Μετά τα δροσερά
λευκόσαρκα νεκταρίνια, το ποίημα έμπασε
τη ζέστη μες στο σπίτι. Τους φούντωσε –
ίδρωσαν. Και οι τρεις με τη σειρά
προσπάθησαν, μα δεν τελείωνε το ποίημα,
ούτε λυνόταν ο λυγμός.
... άπλωσε
λίγο λίγο τούτος ο Κήπος.
... επισκεπτόμαστε
τις γωνιές του τις πιο ακραίες,
... παντού
κατάφορτοι με τη Χάρη,
... πότε εκεί,
πότε πιο εκεί. Και πότε εδώ. Αυτό το εδώ
είναι το πιο
πικρό.
Αλλά έρχεται
αργά τη νύχτα η Υπομονή, μάς τυλίγει
με τα λινά της,
και του αφαιρεί σιγά σιγά τη μεγάλη την
πίκρια,
το καταπραΰνει
και, μαλακά, έτσι μπορούμε και το φέρνομε,
σα δώρο που
είναι, υφασμένο μαζί με τ' άλλα δώρα.*
Το πιάτο γέμισε
χαρτιά τσαλακωμένα από σοκολάτες.
Χώρισαν, πήγανε καθένας στη μεριά του, μα πάλι δεν
ανέβαινε ο λυγμός.
Βγήκαν στο
απόγευμα του Θεόφραστου, των κουνουπιών,
του Υμηττού που άλλαζε χρώματα, καθώς
προσθέτανε κι άλλα παγάκια στις λεμονάδες.
* Τάκης
Παπατσώνης, “Μελτέμι”, από την συλλογή 'Κατευθυνθήτω' (στο Εκλογή Α' -
Ursa Minor -
Εκλογή Β', εκδ. Ίκαρος,
1988)
[φωτ.: π.ι., vi.2014]