23.1.11

μπιούτιφουλ













[alejandro gonzalez iñárritu, biutiful]


Tα ζώα χαλκομανίες. Ξεκολλούν πετάν απ' τους τοίχους, μόλις ο θάνατος φανεί.


Φοράει το δαχτυλίδι που ο πατέρας του έδωσε στη μάνα του, κι αυτός με τη σειρά του στη γυναίκα του. Το περνάει στο δάχτυλο της κόρης του καθώς ξαπλώνει δίπλα του.


Και βρίσκεται στα χιόνια. Ο νεαρός πατέρας του, σαν εραστής τού ανάβει το τσιγάρο. Του λέει σ' αυτόν τον τόπο, ό,τι κι ο γιός του τού είχε πει στον άλλον.


Και κοιτούν μαζί προς το εκεί που δεν βλέπουμε.




[φωτ.: π.i., i.2011]

18.1.11

στην χώρα





















αυτός ο θεατής των 'προσώπων και των σωμάτων' του πατρίς σερώ, επανεθεάθη στην 'χώρα'

[φωτ.: π.ι., παρίσι, i.2011]

1.1.11

23 φώτα γιά το 2011



















Το Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα βρίσκεται, ως γνωστόν, υπό αναδιαμόρφωση εδώ και κάποια χρόνια. Ωστόσο, τμήματά του, σταδιακά από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανοίγουν στο κοινό. Και την παραμονή των Χριστουγέννων, οι χαμηλοί προβολείς στην πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας άναψαν γιά πρώτη φορά.

Αυτήν την παραμονή Πρωτοχρονιάς, έχοντας περάσει το βράδυ πίνοντας τσάι μ’ έναν φίλο με τον οποίο ωστόσο είχαμε να βρεθούμε πάνω από τέσσερα χρόνια, γύρισα σπίτι. Γαλήνιος, αποφάσισα να μείνω μέσα. Έπλυνα τα πιάτα, έκανα ένα μοναδικό τηλεφώνημα, διάβασα την μάλλον ζοφερή ανασκόπηση του έτους και της δεκαετίας στην εφημερίδα. Έλεγα να πέσω νωρίς – αλλ’ ύστερα σκέφτηκα να βγω γιά την ιδέα που είχα την παραμονή των Χριστουγέννων.

Φωτογράφισα –χωρίς ‘καλλιτεχνικές’ αξιώσεις– καθέναν προβολέα, υπό τις ίδιες συνθήκες: η κάτω πλευρά του κάδρου γλείφει το μαρμάρινο πεζούλι, και κάθε προβολέας τοποθετείται στο κέντρο του κάτω μέρους.


Έβγαλα όλες τις φωτογραφίες στέκοντας στην λωρίδα των τυφλών.

Η αναδιαμόρφωση του Πάρκου παρακράτησε, δυστυχώς. Ευτυχώς, ο κύριος αρχιτέκτονάς της, ο Αλέξανδρος Τομπάζης, χαίρει δικαίως σεβασμού – και έλαβε τις περισσότερες ψήφους με τον νικηφόρο συνδυασμό των τελευταίων δημοτικών εκλογών. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν μιά μεγάλη ανακούφιση: πολλές ελπίδες στηρίζονται πάνω τους.

Η σειρά των προβολέων σταματά στο άγαλμα της Αθηνάς, που στήθηκε το 1952, εις μνήμην των πεσόντων επί ελληνικού εδάφους κατά τον Β’ Π.Π. Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών. Τώρα κοιτά έναν –φευ ίσως υπερβολικά συμμετρικό, αλλ’ ασφαλώς μυθολογικώς ταιριαστό– ελαιώνα. Οι σκαίητερς, που λάτρεψαν τα μάρμαρα μπροστά απ’ το άγαλμα, απ’ ό,τι ακούω, θα έχουν πιά τον δικόν τους ειδικά σχεδιασμένο χώρο.

Τα φώτα άναψαν. Ώρα γιά δουλειά.