Τα Selected Poems του Thom Gunn ήταν πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου της Student Union όταν πρωτοέφτασα στο Πανεπιστήμιο, το 1985. Εντέλει τα αγόρασα: ξεφυλλίζοντας, με είχε ήδη γοητεύσει η ποικιλομορφία τους και το εύρος των θεμάτων τους: από περίτεχνες ‘ελισαβετιανές’ ‘κατασκευές’ μέχρι αιφνιδιαστικής αμεσότητας ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Στον στρατό, ήρθε η στιγμή να δοκιμάσω να μεταφράσω κάποια απ’ αυτά, γιά προσωπική μου απόλαυση και άσκηση. Ορισμένα δημοσιεύτηκαν αργότερα στην ‘Ποίηση’ (τ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998). Απ’ αυτά είναι και όσα παρατίθενται πιό κάτω (σε ενίοτε ελαφρότατα αναθεωρημένες εκδοχές). Ομολογώ ότι σήμερα προτιμώ τις ευφάνταστες ποιητικές ‘κατασκευές’ του από τα εγκεφαλικότερα ‘δοκιμιακά’ του ποιήματα. Αλλ’ ίσως κιόλας να φταίει η αδυναμία του μεταφραστή να μεταφέρει την ευφυία αλλά και την γλωσσική μαεστρία των πρωτοτύπων.
Εμπόλεμη Κατάσταση (1954):
ΕΠΙ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ
Έφτασα πλέον σε εποχή που οι λέξεις δεν βοηθούν:
Αντί, μεσ’ από τόπους χέρσους, σημάδια δυνατά,
Μες στην αβέβαιη ύπαιθρο να μας οδηγούν,
Ή μοναχοί αξιόπιστοι επάνω στα βουνά
Με φλασκιά κονιάκ και με σοφία να μας σώζουν,
Είναι τώρα χαλίκια, ή σκυλιά που σκούζουν
Στα πόδια μας μπερδεύονται, και στα μπατζάκια μας χυμούν.
Περιγραφή και ανάλυση υποβαθμίζουν και καθυστερούν
Χώματα από το παρελθόν που υποχωρούν.
Κι όταν βογκάμε Αγάπη Μου εννοούμε κάτι
Που από κοντά ιδωμένο σύντομα ξεγελά
Την διανοούμενη συνήθεια, το σοφό μας μάτι.
Κι έτσι είτε η εμπειρία θα ξεθωριάσει
Είτε θα βγουν οι προσεγγίσεις μας ψεύδη οικτρά.
Οι σκύλοι που γρυλλίζουν, τη βιάση μου βαραίνουν,
Με τόνους που αδειάζω ουγγιά με την ουγγιά.
Απ’ του αγνωστικιστή την ειρωνεία τώρα ξεμακραίνω
Ώστε να φτάσω και ν’ αναπαυθώ σε περιοχές ψηλά,
Σε πηγές λόγου, της αλήθειας πρότερον σκοτεινό:
Η γλώσσα σου για μένα, όστια υγρή, γλυκειά,
Και βρίσκω νοήματα σωστά σε στόμα σιωπηλό.
Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):
Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΠΑΙΔΟΣ
Τα αίτια βρίσκονται στον Χρόνο. Μόνο καταλήγουν
Να σαρκωθούν σε σώμα, σε δύναμη ορισμένη.
Πώς να μαντέψει ότι τα νέα του μέλη κρύβουν
Σπέρμα διχασμού; Στο τσάι και στο τέννις,
Στην απαλή χλόη πάνω, μας διαφεύγει.
Με λυπηρή διπροσωπία, μαζί μας παίζει.
Απόψε το αγόρι, ξανθό κι άγουρο ακόμη,
Το σκάει από το σπίτι, τα ρούχα του στριμώχνει
Σε δυο υδρίες ανάμεσα, κι απ’ όσα εννοεί
Πάει πέρα, μεσ’ απ’ το σκοτάδι και τη σκόνη:
Χωράφια μ’ αιχμηρά σπαρτά, που άφησε η μηχανή
Στους πόθους των εντόμων, έχθρα βουερή.
Στης νύχτας την κουφόβραση, όχι ακόμα χρυσά,
Στα πέλματά του χώνονται τα στάχυα: αυτός ζητά
Την σελήνη, που το άγγιγμα του στείρου της φωτός
Επιθυμίες θα λύσει σωρευμένες –κι ας μην τό 'θελε αυτός–
Μες στην μακρυά παρότρυνση του απογεύματος.
Ο σκληρός δίσκος πάνω από τον λόφο μετακινείται αργά.
Λευκός μέσα στην δέσμη στέκει, με ψηλά και μέτωπο και ώμους.
Πηδώντας απ’ το χώμα, την ίδια αυτή στιγμή,
Γνώριμες νοιώθει, μαύρες τρίχες να φυτρώνουν.
Κι ύστερα αδέσμευτος στης φύσεως τους νόμους,
Δηλώνει στο ένστικτο και στην σελήνη υποταγή.
Πέφτει στα τέσσερα. Όμως τα πόδια του ματώνουν.
Μώλυ (1971):
ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗΣ
Κάτι συμβαίνει. Μέσα στα μαλλιά μου
Φυτρώνουν κέρατα γυαλιστερά
Τα πόδια μου αλλάζουν σε οπλές σιγά σιγά.
Πατέρα, δες τα μάγουλά μου
- Δέρμα που ήταν ωραίο και νωπό
Τώρα σαν φλούδα δέντρου είναι άγριο.
Γκριζοτρίχη, δες με πώς λαμποκοπάω.
Λεύτερος χλιμιντρίζω, στα πισινά πατάω,
Φρουμάζω και συσπάται το κορμί μου
Προς μια ολοκλήρωση που θά ’ναι η δική μου.
Κι ύστερα δρόμο ανοίγω και περνάω,
Περιπέτειες μες στον κήπο σου ζητάω.
Τώρα παίζω πια στα σοβαρά.
Τριποδίζω δεξιά κι αριστερά.
Το αίμα μου είναι σαν το φως.
Πίσω από μιαν αμυγδαλιά κρυμμένος,
Στα κέρατα με χιόνι στολισμένος,
Περιμένω, καίγοντας, αόρατος.
Όλα προτού να γεννηθώ σχεδιασμένα
Για σένα, Γέρο, γι’ άλλονε κανένα.
Τρέμει ο κόρφος σου και σε ειδοποιεί.
Εγώ κλωτσώντας δυνατά τη γη
Μήνυμα για τη μάνα αποτυπώνω.
Και τα κέρατά μου χαμηλώνω.
Jack Straw's Castle (1976):
ΧΑΜΣΤΑΙΝΤ: ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΑΣΤΑΝΙΕΣ
Στην κορυφή χαμηλού λόφου
δυό στέκουνε μαζί, πράσινα
λικνίσματα, εγγεγραμμένα
στον γενικό παλμό. Πρέπει
να έχουμε την ίδια ηλικία.
Ο αδερφός μου κι εγώ
ανάμεσά τους κάναμε ποδήλατο,
κατηφορίζαμε τον λόφο κι η ορμή
μάς έπαιρνε χωρίς πετάλι
ώσπου να μάς φρενάρει τελικά
ένα κομμάτι θλιμμένου βάλτου
(που δεν υπάρχει πια) όπου η λάσπη
χρωματιζόταν καφεκόκκινη
απ’ τη σκουριά που ανάβλυζε. Ήταν
φθινόπωρο
ή μήπως όχι;
Τίποτα που να συγκρατήσει την ανάμνηση. Η
μυρωδιά των φύλλων τον Μάιο
γλυκειά και δυνατή σαν οίστρος
με μπερδεύει τώρα, όλα
χάνονται, άρχισα
να το ξεχνάω ήδη ενώ έγραφα.
Οι μορφές παραμένουν, όχι η ζωή
της λεπτομέρειας ή της απόχρωσης
ύστερα οι μορφές χάνονται και
μόνο λιγοστές χρονολογίες σού απομένουν.
Αλλά τα δέντρα δεν έχουν αισθήματα
οι καρδιές τους είναι ξύλο
και τίποτα δεν συντηρούν
οι κορμοί τους θεριεύουν, τους
αγκαλιάζει ο άνεμος που
με βιάση αγκαλιάζουν,
απλώνονται προς τα έξω
και προς τα επάνω
χωρίς να μετανοιώνουν
σκληραίνουν το τρυφερό πράσινο
σε αναίσθητη ξυλεία.
Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):
ΜΟΙΧΕΙΑ
Ζεστά όμορφα άτριχα ζωάκια
έπαιξαν σ’ ένα ξέφωτο που ξάνοιγε ο πόθος τους
παιχνίδι κορυφούμενο σε διάφανη μανία
που τους ανέβασε πιο πάνω κι απ’ τον πόθο ακόμα
– φευγαλέα ξέφωτα τό ’να πίσω απ’ τ’ άλλο.
Φεύγοντας, ανασύνταξε το πρόσωπό της
να φαίνεται σαν να ’χε μόλις επιστρέψει
από την νέα ταινία του Μπέργκμαν
(που είχε πράγματι δει προηγουμένως).
Μέχρι να φτάσει σπίτι τα ’χε καταφέρει
και το πρόσωπό της ήταν κατάσπαρτο από έκφραση.
Αφοσιωμένη στον σύζυγό της, δείχνοντας
πόσο ενδιαφέρουσα ήταν η ταινία, πόσο
ανανεωτική, πραγματική καινοτομία
(ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, γλυκέ μου;)
θά ’πρεπε να την δει κι εκείνος θα
του άλλαζε την όλη στάση του.
Έπαιξε το μικρό αυτό δράμα. Και
το μισοπίστευε καθώς το έπλαθε,
γιατί το είχε παίξει και παλιότερα προς χάριν
της διατηρήσεως του υπέροχου σπιτιού,
με τα δωμάτια ευάερα γεμάτα ελευθερίες,
των παιδιών που πάνε σε προοδευτικό σχολείο,
του χόρτου που καπνίζουμε όταν έχουμε καλεσμένους,
και των φιλόδενδρων που μεγαλώνουν μες σε εμπιστοσύνη αργή.
Ο άντρας της την κοίταξε σιωπηλά,
του φάνηκε, προς στιγμήν, ζήτημα αντικειμενικό,
και μες στις σκέψεις του ανακεφαλαίωσε το δράμα:
μία συστάδα από καλοσυνάτα εφευρήματα,
μη ενδιαφέροντα, μη
ανανεωτικά, πραγματική οπισθοδρόμηση
(ξέρεις πόσο βαριόμαστε, γλυκειά μου;)
θα ’πρεπε να το δει κι εκείνη θα
της άλλαζε την όλη στάση της.
ΓΛΥΚΕΙΕΣ ΛΙΧΟΥΔΙΕΣ
Γλύφει όσο παγωτό σοκολάτα απόμεινε
στις σκασμένες άκρες των χειλιών του.
Καθισμένος στον ήλιο σ’ ένα σκαλοπάτι
έξω απ’ τα πλυντήρια,
ο Ντον το μογγολάκι στρίβει το ξυρισμένο του κεφάλι
και το μάτι του πέφτει πάνω μου καθώς κατηφορίζω.
«Γειά!» Το λέει με τον επιτηδευμένο
ενθουσιασμό οργανωμένου μέλους νεολαίας.
«Θα με πας απέναντι;!» μισό
ερώτηση μισό προσταγή. Κρατάω
μες στα δικά μου τα δάχτυλά του που κολλάνε
και παραπατάμε απέναντι. Πουλάνε
αχλάδια και ροδάκινα εκεί πέρα,
τα ζουμιά θα τρέξουν πάνω στο πηγούνι σου.
Γυρνάει πριν τον αφήσω,
λέγοντας με το ίδιο
μίγμα διαταγής και παράκλησης
«Δώσ’ μου ένα εικοσάρικο;!» Δεν
του δίνω, δεν του ’δωσα ποτέ, σ’ αυτόν, όχι,
αναρωτιέμαι γιατί όχι, και καθώς
συνεχίζω το δρόμο μου μόνος συνειδητοποιώ
πως είναι επειδή το άγουρο μυαλό του
ποτέ δεν με αναγνωρίζει, εμένα
ως εμένα τον ίδιο, λέει μόνο γειά
γι’ αυτό που μπορεί να κερδίσει, εικοσάρικα για
ν’ αγοράσει γλυκειές λιχουδιές, τη μια μετά την άλλη,
πάει από μαγαζί σε μαγαζί, απ’ το
περίπτερο στο παγωτατζίδικο στον
φούρναρη στο μανάβη, ατελείωτη
αναζήτηση της ηδονής του ουρανίσκου. Ύστερα
στη γύρα για να ζητιανέψει πάλι,
κι άλλα εικοσάρικα, κι άλλες γλυκειές λιχουδιές.
Τα δικά μου ψώνια είναι οδοντόπαστα,
βιταμίνες και γραμματόσημα.
Κανένα παραχάιδεμα στην περίπτωσή μου.
Αλλά ποιος πλησιάζει; Είναι
ο Τζων, όχι, ο Τσακ, πώς
μπόρεσε να μου διαφύγει τ’ όνομά του.
Ο Τσακ χαμογελάει μονόπαντα, στέκει
σαν φρέσκος από τα πλυντήρια,
ένας καλογυαλισμένος καουμπόης, ο Τομ Σώγιερ
μεγάλος, αλλά στυλάτος, ίσως
κιόλας προσεκτικός, τα σκούρα του μαλλιά
κολλημένα προς τα πίσω κατά την τελευταία μόδα.
Όταν σφίγγει το χέρι μου νοιώθω
ένα στεγνό δάχτυλο παιχνιδιάρικα να λυγίζει προς τα μέσα
και ν’ αγγίζει την παλάμη μου κρυφά.
«Πάει πολύς καιρός
που δεν βρεθήκαμε», λέει ο Τζων.
Δηλαδή ο Τσακ. Το ζεστό πειραχτικό
γαργάλημα μες στη σπηλιά της χειραψίας μας
ξεκόλλησε το μυαλό μου από την οδοντόπαστα,
το άρπαξε, τελείως.
Πόσο ωραίος είναι μέσα
στον πόθο του και τη ζωντάνια, μες
στην λαμπρή του επίδειξη αυθορμητισμού.
Με θάρρος «Τι θά ‘λεγες για τώρα;» λέω
ξέροντας την απάντηση. Αγόρι μου
θα μπορούσα να σε φάω ολόκληρον. Στην μακριά παύση
τον χαζεύω από πάνω ώς κάτω και
από τα μπλε αθλητικά ώς το μονόπαντο χαμόγελο
που ξαναχαράζει. Ξέρουμε τη χάρη μας.
Ξέρουμε πως η καθυστέρηση κάνει την ευχαρίστηση μεγάλη.
Μέσα στα μάτια μας, πάνω στη γλώσσα μας,
γευόμαστε την επικείμενη απόλαυση
πραγμάτων που γνωρίζουμε μα είναι πάντα νέα.
Γλυκειές λιχουδιές. Γλυκειές λιχουδιές.
ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ
Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω
απ’ τη γριά γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί,
βλαστημώντας στην τύχη,
ήταν δεμένη στον πάσσαλο της κρίσης
σαν μάγισσα παγιδευμένη από τον όχλο:
ναι, έτσι έμοιαζε,
σαν γριά μάγισσα του χωριού
εκτός τόπου οπουδήποτε, ακόμα και στη διασταύρωση
όπου η κοσμική Μάρκετ Στρητ
συναντά τη φτωχογειτονιά της Έκτης
– κεφάλι δεμένο με φακιόλι,
μάγουλα σαν μήλα, και μύτη μακριά
αστραφτερή και κοφτερή σαν της Οργής.
Ούρλιαζε βρισιές
σε δυο τροφαντούς νεαρούς αστυνόμους
που βάλαν μπρος γελώντας
μες στο αστυνομικό με την ωραία ταπετσαρία.
Παραληρώντας έψαχνε να βρει
αντικείμενα για τη μανία της.
Στη στάση ήρθε φάτσα
με ένα νέο πρόσωπο με γένια:
την κάρφωσε μ’ ένα μακρύ βλέμμα οίκτου,
που την έτρεφε, την έτρεφε.
Ανακάλυψε ένα άδειο μπουκάλι αναψυκτικού,
χόρεψε μπρος στην κυκλοφορία
πού ’χε σταματήσει με το κόκκινο, σείοντάς το,
και το συνέτριψε στην άσφαλτο.
Όλοι κοιτούσαν, είτε γελώντας
είτε με σιωπηρή απόγνωση καθώς εκτόξευε
το εβδομηντάχρονο κορμί της πέρα δώθε
με τη δύναμη βρέφους μόλις αποκομμένου.
Κάποια άλλη φορά, μες στο δωμάτιό του,
κάποιος άντρας μου είπε,
«Σε παρακαλώ, μην αναστατωθείς
μ’ αυτό που πάω να κάνω.
Δεν έχει σχέση μ’ εσένα.»
Κι εκεί που πλάγιαζε σκέπασε
μ’ ένα μαξιλάρι το κεφάλι του
και βρυχήθηκε μέσα του αρκετές φορές
–μακριά κουκουλωμένα ρεψίματα οργής–
σαν νά ’τανε το πρόβλημά του
ξαφνική κράμπα ή κρίση
δυσπεψίας που έπρεπε να την ξεφορτωθεί
με σύνεση, με σοφά μέτρα,
σαν να μπορούσε
να απορροφηθεί απ’ το ουδέτερο υλικό
ενός μαξιλαριού, ή από περαστικούς
που γυρνούν απ’ την άλλη, γελώντας,
σαν να μπορούσαν οι αιτίες
να πνιγούν μαζί με την κραυγή
αλλά οι αιτίες ξεχνιούνται
κι η κραυγή επιστρέφει,
εκτός ελέγχου,
μανιάζοντας σε μια διασταύρωση
όπου το κόκκινο έχει κολλήσει
και η κυκλοφορία σταματήσει,
κι οι οδηγοί κοιτάζουνε με δυσφορία
έναν θυμό
που δεν ξοδεύεται, που δεν μπορεί να ξοδευτεί.
Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992):
ΤΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ
΄Ητανε τα γενέθλιά σου, είχαμε πιεί, δειπνήσει
Τη μισή νύχτα με τον παλιό μας φίλο
Τέλος σ’ ένα κρεββάτι μας οδήγησε
Που τό ’φτασα με μία μεθυσμένη δρασκελιά.
Μεμιάς πλάγιασα βολικά,
Και γλαρωμένος από το κρασί λαγοκοιμόμουν στο πλευρό.
Λαγοκοιμόμουνα, κοιμήθηκα. Ο ύπνος μου διακόπηκε μες σ’ ένα αγκάλιασμα,
Ξαφνικά, από πίσω,
Που εφάρμοζε τα σώματά μας τό ’να στ’ άλλο από πάνω ώς κάτω:
Το πέλμα σου στη φτέρνα μου,
Τις ωμοπλάτες μου πάνω στο στήθος σου.
Δεν ήταν έρωτας, αλλά ένοιωθα
Το σώμα σου μ’ όλη τη δύναμή του ζυγιασμένη,
Ή αντιμέτωπη με τη δική μου,
Μ’ εσένα να με θυληκώνει
Σαν νά ’μασταν ακόμη εικοσιδυό
Όταν το μέγα πάθος μας δεν είχε ακόμη
Γίνει οικείο.
Ο γρήγορός μου ύπνος είχε σβήσει κάθε ίχνος
Ενδιάμεσου χρόνου και τόπου.
Γνώριζα μόνο
Την εμμονή της ασφαλούς σφιχτής στεγνής σου αγκαλιάς.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ
αγάπη δίχως ίσκιους – W.C.W.
Δυό κορμοί σαν σώματα, σώματα σαν κορμοί πλεγμένοι
Στηριγμένοι στο ξύλινο αγκάλιασμα. Φύλλα γυαλίζουν
Από τρυφερή συνήθεια στα άκρα.
Αληθινά ο ένας για τον άλλον, τόσον καιρό αγκαλιασμένοι
Που οι φλούδες τους ενώθηκαν, έσμιξαν σε ροή μία
Που και τους δυό σκεπάζει. Φωτίζει ο χρόνος τον ωραίον όγκο.
Οι θεοί ευγνωμονούσαν, και για κάθε προστασίας προσφορά
Δώριζαν προστασία χιλιαπλάσια.
Κι έτσι το ζεύγος στάλαξε στο χώμα
Τις διαφορές που επέτεινε το όψιμό τους σφρίγος
Κάνοντας τις ανταλλαγές τους τραχειές κι αλμυρές,
Και βρήκε, με την αγάπη που ίσια στάθηκε στο ζύγι,
Πλέρια γαλήνη της ψυχής. Άφησαν την αμηχανία πίσω τους
Πάει πολύς καιρός, πάει πολύς καιρός που ξέχασαν
Πώς ο καθένας ξύπναγε χώρια μες στην χλωμή και γκρίζα νύχτα,
Πάει καιρός που ξέχασαν τις μέρες που ο καθένας
–Καβαλικεύοντας του άλλου το νευρικό υπερχείλισμα–
Γνώριζε ρίγος αργό μαθαίνοντας πώς ν’ αγαπά
Αυτό, που σαν σιγά σιγά αποκαλυφθεί, γίνεται ο εαυτός του,
Διαστέλλεται, ξεθηκαρώνεται, καθώς εξερευνούν οι δυνατές αχτίδες:
Ένα εφεύρημα μες στην διαρκή αποκάλυψη.
Έχουν κυλήσει σε αιώνιο ύπνο,
Στην γαλήνη των δέντρων που όλη νύχτα ψιθυρίζουν.