28.9.21

4 ποιήματα από τον "Ρινόκερω"

 

Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του Ρινόκερου (εκδ. Καστανιώτη, 2020), και αναμένοντας την ανατύπωση της εξαντλημένης α' έκδοσης, 4 ποιήματα --οι τελικές μορφές των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο -- που είχαν δημοσιευθεί στο τ. 12-13 (Φθιν. 2018 - Καλ. 2019) του περιοδικού "ΦΡΜΚ" με αφιέρωμα στο "[Ανθρώπινο] Ζώο". Εκεί είχε δημοσιευθεί ένα ακόμα ποίημα του Ρινόκερου, που έχει ήδη αναδημοσιευθεί εδώ, όπως παρουσιάστηκε στην εκδήλωση "Risk" του "A Poets' Agora", για την οποία και είχε γραφεί.

 



 

 

 

 

 

 

 

 

ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ

 

Ι.

 

Αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ότι, πρώτη φορά στις εορτές του Πομπηίου, το 55 π.Χ. –κι έκτοτε κάμποσες φορές ακόμη– με αντίκρισε το πλήθος. Το δίχως άλλο, απ' την Ινδία θα με είχαν φέρει, όπως συνάγεται από το “ένα κέρας” (στην Αφρική έχω δύο). Το ακονίζω, λέει, πάνω σε λιθάρια κι ύστερα ξεκοιλιάζω τον θανάσιμο αντίπαλό μου, τον ελέφαντα, που έχει για πρώτο του εχθρό τον δράκοντα! Θα μ' είχε δει, φαίνεται, ο Πλίνιος, στην αρένα, να μονομαχώ μ' ελέφαντα. Όπως και ο Στράβων.

 

Ωστόσο, πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει λόγο γιά “όνο ινδικό”: μονό κέρας και μονή οπλή. Τούτον, με κέρας σπειροειδές, ονομάζει ο Αιλιανός “καρθάζονο”, και ο Πλίνιος “μονόκερω”. Δεν μπορεί κανένας να τον πιάσει ζωντανό. Επαληθεύει ο “Ιώβ” της Παλαιάς Διαθήκης: αδύνατον να εξημερωθεί. Και ο Ισίδωρος ο εκ Σεβίλλης αποφαίνεται: ρινόκερως, μονόκερως – ένα και το αυτό. Ανήμπορος ο κάθε κυνηγός: μόνο στην αγκαλιά παρθένας θα γείρω το κεφάλι, και θ' αφεθώ να με αιχμαλωτίσουν.

 

Έτσι, μες στον Μεσαίωνα, έγινα, ο μονόκερως, Χριστός: ένα κέρας εγώ, ένα με τον Πατέρα του αυτός. Και η κοίμησή του, στην ποδιά της μάνας του.

 

 

ΙΙ.

 

Με είπαν Γκάντα. “Ρινόκερω”, δηλαδή, στα ινδικά. Ο Μουζαφάρ ο Β', Σουλτάνος του Γκουτζαράτ, με χάρισε στον Αλφόνσο της Αλβουκέρκης, Διοικητή των Πορτογαλικών Ινδιών. Κι αυτός με τη σειρά του, έλαβε απόφαση να με δωρίσει στον βασιλέα του, τον Μανουέλ τον Α' της Πορτογαλίας.

 

Βρέθηκα λοιπόν να ταξιδεύω, μαζί με τον Οσίμ, τον φύλακά μου, πάνω στην “Παναγία Γρηγορούσα”, ένα απ' τα τρία καράβια με μπαχάρια του πλοιάρχου Φρανσίσκο Περέιρα Κουτίνιο. Αφήσαμε την Γκόα τον Γενάρη, περάσαμε το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, κι ανηφορίσαμε τον Ατλαντικό – πιάνοντας Μοζαμβίκη, Αγία Ελένη, και Αζόρες. Σε 120 μέρες –στις 20 Μαΐου του 1515– φτάσαμε πια στη Λισαβόνα.

 

Είχαν περάσει χρόνια χίλια και βάλε, που δεν μ' είχανε δει στην Ευρώπη. Τώρα, εγώ επαλήθευα τον Πλίνιο, κι εκείνοι ξαναζούσαν την εποχή του Πομπηίου: μου φέρανε κι ελέφαντα για να παλέψουμε, μα εκείνος σκιάχτηκε, κι ετράπη σε φυγή – μιά Κυριακή, 3 Ιουνίου, της Αγίας Τριάδας.

 

Στο μεταξύ, η Ευρώπη είχε γεμίσει επιστολές που λέγανε για μένα, κι ένα δυο πρόχειρα σκίτσα. Ο Φλωρεντίνος Τζάκομο Πένι μού έγραψε και ποίημα. Το δημοσίευσε στη Ρώμη, 13 Ιουλίου, μαζί με μιά πολύ, πολύ κακότεχνη ξυλογραφία: σκέτος καρνάβαλος, και με δεμένα τα μπροστινά μου πόδια.

 

Γρήγορα όμως με βαρέθηκε ο βασιλιάς Μανουέλ. Θυμήθηκε που, την προηγούμενη χρονιά, είχε στείλει έναν λευκό ελέφαντα, κι αυτόν απ' την Ινδία, στον Πάπα Λέοντα τον 10ο, που του εξασφάλιζε την αποκλειστική εκμετάλλευση των νέων ανατολικών γαιών. Πανευτυχής ο Μέδικος, τον ονόμασε Χάννο. Μου φορούν, λοιπόν, καινούργια τραχηλιά – βελούδο πράσινο, κεντημένο με άνθη– να με στείλουν κι εμένα στη Ρώμη – μαζί με ασήμι, μπαχαρικά, και άλλα δώρα.

 

Μπαρκάραμε ξανά Δεκέμβρη. Περνάγαμε κοντά στη Μασσαλία, όταν ο Γάλλος βασιλιάς, Φρανσουά ο Α', ζήτησε νε με δει. Σ' ένα νησί αράξαμε, και του παρουσιάστηκα στις 24 Ιανουαρίου του 1516. Μα παρακάτω, στα στενά του Πόρτο Βένερε –ζήλεψε, φαίνεται, η θεά την ομορφιά μου– μάς πέτυχε φουρτούνα. Αλυσοδεμένος καθώς ήμουν στο κατάστρωμα, πνίγηκα κι εγώ, ο δεινός κολυμβητής. Με ανέσυραν νεκρό κοντά στην Βιλλεφράνς, και στείλαν το τομάρι μου πίσω στη Λισαβόνα, να το παραγεμίσουν μ' άχερα.

 

Κάποιοι είπαν πως, ταριχευμένος, έφτασα πια στη Ρώμη, Φεβρουάριο. Μα εγώ λέω πως αυτό δεν αληθεύει: δεν γράφτηκαν σπουδαία πράγματα για μένα εκεί – άρα, ψέμμα: πώς θα 'ταν δυνατόν να μην τους κάνω εντύπωση, σ' αυτούς, τους απογόνους των Ρωμαίων που τόσο μ' είχανε θαυμάσει; Και ούτε βρέθηκα ποτέ ταριχευμένος πουθενά.

 

 

ΙΙΙ.

 

Με χάραξε στο ξύλο ο Ιερώνυμος Αντρέι, τεχνίτης στην υπηρεσία του Δασκάλου Άλμπρεχτ Ντύρερ, στα 1515 (είναι λάθος το “1513” που διαβάζετε).

           

Κανείς από τους δυο δεν με είχε δει, ούτε κι άλλον κανέναν σαν κι εμένα. Μόνο δυο επιστολές και δυο πρόχειρα σχέδια φτάσαν στην Νυρεμβέργη: του Βαλεντίν Φερνάντες απ' τη Μοραβία, εμπόρου και χαράκτη, και άλλου ενός, αγνώστου. Μ' αυτά μονάχα για οδηγό, ο Ντύρερ έφτιαξε δυο σχέδια με μελάνι, κι εμένανε, στο ξύλο χαραγμένο. “Σχεδόν ανίκητο”, όπως γράφει πάνω πάνω, “γρήγορο, παρορμητικό και πονηρό”, να 'χω “το χρώμα της χελώνας με τις βούλες”, να 'μαι “σχεδόν τελείως σκεπασμένος με λέπια χοντρά”.

 

Με τύπωσαν πολλές φορές μέχρι το τέλος του αιώνα, ακόμα και μετά τον θάνατο του Δάσκαλου, ώσπου το ξύλο γέμισε σαράκι, και ράγισε ανάμεσα στα πόδια μου.

 

Μα εγώ δεν μοιάζω.

 

Ούτε βούλες έχω, ούτε καψούλια, ούτε κομμάτια πανοπλίας. (Ας όψεται που ο Δάσκαλος έφτιαχνε κάτι ασπίδες κείνον τον καιρό.) Αλλά συνηθισμένος είμαι: σάμπως κι ο Πλίνιος είχε δίκιο σε όλα; “Εχθρός του ελέφαντα”!

           

Κι όμως με τούτη τη μορφή θριάμβευσα για αιώνες. Κι ας σπρώχνει το κέρατό μου νά 'βγει από το πλαίσιο, κι ας είμαι με κομμένη την ουρά. Τριακόσια χρόνια εγώ, ο Ρινόκερως του Ντύρερ, ήμουνα ο Ρινόκερως. Κι ας φτάσαν κι άλλοι εκπρόσωποι του είδους μου κατόπιν στην Ευρώπη, κι ας τους ζωγράφισαν πολλοί – εμένα όλοι αντέγραφαν. (Ίσαμε και το 1930, εμένα θαύμαζαν τα Γερμανόπουλα στα σχολικά βιβλία τους.)

 

Λες και το ήξερε ο Δάσκαλος πόσο δημοφιλή θα μ' έκανε, έβαλε και με χάραξαν σε ξύλο μαλακό, να με τυπώνουν εύκολα, πάλι και πάλι – καλύτερα απ' ό,τι σε χαλκό, κι ας θα 'χα τότε παραπάνω λεπτομέρειες και λεπτοδουλειά. Έτσι, με την περιβολή πολεμιστή, ογκώδης και περήφανος, επεβλήθην. Και ας μη μοιάζω.

 

Θα είδατε ίσως και την πιστότερη ξυλογραφία του Χανς Μπούργκμαϊρ: ούτε που έκανε τον κόπο να μου βγάλει την αλυσίδα από τα πόδια. Άγνωστος πια, ο ατάλαντος: ένα αντίγραφο όλο κι όλο απομένει απ' το επαίσχυντό του έργο.

 

*



 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΛΙ (όν. ουσ., ουδ.)

[ενημέρωση λήμματος: Ιούλιος 2013]

 

1.

 

Ο Ζαν Ποκτόν, βοηθός σκηνής στο Παλαί Γκαρνιέ, πρωτόβαλε στην στέγη του μελίσσια το 1981. Το μέλι τους απεδείχθη εξαίρετο. Τουλάχιστον, έτσι έμοιαζε να πιστεύουν οι Παριζιάνοι λάτρεις της όπερας: τα βάζα –με τις χειρόγραφες, αριθμημένες και υπογεγραμμένες ετικέττες– ξεπουλούσαν ταχύτατα στο πωλητήριο του ιδρύματος. «Το να επιτρέπουμε σε έναν εβδομηντάχρονο να αναρριχάται στην σκεπή, είχε αρχίσει να καθίσταται προβληματικό», ανέφερε επίσημος εκπρόσωπος κατά την συνταξιοδότηση του κυρίου Ποκτόν, την άνοιξη του 2013.Φημολογείται ότι νέες μέλισσες θα εγκατασταθούν, με την φροντίδα ιδιωτικής εταιρείας, «για την καλύτερη πλαισίωση της δραστηριότητας». Ουδείς γνωρίζει τι γεύση θα έχει το μέλι του χρόνου.

 

2.

 

Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα «keneko» που σημαίνει «χρυσό» ή «κίτρινο», μέσω του γερμανικού «hunangan» δίδει το αγγλικό «honey». Αλλά υπάρχει και άλλη: «melit» – όθεν αμφότερα το ελληνικό «μέλι» και το ιρλανδικό «mil». Μη σχετιζόμενα, δυστυχώς, μήτε με την «μελωδία», μηδέ με την Μούσα Μελπομένη.

 

3.

 

Το μέλι διαχωρίζει την αλήθεια απ’ το ψεύδος. Χορτασμένες από «των θεών την γλυκιά ξανθή τροφή», οι τρεις μαντικές μέλισσες, παρθένες αδελφές, χορεύουν αυτό που είναι, αυτό που ήταν και αυτό που θα είναι. (Δίδαξαν στον Απόλλωνα την μαντική∙ αυτός τις χάρισε στον αδελφό του Ερμή.) Σαν το στερούνται όμως, γίνονται απείθαρχες∙ οι ρήσεις τους, αφερέγγυες.

 

4.

 

Την αγαπούσα πολύ, την αφίσα –που λειτουργούσε και ως δοκιμασία– με τις δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Ρίτσαρντ Άβεντον. Αριστερά, «Η Ντοβίμα με τους Ελέφαντες, βραδινό φόρεμα Ντιόρ, Σιρκ ντ’ Ιβέρ, Παρίσι»: το φωτομοντέλο της δεκαετίας του ’50 στέκεται λυγερό μες στο μακρύ του μαύρο φόρεμα –η σατινένια ζώνη σέρνεται στο άχυρο του τσίρκου– ανάμεσα στα δυο βαριά σταχτιά ζώα. Δεξιά, «Ρόναλντ Φίσερ, μελισσοκόμος, Νταίηβις, Καλιφόρνια, 1981»: άτριχος αλμπίνος, με τις μέλισσες σμάρι στον γυμνό κορμό και στο κεφάλι του (και στ’ αυτιά και στις ρώγες). Λίγοι φίλοι μου γοητεύονταν όσο κι εγώ απ’ αυτό το ζευγάρωμα της ομορφιάς υπό δολιοφθορά και της γαλήνιας συμβίωσης. Οι περισσότεροι ανατρίχιαζαν λόγω μιας επιπόλαιης ερμηνείας: «αηδία». Η αφίσα κρέμονταν στο χωλλ του διαμερίσματος. Όταν ήρθε να μείνει προ έτους ο Μ., την κατεβάσαμε για να χωρέσει η βιβλιοθήκη του.

 

*

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ιωάννινα, Άνοιξη 2015

 

Μες στις βελούδινες χρυσοκέντητες φορεσιές

των γυναικών της Βορείας Ηπείρου

και στους ολάνθιστους κήπους

των εβραϊκών γαμήλιων συμβολαίων

τρέχουν τρελλαμένες

νεαρότατες σαύρες

Είναι η εποχή τους –

βγαίνουν πάλι

να λιαστούν στα πεζούλια

 

Χάθηκε ο μικρόσωμος ρινόκερως

Stephanorphinus kirchbergensis

απ’ τις όχθες του Λούρου

Χάθηκε και το κόκκινο ελάφι

που ’φτιαχναν απ’ τα δόντια του χάντρες και φυλαχτά

Χάθηκε το βραχύσωμο άλογο

που τόσο το κυνήγησαν

και με το τέλος πια των παγετώνων

ξεράθηκαν τα χορτολίβαδά του

 

Τώρα ο άστεγος κοιμάται στο υπόστεγο

του παλιού μεντρεσέ

Ένα γεράκι

θλιμμένο και άπραγο

στέκει ψηλά στα σύρματα

Οι σαύρες λιάζονται παντού

Μια γάτα μάς κοιτά


 

*




 

 

 

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΒΕΝΙΟΣ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ, 34 ΕΤΩΝ, ΙΟΣ *

 

«Είμαι κτηνοτρόφος παραδοσιακός

Την αγαπάω τη δουλειά

Ο πατέρας μου πούλησε τα ζώα

για να μη γίνω κι εγώ βοσκός

Με έστειλε στην Α’ Γυμνασίου

και μαράζωσα

Δεν αντέχω του λέω –
και ξαναφτιάξαμε το κοπάδι

 

Τα περισσότερα κατσίκια μου είναι ντόπια

Κάποια είναι επιμειξία με δανέζικη ράτσα

που είχαν φέρει παλιά στο νησί –

τα λέμε ζάνικα

 

Τώρα φέρνουν κάτι γίδες, αλπίνες

Αλλά είναι ζώα

–πώς να το πω–

ανούσια, σαν ελάφια

Τα δικά μας τα νιώτικα

είναι ζώα του μαρμάρου

που λέγαν οι παππούδες μας

Τρώνε μάρμαρο και πέτρα απ’ το χώμα

γι’ αυτό είναι νόστιμα»

 

Ενώ αρμέγει

κάθε λίγο αλλάζει κουδούνι

σε κάποια γίδα

 

«Τα κουδούνια είναι για τις γίδες

ό,τι το φόρεμα για τις γυναίκες

Πρέπει να είναι όμορφες

Και για μας τους βοσκούς είναι

μελωδία, ορχήστρα»


 

* Σχεδόν επί λέξει μεταγραφή φράσεων από άρθρο στο «Κ» της «Καθημερινής», περί τα μέσα της δεκαετίας του 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια: