Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .δοκίμια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15.4.22

Για τον Άγγελο Σικελιανό


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έξι προσωπικές σημειώσεις για τον Σικελιανό

~ Καμμιά φορά, σε δεκτική ομήγυρη, χάριν (σοβαρού) αστεϊσμού, αποτολμώ να ξεστομίσω –ως party line, που λένε– την φράση: «Τα καλύτερα ποιήματα του Παλαμά, τα έγραψε ο Σικελιανός». Επικινδύνως, το γνωρίζω, συνοψίζει, παιγνιωδώς και ασεβώς έστω, την αίσθησή μου πως ο Σικελιανός, ως φυσικός ‘διάδοχος’ του Παλαμά (και όχι μόνον, βέβαια, στην άτυπη θέση του «εθνικού ποιητή»), πλάτυνε τον δρόμο που εκείνος διάνοιξε (με την χρήση της δημοτικής και το ύφος του) και τον έστρωσε με επιτεύγματα σημαντικότερα, χάρη και στο ανώτερο ποιητικό του τάλαντο. Αφορισμών τέλος – συνέχεια με σύντομες, προσωπικές πάντα, καταγραφές.

~ Ευτύχησα να πρωτοδιαβάσω Σικελιανό, φθινόπωρο του 1981, όταν ανατυπώθηκε, μαζί με τις ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου που την συνόδευαν, η χειρόγραφη έκδοση των Ακριτικών: τα εκατό αντίτυπά της είχαν κυκλοφορήσει από χέρι σε χέρι την άνοιξη του 1942. Το βιβλίο αυτό, καρπός της ύψιστης ωριμότητας του Σικελιανού, περιέχει πέντε ποιήματα γραμμένα το 1941-42: «Στυγός Όρκος», «Άγραφον», «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», «Διόνυσος επί λίκνω», και «Σόλωνος Απόλογος». Αποτελεί ένα από τα τέσσερα σημαντικότατα ποιητικά βιβλία της Κατοχής, μαζί με την Αμοργό του Γκάτσου, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και την Ursa minor του Παπατσώνη – τι σοδειά. (Δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι οι «δύσκολοι καιροί» γεννούν καλή τέχνη, και μάλιστα τόσο σύντομα.) Το 1943, όταν ο ποιητής παρουσιάζει την αυτό-ανθολόγησή του, Αντίδωρο, περιλαμβάνει μόνο τα δύο πρώτα και το τελευταίο· οπωσδήποτε μεγάλα επιτεύγματά του. Στην δε συγκεντρωτική έκδοση του Λυρικού Βίου (1946), εντάσσει τα πέντε με ελαφρώς αλλαγμένη σειρά στους «Επινίκους Β’ (1940-1946)».  

Έγραψα πιο πάνω «ευτύχησα» γιατί, χάρη σ’ αυτή την σύμπτωση, γνώρισα τον Σικελιανό στην πιο μεστή, πυκνή, καίρια και ποιητικώς δραστική εκδοχή του. Έτσι, ένας έφηβος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην τότε τρέχουσα ή ακόμα πρόσφατη ακμή του Ελύτη και στο συντελεσμένο σύμπαν του Σεφέρη, με σταθερό, ωστόσο, έδαφός του τον Καβάφη και τον Γκάτσο, κι έχοντας πρόσφατα μαγευθεί από τον Εγγονόπουλο και γοητευθεί από τον Σινόπουλο, μπόρεσε να ‘δεχθεί’ αυτόν τον Σικελιανό σ’ αυτήν την συντροφιά – πράγμα που θα ήταν μάλλον αδύνατον αν είχε πιάσει να τον διαβάζει ξεκινώντας απ’ την αρχή του έργου του.

Παραμένει αναγνωστική αίσθησή μου (αλλ’ αν δεν σφάλλω, υποστηρίζεται και από φιλολόγους) ότι, μετά την επίπονη τριβή και την σύγκρουση με την πραγματικότητα που οδήγησαν στο τέλος (1930) του οπωσδήποτε γόνιμου και πολλαπλώς πρωτοπόρου εγχειρήματος των «Δελφικών Εορτών», η ‘επιστροφή’ του Σικελιανού στην ποίηση έδωσε ποιήματα εν γένει πολύ μεστωμένα, πιο ‘γειωμένα’, αυστηρότερα υφολογικώς, σε σχέση με τα προηγούμενα – κι έτσι ‘πλησιέστερα’ σε μιαν ευαισθησία που ‘τσινάει’ μπρος στην υπερχειλίζουσα γλώσσα, την υπερχειλίζουσα μεταφυσική, κ.τ.τ.. Αν δεχθούμε ως έναρξη αυτής της μεστής ωριμότητας το έτος 1935, χρονολογία δημοσίευσης της «Ιεράς Οδού» στα «Νέα Γράμματα», έχουμε λόγο να πικραθούμε: ο Σικελιανός μπαίνει στην ακμή του 51 ετών, αλλά έχει μόνον 16 ακόμη χρόνια ζωής μπροστά του. Και θα ‘σπαταλήσει’ πολλά απ’ αυτά γράφοντας θέατρο, ενώ από την Απελευθέρωση κι έπειτα, θα τον καταβάλλει η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του.

~ Πέρα από τα ακριβά δώρα της ποίησης του ίδιου του Σικελιανού, με ενδιαφέρουν πολύ –ως αναγνώστη και ποιητή, όχι ως φιλόλογο που δεν είμαι– και οι ‘επιβιώσεις’ του: όχι τόσο οι προφανέστερες, π.χ. στον Ελύτη, όσο αυτές στον Εμπειρίκο, δεδηλωμένες και –κυρίως– μη, στον Παπαδίτσα και στον Καρούζο, αλλ’ ακόμα και στα ποιήματα του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ξέρουμε την ύψιστη θέση που απέδιδε ο Λορεντζάτος στον Σικελιανό ανάμεσα στους ποιητές του ελληνικού 20ου αιώνα – αλλά νομίζω κι ότι το καλύτερο ποίημα της Συλλογής του, «Ο Ξένος», απηχεί κάπως την καλπάζουσα αφηγηματικότητα, τις άφθαστες παρομοιώσεις, κι εντέλει την γνωμική τάση του ποιητή που τόσο θαύμαζε:



Βράδιαζε αργά στο Τούνεζι.

                                           Μονάχος μέσα

Στο Μεγάλο Τζαμί στο σκοτεινό προσευχητήρι

Με κατάνυξη τραβηγμένος σε μια κόχη

Μαστορεύει ένα ποίημα που δεν ξεστομίζει σε κανέναν

Και μήτε καν το γράφει πουθενά

Παρά σα δυο καματερά που ζευγαρίζουν

Το χωράφι της μνήμης, βαθιά στ’ αυλάκια του μυαλού του

Χαράζονται για πάντα ώρα και μέρα.

 

Και να σε λίγους μήνες στη Σεβίλλη

Τον ζυγώνει στο δρόμο παλικάρι που δεν ξέρει

Και του λέει κομποσκοίνι, θαρρείς, σε ασκητευτή τα χέρια

Ολάκερο το ποίημα με στροφές και στίχους.

Ο Ιμπν Άραμπης κερώνει.

                                       Σαστισμένος

Ρωτάει ποιος έγραψε το ποίημα; Πάλι τον σαστίζουν

Για δεύτερη φορά τα λόγια τούτα:

«Ο Ιμπν Άραμπης» – που βέβαια ο άλλος δεν τον ξέρει

Μήτε και πως τον βλέπει εκεί μπροστά του.

Καλά, πώς έμαθε στροφές και στίχους;

                                                            Λίγους μήνες

Πρωτύτερα –την ίδια ώρα και μέρα

Που μαστόρευε στο Τούνεζι το ποίημα

Του Προφήτη ο πιστός– ανακατώθη

Σε μια παρέα παλικαριών εκεί στην ίδια

Τη Σεβίλλη ένας ξένος, άγνωστος προσκυνητής

Και ξεθηκάρωσε μπροστά τους καβαλάρης σάμπως

Κατεβατή σπαθιά στον άνεμο, ένα ποίημα.

Τόσο το ζήλεψαν τα παλικάρια εκείνα

Που ζήτησαν να τους το πει πάλι και πάλι

Ωσότου πλέρια τέλος το απομάθαν.

Ύστερα ο ξένος έφυγε όπως ήρθε

Χάθηκε – ανθρώπου μάτι δεν τον είδε πια.

 

*

 

Βασιλιάς ή στρατιώτης πλούσιος ή φτωχός

Όποιος γυρεύει και καλά να μάθει

Με τον κανόνα και με το διαβήτη

Ποιος είναι ο ξένος, δε θα καταλάβει

Ποτές του τίποτα από ποίηση (κι άλλα πιο κρυμμένα

Στο φρόνημα του ανθρώπου) –το δηλώνει ο μύθος–

Όσο αν κάνει τον άνεμο κουβάρι

Σε πανύψηλες μέσα βιβλιοθήκες

Μερώνοντας ανήμερα βιβλία,

Όσο αν ξέρει τον κόσμο να διαβάζει

Όσο αν είναι σοφός

                                ή ακόμα και τις γλώσσες

(Με τους στερνούς αυτούς που θημωνιάζω στίχους)

Των ανθρώπων λαλεί και των αγγέλων...      


Δεν μπορώ να εξηγήσω επακριβώς γιατί –πέραν από τον μεγάλο θαυμασμό που τρέφω για το ποίημα του Σικελιανού, και πέρα από όσα λίγα συστατικά της ποίησής του ήδη επιγραμματικά ανέφερα και θα αναφέρω– μου φέρνει στον νου την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο (μαθητή του Βούδα)»:



Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι

ο Aτζεσιβάνο. K’ ήτανε η ψυχή του

την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.

Kι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου

των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,

ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,

έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

 

Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.

Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε

τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,

μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι

της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,

που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

 

Μα αίφνης, κι άλλη ‘επιβίωση’ –διαβάζοντας ανάστροφα τώρα– στον Γκάτσο: Των άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει [«Ύμνος του Μεγάλου Νόστου»].

Τέλος, εξίσου με συγκινεί η ‘συνομιλία’ του σπουδαίου αρχαιολόγου και δεινού, υποδειγματικού στον δικό του στίβο, συγγραφέα Χρήστου Καρούζου (γεννημένου το 1900 στην Άμφισσα) με τον Σικελιανό:

Όταν επικαλείται το ποίημα (που μοιάζει με την σειρά του να ‘συνομιλεί’, ως θέμα και ‘στάση’, με τον Καβάφη) «Παντάρκης», μιλώντας για την αρχαία γλυπτική και τις αρχαίες επιγραφές για το νεανικό ανδρικό κάλλος – όμως δεν μπορώ να βρω πια πού: στον Αριστόδικο, στο Άγαλμα περικαλλές…, σε κάποιο δοκίμιο της Αρχαίας Τέχνης; (Ή μήπως η αναφορά ανήκει στην Σέμνη Καρούζου; Ή την φαντάστηκα ολωσδιόλου;)

Κι όταν τους βλέπω να συνομιλούν ως φίλοι στους Δελφούς (όπως σημειώνει η Σέμνη Καρούζου στο τέλος της έκδοσης του βιβλίου Δελφοί του άντρα της), την εποχή που ο Καρούζος ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων Στερεάς Ελλάδος, με έδρα την Θήβα. Τόσο με γοητεύει αυτή η –πλούσια, είμαι βέβαιος, και ακριβή – συνομιλία που μάλλον έπλασα ως φαντασίωση και την ύπαρξη αλληλογραφίας Καρούζου-Σικελιανού, αποκείμενης σε κάποιο ίδρυμα: μιας και ούτε κι αυτό στάθηκε δυνατό να το επιβεβαιώσω τώρα, καθώς γράφω.

~ Οι παρομοιώσεις είναι, στον ποιητικό δρόμο, οι γλιστερότερες πέτρες. Το πόδι του Σικελιανού όμως έχει εξαρχής μοναδική σταθερότητα. Θαυμάσια το διατυπώνει ο Πέτρος Κολακλίδης (στις Μελέτες του, τ. Α’, επιμ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, όπως το μεταφέρει ο Κώστας Μπουρναζάκης στην εισαγωγή του τομιδίου Άγγελος Σικελιανός στην σειρά «Έλληνες Ποιητές» της «Καθημερινής», 2014): «Οι παρομοιώσεις του είναι στιλπνές. Είναι παρομοιώσεις κάποιου που έχει εμπιστοσύνη στα πράγματα.» Τυχαίος δειγματισμός:

μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα [«Τύμβος»]

λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα [«Γιατί βαθιά μου δόξασα»]

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα
[«Μήτηρ θεού»] – εικόνα που θα ξαναγυρίσει αποσταγμένη σε μεταφορά, δεκαετίες αργότερα, στον προφορικό του λόγο –ένα ρουμπίνι στη μέση του μυαλού– για να περιγράψει το πρόσφατο εγκεφαλικό του επεισόδιο (στον Σεφέρη, κατά την μαρτυρία του στις Μέρες (1946)).

~ Τα όλα κι όλα πέντε παραδείγματα πιο πάνω, κι ας είναι λιγοστά, καταδεικνύουν περίτρανα, φρονώ, το εκπληκτικό ‘αυτί’ του Σικελιανού:

Αυτί για τον ρυθμό, φυσικά, βασικό στοιχείο του οποίου είναι, νομίζω, οι διασκελισμοί του: που οργανώνουν τον ήχο, αλλά και –με την νοηματικά πάντα σοφή τους θέση– γίνονται η ραχοκοκκαλιά γύρω από την οποία θα σαρκωθεί η αφήγηση.

Αλλά αυτί και για τους φθόγγους καθεαυτούς, που προσκαλούν το στόμα το ίδιο να τους γευτεί, να τους στριφογυρίσει ανάμεσα σε ουρανίσκο, χείλη και δόντια, με επιμονή, ένταση και απόλαυση τέτοιες, που είχαμε να νιώσουμε από τον Σολωμό.

~ Κλείνω αντιγράφοντας –και προσυπογράφοντας– άλλη μιαν έξοχη απόφανση του Πέτρου Κολακλίδη (ό.π.): «Η προσοχή στη γλώσσα, στο τί σημαίνει και στο πώς το σημαίνει, στο πώς ακούγεται κι από ποιούς ρυθμούς συνοδεύεται, έχει ως αντίστοιχό της την προσοχή στα πράγματα [...]. Οι φυσικές εικόνες είναι αλληλένδετες με τις λεκτικές. Ο ποιητής ακούει και βλέπει. Ενώ τον ενδιαφέρουν τα «νοητά», σώζει, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, τα φαινόμενα. Και τα σώζει [...], διατηρώντας τα ακέραια, στη φυσική τους αμεσότητα, διάφανα, καθαρά. Γι’ αυτό η ποίησή του δεν είναι σκοτεινή, όσο κι αν είναι βαθύς, όσο κι αν είναι «μυστικός».» Αυτό (πρέπει να) κάνει η ποίηση· αυτό κάνει ο ώριμος, όψιμος Σικελιανός.

 

*

 

Αυτό είναι το κείμενο που με το οποίο συμμετείχα στο αφιέρωμα στον Σικελιανό που επιμελήθηκε η Αθηνά Βογιατζόγλου για το περιοδικό "χάρτης", τ. 40, Απρίλιος 2022.

17.8.21

Εγκλεισμός


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θύελλα, ιριδισμοί, μαγειρική


Έναν εγκλεισμό συντροφιά με τον Μέντελσσον, τον Μότσαρτ και τον Σούμπερτ – πώς να τον αρνηθείς; Όταν μάλιστα σου προσφέρονται έργα (ή διασκευές) όπου πρωταγωνιστεί το κλαρινέττο ή τα βαθύφωνα έγχορδα – τα όργανα που ηχούν, λένε, πλησιέστερα στην ανθρώπινη φωνή: γι' αυτό και είναι τέτοια παρηγοριά, στο αυτί και στην ψυχή.

Τρεις μεγάλοι συνθέτες (μου μοιάζει πια κάπως μικρόψυχο να διστάζουμε να δεχθούμε τον Μέντελσσον ως «μεγάλο» δίπλα στον Μότσαρτ και τον Σούμπερτ) – κι οι τρεις τους, μ' ένα «θεϊκό» χάρισμα για τη μελωδία. Και τέσσερα έργα: τρία μουσικής δωματίου και μία όπερα, όπου πραγματικά πρωταγωνιστούν τα πνευστά (οκτώ ξύλινα κι επτά χάλκινα!), σε διασκευή έξι μερών της για μικρό σύνολο πνευστών. Την επιλογή και τη μεταγραφή έκανε ο Ράινερ Σότσταιντ, δύο αιώνες μετά την πρεμιέρα του Ντον Τζοβάννι του Μότσαρτ στην Πράγα, ακολουθώντας τα χνάρια ανάλογων διασκευών, ήδη από την εποχή του συνθέτη. Ένα φαγκόττο κι ένα κλαρινέττο για να διατρέξουν –μέσα από έξι άριες– τη θυελλώδη όπερα ενός συνθέτη που λάτρεψε το κλαρινέττο· αναδεικνύοντάς το όχι μόνον εντός της ορχήστρας, αλλά και γράφοντας ειδικά γι' αυτό δύο αριστουργήματα: ένα κοντσέρτο κι ένα κουιντέττο.

Το κουιντέττο του αποψινού προγράμματος, ωστόσο, έχει μιαν άλλη ιδιαιτερότητα. Το παρήγγειλε το 1819 στον Σούμπερτ ο πλούσιος φίλος και υποστηρικτής του Ζυλβέστερ Πάουμγκαρτνερ, ζητώντας του να το γράψει για πιάνο και κουαρτέττο εγχόρδων αποτελούμενο από βιολί, βιόλα, βιολοντσέλλο και κοντραμπάσσο – αντί για τη συνηθέστερη σύνθεση: δύο βιολιά, βιόλα και βιολοντσέλλο. Το πιάνο εδώ συχνά περιορίζεται στις υψηλές νότες – πάνω απ' τα «σκούρα», βαθύφωνα έγχορδα. Προκύπτει έτσι ένα παιχνίδι αντανακλάσεων και ιριδισμών, σαν της πέστροφας μες στο νερό. Το παρωνύμιο «της πέστροφας», βέβαια, το έλαβε επειδή –πάλι κατά παραγγελίαν του, και ερασιτέχνη βιολοντσελλίστα, Πάουμγκαρτνερ– το τέταρτο μέρος του χτίζεται με παραλλαγές του ομώνυμου τραγουδιού του Σούμπερτ.

Μια πολύ πιο παράδοξη παραγγελία γέννησε τη «Μάχη της Πράγας – Μέγα ντουέττο για ατμιστά  ντάμπλιν και στρούντελ με γλυκό τυρί»: έτσι επέγραψε το πρώτο του κομμάτι κοντσέρτου για κλαρινέττο, κόρνο ντι μπασσέττο και πιάνο ο Μέντελσσον. Του το παρήγγειλαν το 1832, για να το παίζουν στις περιοδείες τους, ο εκ Μονάχου κλαρινεττίστας Χάινριχ Γιόζεφ Μπαίρμαν και ο γιος του Καρλ (που έπαιζε κόρνο ντι μπασσέττο), εις αντάλλαγμα nudel και strudel (βαυαρέζικες λιχουδιές που ο συνθέτης λάτρευε μα δεν έβρισκε στο Βερολίνο όπου ζούσε), που του μαγείρεψαν οι ίδιοι στην κουζίνα του, ενόσω εκείνος «μαγείρευε» τις νότες στον επάνω όροφο. Λίγο αργότερα παρασκευάστηκε και το δεύτερο (το έργο 114), με την ίδια επιτυχημένη συνταγή.

«Καλή σας απόλαυση!»

 

~

Αυτό είναι το κείμενο που προσεκλήθην να γράψω για το πρόγραμμα του 6ου Διεθνούς Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου (Λέσβος) με γενικό θέμα την (μετα-πανδημική και όχι μόνο) "Ελευθερία", και συγκεκριμένα για την συναυλία της 17ης Αυγούστου (πάλι!) 2021, με 'θέμα' τον "Εγκλεισμό".

Μπορείτε να πάρετε μια γεύση της μουσικής, σε καλές εκτελέσεις διαθέσιμες στο YouTube, εδώ: https://youtube.com/playlist?list=PLtrUqGxsYMZ3yuxwmuyLZKKsRG9VHw7PE

Η εικόνα είναι από την σειρά φωτογραφιών μου Disassimilation (Μάιος 2020) που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 13 του ψηφιακού περιοδικού "Isolation" που επιμελούνταν ο Laurent Champoussin, με θέμα "Disappearance / Out of range".

10.5.21

Παράξενη Άνοιξη


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μάιος: έχει για τα καλά μπει η  Άνοιξη. Άλλη μια παράξενη άνοιξη· δεύτερη στη σειρά, με συνθήκες πρωτόγνωρες: ασθένειας, βιοτικών δυσχερειών, γενικευμένης θλίψης· φροντίδας, απομόνωσης αλλά και σχεδίων. Μα, φέτος, Άνοιξη αντάξια του ονόματός της: ανοίγεται στην ελπίδα.

Την βλέπουμε –στα λουλούδια, στα δέντρα–, την ακούμε –απ' τα πουλιά–, τη μυρίζουμε – γύρω μας. Παράξενη – αλλά Άνοιξη. Την θυμόμαστε, την γνωρίζουμε – να τρεις εικόνες της:


Απρίλιος _ Κάθεται στον ήλιο με τα μάτια κλειστά, γερτός προς τα πίσω, στη μεταλλική πολυθρόνα, με απλωμένα τα πόδια. Και κρατάει μπαλλόνια: του ανεμίζουν το χέρι.

Κυριακάτικη επιστροφή _ Ο σκύλος ξεπροβάλλει μεσ’ απ’ τις ανθισμένες βρούβες πλάι στην Εθνική Οδό. Κάνει να περάσει απέναντι, αλλά τα αυτοκίνητα ατελείωτα, δε σταματούν. Κάνει μεταβολή ο σκύλος, και ξαναχώνεται στα χόρτα.

Αυτοκίνητο που τρέχει _ Ξανά δυνατή μουσική απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα, ξανά τα τραγούδια του περσινού καλοκαιριού, ανυπόμονα.

 

Λίγο παράξενες, αυτές οι εικόνες; Και όμως, τις αναγνωρίζουμε. Αυτή είναι η ποίηση: λίγο παράξενη, αλλά σαν γνώριμη μάς μιλά – αν σταθούμε λιγάκι να την ακούσουμε. Όπως κάνατε τώρα δα, ακούγοντας το ποίημα “Άνοιξη” από το βιβλίο μου Ακάλυπτος τού 2013. Ίσως βοήθησε που δεν σας είπα ότι θ' ακούσετε ποίημα: αν δεν την κάνουμε πέρα σαν ξένη, αν δεν κλείσουμε προκαταβολικά τ' αυτιά μας στο άκουσμα και μόνο του ονόματός της – αν την δεχτούμε σαν παλιά μας γνώριμη, η ποίηση θα μας μιλήσει. Είναι ακαταλαβίστικη ή δύσκολη, η ποίηση; Εσείς, τι λέτε; Εγώ, δεν το νομίζω. Λίγο παράξενη, ίσως. Σαν ετούτη –και την περσινή μας– άνοιξη. Μα αν το καλοσκεφτούμε, σαν κάθε άνοιξη: που γνωρίζουμε τι είναι, κι ωστόσο πάντα κάτι άγνωστο θα φέρει. Γιατί είναι η ποίηση, Άνοιξη: μες στο μυαλό. Και ξυπνά –αντί μπουμπούκια, τιτιβίσματα και ευωδιές– σκέψεις, αισθήματα και εικόνες: λίγο οικεία, και λίγο παράξενα.

 

~

 

Αυτό είναι το κείμενο της 'σκέψης' μου, όπως την ηχογράφησα για το Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, κατόπιν προσκλήσεως του Χρήστου Μιχαηλίδη. Μεταδόθηκε στις 10 Μαίου 2021.

Η φωτογραφία είναι δική μου, από την Άνοιξη του 2022.

 

11.11.20

Η επαναστατικότητα της τέχνης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η συνεπής, διαρκής επαναστατικότητα της τέχνης

Ό,τι απλώς εξεγείρεται, δεν ανασυστήνει· δεν ανασυντάσσει τον ορατό και αόρατο, τον ρητό και σιωπηρό, κόσμο· είναι μόνον χειρονομία εναντίον του. Δεν είναι τέχνη· είναι απλώς αυτοέκφραση. Η ποίηση που απλώς εξεγείρεται, είναι ατελής. Η ολοκληρωμένη τέχνη είναι διαρκώς επαναστατική στην ουσία της· ενίοτε και στην μορφή της. Δεν αρκείται στην εκπυρσοκρότηση, δεν συγκρούεται απλώς, δεν καταρρίπτει μόνο: εγκαθιδρύει χώρο απεριόριστης πνευματικής ελευθερίας, οικοδομώντας ταυτοχρόνως εντός του, βάσει των δικών της ιδεών για την πραγμάτωση της ελευθερίας αυτής (που δεν αποκλείεται να μοιάζουν με παλαιότερες, ή να χρησιμοποιούν στοιχεία τους). Δηλαδή επαναστατεί. Αυτή η διεκδίκηση, η διάνοιξη, και η πραγμάτωση μιας δίχως φραγμούς ελευθερίας είναι η αενάως επαναστατική φύση της τέχνης. Και, ενίοτε, η τέχνη επαναστατεί και μορφικά: απορρίπτοντας παλαιούς τρόπους και επιβάλλοντας νέους (που μπορεί να τους εμπνέεται από ξεχασμένες ή ξένες πηγές).

Η επαναστατικότητα, λοιπόν, της εντελούς τέχνης συνίσταται στην –κατά τα φαινόμενα– παράδοξη σύζευξη της λεπτολόγου και στοχαστικής δημιουργίας (εν αντιθέσει προς την εκρηκτική, παρορμητική, εξεγερτική αυτο-έκφραση) με την διατράνωση ενός ατέρμονου πεδίου ελευθερίας: πεδίου που η τέχνη ταυτοχρόνως απαιτεί, διεκδικεί, διανοίγει, και περιφρουρεί. Η τέχνη, δηλαδή, δεν είναι μόνον κίνηση εναντίωσης και κατάρριψης (εξέγερση) – είναι επίσης, και πρωτίστως, απόφαση και περάτωση νέου κτισίματος. Εκεί έγκειται η επαναστικότητά της.

Η σε διάφορες περιόδους και συνθήκες (π.χ. υπό ολοκληρωτικά καθεστώτα ή χάριν θεωρητικών υποθέσεων και διεκδικήσεων) απαίτηση να συνταχθεί ή να αντιταχθεί (εξεγειρόμενη) η τέχνη με πεδία εκτός του δικού της –που ασφαλώς καθορίζει αλλά και επηρεάζεται από άλλα χωρίς να συμπίπτει με αυτά· αίφνης: το πολιτικό–, δηλώνει είτε αδιαφορία και άγνοια για την ίδια την τέχνη, είτε δολιότητα: όταν ζητά από την τέχνη να εκτραπεί από το πεδίο της, ακυρώνοντας, ταυτοχρόνως, την αυτονομία και την αυταξία των άλλων. Π.χ., η πολιτικώς 'στρατευμένη' τέχνη, και ακροβατεί ως τέχνη (γιατί, στρατευόμενη, έχει απεμπολήσει την καταστατική ελευθερία της), και αφοπλίζει την πολιτική, καθώς την υποδύεται. (Κατά μοιραία ειρωνεία δε, η πολιτική –των εξεγέρσεων συμπεριλαμβανομένων– δεν χρειάζεται την τέχνη: μια χαρά τα καταφέρνει και χωρίς αυτήν.)

Την διαρκή επανάσταση της αληθoύς τέχνης, συνοδεύουν και άλλες συναφείς δημιουργικές (και όχι καταστρεπτικές) πράξεις: π.χ., η ανασύνταξη του καλλιτεχνικού κανόνα· και η αποτίμηση των σύγχρονων έργων όχι από την καθεστηκυία κριτική αλλά από την σύγχρονή τους, που τα (παρ)ακολουθεί.

Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι υφίσταται ρήξη με την –ποιητική, αισθητική– παράδοση, ούτε στην προσωπική μου εργασία, ούτε στην σύγχρονη ελληνική ποίηση που εκτιμώ. Η παράδοσή μας περιέχει ακριβά, βαθιά κοιτάσματα από τα οποία αντλούμε: δεν ισούται με μια σκυταλοδρομία από 'γενιά' σε 'γενιά' – γιατί, όντως, λιγοστή συνάφεια με τις πλησιέστερες προηγούμενες 'γενιές' παρατηρώ. Η γενεαλογία της αξιόλογης σύγχρονης ελληνικής ποίησης είναι οπωσδήποτε συνθετότερη: περιλαμβάνει παλαιότερες Ελληνίδες ποιήτριες και ποιητές, αλλά και ξένες/ους ομοτέχνους διαφόρων περιόδων. Αυτή δε η επαναξιολόγηση του νεοελληνικού ποιητικού κανόνα και οι εκλεκτικές συγγένειες με ξένες ποιητικές φωνές, αντικατοπτρίζονται όχι μόνο στο εκάστοτε ποιητικό έργο, αλλά και στην πολιτεία σύγχρονων ποιητικών δράσεων – π.χ. του περιοδικού “ΦΡΜΚ” και των εκδηλώσεων “Με τα λόγια (γίνεται)”, για να μείνω σε δύο που γνωρίζω εκ των έσω.


~


Το κείμενο που έγραψα κατόπιν προσκλήσεως του καθηγητή Βασίλη Λαμπρόπουλου για την ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν (ΗΠΑ) περί ποίησης και εξέγερσης "Εξέγερση / Revolt".

Η φωτ. είναι δική μου, από την σειρά "Νέα Οικονομία", Αθήνα, Μάιος 2012 .