Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "lifo". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "lifo". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12.12.08

Ανατροφή ενός νέου ποιητή


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ανάμεσα σε σύρματα και πικροδάφνες περιπολούμε την ανία τη σιωπηλή οργή τη θλίψη της σκοπιάς μέσα στο δάσος» γράφει ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο «Σωσίβιο» (εκδόσεις Καστανιώτη). Μίλησε στον Μ. Ηulot για τις επιρροές του και το κοινό «αίτημα» που έχει από την ποίηση και τη φωτογραφία.

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννημένος το 1967 στην Αθήνα, όπου και ζει, με σπουδές στη Βιολογία και στην Εκπαίδευση, εμφανίστηκε με δημοσιευμένα ποιήματά του το 1996 στην «Οδό Πανός». Δώδεκα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο Το σωσίβιο(εκδ. Καστανιώτη). Είχαν μεσολαβήσει ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων (Seamus Heaney, Thom Gunn, Robert Creeley, Andrew Motion) στα περιοδικά «Ποίηση», «Πλανόδιον», «Νέα Εστία» και «αντί», η παρουσίαση των ποιημάτων του στη σειρά εκδηλώσεων «16 Νέοι Έλληνες Ποιητές» της θεατρικής εταιρείας Πράξη το 1997, και το Β' Βραβείο Ποίησης στην «Α' Συνάντηση Νέων Δημιουργών (Σχολή Βακαλό)» το 1998. Προ δύο εβδομάδων, ο Βασίλης Διοσκουρίδης έλεγε στην (ηλεκτρονική έκδοση της) LifO: «Ο Πούσκας, ένας μεγάλος Ούγγρος παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε πει ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει 15% ταλέντο, 35% προπόνηση και 50% να ξέρει τι σκέφτεται την ώρα που μπαίνει στο γήπεδο. Αν αυτό το απομακρύνετε από το ποδόσφαιρο και το πάτε στη λογοτεχνία, το ίδιο συμβαίνει με έναν ποιητή ή έναν πεζογράφο. Δεν είναι πρώτο και κυρίαρχο το ταλέντο... (Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο Σωσίβιο) έχει ταλέντο, προπονείται και ξέρει τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει, όταν το κονδύλι του ακουμπά το χαρτί».

Η συνομιλία μας έγινε την επομένη της κυκλοφορίας εκείνου του τεύχους - στον ενικό, μιας και γνωριζόμαστε χρόνια, χάρη στη μουσική.

Πώς σου ακούστηκαν τα λόγια του Βασίλη Διοσκουρίδη; 

Νομίζω πως το μόνο που μου επιτρέπεται να πω είναι ότι, για κάποιον που έχει πάντα υπάρξει ένα μηδενικό στο ποδόσφαιρο, τα λόγια αυτά είναι διπλά χαρμόσυνα! 

ΣτηνΑνατροφή του ποιητή διακρίνω έναν απόηχο Ελύτη στο στίχο «έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις τη δική σου αλφαβήτα». Γενικότερα, ποιες είναι οι επιρροές σου;

Ο συγκεκριμένος στίχος προσπαθεί να περιγράψει με ακρίβεια ένα πραγματικό συμβάν: ένα παιδί, που μεγαλώνοντας θα γράψει ποιήματα, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό για έξι κρίσιμα χρόνια, σιγά σιγά αλλοιώνει το σχήμα των γραμμάτων, με το δικό του τρόπο. Όσο για τις επιρροές, είναι δύσκολο να τις διαγνώσει κανείς ο ίδιος. Φυσικά, δεν θα μπορούσε κανένας σοβαρός άνθρωπος να τις αρνηθεί. Αλλ' ίσως είναι ευκολότερο να μιλήσεις για έργα ή ανθρώπους που αγαπάς ή θαυμάζεις.

Πες μου τότε για τις αγάπες σου και τους ανθρώπους που θαυμάζεις.

Αν μείνουμε στη νεοελληνική ποίηση είναι -καμιά πρωτοτυπία εδώ!- καιο Σολωμός και ο Κάλβος καιο Καβάφης. Γυρνώντας στα πιο κοντινά μας χρόνια, πιστεύω ότι ο Γκάτσος, ο λεγόμενος «του ενός βιβλίου», δεν έχει ακόμα τη θέση που θα πάρει όταν περάσει ο καιρός. Από την άλλη, και ο Ασλάνογλου επίσης δεν στέκει εκεί όπου ελπίζω ότι θα τον βλέπουμε στο μέλλον. Έπεσε σε μια εποχή που το λυρισμό τον κοιτάγαμε καχύποπτα. Τέλος, φαντάζομαι ότι είναι φυσικό για οποιονδήποτε γράφει σήμερα να είναι αμφίθυμος, ή, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον επιλεκτικός σε αυτά που αγαπάει -ή που τον βοηθούν- στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Νομίζω ότι το εγχείρημα και των δύο και η -σε μεγάλο βαθμό- κατορθωμένη φιλοδοξία τους ήταν όχι μόνο η προσωπική έκφραση αλλά και το πλάσιμο μιας γλώσσας που θα ήταν -ας το πούμε έτσι- και εθνικά ωφέλιμη. Ένα πολύ μεγάλο βάρος, πιστεύω, για να αναληφθεί συνειδητά από οποιονδήποτε. Βέβαια, το ίδιο επεδίωκε και ο Σολωμός - έχω την αίσθηση όμως ότι στον Σολωμό η μη συνειδητή ποιητική ορμή, συχνότατα, και με τη λαμπρότητα που μας τυφλώνει στα γραπτά του, υπερσκέλιζε το σχέδιο που εκείνος κατάστρωνε με τόση προσοχή.

ΈχειςμεταφράσειHeaney, Gunn, Motion, Creeley. Με ποια κριτήρια επιλέγεις τα ποιήματα που μεταφράζεις;

Μεταφράζω μόνο κάτι που, τον καιρό που καταπιάνομαι με αυτό, μου αρέσει τόσο ώστε να με απασχολεί επίμονα και να με κάνει να αποδεχθώ ένα στοίχημα. Να δω αν μεταφέροντάς το στη δική μου γλώσσα, θα εξακολουθεί να με συγκινεί σε παρόμοιο βαθμό. Ή, αλλιώς: αν μπορώ -με χαρά εξαναγκαζόμενος- να βρω στα ελληνικά έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν του πρωτοτύπου. Να διερευνήσω, δηλαδή, ως τεχνίτης, τη δυνατότητα χρήσης της δικής μου γλώσσας με διαφορετικούς τρόπους -που βέβαια δεν είναι δικοί μου- υποτασσόμενος σε αυτό που ορίζει το πρωτότυπο και προσπαθώντας να το ακολουθήσω ή να το αντιστοιχίσω με κάτι που να λειτουργεί στα ελληνικά, και να μην ξενίζει, παραπάνω απ' όσο το ίδιο το πρωτότυπο «ξενίζει» εντός της δικής του γλώσσας.

Δεν είναι όμως πάντα άλλο ποίημα το μεταφρασμένο, σε σχέση με το πρωτότυπο;

Εξ ορισμού. Πιστεύω όμως ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να διατηρήσει πολλά πράγματα από το πρωτότυπο - ακόμα και ως προς το ρυθμό, έστω μετατοπίζοντάς τον σε ρυθμούς που νιώθει αντίστοιχους στα ελληνικά. Ή και τους ίδιους τους φθόγγους, όπως για παράδειγμα τη σκληρή, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα του Heaney που ελπίζω ότι και στα ελληνικά καταλήγει να είναι πιο αιχμηρή από την πιο ρέουσα γλώσσα του Gunn, και διακριτή από τη στακάτη γλώσσα του Creeley.

Φωτογραφία, ποίηση, εκφράζεσαι και με τα δύο: τι κοινό μοιράζονται;

Η αλήθεια είναι πως πάει σχετικά λίγος καιρός που ξανάρχισα να ασχολούμαι με τις εικόνες - οπότε ας μη λέμε μεγάλα λόγια. Ωστόσο, εικόνες και ποίηση νομίζω πως μοιράζονται κάτι: αποπειρώνται να απαθανατίσουν μια στιγμή που αλλιώτικα χάνεται ή τέλος πάντων παραμένει στη μνήμη και ενδεχομένως είναι δύσκολο να ανασυρθεί. Επίσης, όμως, μπορούν και οι δύο, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα, να στήσουν μιαν άλλη πραγματικότητα, όπως θα την προτιμούσαμε ή όπως εμείς την εννοούμε. Λέγοντας βέβαια «στιγμή», εννοώ αυτό το πλουσιότατο αίνιγμα που μας αφήνει άφωνους. Χρονικά στιγμιαίο, αλλά στην ανάπτυξή του με λέξεις -που είναι αγώνας από χέρι χαμένος- να σου παίρνει κατεβατό, ενώ με μια εικόνα να μη χρειάζεται καμία επεξήγηση και να παραμένει σύνθετο, φιλόξενο, ανοιχτό.

 

(Συνέντευξη στην )


11.12.08

γιά την λύση



(Που ίσως και να μην υπάρχει. Αλλά πρέπει διαρκώς να την ψάχνουμε.)

Έφτανα στο Πεδίο του Άρεως καθώς ξεκίναγε η πορεία της Κυριακής. Στο ρεύμα της ανόδου της Αλεξάνδρας, πλήθος οργισμένα πρόσωπα και συνθήματα, αλλά με ήρεμο βηματισμό, μαζί με προτροπές απ’ τις ντουντούκες, να φτιαχτούν αλυσίδες περιφρούρησης. Στο οδόστρωμα της καθόδου, ωστόσο, χώρια απ’ την πορεία, ομάδες παιδιών με τις βέργες στα χέρια, αρχίζουν να σπαν τα τζάμια στις στάσεις των λεωφορείων, ν’ αναποδογυρίζουνε τους κάδους, ν’ ανάβουν τα σκουπίδια.

Ένας συνομήλικός τους είχε δολοφονηθεί, κι εκείνοι άνοιγαν γιορτή καταστροφής και, αργότερα, μέσ’ απ’ τις σπασμένες βιτρίνες, πλιάτσικου.

Αναρχικοί; Όσα άξια παραδείγματα αναρχισμού γνωρίζω, βασίζονται σε αυτοργανωμένες ειρηνικές κοινότητες. Αντιεξουσιαστές; Αρωγοί μάλλον της εξουσίας: χρήστες του χείριστου όπλου της, της βίας. Σε δόσεις τέτοιες που, σαν πυροτεχνήματα θεαματικές –όπως ταιριάζει σ’ αυτήν την κοινωνία, που, απρόσεχτα, όλοι, λίγο ώς πολύ, τρέφουμε (με τις σάρκες μας)– γρήγορα σβήνουν δίχως αποτέλεσμα. (Ή με μόνο αποτέλεσμα την εντεινόμενη βία.)

Μήπως κάποιοι που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν τον πόνο; Που πάνω του όρμησαν και κόλλησαν και η οργή, και η απόγνωση: γιά όσους ασφαλίζουν τα προνόμιά τους μες στην κρίση που οι ίδιοι έπλασαν, γιά τα ακατάλληλα όργανα ‘της τάξεως’, γιά το μηνιάτικο που δεν φτουράει. (Δεν είναι τώρα η στιγμή –αλλά πρέπει κι αυτήν επειγόντως να την βρούμε– γιά ν’ αναρωτηθούμε τι κουμάντο κάνουμε. Στο μηνιάτικό μας, στην ψήφο μας, στα λόγια μας, σε όλα.)

Ή μήπως κάτι απλώς εφιαλτικό; Που σε ξυπνάει κάθιδρο στη μαύρη νύχτα, κατάδικό σου τρομερό γέννημα –απ’ ό,τι δεν χωράει– που ωστόσο παραμένει αδιανόητο.

Από την μιά μεριά, καταστροφή και ακύρωση, κι από την άλλη –εκ νέου ορατός– ο κίνδυνος μετάλλαξης της εκτόνωσης σε εξέγερση. Θά ’ναι λοιπόν γιά πάντα η μόνη επιλογή αυτή; Ανάμεσα στην, συνήθως μισοκοιμισμένη από τα χρόνια, Σκύλλα της εκάστοτε καθεστηκυίας εξουσίας, και στην αφηνιασμένη Χάρυβδη μιάς νεοσύστατης ‘Επαναστατικής Αστυνομίας’;

Ματ. Η παρτίδα τελειώνει ξανά.

Αθεράπευτα ανθρωπιστής αστός, πεισμωμένος συλλέκτης των κουρελιών του διαφωτισμού, και, αναπόφευκτα, τυχερός που έχει ζήσει μιά προστατευμένη, από κάθε άποψη, ζωή, δεν μπορώ, δυστυχώς ίσως –δυστυχώς, γιατί κι η άναρθρη κραυγή γίνεται κάποτε ο μόνος τρόπος να πάρεις ανάσα πριν πας παρακάτω (αν το μπορείς)– να δω την βία –ούτε καν αυτήν που προέρχεται από την οργισμένη οδύνη– ως λύση. (Με παρηγορεί λιγάκι που φίλος ξεσκολισμένος, και από πολιτική και από ιστορία και από το δρόμο, μοιάζει να συμφωνεί. Δηλαδή να απορεί.) Και η λύση, έστω μιά άκρη της, ας είναι κι ένας στοχασμός μονάχα, είναι αυτό που ακριβώς επείγει, και οφείλουμε να το εφεύρουμε –αν η Ιστορία δεν μπορεί να μας βοηθήσει– έστω και τώρα.

Το βλέπω ήδη: νομίζω πως μιλάω, ενώ μουγκρίζω με σφιγμένα δόντια. (Σαν κάποιον που παρασώπασε.)



[το κείμενο δημοσιεύεται στην lifo, 11.12.2008, συνοδευόμενο -στην ηλεκτρονική έκδοση- από την φωτογραφία του αλέξανδρου κατσή που επίσης αναπαράγεται εδώ]



Υ.Γ. (Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 2008): Διαβάζοντας καθυστερημένα τις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν από την Παρασκευή, 12/12, και δώθε, και αναλογιζόμενος ξανά το πιό πάνω κείμενο, γραμμένο την Δευτέρα, 8/12, θέλω να κάνω τις εξής (προφανείς ίσως, αλλ' απαραίτητες) διευκρινίσεις/διορθώσεις:

- Όντως είδα εφήβους -'παιδιά'- να τα σπάνε την Κυριακή, 7/12, το μεσημέρι, στην αρχή της Λ. Αλεξάνδρας - και, αργότερα, πλιάτσικο στην Χέυδεν. Αυτό το περιστατικό, όμως -και η χρήση του στο κείμενο- δεν σημαίνει βεβαίως ότι η πλειονότητα -ή έστω κι ένας ικανός αριθμός- των χιλιάδων παιδιών [και μη παιδιών] που κατέβηκαν στους δρόμους γιά να διαμαρτυρηθούν, είναι βάνδαλοι ή πλιατσικολόγοι.

- Το ρήμα 'δολοφονηθεί' να αντικατασταθεί -τουλάχιστον μέχρι το πέρας της δίκης- με το 'φονευθεί' [του οποίου η λογιότερη μορφή με είχε αρχικώς φοβίσει - ενώ το εναλλακτικό 'σκοτωθεί' μου είχε φανεί ανεπίτρεπτα απρόσωπο.] Χωρίς αυτό βεβαίως να μεταβάλλει στο παραμικρό την ευθύνη του ειδικού φρουρού έναντι της υπηρεσίας του και των κανόνων της - συνεπώς και την καταλληλότητά του να προστατεύει, διατεταγμένα, την ζωή των πολιτών.