29.12.08

καλή χρονιά



μες στ' άνθη της αγριοκερασιάς
ξέπνοη από τ' άρωμα
η οργή μου
έπεσε στα γόνατα

στάθηκα από πάνω της
τρέμοντας ανίσχυρη
ενώ εσύ - στεκόσουν πίσω μου

και πιό γοργά απ' όσο τρέχει το νερό
πήρες τα χέρια μου
και τά 'δεσες
με φιλήματα

και τότε - ήταν κι η αγριοκερασιά
κι η αγριοκερασιά
κοιτούσε -



Άτιτλο ποίημα που ανοίγει την πρώτη συλλογή, Ύμνος στο είδωλο, της πολωνής Halina Poswiatowska. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1958, όταν η Χαλίνα Ποσβιατόβσκα ήταν 23 χρονών. Σε εννιά χρόνια θα ήταν νεκρή, μετά την δεύτερη εγχείριση στην καρδιά της που είχε βλαφτεί από τις συνέπειες στρεπτοκοκκικής λοίμωξης, όταν, παιδάκι, ενόσω κρυβόταν με τους γονείς της από τους Ναζί, ψηνόταν επί μέρες στον πυρετό.

Είμαι -γιά προφανείς λόγους- κατά των 'μεταφράσεων' που γίνονται από μεταφράσεις (εξ ου και πρόχειρα επιχειρώ την διάκριση με τον πιό ευρύχωρο όρο 'απόδοση'). Όμως, κατ΄ανάγκην -οδηγημένος από την επιθυμία ν΄ακούσω αυτό το έξοχο ποίημα στα ελληνικά- χρησιμοποιώ την μετάφραση στα αγγλικά της Maya Peretz, από την δίγλωσση έκδοση, Halina Poswiatowska,
wlasnie kocham... / indeed I love... [Wydawnictwo Literackie, Krakow, 2006].

Σαν μικρό πρωτοχρονιάτικο δώρο, προς φίλους γνωστούς και αγνώστους.



[φωτ.: από εδώ]

12.12.08

Ανατροφή ενός νέου ποιητή


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ανάμεσα σε σύρματα και πικροδάφνες περιπολούμε την ανία τη σιωπηλή οργή τη θλίψη της σκοπιάς μέσα στο δάσος» γράφει ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο «Σωσίβιο» (εκδόσεις Καστανιώτη). Μίλησε στον Μ. Ηulot για τις επιρροές του και το κοινό «αίτημα» που έχει από την ποίηση και τη φωτογραφία.

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννημένος το 1967 στην Αθήνα, όπου και ζει, με σπουδές στη Βιολογία και στην Εκπαίδευση, εμφανίστηκε με δημοσιευμένα ποιήματά του το 1996 στην «Οδό Πανός». Δώδεκα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο Το σωσίβιο(εκδ. Καστανιώτη). Είχαν μεσολαβήσει ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων (Seamus Heaney, Thom Gunn, Robert Creeley, Andrew Motion) στα περιοδικά «Ποίηση», «Πλανόδιον», «Νέα Εστία» και «αντί», η παρουσίαση των ποιημάτων του στη σειρά εκδηλώσεων «16 Νέοι Έλληνες Ποιητές» της θεατρικής εταιρείας Πράξη το 1997, και το Β' Βραβείο Ποίησης στην «Α' Συνάντηση Νέων Δημιουργών (Σχολή Βακαλό)» το 1998. Προ δύο εβδομάδων, ο Βασίλης Διοσκουρίδης έλεγε στην (ηλεκτρονική έκδοση της) LifO: «Ο Πούσκας, ένας μεγάλος Ούγγρος παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε πει ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει 15% ταλέντο, 35% προπόνηση και 50% να ξέρει τι σκέφτεται την ώρα που μπαίνει στο γήπεδο. Αν αυτό το απομακρύνετε από το ποδόσφαιρο και το πάτε στη λογοτεχνία, το ίδιο συμβαίνει με έναν ποιητή ή έναν πεζογράφο. Δεν είναι πρώτο και κυρίαρχο το ταλέντο... (Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο Σωσίβιο) έχει ταλέντο, προπονείται και ξέρει τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει, όταν το κονδύλι του ακουμπά το χαρτί».

Η συνομιλία μας έγινε την επομένη της κυκλοφορίας εκείνου του τεύχους - στον ενικό, μιας και γνωριζόμαστε χρόνια, χάρη στη μουσική.

Πώς σου ακούστηκαν τα λόγια του Βασίλη Διοσκουρίδη; 

Νομίζω πως το μόνο που μου επιτρέπεται να πω είναι ότι, για κάποιον που έχει πάντα υπάρξει ένα μηδενικό στο ποδόσφαιρο, τα λόγια αυτά είναι διπλά χαρμόσυνα! 

ΣτηνΑνατροφή του ποιητή διακρίνω έναν απόηχο Ελύτη στο στίχο «έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις τη δική σου αλφαβήτα». Γενικότερα, ποιες είναι οι επιρροές σου;

Ο συγκεκριμένος στίχος προσπαθεί να περιγράψει με ακρίβεια ένα πραγματικό συμβάν: ένα παιδί, που μεγαλώνοντας θα γράψει ποιήματα, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό για έξι κρίσιμα χρόνια, σιγά σιγά αλλοιώνει το σχήμα των γραμμάτων, με το δικό του τρόπο. Όσο για τις επιρροές, είναι δύσκολο να τις διαγνώσει κανείς ο ίδιος. Φυσικά, δεν θα μπορούσε κανένας σοβαρός άνθρωπος να τις αρνηθεί. Αλλ' ίσως είναι ευκολότερο να μιλήσεις για έργα ή ανθρώπους που αγαπάς ή θαυμάζεις.

Πες μου τότε για τις αγάπες σου και τους ανθρώπους που θαυμάζεις.

Αν μείνουμε στη νεοελληνική ποίηση είναι -καμιά πρωτοτυπία εδώ!- καιο Σολωμός και ο Κάλβος καιο Καβάφης. Γυρνώντας στα πιο κοντινά μας χρόνια, πιστεύω ότι ο Γκάτσος, ο λεγόμενος «του ενός βιβλίου», δεν έχει ακόμα τη θέση που θα πάρει όταν περάσει ο καιρός. Από την άλλη, και ο Ασλάνογλου επίσης δεν στέκει εκεί όπου ελπίζω ότι θα τον βλέπουμε στο μέλλον. Έπεσε σε μια εποχή που το λυρισμό τον κοιτάγαμε καχύποπτα. Τέλος, φαντάζομαι ότι είναι φυσικό για οποιονδήποτε γράφει σήμερα να είναι αμφίθυμος, ή, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον επιλεκτικός σε αυτά που αγαπάει -ή που τον βοηθούν- στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Νομίζω ότι το εγχείρημα και των δύο και η -σε μεγάλο βαθμό- κατορθωμένη φιλοδοξία τους ήταν όχι μόνο η προσωπική έκφραση αλλά και το πλάσιμο μιας γλώσσας που θα ήταν -ας το πούμε έτσι- και εθνικά ωφέλιμη. Ένα πολύ μεγάλο βάρος, πιστεύω, για να αναληφθεί συνειδητά από οποιονδήποτε. Βέβαια, το ίδιο επεδίωκε και ο Σολωμός - έχω την αίσθηση όμως ότι στον Σολωμό η μη συνειδητή ποιητική ορμή, συχνότατα, και με τη λαμπρότητα που μας τυφλώνει στα γραπτά του, υπερσκέλιζε το σχέδιο που εκείνος κατάστρωνε με τόση προσοχή.

ΈχειςμεταφράσειHeaney, Gunn, Motion, Creeley. Με ποια κριτήρια επιλέγεις τα ποιήματα που μεταφράζεις;

Μεταφράζω μόνο κάτι που, τον καιρό που καταπιάνομαι με αυτό, μου αρέσει τόσο ώστε να με απασχολεί επίμονα και να με κάνει να αποδεχθώ ένα στοίχημα. Να δω αν μεταφέροντάς το στη δική μου γλώσσα, θα εξακολουθεί να με συγκινεί σε παρόμοιο βαθμό. Ή, αλλιώς: αν μπορώ -με χαρά εξαναγκαζόμενος- να βρω στα ελληνικά έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν του πρωτοτύπου. Να διερευνήσω, δηλαδή, ως τεχνίτης, τη δυνατότητα χρήσης της δικής μου γλώσσας με διαφορετικούς τρόπους -που βέβαια δεν είναι δικοί μου- υποτασσόμενος σε αυτό που ορίζει το πρωτότυπο και προσπαθώντας να το ακολουθήσω ή να το αντιστοιχίσω με κάτι που να λειτουργεί στα ελληνικά, και να μην ξενίζει, παραπάνω απ' όσο το ίδιο το πρωτότυπο «ξενίζει» εντός της δικής του γλώσσας.

Δεν είναι όμως πάντα άλλο ποίημα το μεταφρασμένο, σε σχέση με το πρωτότυπο;

Εξ ορισμού. Πιστεύω όμως ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να διατηρήσει πολλά πράγματα από το πρωτότυπο - ακόμα και ως προς το ρυθμό, έστω μετατοπίζοντάς τον σε ρυθμούς που νιώθει αντίστοιχους στα ελληνικά. Ή και τους ίδιους τους φθόγγους, όπως για παράδειγμα τη σκληρή, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα του Heaney που ελπίζω ότι και στα ελληνικά καταλήγει να είναι πιο αιχμηρή από την πιο ρέουσα γλώσσα του Gunn, και διακριτή από τη στακάτη γλώσσα του Creeley.

Φωτογραφία, ποίηση, εκφράζεσαι και με τα δύο: τι κοινό μοιράζονται;

Η αλήθεια είναι πως πάει σχετικά λίγος καιρός που ξανάρχισα να ασχολούμαι με τις εικόνες - οπότε ας μη λέμε μεγάλα λόγια. Ωστόσο, εικόνες και ποίηση νομίζω πως μοιράζονται κάτι: αποπειρώνται να απαθανατίσουν μια στιγμή που αλλιώτικα χάνεται ή τέλος πάντων παραμένει στη μνήμη και ενδεχομένως είναι δύσκολο να ανασυρθεί. Επίσης, όμως, μπορούν και οι δύο, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα, να στήσουν μιαν άλλη πραγματικότητα, όπως θα την προτιμούσαμε ή όπως εμείς την εννοούμε. Λέγοντας βέβαια «στιγμή», εννοώ αυτό το πλουσιότατο αίνιγμα που μας αφήνει άφωνους. Χρονικά στιγμιαίο, αλλά στην ανάπτυξή του με λέξεις -που είναι αγώνας από χέρι χαμένος- να σου παίρνει κατεβατό, ενώ με μια εικόνα να μη χρειάζεται καμία επεξήγηση και να παραμένει σύνθετο, φιλόξενο, ανοιχτό.

 

(Συνέντευξη στην )


11.12.08

γιά την λύση



(Που ίσως και να μην υπάρχει. Αλλά πρέπει διαρκώς να την ψάχνουμε.)

Έφτανα στο Πεδίο του Άρεως καθώς ξεκίναγε η πορεία της Κυριακής. Στο ρεύμα της ανόδου της Αλεξάνδρας, πλήθος οργισμένα πρόσωπα και συνθήματα, αλλά με ήρεμο βηματισμό, μαζί με προτροπές απ’ τις ντουντούκες, να φτιαχτούν αλυσίδες περιφρούρησης. Στο οδόστρωμα της καθόδου, ωστόσο, χώρια απ’ την πορεία, ομάδες παιδιών με τις βέργες στα χέρια, αρχίζουν να σπαν τα τζάμια στις στάσεις των λεωφορείων, ν’ αναποδογυρίζουνε τους κάδους, ν’ ανάβουν τα σκουπίδια.

Ένας συνομήλικός τους είχε δολοφονηθεί, κι εκείνοι άνοιγαν γιορτή καταστροφής και, αργότερα, μέσ’ απ’ τις σπασμένες βιτρίνες, πλιάτσικου.

Αναρχικοί; Όσα άξια παραδείγματα αναρχισμού γνωρίζω, βασίζονται σε αυτοργανωμένες ειρηνικές κοινότητες. Αντιεξουσιαστές; Αρωγοί μάλλον της εξουσίας: χρήστες του χείριστου όπλου της, της βίας. Σε δόσεις τέτοιες που, σαν πυροτεχνήματα θεαματικές –όπως ταιριάζει σ’ αυτήν την κοινωνία, που, απρόσεχτα, όλοι, λίγο ώς πολύ, τρέφουμε (με τις σάρκες μας)– γρήγορα σβήνουν δίχως αποτέλεσμα. (Ή με μόνο αποτέλεσμα την εντεινόμενη βία.)

Μήπως κάποιοι που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν τον πόνο; Που πάνω του όρμησαν και κόλλησαν και η οργή, και η απόγνωση: γιά όσους ασφαλίζουν τα προνόμιά τους μες στην κρίση που οι ίδιοι έπλασαν, γιά τα ακατάλληλα όργανα ‘της τάξεως’, γιά το μηνιάτικο που δεν φτουράει. (Δεν είναι τώρα η στιγμή –αλλά πρέπει κι αυτήν επειγόντως να την βρούμε– γιά ν’ αναρωτηθούμε τι κουμάντο κάνουμε. Στο μηνιάτικό μας, στην ψήφο μας, στα λόγια μας, σε όλα.)

Ή μήπως κάτι απλώς εφιαλτικό; Που σε ξυπνάει κάθιδρο στη μαύρη νύχτα, κατάδικό σου τρομερό γέννημα –απ’ ό,τι δεν χωράει– που ωστόσο παραμένει αδιανόητο.

Από την μιά μεριά, καταστροφή και ακύρωση, κι από την άλλη –εκ νέου ορατός– ο κίνδυνος μετάλλαξης της εκτόνωσης σε εξέγερση. Θά ’ναι λοιπόν γιά πάντα η μόνη επιλογή αυτή; Ανάμεσα στην, συνήθως μισοκοιμισμένη από τα χρόνια, Σκύλλα της εκάστοτε καθεστηκυίας εξουσίας, και στην αφηνιασμένη Χάρυβδη μιάς νεοσύστατης ‘Επαναστατικής Αστυνομίας’;

Ματ. Η παρτίδα τελειώνει ξανά.

Αθεράπευτα ανθρωπιστής αστός, πεισμωμένος συλλέκτης των κουρελιών του διαφωτισμού, και, αναπόφευκτα, τυχερός που έχει ζήσει μιά προστατευμένη, από κάθε άποψη, ζωή, δεν μπορώ, δυστυχώς ίσως –δυστυχώς, γιατί κι η άναρθρη κραυγή γίνεται κάποτε ο μόνος τρόπος να πάρεις ανάσα πριν πας παρακάτω (αν το μπορείς)– να δω την βία –ούτε καν αυτήν που προέρχεται από την οργισμένη οδύνη– ως λύση. (Με παρηγορεί λιγάκι που φίλος ξεσκολισμένος, και από πολιτική και από ιστορία και από το δρόμο, μοιάζει να συμφωνεί. Δηλαδή να απορεί.) Και η λύση, έστω μιά άκρη της, ας είναι κι ένας στοχασμός μονάχα, είναι αυτό που ακριβώς επείγει, και οφείλουμε να το εφεύρουμε –αν η Ιστορία δεν μπορεί να μας βοηθήσει– έστω και τώρα.

Το βλέπω ήδη: νομίζω πως μιλάω, ενώ μουγκρίζω με σφιγμένα δόντια. (Σαν κάποιον που παρασώπασε.)



[το κείμενο δημοσιεύεται στην lifo, 11.12.2008, συνοδευόμενο -στην ηλεκτρονική έκδοση- από την φωτογραφία του αλέξανδρου κατσή που επίσης αναπαράγεται εδώ]



Υ.Γ. (Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 2008): Διαβάζοντας καθυστερημένα τις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν από την Παρασκευή, 12/12, και δώθε, και αναλογιζόμενος ξανά το πιό πάνω κείμενο, γραμμένο την Δευτέρα, 8/12, θέλω να κάνω τις εξής (προφανείς ίσως, αλλ' απαραίτητες) διευκρινίσεις/διορθώσεις:

- Όντως είδα εφήβους -'παιδιά'- να τα σπάνε την Κυριακή, 7/12, το μεσημέρι, στην αρχή της Λ. Αλεξάνδρας - και, αργότερα, πλιάτσικο στην Χέυδεν. Αυτό το περιστατικό, όμως -και η χρήση του στο κείμενο- δεν σημαίνει βεβαίως ότι η πλειονότητα -ή έστω κι ένας ικανός αριθμός- των χιλιάδων παιδιών [και μη παιδιών] που κατέβηκαν στους δρόμους γιά να διαμαρτυρηθούν, είναι βάνδαλοι ή πλιατσικολόγοι.

- Το ρήμα 'δολοφονηθεί' να αντικατασταθεί -τουλάχιστον μέχρι το πέρας της δίκης- με το 'φονευθεί' [του οποίου η λογιότερη μορφή με είχε αρχικώς φοβίσει - ενώ το εναλλακτικό 'σκοτωθεί' μου είχε φανεί ανεπίτρεπτα απρόσωπο.] Χωρίς αυτό βεβαίως να μεταβάλλει στο παραμικρό την ευθύνη του ειδικού φρουρού έναντι της υπηρεσίας του και των κανόνων της - συνεπώς και την καταλληλότητά του να προστατεύει, διατεταγμένα, την ζωή των πολιτών.

6.12.08

μιά [μη;] τυχαία συνάντηση



Στο ταξίδι –αρχές Νοεμβρίου– θέλησα να πάρω μαζί μου ένα λιγότερο ογκώδες βιβλίο απ’ αυτό που ήδη διάβαζα. Στράφηκα στο ράφι με τα «Αδιάβαστα / Επείγοντα»: το A chance meeting της Rachel Cohen περίμενε υπομονετικά καναδυό χρόνια. Είχα πρωτοσυναντήσει αυτήν την αλυσίδα «τυχαίων [ή όχι και τόσο] συναντήσεων» μεταξύ Αμερικανών καλλιτεχνών σ’ έναν πάγκο του λονδρέζικου “Foyles”: η παρουσία πολλών αγαπημένων ονομάτων –Χένρυ Τζαίημς και Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Έντουαρντ Στάιχεν και Ρίτσαρντ Άβεντον– την έκανε αμέσως ακαταμάχητα θελκτική. Στην επιλογή της, όμως, την συγκεκριμένη στιγμή, ως αναγνωστικής συντροφιάς, ίσως, υποσυνείδητα, να οδήγησε και η ανάγκη ενός ‘φυλαχτού’ –τάμα και ξόρκι μαζί– γιά τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές. Και η ευχή, η απολαυστική καταβύθιση στον κόσμο που έφτιαξαν μέσα σ’ έναν αιώνα –από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου, μέχρι το τέλος του αμερικανικού απάρτχαιντ– άνθρωποι που δεν ασχολούνταν μόνο με την τέχνη τους –άντρες και γυναίκες, λευκοί και μαύροι– αλλά και συνομιλούσαν, όταν δεν τα συνδιαμόρφωναν, με τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα του καιρού τους, επηρέαζοντας όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά και την Ευρώπη, με την οποία είχαν δεσμούς στενούς –ενίοτε και αίματος– όσο και αμφίθυμους – η ευχή, η καταβύθιση στον κόσμο αυτόν να λειτουργήσει συγχρόνως ως μαγική επίκληση της αναζωπύρωσής του, και ως θωράκιση έναντι του συνεχιζόμενου ακρωτηριασμού του.

Στην πτήση, την απόλαυση άρχισε να μετρά αυτοσχέδιος σελιδοδείκτης από ωραία φωτογραφία του περιοδικού της αεροπορικής εταιρείας. Την επομένη της προσγείωσης, και πριν αυτός καλά καλά αγγίξει την σελίδα 60, το απευκταίο είχε αποφευχθεί. Η εκλογή του Ομπάμα –έστω μένοντας στο ανυπολόγιστο συμβολικό βάρος της– δικαίωνε και την αισθαντική δημοκρατικότητα του Γουώλτ Γουίτμαν, και το δημιουργικό θράσος της Γερτρούδης Στάιν – αγαπημένης φοιτήτριας, στην Ψυχολογία, του Γουίλλιαμ Τζαίημς. Και την μαχητικότητα του –έτερου αγαπημένου φοιτητή του Γ.Τ.– μαύρου διανοούμενου W.E.Β. Du Bois, και την πρωτάκουστη λαϊκή εντοπιότητα του Μαρκ Τουαίην – τον οποίο θαύμαζε και προέβαλλε σθεναρά ο πατρίκιος των βοστονέζικων γραμμάτων, William Dean Howells, αδελφός εν γραφίδι του Χένρυ Τζαίημς.

Η ευχή ευοδώθηκε – ας χαρούμε λοιπόν όσο προλάβουμε. Γιατί, όπως πίσω από τον Χένρυ Τζαίημς κρύβονται από πάντα δεκάδες συγγραφείς «της προθήκης του ταμείου του σουπερμάρκετ», έτσι –και πολύ χειρότερα– πίσω από κάθε Ομπάμα (συμβολικό ή πραγματικό, δεν έχει εδώ σημασία), καραδοκούν άραγε ποιός ξέρει πόσες ακόμα Σάρα Παίηλιν.



[στην φωτογραφία: αριστερά η ποιήτρια elizabeth bishop, δεξιά o συγγραφέας και ακτιβιστής w.e.b. du bois. το κείμενο δημοσιεύτηκε στην καθημερινή, 6.12.2008]

27.11.08

κατάπλους



03.xii.2008, 19:00-21:00 _ το βιβλιοπωλείο 'ελευθερουδάκη' [πανεπιστημίου 17, αθήνα] και οι εκδόσεις καστανιώτη μας προσκαλούν να υποδεχτούμε το σωσίβιο
[φωτ.: π.ι.]

14.11.08

robert frank



είδα την επετειακή -50 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση- έκδοση του λευκώματος του, γεννημένου ελβετού, πλην 'αμερικανού' υπό μία έννοια, φωτογράφου robert frank, the americans, και την λιμπίστηκα

ήταν από τα αγαπημένα βιβλία του thom gunn: ο ίδιος έλεγε πως τον είχε επηρεάσει πολύ στην διαμόρφωση της 'αμερικανικής' ματιάς του, και της 'ελευθερίας' των ποιημάτων που έγραψε στην 'δεύτερη πατρίδα' του. το βράδυ ξέθαψα την μικρή μονογραφία της photofile [thames & hudson, 1991] αγορασμένη στο λονδίνο πριν από 13 χρόνια

ο πρόλογος, του ίδιου του φρανκ, ξεκινάει:

"θά 'θελα να κάνω μιά ταινία που θ' ανακάτευε τις ιδιωτικές όψεις της ζωής μου με τη δουλειά μου, που είναι δημόσια εξ ορισμού

μιά ταινία που θα έδειχνε πώς οι δύο πόλοι αυτής της διχοτομίας ενώνονται, αλληλεμπλέκονται, αντιδιαστέλλονται, και μάχονται ο ένας τον άλλον, όσο και αλληλοσυμπληρώνονται, ανάλογα με τη στιγμή"

'φωτογραφία δρόμου' στην αρχή, αλλ' αντί να παραμονεύει σαν τον henri cartier-bresson, και να 'τελειοποιεί' την τύχη, υποτάσσοντάς την σ' έναν έστω ελάχιστο φορμαλισμό, ο φρανκ σαν να της αφήνεται. σοφά και 'απλά' κάδρα, και χιούμορ - σχεδόν ένα τίποτα. μέχρι να κοιτάξεις καλύτερα. και αργότερα, αφού πειραματίστηκε με την κινηματογράφηση, οι εικόνες 'διαφεύγουν', φλουτάρουν, τυπώνει πολλά πλάνα στην ίδια εικόνα, γράφει πάνω στο αρνητικό: ο θρίαμβος της ελευθερίας



το βασικό ζητούμενο πραγματωμένο: η απορρύθμιση, η χαλάρωση του λόγου, η ανάδυση του άλλου

27.10.08

ξαφνικά



η φίλη τ. μου χάρισε το πανέμορφο ημερολόγιο των faber & faber γιά το 2009. ξεφυλλίζοντάς το, έπεσα πάνω στο 'sheep in fog' της sylvia plath - και τα collected της ξανακατέβηκαν απ' το ράφι

μερικές φορές νοιώθεις την σφοδρότητα της επιθυμίας να μεταφράσεις ένα ποίημα όπως νοιώθεις ανεξέλεγκτα την επιθυμία να καταπιείς ολόκληρο ένα ωραίο πρόσωπο



Πρόβατα σε ομίχλη

Οι λόφοι
μ' ένα βήμα χάνονται στο λευκό.
Άνθρωποι ή άστρα
Με κοιτούν θλιμμένα, τους απογοητεύω.

Το τραίνο αφήνει μιά γραμμή ανάσας.
Ω αργό
Άλογο στο χρώμα της σκουριάς,

Οπλές, γοερές καμπάνες -
Όλο το πρωί το
Πρωί
ολοένα μαύριζε,

Εγκαταλελειμμένο άνθος.
Τα οστά μου βαστούν μιά σιγαλιά, τα πέρα
Λειβάδια λυώνουν την καρδιά μου.

Απειλούν
Να με περάσουν σε παράδεισο
Άναστρο κι ορφανό από πατέρα, νερό μαύρο.

20.10.08

'το σωσίβιο'

μπλουμ! [στη θάλασσα των... βιβλιοπωλείων]



[το χαρακτικό της monika zawadzka που κοσμεί το εξώφυλλο]

18.10.08

φουσκώνοντας το σωσίβιο

το μελάνι του στέγνωσε. και την δευτέρα, 20 οκτωβρίου, θα ριχτεί στο νερό.

robert creeley: 14 ποιήματα



Νομίζω κάποια γνώμη του Thom Gunn –πολύ ενδιαφέροντος και γενναιόδωρου κριτικού, πέρα από ποιητή– πρέπει να μ' έστειλε στα ποιήματα του Robert Creeley: ένας κόσμος πολύ πιό ‘γυμνός’ απ’ ό,τι είχα συνηθίσει να μ’ αρέσει, που ωστόσο σύντομα ‘ξεκλείδωσε’ τη γοητεία του. Και η μετάφραση κάποιων ποιημάτων (δημοσιεύτηκαν στην ‘Ποίηση’, τ. 18, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2001) –απ’ όπου και τα πιό κάτω– υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα –και χρήσιμη
άσκηση.


[από 'Το Γήτεμα':]


Για μιαν Επέτειο

Εκεί όπου ονειρεύεσαι νερό
Έχω κρατήσει χούφτα άμμου.

Οι τρόποι μου είναι απωθητικοί.
Στέκομαι εδώ αμήχανος, κι ώρα πολλή.

Είμαι κυρίως ηλίθιος.
Είσαι σχεδόν ωραία.

Θα είμαστε κι οι δύο δυστυχείς
μα δεν είναι κανείς καταραμένος



[από το 'Για την Αγάπη':]


Η Αποκριά

Ενώ αυτός που χτυπά
το γκονγκ το δια-
ψεύδει, σ' όλη του την
απλότητα -

Παρά ταύτα η απόπειρα
οδηγεί στον θρίαμβο, για
κάποιον άλλον.

Ομοίως στην αγάπη δεν
είμαι απερίσκεπτος ή αν-
ίκανος. Η μέθοδός μου δεν είναι

τρυφερότητα, αλλά ελπίδα
προσδιορισμένη.


Η Εγχείριση

Το Σάββατο πια είπα πως θά 'σουνα καλύτερα την Κυριακή.
Η επιμονή ήταν μέρος κάποιας συμφιλίωσης.

Τα εξογκωμένα μάτια σου, το γκρίζο
φως κρεμόταν πάνω σου, ήσουν απαίσια.

Συμπάσχω - απλώς παλιά
σχέση συνήθειας.

Σκληρό, σκληρό να περιγράφεις
ό,τι δεν υπάρχει λόγος να περιγραφεί.


Η Προειδοποίηση

Από αγάπη - θα
άνοιγα το κεφάλι σου στα δυό και θά 'βαζα
μέσα ένα κερί
πίσω απ' τα μάτια.

Πέθανε η αγάπη μέσα μας
αν λησμονήσουμε
τις αρετές του φυλαχτού
και της γρήγορης έκπληξης.


Μια Μορφή Προσαρμογής

Οι εχθροί μου ήρθαν να με πιάσουν,
ανάμεσά τους μια ωραία γυναίκα.

Και - θεέ μου, σκέφτηκα, αυτό θά 'ναι το τέλος μου,
γιατί δεν έχω αντιστάσεις.

Παίρνοντας τη δική τους θέση ενάντια στον εαυτό μου,
κολακευμένος που τους ανησυχούσα,

ξάπλωσα μπρος τους και καλόκαρδα κοίταξα προς τα πάνω,
σκεπτόμενος πως ίσως τούτο να βοηθούσε.

Κι εκείνη έσκυψε πάνω μου να με κοιτάξει τότε,
όντας γυναίκα.

Είναι σοφοί που στέλνουν πρώτα τον πιο δυνατό, σκέφτηκα.
Και τη φίλησα.

Και παρακολουθούσανε εκείνην, και τους δυο μας, προσεκτικά,
δεν επρόκειτο να ξεγελαστούν.

Αλλά πώς να λογαριάσεις την αγάπη, ακόμα κι όταν την αναζητάς;
Την εμπιστεύτηκα.


Όπως Λεν

Κάτω απ' το δέντρο σε
απαλό γρασίδι κάθησα,

κοίταζα δυό χαρούμενους
δρυοκολάπτες να εν-

οχλούνται από την παρουσία μου. Και
γιατί όχι, είπα

μέσα μου, γιατί
όχι.


Από Φόβο

Από φόβο θέλω
να ξαναβάλω τον εαυτό μου
κάτω από τον αντίχειρα
παλιάς αγάπης, παλιού καιρού

υποτέλειας
και πόνου, τσακισμένος
σαν καρφί που
δε βγαίνει.

Γιατί, αγάπη, να υπάρχει
τέτοια διαφορά
αντί ν' ακουγόμαστε
σε πείσμα του εαυτού μας

ή αυτού που ίσως νοιώθουμε,
ο ένας για τον άλλον,
σαν το σφυρί
να χώνουμε ξανά

στραβό καρφί
σε πόνο παλιό;



[από τα 'Λόγια':]


Τα Βράχια

Προσπαθώντας να σκεφτώ
κάποια διέξοδο, τα
βράχια της σκέψης

που εκτοπίζουν,
ριγμένα στο
νερό,
άλλα πολλά.
Ώστε η ζωή είναι
νερό, η αγάπη επίσης

έχει ουσία
όμοιου είδους.
Θέλοντας

νερό μια Κυριακή
πρωί που ο Θεός δεν
θα μεριμνήσει -

νά 'ναι η
γυναίκα μου, η ζεστασιά της
ξαπλωμένη

πλάι μου, νά 'ναι
αυτή η αίσθηση θερμής
υγρασίας οι συνθήκες

όπου τα πάντα αναπτύσσονται;
Ρίξε
το βράχο,

με καλοσύνη σκέψου, με καλοσύνη
σκέψου εμένα.


Για την Λέσλι

Για σένα θά 'πρεπε
να υπάρχουν λέξεις ώστε κάτι
τουλάχιστον να πει κανείς

γι' αυτό που δεν μπορούσε
τότε, όλο
το νόημα να πληθαίνει ασφυκτικά, σχεδόν

ένα αναπαυτικό μαρτύριο
τόσο πλήρες
το ένοιωθα.

Δυο χρόνια περνούν,
ο ίδιος πλατύς ουρανός
κάθεται πάνω μας.

Εκεί, ο τάφος είναι
όπου δεν μπορώ
ούτε καν να πάω

κάτω από κάτι δέντρα
στο χορτάρι
στο κοιμητήρι κάποιου.

Τι επιχείρημα μπορεί
να χρησιμεύσει τώρα, το φως τόσο
χτυπά,

τόσο ξανθή είσαι,
τόσο διαφορετική απ' το σκοτάδι μας,
τα μάτια σου ένα τέτοιο μπλε.


Κάτι

Πλησιάζω τόσο
προσεκτικά τρέμοντας, πάντα
νοιώθω την ανόητη εντέλει

ερώτηση του πώς,
λοιπόν, πρέπει να το αισθάνεται κανείς,
και ποιος. Θυμάμαι

κάποτε σ' ένα δωμάτιο νοικιασμένο στην
27η οδό, η γυναίκα που αγαπούσα
τότε, κυριολεκτικά, αφού

είχαμε κάνει έρωτα στο μεγάλο
κρεββάτι που βρισκόταν απέναντι από
έναν νιπτήρα με δυό βρύσες,

ήθελε να κατουρήσει αλλά ένοιωθε άβολα,
αμήχανη υποθέτω γιατί
θα την κοίταζα, αυτήν που μόλις

μια στιγμή πιο πριν ήταν τελείως
ανοιχτή σ' εμένα, γυμνή, στο
ίδιο κρεββάτι. Γονατίζοντας, με το

κεφάλι της ν' αντανακλάται στον καθρέφτη,
τα μαλλιά της σκούρα εκεί, το
πρόσωπό της ολόκληρο, τους ώμους,

κάθησε με τα πόδια ανοιχτά, άνοιξε
μία βρύση και ντροπαλά κατούρησε. Τι
θα μπορούσε να μάθει η αγάπη από ένα τέτοιο θέαμα.


Η Απάντηση

Άραγε θα μιλήσουμε ο ένας στον άλλον
κάνοντας το χορτάρι να λυγίσει σαν
νά 'ταν ένας άνεμος μπροστά μας, θά 'χει

ο τρόπος μας παρόμοια χάρη, τόση
ουσία όση η κίνηση
πράγματος που κινείται τόσο απαλά.

Σπάμε τα πράγματα κομμάτια σαν
τοίχους που τους σπάμε με το σώμα
τους ακούμε να πέφτουν μόνο και μόνο για να τους ακούμε.


Φαντάσου

Ξέρεις μήπως ποια
είναι η αλήθεια,
τι είναι ορθά
ή λάθος ειπωμένο,

τι είναι σοφία,
ή δίκιο, τι
άδικο, ή σωστά
αν είναι,

ή δεν είναι, καμωμένο.
Σκεφτόμουνα.
Σκεφτόμουν και
σκεφτόμουν και σκεφτόμουν.

Σ' ένα μέρος
καθόμουν,
και να
το, ένα μικρό

αμυδρό πράγμα
μετά βίας το ένοιωθες, ένα
είδος μικρού
τίποτα.


Λόγια

Είσαι πάντα
μαζί μου,
δεν υπάρχει ποτέ
ξέχωρο

μέρος. Αλλ' αν
στον στρεβλό
τόπο δεν
μπορώ να μιλήσω,

όχι ενδοτικότης
ή φόβος μόνο,
αλλά μιά γλώσσα
σαπισμένη απ' αυτό που

γεύεται - Είναι
μιά ανάμνηση
νερού,
τροφής, όταν πεινάς.

Κάποια μέρα
δεν θά 'ναι
ετούτη, τότε
να πούμε

λόγια όπως κυλά
καθαρή,
λεπτή στάχτη,
σαν σκόνη,

απ' το πουθενά.


Το Άγαλμα

Σου προτείνω
ένα σώμα ξασπρισμένο, σώμα
που θά 'τανε νεκρό
αν δεν ήταν ζωντανό.

Θα το στήσουμε όρθιο
στον κήπο, που
με τόσους κόπους
ποτίσαμε. Όλα τ' άνθη

θα φυτρώνουν στα πόδια του,
και τα βράδια θα
μαλακώνει εκεί καθώς το σκοτάδι
θα πέφτει από ένα τέτοιο διάστημα.

Ίσως ήχους μικρούς
να βγάλει, ίσως
μόνο αγέρα, μα το
στόμα του, αν θα μπορούσε να το δει κανείς,

θα τρεμοπαίζει. Θά 'ρθει
μια μέρα που θα περπατήσει μόλις πριν
πάμε για να το δούμε, αλλά μέχρι τότε
θά 'χει επιστρέψει στη θέση του.

thom gunn: 9 ποιήματα



Τα
Selected Poems του Thom Gunn ήταν πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου της Student Union όταν πρωτοέφτασα στο Πανεπιστήμιο, το 1985. Εντέλει τα αγόρασα: ξεφυλλίζοντας, με είχε ήδη γοητεύσει η ποικιλομορφία τους και το εύρος των θεμάτων τους: από περίτεχνες ‘ελισαβετιανές’ ‘κατασκευές’ μέχρι αιφνιδιαστικής αμεσότητας ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Στον στρατό, ήρθε η στιγμή να δοκιμάσω να μεταφράσω κάποια απ’ αυτά, γιά προσωπική μου απόλαυση και άσκηση. Ορισμένα δημοσιεύτηκαν αργότερα στην ‘Ποίηση’ (τ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998). Απ’ αυτά είναι και όσα παρατίθενται πιό κάτω (σε ενίοτε ελαφρότατα αναθεωρημένες εκδοχές). Ομολογώ ότι σήμερα προτιμώ τις ευφάνταστες ποιητικές ‘κατασκευές’ του από τα εγκεφαλικότερα ‘δοκιμιακά’ του ποιήματα. Αλλ’ ίσως κιόλας να φταίει η αδυναμία του μεταφραστή να μεταφέρει την ευφυία αλλά και την γλωσσική μαεστρία των πρωτοτύπων.


Εμπόλεμη Κατάσταση (1954):

ΕΠΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ


Έφτασα πλέον σε εποχή που οι λέξεις δεν βοηθούν:
Αντί, μεσ’ από τόπους χέρσους, σημάδια δυνατά,
Μες στην αβέβαιη ύπαιθρο να μας οδηγούν,
Ή μοναχοί αξιόπιστοι επάνω στα βουνά
Με φλασκιά κονιάκ και με σοφία να μας σώζουν,
Είναι τώρα χαλίκια, ή σκυλιά που σκούζουν
Στα πόδια μας μπερδεύονται, και στα μπατζάκια μας χυμούν.

Περιγραφή και ανάλυση υποβαθμίζουν και καθυστερούν
Χώματα από το παρελθόν που υποχωρούν.
Κι όταν βογκάμε Αγάπη Μου εννοούμε κάτι
Που από κοντά ιδωμένο σύντομα ξεγελά
Την διανοούμενη συνήθεια, το σοφό μας μάτι.
Κι έτσι είτε η εμπειρία θα ξεθωριάσει
Είτε θα βγουν οι προσεγγίσεις μας ψεύδη οικτρά.

Οι σκύλοι που γρυλλίζουν, τη βιάση μου βαραίνουν,
Με τόνους που αδειάζω ουγγιά με την ουγγιά.
Απ’ του αγνωστικιστή την ειρωνεία τώρα ξεμακραίνω
Ώστε να φτάσω και ν’ αναπαυθώ σε περιοχές ψηλά,
Σε πηγές λόγου, της αλήθειας πρότερον σκοτεινό:
Η γλώσσα σου για μένα, όστια υγρή, γλυκειά,
Και βρίσκω νοήματα σωστά σε στόμα σιωπηλό.


Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΠΑΙΔΟΣ


Τα αίτια βρίσκονται στον Χρόνο. Μόνο καταλήγουν
Να σαρκωθούν σε σώμα, σε δύναμη ορισμένη.
Πώς να μαντέψει ότι τα νέα του μέλη κρύβουν
Σπέρμα διχασμού; Στο τσάι και στο τέννις,
Στην απαλή χλόη πάνω, μας διαφεύγει.
Με λυπηρή διπροσωπία, μαζί μας παίζει.

Απόψε το αγόρι, ξανθό κι άγουρο ακόμη,
Το σκάει από το σπίτι, τα ρούχα του στριμώχνει
Σε δυο υδρίες ανάμεσα, κι απ’ όσα εννοεί
Πάει πέρα, μεσ’ απ’ το σκοτάδι και τη σκόνη:
Χωράφια μ’ αιχμηρά σπαρτά, που άφησε η μηχανή
Στους πόθους των εντόμων, έχθρα βουερή.

Στης νύχτας την κουφόβραση, όχι ακόμα χρυσά,
Στα πέλματά του χώνονται τα στάχυα: αυτός ζητά
Την σελήνη, που το άγγιγμα του στείρου της φωτός
Επιθυμίες θα λύσει σωρευμένες –κι ας μην τό 'θελε αυτός–
Μες στην μακρυά παρότρυνση του απογεύματος.
Ο σκληρός δίσκος πάνω από τον λόφο μετακινείται αργά.

Λευκός μέσα στην δέσμη στέκει, με ψηλά και μέτωπο και ώμους.
Πηδώντας απ’ το χώμα, την ίδια αυτή στιγμή,
Γνώριμες νοιώθει, μαύρες τρίχες να φυτρώνουν.
Κι ύστερα αδέσμευτος στης φύσεως τους νόμους,
Δηλώνει στο ένστικτο και στην σελήνη υποταγή.
Πέφτει στα τέσσερα. Όμως τα πόδια του ματώνουν.


Μώλυ (1971):

ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ


Κάτι συμβαίνει. Μέσα στα μαλλιά μου
Φυτρώνουν κέρατα γυαλιστερά
Τα πόδια μου αλλάζουν σε οπλές σιγά σιγά.
Πατέρα, δες τα μάγουλά μου
- Δέρμα που ήταν ωραίο και νωπό
Τώρα σαν φλούδα δέντρου είναι άγριο.

Γκριζοτρίχη, δες με πώς λαμποκοπάω.
Λεύτερος χλιμιντρίζω, στα πισινά πατάω,
Φρουμάζω και συσπάται το κορμί μου
Προς μια ολοκλήρωση που θά ’ναι η δική μου.
Κι ύστερα δρόμο ανοίγω και περνάω,
Περιπέτειες μες στον κήπο σου ζητάω.

Τώρα παίζω πια στα σοβαρά.
Τριποδίζω δεξιά κι αριστερά.
Το αίμα μου είναι σαν το φως.
Πίσω από μιαν αμυγδαλιά κρυμμένος,
Στα κέρατα με χιόνι στολισμένος,
Περιμένω, καίγοντας, αόρατος.

Όλα προτού να γεννηθώ σχεδιασμένα
Για σένα, Γέρο, γι’ άλλονε κανένα.
Τρέμει ο κόρφος σου και σε ειδοποιεί.
Εγώ κλωτσώντας δυνατά τη γη
Μήνυμα για τη μάνα αποτυπώνω.
Και τα κέρατά μου χαμηλώνω.


Jack Straw's Castle (1976):

ΧΑΜΣΤΑΙΝΤ: ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΑΣΤΑΝΙΕΣ


Στην κορυφή χαμηλού λόφου
δυό στέκουνε μαζί, πράσινα
λικνίσματα, εγγεγραμμένα
στον γενικό παλμό. Πρέπει
να έχουμε την ίδια ηλικία.
Ο αδερφός μου κι εγώ
ανάμεσά τους κάναμε ποδήλατο,
κατηφορίζαμε τον λόφο κι η ορμή
μάς έπαιρνε χωρίς πετάλι
ώσπου να μάς φρενάρει τελικά
ένα κομμάτι θλιμμένου βάλτου
(που δεν υπάρχει πια) όπου η λάσπη
χρωματιζόταν καφεκόκκινη
απ’ τη σκουριά που ανάβλυζε. Ήταν
φθινόπωρο
ή μήπως όχι;

Τίποτα που να συγκρατήσει την ανάμνηση. Η
μυρωδιά των φύλλων τον Μάιο
γλυκειά και δυνατή σαν οίστρος
με μπερδεύει τώρα, όλα
χάνονται, άρχισα
να το ξεχνάω ήδη ενώ έγραφα.

Οι μορφές παραμένουν, όχι η ζωή
της λεπτομέρειας ή της απόχρωσης
ύστερα οι μορφές χάνονται και
μόνο λιγοστές χρονολογίες σού απομένουν.

Αλλά τα δέντρα δεν έχουν αισθήματα
οι καρδιές τους είναι ξύλο
και τίποτα δεν συντηρούν
οι κορμοί τους θεριεύουν, τους
αγκαλιάζει ο άνεμος που
με βιάση αγκαλιάζουν,
απλώνονται προς τα έξω
και προς τα επάνω
χωρίς να μετανοιώνουν
σκληραίνουν το τρυφερό πράσινο
σε αναίσθητη ξυλεία.


Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):

ΜΟΙΧΕΙΑ


Ζεστά όμορφα άτριχα ζωάκια
έπαιξαν σ’ ένα ξέφωτο που ξάνοιγε ο πόθος τους
παιχνίδι κορυφούμενο σε διάφανη μανία
που τους ανέβασε πιο πάνω κι απ’ τον πόθο ακόμα
– φευγαλέα ξέφωτα τό ’να πίσω απ’ τ’ άλλο.

Φεύγοντας, ανασύνταξε το πρόσωπό της
να φαίνεται σαν να ’χε μόλις επιστρέψει
από την νέα ταινία του Μπέργκμαν
(που είχε πράγματι δει προηγουμένως).
Μέχρι να φτάσει σπίτι τα ’χε καταφέρει
και το πρόσωπό της ήταν κατάσπαρτο από έκφραση.
Αφοσιωμένη στον σύζυγό της, δείχνοντας
πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η ταινία, πόσο
ανανεωτική, πραγματική καινοτομία
(ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, γλυκέ μου;)
θά ’πρεπε να την δει κι εκείνος θα
του άλλαζε την όλη στάση του.

Έπαιξε το μικρό αυτό δράμα. Και
το μισοπίστευε καθώς το έπλαθε,
γιατί το είχε παίξει και παλιότερα προς χάριν
της διατηρήσεως του υπέροχου σπιτιού,
με τα δωμάτια ευάερα γεμάτα ελευθερίες,
των παιδιών που πάνε σε προοδευτικό σχολείο,
του χόρτου που καπνίζουμε όταν έχουμε καλεσμένους,
και των φιλόδενδρων που μεγαλώνουν μες σε εμπιστοσύνη αργή.

Ο άντρας της την κοίταξε σιωπηλά,
του φάνηκε, προς στιγμήν, ζήτημα αντικειμενικό,
και μες στις σκέψεις του ανακεφαλαίωσε το δράμα:
μία συστάδα από καλοσυνάτα εφευρήματα,
μη ενδιαφέροντα, μη
ανανεωτικά, πραγματική οπισθοδρόμηση
(ξέρεις πόσο βαριόμαστε, γλυκειά μου;)
θα ’πρεπε να το δει κι εκείνη θα
της άλλαζε την όλη στάση της.


ΓΛΥΚΕΙΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ


Γλύφει όσο παγωτό σοκολάτα απόμεινε
στις σκασμένες άκρες των χειλιών του.
Καθισμένος στον ήλιο σ’ ένα σκαλοπάτι
έξω απ’ τα πλυντήρια,
ο Ντον το μογγολάκι στρίβει το ξυρισμένο του κεφάλι
και το μάτι του πέφτει πάνω μου καθώς κατηφορίζω.
«Γειά!» Το λέει με τον επιτηδευμένο
ενθουσιασμό οργανωμένου μέλους νεολαίας.
«Θα με πας απέναντι;!» μισό
ερώτηση μισό προσταγή. Κρατάω
μες στα δικά μου τα δάχτυλά του που κολλάνε
και παραπατάμε απέναντι. Πουλάνε
αχλάδια και ροδάκινα εκεί πέρα,
τα ζουμιά θα τρέξουν πάνω στο πηγούνι σου.
Γυρνάει πριν τον αφήσω,
λέγοντας με το ίδιο
μίγμα διαταγής και παράκλησης
«Δώσ’ μου ένα εικοσάρικο;!» Δεν
του δίνω, δεν του ’δωσα ποτέ, σ’ αυτόν, όχι,
αναρωτιέμαι γιατί όχι, και καθώς
συνεχίζω το δρόμο μου μόνος συνειδητοποιώ
πως είναι επειδή το άγουρο μυαλό του
ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα
ως εμένα τον ίδιο, λέει μόνο γειά
γι’ αυτό που μπορεί να κερδίσει, εικοσάρικα για
ν’ αγοράσει γλυκειές λιχουδιές, τη μια μετά την άλλη,
πάει από μαγαζί σε μαγαζί, απ’ το
περίπτερο στο παγωτατζίδικο στον
φούρναρη στο μανάβη, ατελείωτη
αναζήτηση της ηδονής του ουρανίσκου. Ύστερα
στη γύρα για να ζητιανέψει πάλι,
κι άλλα εικοσάρικα, κι άλλες γλυκειές λιχουδιές.

Τα δικά μου ψώνια είναι οδοντόπαστα,
βιταμίνες και γραμματόσημα.
Κανένα παραχάιδεμα στην περίπτωσή μου.
Αλλά ποιος πλησιάζει; Είναι
ο Τζων, όχι, ο Τσακ, πώς
μπόρεσε να μου διαφύγει τ’ όνομά του.
Ο Τσακ χαμογελάει μονόπαντα, στέκει
σαν φρέσκος από τα πλυντήρια,
ένας καλογυαλισμένος καουμπόης, ο Τομ Σώγιερ
μεγάλος, αλλά στυλάτος, ίσως
κιόλας προσεκτικός, τα σκούρα του μαλλιά
κολλημένα προς τα πίσω κατά την τελευταία μόδα.
Όταν σφίγγει το χέρι μου νοιώθω
ένα στεγνό δάχτυλο παιχνιδιάρικα να λυγίζει προς τα μέσα
και ν’ αγγίζει την παλάμη μου κρυφά.
«Πάει πολύς καιρός
που δεν βρεθήκαμε», λέει ο Τζων.
Δηλαδή ο Τσακ. Το ζεστό πειραχτικό
γαργάλημα μες στη σπηλιά της χειραψίας μας
ξεκόλλησε το μυαλό μου από την οδοντόπαστα,
το άρπαξε, τελείως.
Πόσο ωραίος είναι μέσα
στον πόθο του και τη ζωντάνια, μες
στην λαμπρή του επίδειξη αυθορμητισμού.
Με θάρρος «Τι θά ‘λεγες για τώρα;» λέω
ξέροντας την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρον. Στην μακριά παύση
τον χαζεύω από πάνω ώς κάτω και
από τα μπλε αθλητικά ώς το μονόπαντο χαμόγελο
που ξαναχαράζει. Ξέρουμε τη χάρη μας.
Ξέρουμε πως η καθυστέρηση κάνει την ευχαρίστηση μεγάλη.
Μέσα στα μάτια μας, πάνω στη γλώσσα μας,
γευόμαστε την επικείμενη απόλαυση
πραγμάτων που γνωρίζουμε μα είναι πάντα νέα.
Γλυκειές λιχουδιές. Γλυκειές λιχουδιές.


ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ


Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω
απ’ τη γριά γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί,
βλαστημώντας στην τύχη,
ήταν δεμένη στον πάσσαλο της κρίσης
σαν μάγισσα παγιδευμένη από τον όχλο:

ναι, έτσι έμοιαζε,
σαν γριά μάγισσα του χωριού
εκτός τόπου οπουδήποτε, ακόμα και στη διασταύρωση
όπου η κοσμική Μάρκετ Στρητ
συναντά τη φτωχογειτονιά της Έκτης
– κεφάλι δεμένο με φακιόλι,
μάγουλα σαν μήλα, και μύτη μακριά
αστραφτερή και κοφτερή σαν της Οργής.

Ούρλιαζε βρισιές
σε δυο τροφαντούς νεαρούς αστυνόμους
που βάλαν μπρος γελώντας
μες στο αστυνομικό με την ωραία ταπετσαρία.
Παραληρώντας έψαχνε να βρει
αντικείμενα για τη μανία της.
Στη στάση ήρθε φάτσα
με ένα νέο πρόσωπο με γένια:
την κάρφωσε μ’ ένα μακρύ βλέμμα οίκτου,
που την έτρεφε, την έτρεφε.
Ανακάλυψε ένα άδειο μπουκάλι αναψυκτικού,
χόρεψε μπρος στην κυκλοφορία
πού ’χε σταματήσει με το κόκκινο, σείοντάς το,
και το συνέτριψε στην άσφαλτο.

Όλοι κοιτούσαν, είτε γελώντας
είτε με σιωπηρή απόγνωση καθώς εκτόξευε
το εβδομηντάχρονο κορμί της πέρα δώθε
με τη δύναμη βρέφους μόλις αποκομμένου.

Κάποια άλλη φορά, μες στο δωμάτιό του,
κάποιος άντρας μου είπε,
«Σε παρακαλώ, μην αναστατωθείς
μ’ αυτό που πάω να κάνω.
Δεν έχει σχέση μ’ εσένα.»
Κι εκεί που πλάγιαζε σκέπασε
μ’ ένα μαξιλάρι το κεφάλι του
και βρυχήθηκε μέσα του αρκετές φορές
–μακριά κουκουλωμένα ρεψίματα οργής–
σαν νά ’τανε το πρόβλημά του
ξαφνική κράμπα ή κρίση
δυσπεψίας που έπρεπε να την ξεφορτωθεί
με σύνεση, με σοφά μέτρα,

σαν να μπορούσε
να απορροφηθεί απ’ το ουδέτερο υλικό
ενός μαξιλαριού, ή από περαστικούς
που γυρνούν απ’ την άλλη, γελώντας,

σαν να μπορούσαν οι αιτίες
να πνιγούν μαζί με την κραυγή
αλλά οι αιτίες ξεχνιούνται
κι η κραυγή επιστρέφει,
εκτός ελέγχου,

μανιάζοντας σε μια διασταύρωση
όπου το κόκκινο έχει κολλήσει
και η κυκλοφορία σταματήσει,
κι οι οδηγοί κοιτάζουνε με δυσφορία
έναν θυμό
που δεν ξοδεύεται, που δεν μπορεί να ξοδευτεί.



Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992):

ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ


΄Ητανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.

Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θυληκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.



ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ


αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.


Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.

Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.

12.10.08

'darling i'm clearing up'



αγάπη τα μαζεύω
εδώ κάνει <πολύ> κρύο - εκεί;
μαζεύω τα μαλλιά μου μαζεύω τα
χέρια μου τις κορδέλλες χρυσόσκονη
μολύβια χαμόγελα - δες:
ο πόνος περνάει από μέσα
το σώμα τον κάλεσε
το σώμα περιμένει - θέλει/ήθελε ν' αλλάξει
αλλά μένει ακίνητο
[θα το αλλάξει ο πόνος]
μετά θα βγει έξω αλλιώς
καταλαβαίνεις; μεσ' από μιά χρωματιστή
σχισμή / ύστερα είναι μιά σκάλα
και μετά είναι όλα ροζ
[ΜΑΥΡΑ]
[λάθος παράθυρο]
πάμε πάλι -

αγάπη έφυγα




Γράφτηκε μιά κι έξω σ' ένα γλυκύτατο cafe στο Sodermalm της Στοκχόλμης, ένα πολύ κρύο πρωινό τέλη Οκτωβρίου του 2007. Η Ελένη Θεοφυλάκτου μου είχε προτείνει να γράψω ένα κείμενο γιά την επικείμενη έκθεσή της, "Darling, I'm clearing up" στην Γκαλλερί 'tint' της Θεσσαλονίκης (Νοέμβριος 2007 - Ιανουάριος 2008). Μου είχε στείλει φωτογραφίες από κάποια έργα που θα παρουσίαζε [π.χ. οι δυό φωτογραφίες πιό κάτω], είχαμε συζητήσει, κρατούσα σημειώσεις, γραπτές και νοερές. Της το έστειλα ως φωτογραφία του χειρογράφου [φωτογραφία πιό πάνω], μιάς και της είχε αρέσει το χειρόγραφο του ΛΛΗΛ/ΛΗΡ/ΛΥΡ. Αποφάσισε να το τυπώσει ως έγχρωμη φωτοτυπία, αντίτυπο της οποίας μπορούσαν να παίρνουν μαζί τους οι επισκέπτες της έκθεσής της.