελάμβαναν
χώραν στη Θεσσαλονίκη, και ο Πεντζίκης ζωγράφισε ένα απίστευτα σουρρεαλιστικό
σχέδιο με τον κόλπο της Θεσσαλονίκης περίπου ως κόλπο γυναικός, με τα ονόματα
των επικεφαλής συνέδρων γραμμένα περίπου βουστροφηδόν – πρέπει να είναι το πιο
πρωτοποριακό διεθνώς πρόγραμμα συνεδρίου! Κι όμως το αποδέχτηκαν, κανείς δεν
μου έφερε αντίρρηση, το άφησαν να περάσει, άρα δεν ήταν τόσο δύσκολα τα
πράγματα στο Στρατό, είχε περιθώρια αν ήθελες. Εξώφυλλα μου έκανε κι αυτός ο
φοβερός γραφίστας και ζωγράφος, ο Ανακρέων Καναβάκης.
Το Συνέδριο οδήγησε στην ίδρυση
ενός Κέντρου Ελέγχου Μεσογειακής Αναιμίας στο 401 Νοσοκομείο, βοήθησαν πολλοί
να γίνει αυτό, την τελική έγκριση την οφείλουμε στον Αβέρωφ, ήταν τότε υπουργός
Εθνικής Αμύνης. Τύπωσα τα πρακτικά του συνεδρίου σε έναν μεγαλοπρεπή και
πολύτιμο τόμο 500 σελίδων, στη φωτοσύνθεση του Γιώργου Τσιβεριώτη, με αγαπούσε
και με ανεχόταν. Είμαι περήφανος για εκείνα τα πρακτικά – αλλά (επειδή έχω τη
φόλα της τυπογραφίας), και για τα τυποτεχνικά παιχνίδια που έκανα, και για τον
κολοφώνα που κατασκεύασα, ίσως τον πιο άρτιο σε σημερινό βιβλίο...
Από τις πιο ευχάριστες
περιόδους μου στο Στρατό ήταν η επί εξαετία θητεία μου ως διευθυντού συντάξεως,
στο περιοδικό Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων. Το είχε ιδρύσει ο
Παντελής Κρανιδιώτης, ψυχίατρος, διανοούμενος και συγγραφεύς, συνεργασίες του
υπάρχουν στο Αντί. Πέθανε προ μηνών, αφού πρόλαβε να εκδώσει το βιβλίο
του Εκτροπής Εγκώμιον – ένα
γλυκύτατο και τρυφερό δοκίμιο για την τρέλλα.
Το περιοδικό, όμως, το είχε
οργανώσει και ανυψώσει σε έκδοση περιωπής ο χαλκέντερος φίλος μου καρδιολόγος,
ο Χ.Δ. Μιχαλόπουλος. Από αυτόν το παρέλαβα – και το παρέδωσα στον φίλο μου
μικροβιολόγο, τον πεζογράφο Νίκο Α. Καββαδία, αφήνοντάς του (αντί άλλης
παρακαταθήκης) το άρθρο, που είχα μόλις δημοσιεύσει στην «Καθημερινή» με τίτλο:
«Το ήθος στην Βάρδια του Νίκου Καββαδία» – του Μαραμπού, εννοείται.»
Τον ρωτώ για τα δικά του
βιβλία, και για την κριτική.
Κείμενα και φίλοι
«Η κριτική στάθηκε εξαιρετικά
γενναιόδωρη μαζί μου, αντιμετώπισε με ενθουσιασμό και τις τέσσερεις συλλογές
των διηγημάτων μου. Εγώ έχω αδυναμία και στα υπόλοιπα είδη των βιβλίων μου, τα Παρακείμενα,
το Βουστροφηδόν, το Επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αυτό για τον
Παπαδιαμάντη. 'Οταν ο Τριανταφυλλόπουλος μου ζήτησε να λάβω μέρος στο Συνέδριο για
τον Παπαδιαμά-ντη, τον Σεπτέμβριο του 1991 στη Σκιάθο, δίσταζα. Πίστευα πως όλα
είχαν ειπωθεί... Έκπληκτος διαπίστωσα ότι πράγματα σημαντικά δεν είχαν ειπωθεί,
είχαν περάσει απαρατήρητα ουσιαστικά στοιχεία της ζωής και του έργου του
Παπαδιαμάντη, όπως το χιούμορ, η στέρηση, οι συχνότατες αναφορές του στα
γκιουβέτσια, τα φουσκάκια και τα πάμπολλα άλλα χάόια της κοιλιάς...
Φορούσε ξένα ρούχα, το τριμμένο
παλτό που του είχε στείλει από το Λονδίνο ο Πάλλης, ο Πεντζίκης ουδέποτε
έφτιαξε καινούργιο κουστούμι, φορούσε τα αποφόρια του μεγαλοεισαγωγέως γαμπρού
του, τα παληά ρούχα, τα μεταποιημένα ρούχα, ήταν βασικό στοιχείο στη ζωή των
Ελλήνων μέχρι την έλευση του καταναλωτισμού. Γράφουν ένα σωρό μπούρδες για τον
Παπαδιαμάντη, ταυτίζουν το υψηλό ήθος του με τα θρησκευτικά του διηγήματα,
ουδέποτε ανθολογείται, π.χ., «Ο Κακόμης», ίσως γιατί ήρωας εκεί είναι ένας χαμάλμπασης,
που όμως μας δίνει το υψηλότερο μάθημα ήθους, και μέσω του Κακόμη ο
Παπαδιαμάντης μας αδειάζει την ψυχή του και γράφει ένα από τα ωραιότερα
διηγήματα της γραμματείας μας...»
Επιστρέφουμε στα χρόνια της Ιατρικής
Επιθεωρήσεως:
«Αρκετά πρωινά άρχιζα την ημέρα
μου περνώντας πρώτα από το Περιστέρι, απ’ το τυπογραφείο του Γιώργου Τσιβεριώ-τη.
Εκεί γνώρισα και τον Παπουτσάκη του Αντί, στην Λένορμαν,τότε.
Ο Τσιβεριώτης ήταν ο ηθικός
αυτουργός του όρου «φωτοσύνθεση» που τότε ξεκίναγε· «φωτοστοιχειοθεσία» την
έλεγαν αρχικά, αλλά παραήταν μακρύ! Βέβαια η λέξη «φωτοσύνθεση» είχε προϋπάρξει
ως όρος της βοτανικής.
1974 (φωτ.: Τ. Σινόπουλος)
Γυρνώντας, κατά τις 10
σταματούσα για καφέ στου Σινόπουλου. Συχνά παρακολουθούσα την εξής σκηνή.
Ερχόταν η κυρία Αφροδίτη, η οικονόμος του, να του ζητήσει λεφτά για τα ψώνια·
έβγαζε ο Σινόπουλος και της έδινε τρία χιλιάρικα, ας πούμε – το σημείωνε σ’ ένα
τεφτεράκι. Επέστρεφε η κυρία Αφροδίτη από τα ψώνια, του ’φερνε τα ρέστα, τα
σημείωνε πάλι ο Σινόπουλος στην αντίστοιχη στήλη.
– Μ’ αυτόν τον τρόπο ξέρεις ανά
πάσα στιγμήν πόσα έχεις, μου έλεγε. Θα σε μάθω κι εσένα. Έτσι τα σημείωνε και ο
Μπαλζάκ!
Και ο Πεντζίκης όταν ήταν στην
Αθήνα, πέρναγα και τον έβλεπα στο ξενοδοχείο του στο Θησείο. Εκείνη την ώρα
έπαιρνε ένα μεγαλοπρεπέστατο πρωινό, παράγγελνε τυριά, μπέικον τζηζ, βούτυρα,
κρουασσάν, μαρμελάδες, αυγά, ψωμιά, καφέδες –εις διπλούν, εννοείται– τα ’χε όλα
απλωμένα μπροστά του, και συγχρόνως σου διάβαζε τι είχε γράψει, σου έδειχνε
τους πίνακες που είχε ζωγραφίσει. Έτσι τον είχα μαγνητοφωνήσει να μιλάει για τα
Αναστενάρια· είχαμε τότε ένα άρθρο στην Ιατρική Επιθεώρηση, όπου
προσπαθούσαν, νευρολόγοι και νευροφυσιολόγοι, να τα εξηγήσουν επιστημονικά.
Έβαλα λοιπόν τον Πεντζίκη να πει την άλλη πλευρά –τους γνώριζε τους
Αναστενάρηδες– και το δημοσίευσα ως «Επέκεινα του Φαινομένου». Του άρεσε ο
τίτλος – μανίκι η απομαγνητοφώνηση, να συμμαζέψεις τον λόγο του Πεντζίκη. Αλλά
μπορούσα και τα ’κανα αυτά, παρ’ όλον τον μύστακα και τα μαλλιά που ερέθιζαν
πολλούς· είχα αρκετή ελευθερία. Ορισμένοι μάλιστα από την ηγεσία του Στρατού με
παρακολουθούσαν στην «Φιλολογική Καθημερινή».»
Ωστόσο επανειλημμένα προσπάθησε
να φύγει από το στράτευμα.
Καβάλα και κινηματογράφος
«Το 1957, μόλις τελείωσε ένα
18μηνο μετεκπαιδεύσεως στην Αθήνα, έγινε η πρώτη τοποθέτησή μου ως ιατρού
μονάδος σιο Καλπάκι, κοντά στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Ούτε μπορούσα να
φαντασθώ τι σήμαινε αυτός ο γυμνός λόφος με τα λαμαρινένια τολ και τους
κοριούς... Αργότερα πληροφορήθηκα ότι το είχε ιδρύσει ο Μεταξάς ως στρατόπεδο
για αριστερούς, τα δημοσίευσα αυτά στο περιοδικό Γιατί. Η Νιόβη έκανε
ειδικότητα παιδιατρικής στη Θεσσαλονίκη, της βρήκα θέση αγροτικού γιατρού στα
διπλανά Δολιανά, άγριο μέρος, κακοτράχαλα βουνά, ταλαιπωρήθηκε αγρίως σ’ εκείνα
τα χωριά, αλλά στο διπλανό ποτάμι, τον Καλαμά, τον Θύαμι (τον έχουν υμνήσει
στις μέρες μας ο Κίμων Τζάλλας, κυρίως όμως ο Χριστόφορος Μηλιώνης) υπήρχαν
καραβίδες και πέστροφες, και στις όχθες του λιάζονταν εκείνες οι πανέμορφες
βίδρες.
Κατάφερα τον Γενάρη και πήρα
μετάθεση για το νοσοκομείο της Βέροιας. Γενικά στο στρατό με τους μαχίμους
πέρασα θαυμάσια – οι παληοί υγειονομικοί ήσαν το πρόβλημα (ο αρχίατρος του
νοσοκομείου, ο Γενικός του Σώματος, καραβανάδες του κέρατά τότε, η Σχολή δεν
είχε ακόμη καλύψει με δικά της στελέχη αυτούς τους βαθμούς). Τα αδιέξοδα
μεγάλωναν, η υποχρέωση που είχαμε αναλάβει να υπηρετήσουμε στο Στρατό 15
χρόνια, είχε αυξηθεί μονομερούς σε... 25, ενώ προσετίθεντο κι άλλα για την
ειδικότητα! Το Σύνταγμα δεν λειτουργούσε,
δεν υπογραφόταν η συνθήκη
ειρήνης με την Αλβανία, δεν είχαμε καμιά δυνατότητα να αντιδράσουμε, μας
χρησιμοποιύσαν όπως ήθελαν, σαν υλικό.
Μόνη οδός διαφυγής οι εκλογές.
Παραιτήθηκα (με πάμπολλους άλλους) βάζοντας απλώς υποψηφιότητα βουλευτού,
πήγαμε στην περιοχή Καβάλας ως αγροτικοί, ανακληθήκαμε, προσφύγαμε στο
Συμβούλιο Επικρατείας, ξαναφύγαμε, ανακληθήκαμε και πάλι ως έφεδροι εκ μονίμων,
τοποθετήθηκα στη Νιγρίτα (τότε παρακολούθησα και τα Αναστενάρια, είδα τον
Γιαβάση, είδα τον κάμπο, τα μακεδονικά παζάρια), από ’κει στην Ελευθερούπολη
και –επί τέλους– το 1959 στην Καβάλα. Εκεί κάναμε με τη Νιόβη και το πρώτο
σπιτικό μας, αποχτήσαμε φίλους, ήταν η θάλασσα, η Θάσος, ερχόταν ο Πεντζίκης ως
ιατρικός επισκέπτης, έμενε μια εβδομάδα τον μήνα, τριγυρνούσαμε μαζί, κάναμε
εκδρομές, ερχόταν ο φίλος μου ο Πάτροκλος μέ το δίχρονο Saab του του 1958,
ερχόταν ο Πετρόπουλος, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια.
Εκεί ήμουνα γιατρός όλων των
Σωμάτων: ιατρός Στρατού, ιατρός Κατατάξεως, της Χωροφυλακής, του Λιμενικού, της
Πυροσβεστικής, μέχρι και Νομίατρος έγινα όταν με παρακάλεσε ο τότε Νομίατρος
που ήθελε να φύγει, και λούστηκα τον πρώτο εμβολιασμό του πληθυσμού όλου του
νομού για την πολιομυελίτιδα.
Καλά ήτανε, με βόλευε: ήμουνα
συγχρόνως παντού και πουθενά. Ύστερα, ήταν κα ιτο άλλο: δικαιούμασταν ετησίως
15 μέρες άδεια μετεκπαίδευσης σε νοσοκομείο. Κανόνιζα εγώ και την έπαιρνα όταν
έπεφτε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, για το ΑΧΕΠΑ. Και κατέληγα
να βλέπω 6 με 8 ταινίες την ημέρα – είχα φοβερή αδυναμία στον κινηματογράφο.
Έστελνα καθημερινές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα της Καβάλας «Ο Ταχυδρόμος».
Έτσι έγραψα την πρώτη κριτική,
πάνω στα γόνατά μου μεσ’ στη σκοτεινή αίθουσα, για μια ταινία του Παρατζάνοφ,
χωρίς να ξέρω το παραμικρό για τον σκηνοθέτη, απλώς με την θέρμη του
ενθουσιασμού. Μιλώ, φυσικά, για τις Σκιές των λησμονημένων προγόνων. Εγώ
για κριτικός κινηματογράφου πήγαινα, αλλά με την ίδια θέρμη έγραψα και για την
πεζογραφία. Ωστόσο και ποίηση διαβάζω πάντα πολύ – με συναρπάζει πώς καταφέρνει
να τα λέει όλα, με λίγες λέξεις. Κι αν έμαθα κάτι για τον ρυθμό του λόγου, το
οφείλω στην ποίηση.
Ταξίαρχος, 1983.
Ο πραγματικός δάσκαλός μου
πάντως. είναι ο Πεντζίκης. Δεν είχαμε τίποτε κοινό, κι όμως απ’ αυτόν έμαθα τα
περισσότερα.
Στην Καβάλα του διάβασα ένα
διήγημα, την «Ανάσταση», δειλά δειλά. Στο τέλος του ω γιατί εκείνος δ^ν
αντιδρούσε:
– Ξέρετε..! κ. Πεντζίκη... θέλω
να πώ ότι...
– Βρε παιδί μου, γιατί δεν το
λες τότε! Να μιλάς για τα πράγματα λιτά.
Με τον Πεντζίκη απομακρύνθηκα
πολύ από άλλα παλιότερα διαβάσματα, αυτός σου ανοίγει άλλους δρόμους.
Κάναμε κάτι καταπληκτικές
εκδρομές με τον Πεντζίκη· είχε φοβερή αντοχή. Στην αρχή πεζή, ύστερα με το Saab
– »
Τον διακόπτω για να ρωτήσω για
το περίφημο αυτό Saab που μνημονεύει κάι αλλού.
To Saab και τα ξενύχτια
«Μ’ αρέσει ο ακανόνιστοςήχος
της δίχρονης μηχανής. Είναι μόνο 846 κυβικά, κι όμως έπιανε 150 χλμ/ώρα. Του
’χω χτισμένο γκαράζ στην Πάρο – καμιά φορά πάω μ’ αυτό για ψώνια και το αφήνω
κάτω από κάτι ευκάλυπτους μπρος σ’ ένα μαγαζί. Μια φορά πήγα με το Citroen, βγαίνει
ο μαγαζάτορας και μου λέει:
– Tι μου το κουβάλησες αυτό το
πράγμα εδώ πέρα; Μόνο το Saab θα παρκάρεις εδώ!
Τέλος πάντων, ο Πεντζίκης ήτανε
μοναδικός στις εκδρομές· σου άρχιζε από βοτανική· έπιανε την γεωγραφία, από την
γεωγραφία το γύριζε στην ιστορία, από ’κει στα συναξάρια. Ούτε είχε επίγνωση
του χρόνου. Μια φορά είχε έρθει στην Καβάλα στο σπίτι, ήταν 8 το βράδυ, μας
λέει:
– Θα σας διαβάσω την Κυρία
Έρση.
Είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι
φίλοι.
Διάβαζε, διάβαζε, σε λίγο, άαπ,
ο Μάρκογλου έγειρε στην καρέκλα, ύστερα ο Στογιαννίδης, τον πήρε ο ύπνος. Ένας
ένας έφευγε αργά, για ύπνο.
– Δεν με ενδιαφέρει, έλεγε ο
Πεντζίκης, εγώ θα το τελειώσω!
Τέλειωσε το πρωί· μόνο εγώ κι η
Νιόβη ως οικοδεσπότες είχαμε μείνει ξύπνιοι, και ξεκινήσαμε κατ’ ευθείαν για
δουλειά.
Άλλο ένα ξενύχτι τέτοιο έχω
κάνει στη ζωή μου, την πρώτη φορά που γνώρισα τον Εμπειρίκο και την γυναίκα
του. Είχαμε πάει, εγώ, η Νιόβη κι ο Καλοκύρης, ο Εμπειρίκος είχε διαβάσει το
βιβλίο μου Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη, με πήρε παράμερα, μου μίλησε για
τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, μου είπε πολλά, μ’ επηρέασαν όσα μου είπε, μας
διάβασε την «Οκτάνα», μας έβγαλε για φαγητό στην Τσακάλωφ, ύστερα μου ζήτησε να
τον πάμε στο «Χάραμα» να γνωρίσει τον Τσιτσάνη, μπήκαμε όλοι στο Saab,
απολάμβανε τον ήχο του, τις επιταχύνσεις του από το φανάρι, τις υπερβάσεις, τις
σφήνες από δεξιά... Πήγαμε στην Καισαριανή, ήταν εκεί και μερικοί φοιτητές
Έλληνες από την Ιταλία, μετά τον Τσιτσάνη τους καλεί όλους ο Εμπειρίκος στο
σπίτι του – γυρίσαμε σχεδόν ξημερώματα, τα παιδιά τραγουδούσαν τα καινούργια
του Θεοδωράκη – δικτατορία τότε–, ο Εμπειρίκος μαγνητοφωνούσε συνεχώς, είχε μια
τεράστια συλλογή μαγνητοταινιών – μου έκανε εντύπωση η ευγένεια του Εμπειρίκου,
έναν έναν που έφευγε τον συνόδευε ώς την πόρτα, κι αυτό ώς τα ξημερώματα.
Φύγαμε στις 7 το πρωί. Γυρίσαμε
σπίτι με τη Νιόβη, πλυθήκαμε, αλλάξαμε και πήγαμε στις δουλειές μας... ».
Καβάλα· επάνω, 1960: με την
γυναίκα του Νιόβη, τον Ηλία Πετρόπουλο και τον σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο -
κάτω, 1964: Η. X. Π., Π. X.
Μάρκογλου, Νιόβη Παπαδημητρακυπούλου, Γ. Ξ. Στογιαννίδης.
*
Σημείωση 29 Νοεμβρίου 2024: Η συζήτηση αυτή είχε λάβει χώρα στο πατάρι του τότε
βιβλιοπωλείου των εκδόσεων «Γνώση», Ιπποκράτους και Σόλωνος γωνία, αρχή
καλοκαιριού, θαρρώ, του 1996. Δεν είχα μαγνητόφωνο, ούτε η γοητεία του λόγου
του ΗΧΠ με άφηνε να κρατώ εκτενείς σημειώσεις. Ωστόσο, τα λόγια του μου είχαν
τόσο έντονα εντυπωθεί, ώστε, γυρνώντας σπίτι, κατέγραψα από μνήμης όλη την
συνομιλία μας, κρατώντας ακόμη και τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμό της ομιλίας
του (αναγνωρίσιμο και στην στίξη των γραπτών του), που θυμόμουν σαν να τον
ξανάκουγα. Του την υπέβαλα, φυσικά, να την θεωρήσει, κι έτσι εντέλει τυπώθηκε
στο αφιέρωμα που είχα επιμεληθεί για το περιοδικό «αντί» που κυκλοφόρησε στις 2
Αυγούστου 1996 (Περίοδος Β’, τ. 611). Τις φωτογραφίες είχε παραχωρήσει ο ίδιος από
το αρχείο του.