ΦΑΛΗΡΟ
Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα - μόνη
Εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
Μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
Αυτοκίνητο να γοργοζυγόνη.
Μ' ελπίδα σταματάω. Να το, πλακόνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
Τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
Ακόμα και ο σοφέρ σου με σκοτόνει.
Αρχοντοπούλα μ' άφταστα πρωτάτα,
Με των Εφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
Τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,
Του θανάτου δε μ' έπιασαν τρομάρες -
Γλυκύτατες μ' ελυώσανε λαχτάρες
Να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.
Τι νά 'ναι ετούτο το τόσο μοντέρνο σονέτο; Που δείχνει -και δεν είναι άσκοπο να το ξαναθυμόμαστε πού και πού- τι είναι το σονέτο: όχι απλώς επίδειξη ομοιοκαταληκτικής δεινότητας, ούτε παράθεση εύχαρων κι εύηχων εικόνων, παρά σκέψη σφιχτοπλεγμένη μόνον με τις απολύτως απαραίτητες λέξεις - τέσσερις, αυξανόμενης ταχύτητας και πυκνότητας, κατεβασιές του ποιητικού ξίφους.
Ένα πάθος στην άσφαλτο - του Μαβίλη. Γραμμένο το 1911, και πρωτοδημοσιευμένο στα "Γράμματα" της Αλεξάνδρειας το 1913 - ένα χρόνο, δηλαδή, μετά τον θάνατο του εθελοντή στρατιώτη γιά την απελευθέρωση της Ηπείρου, μέλους του "Εκπαιδευτικού Ομίλου", και βουλευτή. Στις 16 Φεβρουαρίου 1911, υπερασπιζόμενος την δημοτική στην Αναθεωρητική Βουλή, θα πει -πέρα από το θρυλικό "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι"- μεταξύ των άλλων: "Εθνικόν Συνέδριον ως το ημέτερον συντάττει μεν θεσμούς και νόμους, αλλά παρέχει και εις τας συγχρόνους και τας επερχομένας γενεάς και εις την λοιπήν ανθρωπότητα μίαν εικόνα του πολιτισμού κατά την στιγμήν ταύτην εν τω Έθνει" - και "μόνον ελευθερίαν ζητούμεν, εις τα διάφορα ρεύματα ιδεών - εκ της συγκρούσεως αυτών θέλει γεννηθή ο σπινθήρ, ο οποίος βαθμηδόν μεγεθυνόμενος θα είναι ο ποιητής της φυλής".
[Αντιγράφω από την έκδοση του αείμνηστου Γιώργου Αλισανδράτου: Λορέντζου Μαβίλη, Τα Ποιήματα, Ίδρ. Κ. & Ελ. Ουράνη, 1990. Φωτ.: Π.Ι., i.2010]