28.2.10
10feb_vi
[... και η έκτη 'αίθουσα' του μήνα: 18 εικόνες 14 καλλιτεχνών - μεταξύ των οποίων και η zweifellos mondbetont]
24.2.10
22.2.10
10feb_iv
[η τέταρτη 'αίθουσα' της 'έκθεσης' του μήνα - με 16 εικόνες 15 καλλιτεχνών, συν 2 φωτογραφίες του zach ayotte]
20.2.10
[bis]
[έτοιμη και η δεύτερη 'έκθεση': πάντα 18 οι εικόνες, 12 οι καλλιτέχνες τώρα - ανάμεσά τους και ο φωτογράφος gzi24]
18.2.10
[καινούργιο κοσκινάκι μου]
[my first flickr gallery: 18 εικόνες 14 καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένης και της yana., επάνω - μιά πρώτη συγκομιδή από τον παράδεισο του flickr]
4.2.10
λήθη: ο χώρος των δυνατοτήτων
Μαζί με εικόνες του -τρία χαρακτικά σε λινόλεουμ, και μιά νερομπογιά-, κάποια λόγια του Palle Nielsen, του Δανού καλλιτέχνη, έργα του οποίου είδαμε πέρσι στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, όπως τα σημείωσα, ακούγοντάς τον να μιλά στο τηλεοπτικό ντοκυμανταίρ που προβαλλόταν στην έκθεση εκείνη.
[Όταν ήταν παιδί, του άρεσε το λιμάνι της Κοπεγχάγης:]
- Εγώ ο ίδιος γινόμουνα καράβι, κάθε που περπατούσα στα φθινοπωρινά φύλλα.
- ... πού και πού, ένα θρόισμα από τα πράγματα που μας ανησυχούν.
[Φαντάζεται έναν μελλοντικό –φανταστικό;- κόσμο:]
- Οι φάλαινες αναλαμβάνουν τον κόσμο. Θα νικήσουν.
[Αναφερόμενος σε ημι-φανταστικά τοπία που απεικόνισε:]
- Ορισμένα μέρη σαν να βρίσκονται σε μιά γαλήνια, σκονισμένη αναμονή.
- Η πόλη των ονείρων, η χώρα των πάρκων, έχουν αποσβολωθεί από τον ύπνο.
- Η Ευρώπη παραπαίει με κοντόφθαλμη απληστία.
- Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να ξεχάσουμε λίγο τον εαυτό μας, ώστε τα βαθύτερα πράγματα να βγουν στην επιφάνεια.
- Λήθη: ο χώρος των δυνατοτήτων.
3.2.10
πριν από 99 χρόνια
ΦΑΛΗΡΟ
Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα - μόνη
Εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
Μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
Αυτοκίνητο να γοργοζυγόνη.
Μ' ελπίδα σταματάω. Να το, πλακόνει.
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
Τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
Ακόμα και ο σοφέρ σου με σκοτόνει.
Αρχοντοπούλα μ' άφταστα πρωτάτα,
Με των Εφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
Τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,
Του θανάτου δε μ' έπιασαν τρομάρες -
Γλυκύτατες μ' ελυώσανε λαχτάρες
Να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.
Τι νά 'ναι ετούτο το τόσο μοντέρνο σονέτο; Που δείχνει -και δεν είναι άσκοπο να το ξαναθυμόμαστε πού και πού- τι είναι το σονέτο: όχι απλώς επίδειξη ομοιοκαταληκτικής δεινότητας, ούτε παράθεση εύχαρων κι εύηχων εικόνων, παρά σκέψη σφιχτοπλεγμένη μόνον με τις απολύτως απαραίτητες λέξεις - τέσσερις, αυξανόμενης ταχύτητας και πυκνότητας, κατεβασιές του ποιητικού ξίφους.
Ένα πάθος στην άσφαλτο - του Μαβίλη. Γραμμένο το 1911, και πρωτοδημοσιευμένο στα "Γράμματα" της Αλεξάνδρειας το 1913 - ένα χρόνο, δηλαδή, μετά τον θάνατο του εθελοντή στρατιώτη γιά την απελευθέρωση της Ηπείρου, μέλους του "Εκπαιδευτικού Ομίλου", και βουλευτή. Στις 16 Φεβρουαρίου 1911, υπερασπιζόμενος την δημοτική στην Αναθεωρητική Βουλή, θα πει -πέρα από το θρυλικό "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι"- μεταξύ των άλλων: "Εθνικόν Συνέδριον ως το ημέτερον συντάττει μεν θεσμούς και νόμους, αλλά παρέχει και εις τας συγχρόνους και τας επερχομένας γενεάς και εις την λοιπήν ανθρωπότητα μίαν εικόνα του πολιτισμού κατά την στιγμήν ταύτην εν τω Έθνει" - και "μόνον ελευθερίαν ζητούμεν, εις τα διάφορα ρεύματα ιδεών - εκ της συγκρούσεως αυτών θέλει γεννηθή ο σπινθήρ, ο οποίος βαθμηδόν μεγεθυνόμενος θα είναι ο ποιητής της φυλής".
[Αντιγράφω από την έκδοση του αείμνηστου Γιώργου Αλισανδράτου: Λορέντζου Μαβίλη, Τα Ποιήματα, Ίδρ. Κ. & Ελ. Ουράνη, 1990. Φωτ.: Π.Ι., i.2010]
23.1.10
thom gunn _ επτά [ακόμα] ποιήματα
Εμπόλεμη Κατάσταση (1954):
ΓΕΡΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΚΙ
Με νόμιζα σκληρό,
Μα τώρα ημερωμένα,
Τα φτερά μου αργούν
Να πετάξουν, να πουν
Πως σαν πετώ,
Πετώ για σένα.
Έστω κι εκεί ψηλά,
Σκλάβος σου είμαι πια:
Η αγάπη σου με τύφλωσε,
Δεν βλέπω άλλα πουλιά –
Η δική σου μιλιά
Τα μάτια μού ’δεσε.
Σαν πριν, ορμάω επάνω,
Ζυγιάζομαι, βουτώ,
Μα μόνο έχω σκοπό,
Δικόν μου να σε νοιώθω.
Πιασμένος, να σε πιάνω
Απ’ τον καρπό.
Ημέρωμα μισό,
Κι άγριο μ’ αφήνεις πάλι,
Να τρέμω μη σε χάσω.
Μα αν χάσω, σε κρατώ:
Για θήραμα αρπάζω
Τον γερακάρη.
Η Αίσθηση της Κίνησης (1957):
ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Γιατί μακρυά ν’ ατενίζουμε πάντα, και πάντα
Η επαφή μας νά ’ναι αμήχανα εγγύς και όμως λίγη;
Νά ’μαστε σαν τον Κουίντ και την περίεργη γκουβερνάντα
Χωρισμένοι από παράθυρο ή λίμνη;
Στερημένοι σαν φαντάσματα, σαν άνθρωποι, στυλώνουνε το βλέμμα,
Μετά, η σκιά τους χωρίζει. Γιατί η αναπνοή να πλέει ανάμεσα,
Να παρεμβαίνουνε οι λέξεις, λιβάδια πατημένα,
Και να χωρίζουνε τον πόθο απ’ τον ψηλό μυ του έρωτα;
’Κείνη την νύχτα νόμιζα –το απόβραδο του πύργου–
Όταν σχεδόν σε άγγιζα –τόσο φαινόσουν καθαρά–
Πως ήμουνα ο Κουίντ, πως όλα τ’ άλλα ήταν που
Σε κράταγαν μακρυά: η ώρα ή τα παιδιά.
Μα τώρα που στον κήπο τριγυρνάς κι εγώ είμαι εδώ,
Πάνω στο στήθος μου τι σφίγγω, ποιο φορτίο νεκρό;
Μώλυ (1971):
ΜΩΛΥ
Εφιάλτης: κτήνος, ρουθουνίζοντας, απ’ τον ύπνο να βγει.
Ξύπνησα. Τι πετσί κτήνους με ανάγκασε να λάβω αυτή;
Βάτραχου που μέρα νύχτα ζητάει να ζευγαρώνει,
Σκύλου που σάλια στάζει και σκυφτός σιμώνει,
Ή γάτας που όλο χάρη στο θύμα της χυμά,
Το βασανίζει ώρες, μα δεν το τρώει μετά.
Νυχτοπεταλούδας, λύκου, καρχαρία, ψύλλου, γαϊδάρου, παπαγάλου,
Ή κροκοδείλου. Πόσα ζωύφια σπρώχνονταν εντός μου, πλήθος μεγάλο.
Τούτα μοιάζουνε τρίχες, κι έχω σκληρό πετσί.
Χωρίς νύχια ή μεμβράνη: κάθε πόδι έχει οπλή.
Τι όγκος κάλυψε τη μέθοδο τελικά;
Ριγωτός σα λαρδί. Άσχημος, γκρίζος, με κρεμάμενα αυτιά.
Οι άσπρες βλεφαρίδες, μόνο σημείο ανθρώπινο.
Τα δόντια σχίζουν, σχίζουν. Ζώο με ρύγχος κόκκινο
Τα πάντα ροκανίζω, σύρμα, τσίγκο, ή ρίζα.
Αν δεν φοβόμουν, κι άνθρωπο θα καταβρόχθιζα.
Σάρκα ανθρώπου ήδη μες στη δική μου κλείνω.
Θαμμένα μες στο χοίρο, μέλη έτοιμα για κίνδυνο.
Όλο σκαλίζω. λέτε πως είναι βουλιμία – σωστό,
Αλλά έχω ανάγκη και γυρεύω ένα φυτό.
Σεις με τις ιερές μεταμορφώσεις, θεοί, οδηγείστε με όλοι,
Εκεί όπου βαθειά μες στο χορτάρι, τρεμοπαίζει το μώλυ:
Σε κάθε φύλλο, κάθε μίσχο, δροσερή ψίχα, μαγική,
Απ’ το γαλακτερό λουλούδι ώς τη ρίζα, μαύρη και διχαλωτή.
Από τούτο το παχύσαρκο μπουντρούμι, να αναρριχηθώ σε δέρμα
Και τίτλο ανθρώπινο, χώνοντας το γουρούνι πάλι μέσα.
Μες στην πρασινάδα σπρώχνω μουσούδα γκρίζα και υγρή,
Το άνθος ονειρεύομαι, που όμως ποτέ δεν έχω δει.
Jack Straw's Castle (1976):
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Η έννοια της εμπιστοσύνης, ή,
ο κλέφτης. Πάντα
κάπου εδώ τριγύριζε,
ο “ωραίος” Τζιμ.
Σαν πασχαλιά ή
ένα συμπαθητικό κάδρο στον τοίχο.
Γαλάζια μάτια
έντονης απροσδιοριστίας
και επιμελημένη
στάση ζώου.
Ώσπου κάποια μέρα
είπε κάτι!
είπε
πως η εμπιστοσύνη είναι
συνωμοσία οικειότητας.
Τι σήμαινε
αυτό; Πάντως την επομένη
ήταν άφαντος, με όλα
τα λεφτά και το μαύρο
των ανθρώπων με τους οποίους ζούσε.
Αρχίζω
να καταλαβαίνω. Τον βλέπω
να περιέρχεται τα υπάρχοντά τους
με την άνεσή του, με
ένα ήσυχο κρυφό χαμόγελο
διαλέγοντας και παίρνοντας,
έχοντας πρώτα ανακαλύψει
και στήσει την φράση του για να
μπερδέψει
εκείνο το μήνυμα περί
περιβάλλουσας εμπιστοσύνης.
Δραπετεύει.
Τα μάτια του
είναι σχεδόν διάφανα.
Έχει φορέσει
γάντια. Παίζει
με τα ιδιωτικά όσων
ενεργούσαν σαν
να μην έπρεπε να υπάρχει ιδιωτικό.
Δέχτηκαν
το ρίσκο.
Η άγρια πασχαλιά
πνίγει τον κήπο.
Οι Δίοδοι της Χαράς (1982):
ΕΛΕΓΕΙΑ
Σχεδόν τη βλέπω τη σκηνή
Αδύνατος, ψηλός, ομορφάσκημος
η λεπτή πεινασμένη γλυκύτητα
του χαμόγελού του άφαντη
καθώς παίρνει την απόφασή του
και περπατάει πίσω απ’ τον αχυρώνα
με τις λεπτές μυτερές του μπόττες
πάνω στα φύλλα του ευκάλυπτου που τρίζουν
και φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι του
Ακόμα κι ο τρόμος
ν’ αφήνεις έτσι τη ζωή
καλύτερος από τον τρόμο
να μην μπορείς να την κουμαντάρεις
Αν και μετά βίας τον γνώριζα
επαναλαμβάνω τη σκηνή ξανά και ξανά
Ήταν ευκάλυπτος το τελευταίο πράγμα που μύρισε;
Όχι ήταν το ίδιο του το αίμα
καθώς πνιγόταν
Όλο μ’ αφήνουνε
και δεν
μου λένε δεν
με ειδοποιούν ότι αυτή είναι
η τελευταία φορά που θα τους δω
καθώς όλο και λιγοστεύουν
σαν τον Ντάννυ ή
αργά αποξενώνονται
Δεν θα υπάρξει στροφή του ποταμού
όπου θα ξανασμίξουμε όλοι
σ’ ένα υπέροχο γλέντι
τα φαγητά απλωμένα
όλοι οι χαμένοι νά ’χουνε βρεθεί
όπως στο κρυφτό
Αλλόκοτη παρηγοριά
ο καλύτερος τρόπος για να
συμφωνούμε πάντα
να είναι όταν παίζουμε το ίδιο παιχνίδι
όπου όλοι πάντοτε χάνονται
ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
Σ’ έχω βάλει στο μάτι
Πάει καιρός.
Τα φέρνεις βόλτα φαίνεται,
Δεν ξέρω πώς.
Αλλά όπως προχωρείς
Καταλαβαίνεις
Στην πόλη ο κάθε δρόμος
Τι σημαίνει.
Στο χωριό σου ροδάκινα
Όταν μάζευες
Κάθε βράδυ που ερχόταν
Χνούδι κόλλαγες
Σε πρόσωπο και χέρια,
Οικείο, αηδιαστικό,
Σαν τους δικούς σου σ’ έτρωγε
Ασφυκτικό.
Στην πόλη όμως σαν ήρθες
Λίγο αργότερα
Στη Μάρκετ Στρητ γυρνούσες
Κι ήταν χειρότερα:
Σκληρά αγόρια απ’ έξω
Στου Φλαγκ τα Υποδήματα.
Να μη δανείζεις έμαθες, και στο πετσί σου
Χτυπάς κεντήματα.
Και λίγο λίγο ανέβηκες
Στης κρέμας τον αφρό –
Από πιάτσα, μασσέρ
Στα λουτρά με ατμό.
Σπιτώθηκες για λίγο –
Μα πλάνταξες,
Σ’ την έδωσε το μπρούντζινο κρεββάτι
Κι άλλαξες.
Μετά στην Κάστρο Στρητ
Νέο κεφάλαιο
Πουλάς κομψά κοσμήματα.
Και σαν υπάλληλος
Πια στη μεσαία τάξη
Εισήλθες σόλο.
(Κανείς στην Κάστρο Στρητ
Δεν πουλά κώλο).
Κοιτάς απ’ τη βιτρίνα.
Να βλέπεις σε χαζεύω
Τους άντρες που διαβαίνουν.
Νομίζω πως μαντεύω
Κάποιαν αβεβαιότητα
Σ’ αυτή την έκφραση.
Κούκλοι και κορμάρες
Κάνουν παρέλαση.
Έφτασες ώς εδώ –
Και σε ξενίζει.
Καλύτερα θυμήσου
Τι σε στηρίζει.
Ακόμη έχει χνούδι
Το φρούτο στο κλαρί.
Η ομορφιά σου σ’ έφτιαξε.
Φρόντισέ την κι εσύ.
Αφέντης Έρωτας (2000):
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
Μου φεύγεις κάθε Ιούνιο
Για μήνες στη σειρά
Γαλήνη ψυχική σπουδάζεις μόνος
Ανάμεσα σε δέντρα υψηλά.
Εγώ μ’ έναν καινούργιο φίλο βγαίνω
Στην πόλη όλο το καλοκαίρι μένω
Σπίτι κυρίως μονάχος να παρατηρώ
Τα ηλιοτρόπια πώς φλέγονται στον κήπο.
Πας ανατολικά
Στους συγγενείς σου να παρασταθείς.
Κι όμως οι πρώτες στάλες της βροχής
Πίσω σε φέρνουν απ’ την εξορία:
Από μια πόρτα στο διάδρομο λιγάκι
Φαίνεσαι: γράφεις ούτε ξέρω τι,
Ολόκληρο χειμώνα, με σκυφτό κεφάλι
Στου φωτός τη δέσμη, στρογγυλή, κίτρινη.
Σε νέο καθήκον
Δεξιότητα αυτοσχεδιασμού
Το πρόσωπό σου στρέφεται – δεν του
Ζητώ παρά την παρουσία: κάτω από λευκά
Μαλλιά, τα καθαρά σου μάτια ακόμα ειλικρινή,
όπως του γάτου η ακίνητη στενή ματιά
– η πυράκτωσή της αχνογάλανη
στην κάμαρά σου τώρα πια.
Γάτος κοινωνικός:
Δίχως φασαρία και πολλά πολλά
Φύγαμε απ’ την κουζίνα όπου καθόταν,
Κι όμως ξαφνικά
Τον βρίσκουμε μαζί μας νά ’ναι ακόμα,
Τώρα εδώ, κι ας κοιτάζει πέρα σταθερά,
Με τίποτα δε μένει πίσω,
Αν κι όλη νύχτα θα ξενογυρνά.
Καθώς ξεκίνησες
Μαζί μου και τον χρόνο θα τελειώσεις.
Θ’ αγκαλιαστούμε όσο μπορούμε,
– Κι όσο πρέπει, στη γύρα ή στη δουλειά.
Δεν είναι τίποτα, ούτε θά ’ναι, λέω, δικό μου.
Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μια καρδιά.
Αλλ’ ό,τι από κοινού, έμπιστοι φύλακες, κρατάμε,
Όντως το κρατάμε, έστω χωριστά.
Τομ Γκανν (Thom Gunn)
Γκραίηβσεντ, Ηνωμένο Βασίλειο, 29 Αυγούστου 1929 –
Σαν Φρανσίσκο, ΗΠΑ, 25 Απριλίου 2004
Ο Γκανν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία 11 ετών, ως γενέθλιο δώρο γιά την μητέρα του. Πριν εκείνη αυτοκτονήσει λίγα χρόνια αργότερα, είχε ήδη προλάβει να του εμπνεύσει την αγάπη γιά τα βιβλία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Fighting Terms, εκδόθηκε το 1954, έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή του από το Trinity College του Καίμπριτζ. Την ίδια χρονιά, ακολουθώντας τον διά βίου σύντροφό του, Mike Kitay, εγκαταλείπει την Αγγλία γιά τις ΗΠΑ, όπου και θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του, διδάσκοντας σε πανεπιστήμια, ιδιαίτερα στο Berkeley, και γράφοντας ποίηση, αλλά και δοκίμια γιά την ποίηση. Ακολούθησαν άλλες επτά συλλογές, πριν την τελευταία του, Boss Cupid, το 2000. Έχοντας ξεκινήσει χρησιμοποιώντας περίτεχνα μετρικά και στροφικά σχήματα, που παραπέμπουν ακόμα και στους Άγγλους ποιητές του 16ου και του 17ου αιώνα, ο Γκανν αργότερα ανοίχτηκε στα συλλαβικά μέτρα αλλά και τον ελεύθερο στίχο - τα αξιοποίησε όλα με ασυνήθιστη γιά την εποχή τόλμη και τεχνική μαεστρία. Σε ανάλογο εύρος, τα ‘θέματα’ της ποίησής του κυμάνθηκαν από τις αναπλάσεις μύθων ή την δημιουργία νέων, μέχρι τις ‘ρεαλιστικές’ απεικονίσεις της σύγχρονής του ζωής. Γιά παράδειγμα, στην συλλογή Μώλυ (1971), η αναφορά στο ομηρικό μαγικό βοτάνι λειτουργεί ως ανάλογον των πειραματισμών, και του ίδιου του Γκανν, την δεκαετία του 1960, με το LSD – ενώ η προτελευταία του συλλογή, Ο Άντρας που Ίδρωνε τις Νύχτες (1992), περιλαμβάνει αρκετά ποιήματα γιά νεκρούς από AIDS φίλους. Άγνωστες θα παραμείνουν οι βουλές των Faber & Faber που αρχικώς τον προωθούσαν πλάι στον –ιδαίτερα ανόμοιό του– Τεντ Χιούζ – πάντως, μαζί και με τον Φίλιπ Λάρκιν, ήσαν ίσως οι πιό ενδιαφέρουσες φωνές της πρώτης σημαντικής βρετανικής γενιάς που διαφοροποιούνταν αισθητά από τον Έλιοτ και τον Ώντεν. Το 1998 εμφανίστηκαν (‘Ποίηση’, τ. 12) μεταφρασμένα στα ελληνικά 15 ποιήματά του [εννέα εκ των οποίων αναδημοσιεύονται εδώ].
[Τα πιό πάνω ποιήματα -εκτός από το αδημοσίευτο "Μώλυ"- και το σημείωμα δημοσιεύτηκαν στο 'Εντευκτήριο', τ. 86, Ιούλ.-Σεπτ. 2009, εν είδει μνημοσύνου γιά τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Γκανν. Το "Γερακάρης και Γεράκι" είναι ίσως το ποίημά του που περισσότερο αγαπώ - κι ένα απ΄τα πιό αγαπημένα ποιήματά μου γενικώς. Εξάλλου, πάντα με διασκέδαζε η 'αδελφική' συγγένειά του -ως προς την μορφή αλλά και την, 'ελισαβετιανής' καταγωγής, εμμονή (ή επιστροφή) σε μιά και μόνη εικόνα- με τους "Δρόμους του Σαν Φρανσίσκο", νεότερους κατά σχεδόν τριάντα χρόνια.
Στην φωτ., από αριστερά προς τα δεξιά: ο Τ.Γ., η μητέρα του, ο αδερφός του, Άντερ.]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)