1.12.17

Louise Bourgeois / Roni Horn













ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ / ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

Εισαγωγικά σημειώματα και μετάφραση.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

 

Louise Bourgeois (Παρίσι 1911 – Νέα Υόρκη 2010)

Οι γονείς τής Λουίζ Μπουρζουά επιδιόρθωναν φθαρμένες ακριβές ταπισσερί, δουλειά στην οποία από νωρίς βοήθησε η κόρη, σύντομα διαπρέποντας, όχι μόνο με την προσεκτική εργασία της, αλλά και με την δημιουργική καλλιτεχνική φαντασία της, όταν έπρεπε να συμπληρωθούν εκτενέστερα τμήματα των οποίων το αρχικό περιεχόμενο ήταν πια αφανές. Από εκείνη την εποχή, ίσως, και το ενδιαφέρον της για τα κάθε είδους υφάσματα, και για την επανεπίσκεψη κάποιων θεμάτωνς κατά την διάρκεια της πορείας της.

 

Σπούδασε εικαστικά με αρκετές δυσκολίες, και μετακόμισε νέα στις ΗΠΑ. Εκεί, το εξαρχής ιδιότυπο έργο της (αρχικά, 'πριμιτίφ' κατασκευές από ευτελή υλικά, όπως φτηνά ξύλα) άρχισε να εκτιμάται σταδιακά – αλλά μόνον σε πολύ προχωρημένη ηλικία η Λ.Μ. αναγνωρίστηκε ως η μείζων καλλιτέχνις που σήμερα θεωρούμε ότι υπήρξε.

 

Η γραφή τής ήταν σημαντική: στα τετράδια εργασίας της, σε κείμενα που συνόδευαν εικόνες της, αλλά και καθεαυτή, ως ύλη για τα εικαστικά της έργα.


Η Ρόνι Χορν έγραψε γι' αυτήν με τα δυο 'βασιλικά' ονόματα (Λουίζ Ζοζεφίν) και το επίθετο που σημαίνει “αστή” στα γαλλικά: “
Aν το όνομα είναι πεπρωμένον, η Λουίζ είναι οξύμωρον.”


*

 













Roni Horn

“Βαριέμαι την ομορφιά, η πρόθεση μού πέφτει βαριά.”


Η εικαστικός Ρόνι Χορν (γεν. Νέα Υόρκη, 1955) παρουσίασε ως πτυχιακή της εργασία μιαν Εκτροφή Μυρμηγκιών (
Ant Farm, 1975). Ανάμεσα σε δυο κατακόρυφους υαλοπίνακες, ήταν εγκλωβισμένο καστανόχωμα και μυρμήγκια: καθένας μπορούσε να τα δει να κινούνται και να σκάβουν λαγούμια.

 

Η Ρ.Χ. σχεδιάζει, ζωγραφίζει, φωτογραφίζει, φτιάχνει κατασκευές και εγκαταστάσεις. Εδώ και αρκετά χρόνια, μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ ΗΠΑ και Ισλανδίας. Την απασχολούν έντονα η έννοια του ζεύγους ή του διπλού· η ταυτότητα (“Η μεταλλασσόμενη εκδοχή της ταυτότητας δεν είναι παρέκκλιση... η αμετάβλητη εκδοχή είναι η παρέκκλιση”)· το νερό (“Ποτέ δεν χάνει την ταυτότητά του, είναι πάντα διακριτά ο εαυτός του”)· η σχέση ανθρώπου και τόπου (“Αν δεν ξέρεις πού είσαι, μπορείς να ξέρεις ποια είσαι;”· “Κάθε μέρος είναι μοναδικός τόπος αλλαγής”)· η επιθυμία και η μνήμη (“Δεν έχει μορφή ζεύγους η μνήμη; Και η επιθυμία επίσης; Δεν είναι κεντρικές για την ταυτότητα;”)· η σχέση θεατή και θεόμενου. “Ο θεατής είναι πάντα το ήμισυ της θέας.” “Φιλοδοξώ να κάνω την εμπειρία που έχει ο κόσμος από το έργο, το ίδιο το νόημα του έργου. Κάθε αυτόπτης μάρτυς είναι αυθεντία.” 

 

Συχνά φτιάχνει δυο πανομοιότυπα σχέδια ή αντικείμενα, και τα εκθέτει απομακρυσμένα το ένα από το άλλο (στην ίδια ή σε διαφορετικές αίθουσες): οι θεατές δεν παύουν να αναρωτιούνται αν είναι εντελώς όμοια· προσπαθούν να ανακαλύψουν αν και σε τι διαφέρουν. “Αναζητάς τις διαφορές, ασχέτως τού αν το ζεύγος είναι ταυτόσημο – και, αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις βρίσκεις. Είναι σαν να στέκεσαι στην άκρη του απείρου όπου τα πράγματα αρχινούν μα δεν τελειώνουν.” “Ανακάλυψα αρκετά νωρίς ότι... ένα μονό αντικείμενο δεν μου έδινε το είδος σχέσεως που ενδιαφερόμουν να έχω με τον θεατή. Επειδή η μοναδικότητά του οδηγεί περισσότερο προς έναν διαχωρισμό από τον θεατή. Έτσι κατέληξα στην ιδέα του ζευγαρωμένου αντικειμένου, που διέχεε αυτή την δυνατότητα. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου ο θεατής θα κατοικούσε το έργο, ή τουλάχιστον θα γινόταν μέρος του.” “Μιλώ για πράγματα που είναι μορφικώς επαναλαμβανόμενα αλλά εμπειρικώς αθροιστικά.” Και, όπως έγραψε επ' αυτού ο Carter E. Foster: “Αν δούμε το ίδιο πράγμα ξανά, δεν είναι ποτέ το ίδιο, είτε αλλάζει είτε όχι”.

Μια φωτογραφική εγκατάστασή της αποτελούνταν από δεκάδες μετωπικές, πολύ κοντινές προσωπογραφίες της ίδιας γυναίκας, φωτογραφημένης σε διάφορες μέρες κατά την διάρκεια πολλών μηνών, με μιαν έκφραση προσώπου που μεταβάλλεται ελάχιστα, αλλά πάντως πάντα λόγω των διαφορετικών καιρικών συνθηκών. “Όταν είσαι μαζί της στο δωμάτιο είναι σαν να προξένησες εσύ αυτές τις αντιδράσεις, γίνεσαι ο καιρός.” Τίτλος της εγκατάστασης:
The weather is you (Ο καιρός είσαι εσύ / είστε εσείς). “Ο θεατής γίνεται αντικείμενο ηδονοβλεψίας από την θέα. Περιβάλλεσαι από μια γυναίκα που σε παρατηρεί.” (Σε κάποιο σημειωματάριό της, η Ρ.Χ. έχει επίσης συλλέξει επίθετα που χρησιμοποιούνται εξίσου για τους ανθρώπους και για τον καιρό – π.χ. κακός, ωραίος, λαμπρός, ευμετάβλητος, ψυχρός, καθαρός, τρελλός, βαρετός, ακραίος, άγριος, συννεφιασμένος, υπέροχος, βαρύς, καταθλιπτικός, απειλητικός, βίαιος.)

 

Όπως θα έχει ήδη καταστεί προφανές, η γραφή είναι σημαντικό τμήμα της δουλειάς της: στα σημειωματάριά της, φυσικά· στα βιβλία που συνθέτει· αλλά και σε κάποια από τα έργα της – όπως, π.χ., στο Key and Cue (Κλειδί και Ατάκα) που ενσωματώνει στίχους τής Έμιλυ Ντίκινσον. Ή το Still Water (Ακίνητο [ή Νεκρό] Νερό): αποτελείται από δεκάδες κοντινές φωτογραφίες τής επιφάνειας του Τάμεση, πάνω στις οποίες έχουν τυπωθεί, σκορπισμένοι, πλήθος μικροί αριθμοί που παραπέμπουν σε σημειώσεις “με ό,τι σκεφτόμουν εκείνο τον καιρό”. Η γραφή την απασχολεί επίσης ευρύτερα: “Το να εμποδίζεις την αφήγηση είναι ένας τρόπος να εξασφαλίζεις το ενδιαφέρον του κόσμου”· “Η αναζήτηση της μεταφοράς είναι περιοριστική, συνήθως γίνεται εις βάρος του έργου. Ο κόσμος συχνά απορρίπτει ένα έργο αν δεν μπορεί να βρει την μεταφορά. Αλλά όταν απουσιάζει η μεταφορά, πρέπει να είσαι περισσότερο παρών”.

 

Ο κατάλογος της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής της που φιλοξενήθηκε, μεταξύ των άλλων, και στην Ταίητ Μόντερν του Λονδίνου το 2009, είναι δίτομος. Στον ένα τόμο υπάρχουν φωτογραφίες των έργων. Ο άλλος είναι ένα είδος λεξικού: τα λήμματα (γραμμένα από την ίδια την Ρ.Χ., από κριτικούς και θεωρητικούς, αλλά και από άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως η Ελέν Σιξού –της οποίας η Ρ.Χ. έχει κάνει μια σειρά φωτογραφικών πορτραίτων, τιτλοφορώντας την Index Cixous (Cix Pax)– ή η Ανν Κάρσον) αποτελούνται όχι μόνο από τίτλους έργων τής Ρ.Χ., αλλά και από λέξεις που παραπέμπουν στα θέματά της, σε έννοιες που την απασχολούν, κ.ά.. Ενδιαμέσως, τα λήμματα του τύπου “α βλ. β”, συνιστούν ενός είδους 'λιτανεία', εγκαθιστούν μια κυκλικότητα, και εικονογραφούν έτσι τον προβληματισμό της Ρ.Χ. για το ζήτημα της ταυτότητας (όπως εξάλλου και ο τίτλος του καταλόγου-λεξικού, και της ίδιας της έκθεσης: Ρόνι Χορν, επίσης γνωστή ως Ρόνι Χορν).

 

Μια άλλη της συνεργασία (με την Ανν Κάρσον και την Ελέν Σιξού και πάλι, καθώς και την Λουίζ Μπουρζουά και τον σκηνοθέτη κινηματογράφου Τζων Γουώτερς) πήρε την μορφή τετράτομου βιβλίου. Στο Underwater / Alice Offshore, η Ρ.Χ. έδωσε μια σειρά τίτλων έργων της για να σχολιασθούν (όλοι ή κάποιοι, κατά βούληση) από τους τέσσερις συγγραφείς.

 


 








Η LOUISE BOURGEOIS για την ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ

 

[από το: Louise Bourgeois, Destruction du pere / Reconstruction du pere – Ecrits et entretiens 1923-2000, Daniel Lelong Editeur, 2000]

 

ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΙΩΠΗ [αποσπ.]

 

(Εννέα λιθογραφίες με λεζάντες, τυπωμένες το 1947 από την Germor Press, Νέα Υόρκη)


Πίν. 3

 

            Μια μέρα, ένας άνθρωπος διηγιόταν μια ιστορία, εξαίρετη ιστορία εξάλλου, και που τον πλημμύριζε ευτυχία, αλλά την διηγήθηκε τόσο γρήγορα που κανένας δεν την κατάλαβε.

 

 

Πίν. 4

 

            Στα βουνά του κέντρου της Γαλλίας, προ σαράντα ετών, η ζάχαρη ήταν σπάνιο τρόφιμο.

            Τα παιδιά λάμβαναν ένα κομματάκι τα Χριστούγεννα.

            Ένα κοριτσάκι που το γνώρισα όταν ήταν μητέρα μου την θεωρούσε σπουδαία λιχουδιά και την φύλαγε σαν και τι.

            Έσκαβε μια τρύπα στο χώμα κι έκρυβε το κομματάκι της ζάχαρης, μα ξέχναγε πάντα πως το χώμα είναι υγρό.

 



ΑΥΤΗ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ


(Παραβολή που γράφτηκε το 1947 στο σημειωματάριο της καλλιτέχνιδας, και χρησιμοποιήθηκε σε περφόρμανς στο
Fabric Workshop, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ, το 1992, τυπωμένη σ' ένα πανώ μήκους 52 μέτρων. Αρχικά, το πανώ ήταν τυλιγμένο γύρω από έναν άντρα. Σταδιακά, ένας άντρας και μια γυναίκα το ξετύλιγαν, και το ξανατύλιγαν γύρω από έναν άλλον άντρα και μιαν άλλη γυναίκα που ήσαν αγκαλιασμένοι. Κατά το ξετύλιγμα, οι θεατές μπορούσαν ν' αναγνώσουν το κείμενο.)

 

 

ΕΝΑΣ

 

ΑΝΤΡΑΣ

ΚΑΙ ΜΙΑ

 

ΓΥΝΑΙΚΑ

ΖΟΥΣΑΝ

 

ΜΑΖΙ.

ΚΑΠΟΙΟ ΒΡΑΔΥ

 

ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΕ

ΑΠ' ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

 

ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ ΕΚΑΤΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ.

ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ

 

ΚΙ ΕΓΙΝΕ

ΠΙΟ ΜΙΚΡΗ

 

ΟΛΟΕΝΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΗΡΘΕ

 

ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΦΙΛΟΣ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΡΗΚΕ

 

ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ:

ΕΙΧΕ ΜΕΓΕΘΟΣ

 

ΜΠΙΖΕΛΙΟΥ.

 

 

Ο ΠΟΥΡΙΤΑΝΟΣ

 

(Κείμενο του 1947, αναφερόμενο στον Alfred H. Barr, τότε διευθυντή του MoMA της Νέας Υόρκης. Τυπώθηκε το 1990, συνοδευόμενο απο οκτώ λιθογραφίες, από τις εκδόσεις Osiris, Νέα Υόρκη.)  

Ι.


            Γνωρίζετε τον νεοϋορκέζικο ουρανό; Θα ‘πρεπε, λένε πως είναι ξακουστός. Είναι αξιοπρόσεκτος. Είναι κάτι σοβαρό. Θυμάστε τον παρισινό ουρανό; Πόσο είναι ευμετάβλητος, γκρίζος τον περισσότερο καιρό, συχνά χλιαρός και υγρός, ποτέ εντελώς καθαρός, αρέσκεται στα σύννεφα και στις σκιές· η βροχή, το αεράκι κι ο ήλιος καμμιά φορά συνεννοούνται για να εμφανιστούν μαζί. Μα ο ουρανός της Νέας Υόρκης είναι γαλανός, εντελώς γαλανός. Το φως είναι άσπρο, ένα άσπρο θριαμβικό κι ο αέρας σε αναζωογονεί κι επιπλέον είναι υγιεινός. Αυτός ο ουρανός δεν αστειεύεται. Είναι ωραίο πράγμα. Είναι καθαρός.

 

ΙΙ.


            Ήτανε ένας δρόμος στην Νέα Υόρκη, γεμάτος νεοϋορκέζικο ουρανό. Που απλωνόταν πάνω του σαν φύλλο γαλάζιου αλουμινίου. Ξέρω γιατί σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος ο ουρανός ήταν τόσο γαλανός, τόσο εντελώς αυτός. Γιατί ορθωνόταν εκεί κατακόρυφα το πιο εντυπωσιακό κτίριο του κόσμου. Σ' αυτόν τον δρόμο, κοντά στον ουρανό και κοντά σ' αυτό το κτίριο, υπήρχε ένα σπίτι. Ο ουρανός, το κτίριο και το σπίτι γνωρίζονταν και αλληλοεκτιμούνταν.

 

ΙΙΙ.

 

            Δεν ήταν κτίσμα όπου ζούσαν. Αλλά όπου δούλευαν. Εκεί το θέμα ήταν η αποτελεσματικότητα, καθένας έμοιαζε καλοβαλμένος, υπήρχαν ένας σωρός γραφομηχανές και δακτυλογράφοι, αλλά όχι του συνήθους είδους. Ετούτες κέρδιζαν το ψωμί τους συντροφιά με ραφινάτους ανθρώπους και το γνώριζαν. Φαινόταν στις στάσεις τους και στους θορύβους που έκαναν.

 

IV.


            Σ' αυτό το κτίσμα υπήρχε ένας άντρας, πάντα υπάρχει, υπήρχε λοιπόν κάποιος άντρας και ήταν πολύ εντάξει. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα του μέρους αυτού, όπως και το μέρος αποτελούσε τμήμα του. Όλος ο κόσμος τον αγαπούσε πολύ και τον σεβόταν. Τον δεχόταν γιατί δεν είχε μόνο καλή μόρφωση, αλλά και μεριμνούσε για όλα. Βασίλευε σ' αυτό το μέρος μια ατμόσφαιρα ακριβείας, οργάνωσης, επιτυχίας και εκπληρωμένης φιλοδοξίας.

 

V.


           
H αταξία ανέκυψε όταν έμεινε ανοιχτή μια πόρτα και, απ' ό,τι φαίνεται, κάποιος μπήκε. Ίσως να επρόκειτο για παράλειψη ή για σφάλμα, μα αμφιβάλλω γιατί δεν ταίριαζε ούτε με το ύφος του μέρους, ούτε με την ιδιοσυγκρασία του άντρα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η πόρτα έμεινε ανοιχτή σχεδόν εν επίτηδες, σαν άρρητη πρόσκληση που απευθυνόταν σε κάποιον που περνούσε, να μπει, έτσι, σαν για παιχνίδι.

            Κι αυτή έκανε ακριβώς αυτό, μπήκε, κι ας μην είχε παιγνιώδη διάθεση. Τον είδε, είδε πως ήταν καλός, και βεβαίως τον αγάπησε.

 

 

VI.

 

            Αυτό που συνέβη μετά, είναι πως πριν να το αντιληφθούν, κάτι συνέβη μεταξύ τους. Η σοφία των λαών ισχυρίζεται πως τίποτε δεν μπορεί να χωρίσει αυτούς που αγαπιούνται. Και ένα εκατομμύριο οπλισμένοι άνδρες να πολιορκούσαν το σπίτι αυτό, δεν θα μπορούσαν να τους κρατήσουν ενωμένους. Υπήρχαν ακόμη, σε μιαν απόπειρα να τους προσφέρουν βοήθεια, κάποια πράγματα όπως ένας κοινός φίλος, ένα φύλλο χαρτί, και το τηλέφωνο, φανταστείτε. Επίσης βλέπονταν πότε πότε· και τα μάτια κάποιου που καταλαβαίνετε σάς λένε περισσότερα γι' αυτόν απ' ό,τι τέσσερα τηλεγραφήματα της Γουέστερν Γιούνιον.

            Αλλά να. Μετά το σύντομο βρόντηγμα της πόρτας, ήρθε η σιωπή. Αρχικά μια σιωπή αναμονής, ύστερα η σιωπή αυτού που είναι τελείως νεκρό.

 

VII.

 

            Διηγήθηκα αυτή την ιστορία στον γείτονά μου που είναι άνθρωπος του κόσμου και με βεβαίωσε πως κάποιοι άντρες φοβούνται τους στρατιώτες που πολιορκούν το σπίτι τους. Και πως, εξάλλου, μπορείς να ηχογραφήσεις τα τηλεφωνήματα και πως οι γραφομηχανές έχουν αυτιά. Ακόμη κι ένα φύλλο χαρτί, όσο εύθραυστο κι αν είναι, μπορεί να σπείρει τρομο. Αποκρίθηκα στον γείτονά μου πως έσφαλλε, πως ο άντρας αυτός τρομοκρατήθηκε χωρίς λόγο, γιατί ήταν δίκαιος, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να μη φοβάται τίποτε.

 

VIII.

 

            Αργότερα πέθανε μες στη μέση του διυλιστηρίου του. Όλος ο καλός ο κόσμος έκλαψε δίχως τελειωμό. Βεβαίως, κανείς δεν μπόρεσε να δει την ψυχή του, ούτε καν η γυναίκα του. Αλλά είπαν πως το σώμα του ήταν στεγνό και λέγεται ότι ήτανε πουριτανός.

 

 

*



 

 







Η ΛΟΥΙΖ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑ για την RONI HORN

[από το: Roni Horn, Wonderwater / Alice Offshore – Annotated by Louise Bourgeois, Steidl Verlag, 2004]

 

 

ΝΕΡΟ τού 19ου αι.

 

Είχα πάντα συναίσθηση μιας πιθανής σιωπής που θα 'πεφτε σαν ένα κάλυμμα τάφου και θα με κατάπινε για πάντα.

 

Η σιωπή ξεχειλίζει απ' το δωμάτιο και φοβάμαι ν' ακούσω την καρδιά μου να χτυπά: αυτόν τον κίνδυνο που έρχεται από μέσα – μόνο μια συνεχής ροή λέξεων μπορεί να τον παραμερίσει, αν όχι να τον ελέγξει.

 

Άκου το χάος, τον καταρράκτη, τα θυροφράγματα του Μάρνη – τον Μπετόβεν, ένα ποτάμι που κουβαλά βράχια και δέντρα, τον κεραυνό που πέφτει κάπου κοντά.

 

 

 

ΚΑΘΩΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΤΟΠΙΟ

 

Μες στο μαρτύριο υπάρχουν νήσοι σιωπής.

 

 

 

ΑΥΤΗ, ΤΟ ΝΕΡΟ, ΚΙ ΕΓΩ

 

Το βαλς των γεμάτων κύστεων

Το βαλς των άδειων κύστεων

Η διάτρητη κύστη
Το παρκέ πλημμυρισμένο
Το μυρμήγκι πέθανε από πνιγμό

 

 

 

ΑΤΙΤΛΟ (“ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΜΠΛΑ, ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ...”)

 

Είναι ωραίος, γι' αυτό συγχωρείται.

 

 


Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ

η αιωνιότητα είσαι εσύ

 

  

*

 


 

 








H RONI HORN για την ΡΟΝΙ ΧΟΡΝ

 

[από τον κατάλογο-λεξικό: Roni Horn a.k.a. Roni Horn – Subject Index, Tate Publishing, 2009]

 

αμφιβολία βλ. άπειρο

αμφιβολία βλ. εγώ

αμφιβολία βλ. σκόνη

αναγνώριση βλ. ξέφωτο

ανδρογυνία βλ. νερό

αστερίσκος βλ. τίποτε

αϋπνία βλ. φάρος

αυτόπτης μάρτυς βλ. αυτοπροσωπογραφία

αυτόπτης μάρτυς βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

αυτοσχεδιασμός βλ. σχέδιο

 

έρημος βλ. νερό

εσύ βλ. γαλάζιο

εσύ βλ. καιρός

 

ζεστό νερό

Επιπλέοντας στην Έρημο – Ήταν αργά τη νύχτα όταν πρωτόδα τον ατμό στο φεγγαρόφωτο, να αναλύεται πέρα. Ο δρόμος από μαύρη στάχτη αναβόσβηνε καθώς οδηγούσα στα μαλακά αργά μίλια αυτής της μικρής ερήμου. Αλλά σαν χώρισαν οι μαύρες πλαγιές την είδα, σαν οφθαλμαπάτη αλλά αληθινή· καθώς ο δρόμος κατηφόριζε μες στην κοιλάδα, μια πισίνα χρώματος λουλακί κατέλαβε το κέντρο του τοπίου. Στη μέση ενός κουρεμένου πράσινου ανεμοφράκτη η πισίνα περιτριγυριζόταν από λευκό ξύλινο φράκτη. Ατμός φούντωσε βίαια από αόρατη πηγή που ήτανε κρυμμένη καλά πίσω από τα αποδυτήρια, προσφέροντας την αλλόκοτα γαλήνια αίσθηση αιώνιας συννεφιάς. Σκαρφάλωσα τον φράκτη και ξεντύθηκα στο σκοτάδι. Το χορτάρι, καλυμμένο με πάχνη, μου έκαιγε τις πατούσες. Βούτηξα μες στο ζεστό νερό και την οσμή από θειάφι. Υποβρυχίως στιγμιαία, ζεστή και αβαρής, αναδύθηκα επιπλέοντας, με την αναπνοή μου να θολώνει στον κρύο αέρα της νύχτας. Είδα τον σκοτεινό, γεμάτο σύννεφα ουρανό πλαισιωμένο από το πράσινο του βολικού ανεμοφράκτη· μονάχα το μικρό ωοειδές του προσώπου μου ένιωσε το αδιόρατο ψιλόβροχο να πέφτει· επέπλεα στην έρημο.

 

καθρέφτης βλ. γαλάζιο

καθρέφτης βλ. έρημος

καθρέφτης βλ. μεταφορά

καθρέφτης βλ. νερό

καιρός βλ. εσύ

κέντρο βλ. τίποτε

κέντρο της γης βλ. “Χείλος του Απείρου”

Κύκλωψ βλ. φάρος

 

λαβύρινθος βλ. ηδονοβλεψίας

 

μαύρο βλ. γάλα

μηδενικά βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

μητέρα βλ. σκόνη

 

μητέρα

Η Ίδια Εγώ Ιθαγενής – Θυμάμαι. Περιπλανιόμουν, αλλά ήμουν εντός. Ήταν τεράστιος χώρος. Ήταν μαζί μου η μητέρα μου. Κρατούσε το χέρι μου ενώ επισκεπτόμασταν τα πολλά μέρη αυτού του δωματίου κι ενώ γλιστρούσα μέσα από μια σύντομη ιστορία αναμνήσεων – τόσο μεγάλος ήταν ο χώρος: ήμουν εκεί και συγχρόνως τον θυμόμουν.

            Το δωμάτιο ήταν σπηλαιώδες, με οροφή τόσο ψηλή που δεν φαινόταν στο σκοτάδι, και το σκοτάδι ήταν στην κλίμακα του ουρανού. Οι τοίχοι ήταν ζωγραφιστά βιτρώ, που συμπύκνωναν την ατμόσφαιρα και συμπτύσσει τον χώρο. Πρόκειται περί κόμβου – ένα μεσόγειο λιμάνι που περικλείει ανείπωτους προορισμούς μόλις πέρα από το σκοτάδι.

            Οι τοίχοι-βιτρώ παρέχουν το φως. Κάθε παράθυρο πλαισιώνει μια μοναδική και στατική θέα ενός τόπου μακρινού, μια παγωμένη στιγμή πραγματικότητας που απεικονίζει ένα άλλο μέρος του κόσμου. Από κάθε παράθυρο βλέπω μια σχολαστικώς συντεθειμένη τρισδιάστατη εικόνα ζωής, προσομοίωσης ζωής, ανάμνησης ζωής: το μέρος αυτό. Με βλέπω να καθρεφτίζομαι σε κάθε παράθυρο. Η αμετάβλητη ακινησία τής μακρινής θέας προσδίδει ζωντάνια στην αντανάκλασή μου.

            Καθώς περπατώ ανάμεσα στις θέες, η αντανάκλασή μου αλλάζει. Είμαι συνυφασμένη με την ουσία κάθε μέρους καθώς με φαντάζομαι ιθαγενή. Αισθάνομαι την θερμοκρασία του αέρα, την υγρασία της γης, τη μυρωδιά της βλάστησης, την διαύγεια της ατμόσφαιρας σ' αυτά τα μέρη. Εδώ βρίσκομαι ανάμεσα σε γύπες στην σαβάννα, εκεί ανάμεσα σε τρωκτικά και ξερόχορτα στην έρημο. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες αντανακλάσεις. Οι ζούγκλες και τα έλη φέρνουν άλλες ιδέες κατοίκησης.

            Κάθε θέα προξενεί νοσταλγία και για ένα άλλο μέρος του εαυτού μου. Τα καλοκαιρινά απογεύματα όταν έπαιζα σε δρόμους δίχως σκιά, με τον ήλιο να μου καίει το κρανίο και να απλώνει στη θέα ένα στρώμα βίαιης λαμπρότητας. Μόνη στο δάσος να ψάχνω φωλιές πουλιών, και μέσα τους να βλέπω τα κλαράκια και τα τρίμματα του δάσους να γίνονται λίγο πυκνότερα. Να εξερευνώ το βρεγμένο πεζοδρόμιο μια βροχερή μέρα. Προσεχτικά βήματα μες στις λακκούβες με το νερό σήκωναν ρυτίδες που ανάδευαν τα σκουλήκια καθώς κείτονταν πρησμένα και βαριά.

            Η μητέρα μου πέθανε χτες. Έτσι βρέθηκα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής ήταν ολόιδια όπως τη μέρα που με πρωτόφερε εδώ η μητέρα μου. Θυμάμαι τα πράγματα που θυμόμουν τότε. Τα διοράματα κρατούν τον χρόνο και την ανάμνηση σταθερά.

            Όταν ήμουν παιδί μπήκα σ' αυτό το δωμάτιο, έχοντας μόλις αφήσει έναν λαμπρό γαλάζιο ουρανό που παρέμενε στο βλέμμα μου. Πήρα μαζί μου στο σκοτάδι, αυτό το γαλάζιο και το φως του ήλιου. Η ανάμνησή τους φώτιζε και αναρριχόταν στο σκοτάδι. Κρατούσα το χέρι της μητέρας μου καθώς στεκόμουν μπρος σ' αυτά τα άλλα μέρη, περνώντας σε κλωστή τις θέες, μία μία – μέρη σαν μαργαριτάρια, μαζί.

            Στην Αίθουσα Θηλαστικών της Αφρικής τη μέρα εκείνη η μητέρα μου φορούσε ένα μαντήλι  σφιχτά στα μαλλιά της και δεμένο στο σβέρκο της. Όταν την κοίταζα, έβλεπα ένα χαμηλωμένο φως να ανακλάται στο δέρμα της, τονίζοντας την γραμμή του υφάσματος και το σχήμα του κεφαλιού της. Φορούσε ένα σιελ πουλόβερ με κυματιστή καφέ μπορντούρα στο λαιμό και στα μανίκια. Το σιελ μοχαίρ συγκρατούσε το φως κι έκανε το πουλόβερ να λάμπει στο σκοτάδι. Η χνουδωτή αύρα του πλεχτού μαλλιού με ερέθιζε καθώς την κοίταζα από χαμηλά. Γύρω στο λαιμό της φορούσε μια σειρά αυλακωτές, χρυσές σφαίρες. 

            Πολλά πράγματα την κυκλώνουν, εξακτινώνονται από αυτήν – χρυσές σφαίρες, κρίκοι βιτρώ, σειρές κατοικημένων ανακλάσεων, ένα περιδέραιο μακρινών τόπων – και οι αναμνήσεις που φέρω εντός μου. Τις περιβάλλομαι – σπείρα που ανοίγει, εξαπλώνεται: πάντα σε χρόνο ενεστώτα.

 

Μόνικα Βίττι βλ. εγώ

 

νερό βλ. Έμιλυ Ντίκινσον

νερό βλ. έρημος
νερό βλ. εσύ

 

νησί
Ζωφόρος Νήσου
– Από τη θάλασσα η γη είναι ζωφόρος και ειλητάριο. Το βραχώδες νησί, του οποίου η επιφάνεια κρύβεται ενίοτε από πρασινάδα, έχει υφή κιμωλίας και χρώμα ανοιχτό. Στρογγυλοί και καλοθρεμμένοι και αραιά φυτρωμένοι θάμνοι ξεπηδούν ιδεώδεις απ' τη γη· είναι ένα πράσινο πυκνό, τόσο πυκνό σχεδόν, που δεν γίνεται αντιληπτό ως πράσινο. Κάθε θάμνος συμπληρώνεται από την μαύρη σκιά του σε τέλεια κυκλική συμμετρία. Αυτοί οι θάμνοι και οι σκιές των θάμνων οδηγούν το βλέμμα μου καθώς κοιτώ επίμονα και συνεχώς την μεταβαλλόμενη θέα...

            Το νησί ακινητεί. Αυτό το απλό γεγονός είναι η κυρίαρχη παρουσία και αντίστιξη στην ταραχή του ωκεανού τριγύρω. Ο όγκος της στεριάς μοιάζει να τελειώνει ή ν' αρχίζει στο νερό. Είναι τέλος ή αρχή με μορφή γραμμής. Στη μια της πλευρά συνωθείται ένας στατικός όγκος και στην άλλη η θάλασσα γλείφει και σμίγει.

            Στο πρώτο επίπεδο της θέας μου εκτυλίσσεται o ταραχώδης τρόπος τού ωκεανού. Η επιφάνεια φοσυκώνει χαοτικά, κυμαινόμενη παντού δίχως επανάληψη. Αφρισμένα κύματα γλείφουν τον βαθυγάλαζο εαυτό της. Τάφροι κυλιόμενου χώρου βυθίζονται και αναμειγνύονται με λευκές κορυφές. Στο μεσαίο επίπεδο της θέας το νερό ισιώνει απίθανα σε επίπεδο και γραμμή και στην ιδέα του βυθού του νησιού. Η γραμμή είναι οριζόντια και ίσια και τέλεια καταπώς υπαινίσσονται τα επίθετα αυτά – τέλεια επίσης όπως μπορούν να είναι τα τέλεια πράγματα.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Καθώς παρατηρώ το νησί να ξετυλίγεται αργά, συνεχώς αλλάζει με τρόπο ριζικό και απόλυτο παρότι οι αλλαγές καθώς συμβαίνουν είναι ανεπαίσθητες. Αισθάνομαι την αγωνία μου που είμαι ανίκανη να τις δω. Πρόκειται για εμπειρία απώλειας ελέγχου – ξαφνικής περικύκλωσης. Πρόκειται για την εμπειρία κάποιου πράγματος που διαφεύγει την στιγμή που θα το αναγνώριζα. Αισθάνομαι την αγωνία ενός πράγματος που εξαφανίζεται αργά: της αλλαγής του που μετριάζεται σε μιαν ορατότητα ένα κλάσμα πέρα από την ικανότητά μου να την δω.

            Καθώς το ταξί προχωρά στο νερό το νησί μού μεταδίδει την γραμμική μεταβαλλόμενη κι επαναλαμβανόμενη και διαρκή μορφή του. Η ζωφόρος του είναι διαρκής – ένα επίμηκες σχήμα που επεκτείνουν περαιτέρω αυτές οι αργόσυρτες ώρες τού απογεύματος με το ταξί να τρέχει δίπλα στο έπαρμα του νησιού. Την ζωφόρο του ορίζει ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο από γεωλογικά στρώματα στο χρώμα της ώχρας. Το ειλητάριό του είναι το νησί που ξεδιπλώνεται καθώς πλέω· το ειλητάριό του είναι η επανάληψη που συμβαίνει σε διαφορετικά σημεία, κάνοντας κάθε επανάληψη άλλη. Το νησί καθώς ξετυλίγεται γίνεται σύντομο αφήγημα με διάφορα και μοναδικά επεισόδια που τα διακόπτει αμετάβλητη επαναφορά. Κάθε επανεμφάνιση προστίθεται στον όγκο, κάνοντας το νησί περιπλεύσιμο σε μια ώρα μ' έναν λελογισμένο, όχι γοργό, και όχι αργοκίνητο ρυθμό.

            Ξαναγυρνώντας στο ξεκίνημα, το νησί-ζωφόρος τελειώνει, σχηματίζοντας μιαν επανάληψη που αποτελεί την τελική διαφορά – μιαν υποτροπή στη θέα από άλλο σημείο θέασης, αθροίζοντας το νησί σε διάστημα.

 

οδός βλ. αφοσίωση

ομοιότητα βλ. πεπρωμένο

 

πάγος βλ. έρημος

παλίνδρομον βλ. νερό

 

πουθενά

Μήπως χάθηκε το πουθενά; Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό, καταλήγω στην ερώτηση “τι είναι το πουθενά;” Το λεξικό το ορίζει ως “ένα απομακρυσμένο ή άγνωστο μέρος”. Τυχερή που το βρήκα. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η Ισλανδία είναι το μέρος με τα περισσότερα κατά κεφαλήν πουθενά από κάθε άλλη χώρα. Ακόμη κι αν το Τιμπουκτού γίνει σκόνη, η Ισλανδία, χάρη στην ανθεκτικότερη γεωλογία της, μπορεί να καταστεί ο υπ' αριθμόν ένα προμηθευτής πουθενά όλου του κόσμου. Αλλ' ασχέτως της φαινομενικής αφθονίας των πουθενά στην Ισλανδία, το πουθενά είναι πόρος μη ανανεώσιμος, ιδιαιτέρως ευάλωτος στην υπερκατανάλωση και στην ανάρμοστη κατοχή... Στο μυαλό μου κι ακόμη και εξ ορισμού, το πουθενά είναι μια από τις σπανιότερες, ευθραυστότερες, και θελκτικότερες εμπειρίες. Να είστε πουθενά. Μπορείτε να πείτε ότι έχετε επιτύχει αυτή την εμπειρία;

 

σύζευξη

Κοιτώντας το νερό, πλήττομαι από ίλιγγο νοήματος. Το νερό είναι η τελειωτική σύζευξη: ένα άπειρον μορφής, σχέσεων, και περιεχομένου.

 

ταυτότητα βλ. έρημος

ταυτότητα βλ. παραλλαγή

 

υπνάκος

Νεκρή Ενίοτε – Λαμπρό γαλανό ηλιόλουστο πρωινό Κυριακής κι αναζητώ έναν υπνάκο στον ήλιο. Ο χάρτης μου δείχνει μια παραλία όχι πολύ μακρυά. Αφήνω τον δρόμο κι οδηγώ μέσα από πράσινο λειβάδι και σύντομα βρίσκομαι σε παραλία με λευκή άμμο. Έχει άμπωτη, και ο ωκεανός είναι μακρυά. Κατεβαίνω απ' το ποδήλατο και κατευθύνομαι προς την ακτή. Έχει αέρα και κάνει κρύο, αλλά ο ήλιος είναι ζεστός σε ανέφελο ουρανό. Τριγυρνούν χιονογλάρονα, αιωρούνται ψηλά και βουτούν καταπάνω μου.

            Ξαπλώνω στον δρόμο· κοντα στη γη ο άνεμος παύει. Μεσ' απ' τα βλέφαρά μου το δυνατό φως του ήλιου πλημμυρίζει το σώμα μου. Σαν να κοιτώ απ' έξω, με βλέπω διάφανη και λες κι έχω φτερά κόκκινα και πορτοκαλί στα όρια του σχήματός μου, μια επιστημονική φαντασία. Ονειρεύομαι ότι το σώμα μου είναι άψυχο, πρηνές, παραδίδει την αδιαφάνειά του.

            Kαθώς ξυπνώ νιώθω ένα βάρος στο στήθος. Και να, καθώς ανοίγουν τα μάτια μου, ένα μεγάλο καφετί πουλί κουρνιασμένο στο στομάχι μου ρίχνει σκιά στο πρόσωπό μου. Ανασηκώνω το κεφάλι μου καθώς το πουλί τσιμπά το στήθος μου κι αναρωτιέμαι αν ζω ή πέθανα. Πανικοβάλλομαι και το πουλί απλώνει τα φτερά του, πατώντας λίγο πιο βαθειά στο στήθος μου για να πετάξει.

 

φάρος

Ύπνος: Μέθοδος Περιστροφής – Ανυψώνομαι από μια καταπακτή του δαπέδου προς τον πύργο όπου βρίσκεται το φως. Το φως εδώ δεν είναι απλώς εξοπλισμός, αλλά παρουσία και ρυθμίζουσα δύναμη. Το φως δεν βρίσκεται απλώς μες στο κτίριο, το κατοικεί και το εμψυχώνει.

            Το ίδιο το φως είναι τόνοι γυάλινων πρισμάτων στερεωμένων σε μια τετράπλευρη μπρούντζινη κεφαλή. Είναι διαρρυθμισμένα σε ομόκεντρους κύκλους και κάθε όψη διαγράφει έναν μεγάλο οφθαλμό. Κάθε πρίσμα είναι μια σύνθετη καμπύλη γυαλισμένου, πρασινόχρωμου γυαλιού. Κάθε ένα είναι αφοσιωμένο σε μία τοποθεσία και υπάρχουν εκατοντάδες από δαύτα.

            Όταν πέφτει ο ήλιος, το φως ανάβει αυτόματα, περιστρεφόμενο μες στο σκοτάδι. Όταν βρίσκομαι στο δωμάτιο κοιτώντας το ν' αρχινά, παρακολουθώ ένα ζωντανό πράγμα που το κινητοποιεί αόρατη πηγή. Όταν είμαι στο ισόγειο η παρουσία του λαμβάνει μυθικές διαστάσεις: μια ογκώδης μορφή κεφαλής με τέσσερις όψεις κι ένα μάτι σε κάθε όψη, τέσσερις Κύκλωπες σε διάταξη εξωστρεφούς κύκλου.

            Το πρώτο σκοτάδι στο κτίριο αυτομάτως εκκινεί την περιστροφή του φωτός. Το θηριώδες βάρος αλέθει από πάνω μου διαποτίζοντας το κτίριο από μπετόν μισό μέτρο πάχος με μια δόνηση σαν γαργαλητό. Έξω, ριπές φωτός σαρώνουν τους βράχους σε σύντομα τακτικά διαστήματα. Κοιτώντας απ' το παράθυρο υπάρχει διαρκής φωτεινή άφιξη στο σκοτάδι, παρά αναβόσβημα. Όταν η ατμόσφαιρα είναι ομιχλώδης ή θολή όλο το έξω γίνεται λευκό καθώς το φως ανακλάται και ονοματίζει κάθε σωματίδιο του αέρα. Όταν πλαγιάζω στο σκοτάδι, με τα μάτια κλειστά, η σύντομη λάμψη τσιμπολογά τα βλέφαρά μου.

            Ακολουθεί καθαρός και βέβαιος ύπνος. Νωρίς το πρωί το φως κλείνει κι εγώ ξυπνώ. Μετά από μερικές μέρες διαβίωσης σ' αυτό το φωτοκατοικημένο κτίριο είμαι περιέργως εξαρτημένη από την ρύθμισή του. Έχει μετατραπεί σε λυρικό εργαλείο μέσω του οποίου ο οργανικός χρόνος χάνεται.

            Κοιμάμαι και ξυπνώ βάσει του φωτός. Περί τα μέσα Ιουνίου οι μέρες μακραίνουν κι οι νύχτες μικραίνουν. Ώς να τελειώσει ο Ιούνιος η νύχτα έχει πάψει εντελώς, το ίδιο και το περιστρεφόμενο φως. Αρχίζω να έχω αϋπνίες, απορρυθμισμένη από την ατελείωτη, βαριά ακινησία του φωτός.

 

αυτός δεν είναι ένας δερβίσης














ΑΥΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ

Πλατεία Ταξίμ, Κωνσταντινούπολη, 2013


Πράσινο σκοτεινό βελούδο τού κυπαρισσιού
ρελιασμένο με μαύρο φαρδύ καραβόπανο
απλωμένο φουσκώνει καθώς περιστρέφεται
με τα χέρια ανοιχτά
σε ουρανό και σε γη
μες στο πλήθος που όρθιο
χτυπά παλαμάκια
πάνω στην ασφαλτοστρωμένη
πληγή της πλατείας

Μα στο πρόσωπο –
Μα το πρόσωπο
δεν είναι αγίου
ούτε ανθρώπου

Το πρόσωπο είναι μουτσούνα
τερατόμορφης πάπιας
Με καπάκια στα μάτια
με το ράμφος ραμμένο
βουλωμένο κι αυτό
–για τα δακρυγόνα–
Άσπρο καουτσούκ νοσοκομείου
–δίχως βλέμμα ή ανάσα–
πάνω από το κυπαρισσένιο
φύλλωμα που κυματίζει

Πάψτε
Πάψτε
να χτυπάτε τα χέρια
Αρπάξτε τον
Σώστε τον
Μες στο άσπρο σκάφανδρο
δεν θα του φτάσει ο αέρας
Θα σωριαστεί στο χώμα

και δεν θα φυτρώσει

~

Ποίημα για το τρίτο ετήσιο "A Poets' Agora" (1 Δεκεμβρίου 2017), με το γενικό θέμα "Risk". Αναδημοσιεύτηκε, ως "Ποίημα της ημέρας", στην "Popaganda". (Η φωτογραφία είναι της ειδησεογραφίας του 2013, από την Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης.)

25.11.17

ένας θρασύς "ορφέας" που πρέπει να ταξιδέψει
















Το καλλιτεχνικό θράσος ανταμείβεται -δηλαδή δίνει καρπούς, κι όχι μόνο πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού- όταν ο καλλιτέχνης-θρασίμι έχει και νου, και γνώση, και αισθητήριο, κι όταν έχει ιδρώσει ασκούμενος και μελετώντας. Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος έχει προ πολλού αποδείξει ότι είναι τέτοιος καλλιτέχνης. Και σε τούτη την εκδοχή του "Ορφέα" του Μοντεβέρντι (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 24 & 25 Νοεμβρίου 2017), του ξαναβγήκε η πασιέντζα του ιδιοφυούς παντρέματος στοιχείων διαφορετικών παραδόσεων: εν προκειμένω, των αναγεννησιακών (της εποχής του έργου) με ηλεκτρικά όργανα (από θέρεμιν έως μπάσσο!)

Σε αυτό το θρασύ κι επιτυχές εγχείρημα, είχε άξιο συνωμότη τον σκηνοθέτη Θάνο Παπακωνσταντίνου, που επέλεξε, ως αντίστιξη στον ηχητικό πλούτο, μια 'μινιμαλιστική' ασπρόμαυρη όψη και 'απλές', 'γεωμετρικές' λύσεις. Τα επιμέρους ερωτήματα ή επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς (μακάρι ο Ορφέας να είχε κινηθεί περισσότερο στα μακρά μέρη του - ή πόσο σκηνικά χρήσιμος είναι πλέον ο τεχνητός καπνός;) δεν μειώνουν την αξία του επιτεύγματος που χωρίς επιείκεια θυμίζει (και τις υπερβαίνει σε συνοχή και νόημα) κάμποσες 'ξένες παραγωγές', εισαγόμενες live ή αποτυπωμένες σε dvd.

Μα εξίσου άξιοι οι (κάθε φορά και καλύτεροι) μουσικοί των "Latinitas Nostra" και οι συνεργάτες τους - και, βεβαίως, οι τραγουδιστ(ρι)ες. Ανάμεσά τους, γι' άλλη μια φορά ξεχώρισαν η Θεοδώρα Μπάκα (ως Μουσική, και Ιέρεια του Διονύσου) -έκφραση, ρητορική, συνάφεια ύφους προς το έργο, αλλά και σκηνική παρουσία- και η αποδεδειγμένης ευστοχίας Λένια Ζαφειροπούλου (Ελπίδα), μα έλαμψαν επίσης οι -απλώς (και δυστυχώς) λιγότερο γνωστοί/ές μου- Χρήστος Κεχρής (πλήρης χροιών Βοσκός), και οι εντυπωσιακές Ειρήνη Μπιλίνη (Νύμφη) και Σοφία Πάτση (Αγγελιοφόρος: από τους σημαντικότερους ρόλους στο έργο).


H εξαρχής -κατά τον γάμο Ορφέα και Ευρυδίκης- εμφάνιση του ζεύγους χριστιανικός σταυρός / παγανιστικό στεφάνι όρισε σχηματικά το δίπολο Έρωτας / Θάνατος του μύθου και της πλοκής. Μα είναι ενδιαφέρον πως το ευτυχέστερο ερωτικά ζεύγος είναι, όχι το λευκό, μα το μαύρο: ο Πλούτων με την Περσεφόνη, οι σύμμαχοι και φύλακες του Θανάτου - τον έχουν αποδεχθεί, και ο έρωτάς τους ανθίζει. Αντιθέτως, ο κυριολεκτικώς ξεμυαλισμένος Ορφέας θαρρεί πως ο Έρως είναι ο ανώτερος Θεός - εξού και δεν θα τον απολαύσει. Κι αποδεικνύεται εντέλει 'κακός μάγος': εξίσου αστόχαστα θα απαρνηθεί τον Έρωτα, ώστε δικαίως να σπαραχθεί από τις Μαινάδες (μες σ' ένα noise καταιγιστικό).

Προλαβαίνετε κι αύριο!


(Μα όσοι/ες έχουν θέσεις ευθύνης ή/και κατάλληλες γνωριμίες, ας φροντίσουν η παράσταση αυτή α) να επαναληφθεί (αφού διορθωθούν η υπερβολή στην ενίσχυση, και η ισορροπία των οργάνων κατά τόπους), και β) οπωσδήποτε να ταξιδέψει και εκτός συνόρων. Κάτι τέτοια είναι που δεν μας αφήνουν να βουλιάξουμε εντελώς στην απόγνωση.)

20.11.17

«Εμείς λέμε, με τα λόγια γίνεται!»



 

 

 

 

 

 

 

 

Όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2011 σε ένα καφέ-μπαρ της οδού Φερρών, με καπνό και φασαρία, συνεχίστηκαν όμως έκτοτε αδιάλειπτα, στο θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης, στην οδό Μασσαλίας. Η Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων (Σταθμός Λαρίσης) αλλά και η έκθεση GR80s (Γκάζι) φιλοξένησαν, επίσης, εκτάκτως το «Με τα λόγια γίνεται» [μτλγ], όπως τιτλοφορούνται οι ποιητικές συναντήσεις που διοργανώνει ο ποιητής Παναγιώτης Ιωαννίδης (1967). Κομίζοντας νέα ήθη στον τρόπο που παρουσιάζεται η ποίηση, ελληνική και μεταφρασμένη, παλαιά και νέα, ο Ιωαννίδης και οι συνοδοιπόροι του δίνουν έμφαση στη φωνή, στην ενσώματη παρουσία του απαγγέλλοντος, με προσεχτική οργάνωση της ροής από την οποία δε λείπουν τα σκηνοθετικά ευρήματα, και αυστηρή τήρηση του χρόνου. Ποιητές και ποιήτριες, μεταφραστές και μεταφράστριες, δοκιμάζουν προσκεκλημένοι του [μτλγ] τις δυνάμεις και τη φαντασία τους ενώπιον ετερόκλητου κοινού, που πρέπει να κερδηθεί. Ακόμη και πρώτες εκτελέσεις μουσικών έργων, όπως η μελοποίηση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον από την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, προσφέρονται με ελεύθερη είσοδο σε ένα ακροατήριο που, αργά αλλά σταθερά, συγκροτείται για λογαριασμό της ποίησης ως δημόσιου, ζωντανού συμβάντος. Με αφορμή την 7η περίοδο του [μτλγ], που εγκαινιάζεται στις 20 Νοεμβρίου, συζητάμε με τον εμπνευστή και διοργανωτή του εγχειρήματος για τη στόχευση, την εμπειρία και τον μελλοντικό σχεδιασμό του καινοτόμου θεσμού.

 

Πώς προέκυψε ο τίτλος "Με τα λόγια (γίνεται)";

 

Τον Δεκέμβριο του 2011, έπρεπε να βρεθεί ένας τίτλος για τις εκδηλώσεις που ήδη στόχευαν στη συνέπεια και τη συνέχεια. Επειδή, αφενός, σκοπός ήταν να ακούγονται τα ποιήματα, οι λέξεις των ποιημάτων, χωρίς φιλολογικές ερμηνείες και σχολιασμό, από αυτές και αυτούς που τα γράφουν ή τα μεταφράζουν, κι επειδή, αφετέρου, συνηθίζουμε να λέμε ότι «με τα λόγια, τίποτα δεν γίνεται», σκέφτηκα να ανατρέψουμε αυτήν τη συνήθη φράση και να πούμε: «με τα λόγια, γίνεται!». Το «γίνεται»σε παρένθεση, γιατί το βάρος πέφτει στα "λόγια". Πρόκειται, λοιπόν, για συναντήσεις με τις λέξεις, και τους ανθρώπους που τις γράφουν ή τις αγαπούν.

 

Ο τίτλος αυτός κρύβει, μαζί με την «ανατροπή» που περιγράψατε, και μιαν άποψη; Μια πολεμική;

 

Πιθανώς, αλλά ο νους μου πήγε κυρίως στο ερώτημα «πώς φτιάχνεται το ποίημα;». Το ποίημα φτιάχνεται με λέξεις και όχι με ιδέες ή, απλώς, με μια γενική σύλληψη. Και οι λέξεις είναι κάτι απτό, είναι σχεδόν πράγμα, γιατί έχουν και ήχο, δεν είναι μόνον αποτύπωση έννοιας. Αυτή την άποψη προσπαθούμε να πραγματώνουμε στο [μτλγ].

 

Το [μτλγ] ξεκινά στις 20 Νοεμβρίου την 7η χρονιά του. Έχετε οδηγηθεί σε κάποια συμπεράσματα;

 

Η βασική σύλληψη των συναντήσεων αυτών ήταν δισχιδής: δηλαδή, συναντήσεις ποιητών και ποιητριών είτε διαφορετικής γενιάς, είτε διαφορετικών τρόπων, ώστε να μπορεί να προκύψει κάποιος διάλογος∙ αλλά και συναντήσεις πρωτότυπων ποιημάτων με τις μεταφράσεις τους. Αυτή η βασική σύλληψη δεν έχει μεταβληθεί και νομίζω πως καρποφορεί. Δεν είναι σπάνιο ν’ ακούμε ανθρώπους που παρακολούθησαν μιαν εκδήλωση του [μτλγ] να λένε: «Τί ωραία που ήταν, – για μένα που δεν καταλαβαίνω από ποίηση∙ θα ξανάρθω». Το «δεν καταλαβαίνω, δε διαβάζω ποίηση, αλλά μου άρεσε, θα ξανάρθω», είναι το ενθαρρυντικότερο σχόλιο για αυτήν τη συλλογική προσπάθεια. Αυτό που, ίσως, έχει αλλάξει στην πορεία, είναι μια εντονότερη προσπάθεια να ακούγονται νέες φωνές, είτε πραγματικά νέες, δηλαδή πρόσφατα εμφανισθείσες, είτε παλαιότερες που κάπως έχουμε παραμελήσει. Ως προς τις πρόσφατες φωνές, στις εκδηλώσεις όπου υπάρχουν νεώτερες ποιήτριες και ποιητές, το να βρεις μια φωνή που θα ταιριάξει με μιαν άλλη, ακόμη κι αν δεν έχει ακόμα εκδώσει βιβλίο, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση που απαιτεί κάποια προσπάθεια. Εξίσου ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η αναδίφηση, η εκ νέου μελέτη παλαιότερων φωνών, για την ανάδειξη κάποιων που δεν ανήκουν με τόσο προφανή τρόπο στον κανόνα, όπως, π.χ., τις προηγούμενες χρονιές, ο Παπατσώνης και η Βακαλό – ή, φέτος, στις 13 Δεκεμβρίου, η Ζωή Καρέλλη.

 

Θεωρείτε ότι η προφορική παρουσίαση, η απαγγελία, συμβάλλει σε μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης;

 

Το πιστεύω βαθύτατα. Νομίζω ότι η μουσική διάσταση της ποίησης –κι ας μη φοβηθούμε τον όρο– είναι βασική, και συστατική της γένεσής της. Συνεπώς, όταν ακούγεται η ποίηση, πραγματώνεται αυτή ακριβώς η διάστασή της: οι φθόγγοι και ο ρυθμός. Κύρια, λοιπόν, επιδίωξη του [μτλγ] ήταν και παραμένει η ηχητική πραγμάτωση της ποίησης, καθώς επίσης το να φαίνεται η σχέση της εκφοράς με το ανθρώπινο σώμα, ιδίως το σώμα αυτών που την έγραψαν – δεν έχει τόση σημασία πόσο καλά διαβάζουν. Και μιας και το σώμα περιλαμβάνει το νου, η επιδίωξη αυτή συμβαδίζει με την αντίληψη για τα ποιήματα ως πράγματα, για την υλικότητα των ποιημάτων: δια των λέξεων, δια των ήχων και δια των σωμάτων που τα εκφέρουν.

 

Έχουν μεσολαβήσει αρκετές δεκαετίες που αυτή η διάσταση είχε σχεδόν εκλείψει. Εμείς -το λέω καθώς είμαστε λίγο-πολύ και ίδια γενιά- έχουμε μεγαλώσει σχεδόν χωρίς απαγγελίες και σίγουρα χωρίς να υπάρχει έμφαση σε αυτές. Ποιά είναι η γενεαλογία του [μτλγ];

 

Η απαγγελία είχε ανατεθεί κατά κύριο λόγο στους ηθοποιούς, κατά προτίμηση δε με συνοδεία μουσικής η οποία ακουγόταν «κάτω» από το ποίημα, μιας και θεωρούνταν ότι το ποίημα δεν αρκούσε από μόνο του (!) για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Αφήνω ασχολίαστη την χρήση μιας τέχνης ως «χαλί» για μιαν άλλη τέχνη. Και μένω στο ότι ένας ηθοποιός, για να διαβάσει σωστά ένα ποίημα, πρέπει να έχει ασκηθεί ειδικά σε αυτό, όπως συμβαίνει π.χ. στη Σουηδία - αλλά όχι κατ’ ανάγκην στη χώρα μας. Όσο για την καταγωγή τού [μτλγ]: δεν προήλθε, φυσικά, από παρθενογένεση. Προέκυψε αφενός από την εμπειρία μου βιβλιοπαρουσιάσεων στη Βρετανία, όπου ποιητές και πεζογράφοι διαβάζουν ενώπιον κοινού, χωρίς άλλο σχολιασμό – ή, το πολύ-πολύ, να πουν κάτι οι ίδιοι. Αφετέρου, από την ιδιαίτερη εμπειρία των συναντήσεων στο καφέ "Νταζάιν", που οργάνωνε ο ποιητής Γιώργος Χαντζής την περίοδο 2006-2009. Αυτές οι αναγνώσεις είχαν μεν έναν χαρακτήρα εργαστηρίου που απευθυνόταν κυρίως σε ποιητές και ποιήτριες, αλλά έδιναν επίσης έμφαση στην προφορική ανάδειξη του ποιήματος. Όταν έληξαν, μου έλειψαν. Και σκέφτηκα πως –καθώς άρχιζε μάλιστα η κρίση να δείχνει τα δόντια της – ήταν καιρός να δοκιμάσουμε κάτι ανάλογο, απευθύνοντάς το, ωστόσο, σε ένα όσο γίνεται ευρύτερο κοινό.

 

Θεωρείτε ότι είναι σημαντικό να έρχεται κανείς σε επαφή με την ξένη ποίηση;

 

Η μετάφραση είναι, άλλωστε, "πυλώνας" του [μτλγ]. Και φροντίζετε πάντα να ακούγεται, ει δυνατόν, και το πρωτότυπο. Πράγματι, η μετάφραση της ποίησης είναι βασική μέριμνα του [μτλγ]. Επιδιώκουμε να ακούγονται και τα πρωτότυπα, και καλές μεταφράσεις. Η ποίηση είναι κι αυτή μια τέχνη που δεν ασκείται μόνο στην Ελλάδα, και το να ξέρουμε τί συμβαίνει ή έχει συμβεί και σε άλλες γλώσσες, ανοίγει ορίζοντες. Βοηθά τους σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες και είναι, ελπίζω, απολαυστικό και για τους ανθρώπους που ακούν. Η μεγαλύτερη, μέχρι στιγμής, «επιτυχία» –από πλευράς προσέλευσης– ήταν το αφιέρωμα στην 'Εμιλυ Ντίκινσον, που συγκέντρωσε περί τα 200 άτομα τον Μάρτιο του 2013. Πολύ πετυχημένες όμως από την ίδια άποψη υπήρξαν και οι εκδηλώσεις για τα τέσσερα (ελληνικά) βιβλία της Κατοχής, τον Δεκέμβριο του 2014 (με αφορμή τα 70 χρόνια από την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 14 σύγχρονοι ποιητές και ποιήτριες, επέλεξαν και διάβασαν από τα βιβλία Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, Ursa Minor του Τάκη Παπατσώνη και Ακριτικά του Άγγελου Σικελιανού), καθώς και τα αφιερώματα στον Παπατσώνη, και στη Βακαλό.

 

Επειδή ακριβώς κάνετε αυτόν το συνδυασμό παλαιότερων και νεώτερων ποιητών, έχετε παρατηρήσει διαφορές ανάμεσα στις «γενιές» στην «προφορική και μέσα από το σώμα» παρουσίαση της ποίησης;

 

Ενδιαφέρουσα και δύσκολη να απαντηθεί ερώτηση. Περισσότερο ο νους μου πάει στην προθυμία τού να υπάρξει μια συνύπαρξη δυο φωνών και στον διάλογο που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσά τους. Νομίζω, λοιπόν, ότι, για λόγους απολύτως κατανοητούς - την πυκνότερη παρουσία σε εκδηλώσεις κάποιων μεγαλύτερων ή, ίσως, και την κάποια συνεπαγόμενη κόπωση- οι νεώτερες και οι νεώτεροι πιο εύκολα χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που δίνει η ταυτόχρονη παρουσία δύο ομοτέχνων, π.χ. στο να διαβάσουν ποιήματα ο ένας του άλλου, να συζητήσουν μεταξύ τους, να εναλλαχθούν οι φωνές τους.

 

Έχουμε αποφύγει ως τώρα το ερώτημα αν η προφορικότητα συμβάλλει σε μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης. Μπορεί όντως να αλλάξει τον τρόπο που προσλαμβάνει κανείς την ποίηση;

 

Ελπίζω πως ναι. Δεν είναι εύκολο να συμπεράνω από την έως τώρα πορεία, σε τί βαθμό το [μτλγ] έχει επιτυχώς συμβάλει σε αυτό αλλά σίγουρα ήταν μέσα στους στόχους του.

 

Είστε πάντα ακριβής και συγκεκριμένος στον τρόπο που οργανώνετε τις εκδηλώσεις, ξεκινώντας από το ύφος και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που στέλνετε και φθάνοντας στον αυστηρό χρόνο που προσδιορίζετε. Προϋποτίθεται, λοιπόν, προετοιμασία και πειθαρχία. Όλα αυτά είναι, ωστόσο, πράγματα λιγάκι αδιανόητα για μεγάλο μέρος των ποιητών και ποιητριών. Για να πάρει κανείς μέρος στο [μτλγ] πρέπει να αποδεχτεί αυτό το πλαίσιο;

 

Η πείρα μου, και από άλλους χώρους, υποδεικνύει ότι για να είναι κάτι απολαυστικό για όσους το παρακολουθούν, απαιτείται προσεκτικός και έγκαιρος σχεδιασμός, και οπωσδήποτε «σχεδιασμός ροής» όποτε συνυπάρχουν πολλές φωνές. Συνεπώς, μιας και ένας γνώμονας του σχεδιασμού τού [μτλγ] είναι και η απεύθυνση σε ένα ευρύ κοινό, το όποιο «πλαίσιο», αυτήν αποσκοπεί να διασφαλίσει. Εντύπωσή μου είναι ότι οι ποιητές και οι ποιήτριες που συμμετέχουν, το υιοθετούν με χαρά και το υπηρετούν δημιουργικά. Όσες δε, μικρές ούτως ει άλλως, «εκτροπές» ανακύπτουν, κάνουν πιο ενδιαφέρον το ζήτημα.

 

Τον σχεδιασμό του [μτλγ], τον κάνετε εντελώς μόνος;

 

Ναι, αλλά τόσο η προϋπόθεση πραγμάτωσης τού [μτλγ] όσο και το τελικό αποτέλεσμα, εξαρτώνται από την σημαντική εργασία που καταβάλλεται από πολλούς. Για τα «ντουέτα», π.χ., μπορεί εγώ να υπενθυμίζω ένα ρεπερτόριο πιθανών τρόπων, δραστηριοτήτων, εναλλαγής∙ κατόπιν, όμως, το κάθε ζευγάρι αποφασίζει μόνο του, χωρίς καμία δική μου παρέμβαση, καθώς σκοπός είναι να προκύψουν δύο ποιητικές αυτοπροσωπογραφίες. Στις παρουσιάσεις παλαιών ποιητών, στα αφιερώματα, ο σχεδιασμός είναι κατ’ ανάγκην πιο «κεντρικός».

 

Τί προβλέπεται για φέτος;

 

Θα φιλοξενηθούμε και πάλι στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, μια ημέρα κάθε μήνα, και θα πραγματοποιηθούν συνολικά έξι εκδηλώσεις, από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο. Φέτος, θα ξεκινήσουμε, όπως και το Νοέμβριο του 2013, με μιαν εκδήλωση «με ανοιχτό μικρόφωνο», στις 20 Νοεμβρίου, όπου θα μπορούν να απαγγείλουν αδημοσίευτα ποιήματά τους για ένα τρίλεπτο όποιοι και όποιες θέλουν, έχοντας καταγράψει εκ των προτέρων –επιτόπου και μισή ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης– το όνομά τους. Η εκδήλωση «ανοιχτού μικροφώνου» θα συνοδεύεται από απαγγελία επίσης αδημοσίευτων ποιημάτων δυο ποιητριών που έχουν προσκληθεί επί τούτου: της Άννας Γρίβα και της Παυλίνας Μάρβιν. Η δεύτερη εκδήλωση, στις 13 Δεκεμβρίου, θα είναι αφιερωμένη σε μια σημαντική παλαιότερη ποιήτρια, τη Ζωή Καρέλλη. Ποιήματά της θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν από σύγχρονους ποιητές. Τον Ιανουάριο, θα είναι μαζί μας ο μεταφραστής ιταλικής ποίησης, ποιητής Νίκος Αλιφέρης. Η φετινή συνάντηση μεταξύ δύο ποιητριών θα γίνει τον Φεβρουάριο, μεταξύ της Λένιας Ζαφειροπούλου και της Φοίβης Γιαννίση. Η εκδήλωση του Μαρτίου, θα είναι και πάλι ένα αφιέρωμα σε αμερικανό ποιητή: μικρή ένδειξη ευχαριστιών για την εξαιρετική συνεργασία μας με την Ελληνοαμερικάνικη Ένωση. Φέτος, θα παρουσιαστούν νέες μεταφράσεις, όπως πάντα από σύγχρονους ποιητές-μεταφραστές, σύντομων ποιημάτων του Έζρα Πάουντ, από τα Προσωπεία (Personae) – που έχουν μεν μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η δε τελευταία εκδήλωση, τον Απρίλιο, θα είναι αφιερωμένη στον Κάλβο, κατά τον τρόπο των προηγούμενων, για τη Ντίκινσον (2015) και τον Εγγονόπουλο (2017), σημερινές ποιήτριες και ποιητές θα διαβάσουν ποιήματά τους γραμμένα επί τούτου, ως «απόκριση» στο έργο του.

 

Συχνά αυτές οι εκδηλώσεις οδηγούν και σε δημοσίευση;

 

Ναι, τα μεταφραστικά αφιερώματα του Μαρτίου σε Αμερικανούς ποιητές, με τα συνοδευτικά τους κείμενα, δημοσιεύονται στο περιοδικό «The Books' Journal» τον επόμενο Μάρτιο – μέχρι σήμερα: Ντίκινσον, Γ.Κ. Γουίλλιαμς, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ρόμπερτ Ντάνκαν∙ και έπεται η Μαριάνν Μουρ. Ομοίως και τα ποιήματα που γράφονται «σε απόκριση» προς το έργο κάποιου ποιητή, που επίσης δημοσιεύονται μετά από έναν περίπου χρόνο, στο ίδιο περιοδικό.

 

Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση παίζει κάποιο ρόλο στο ότι γίνονται σήμερα περισσότερες απαγγελίες;

 

Ή αυτό είναι μια εξέλιξη που είχε εκ των δρομολογηθεί ήδη πριν το ξέσπασμά της; Εικάζω βασίμως -με επηρεάζει και το γεγονός ότι η πρώτη εκδήλωση του [μτλγ] τον Δεκέμβριο του 2011 είχε ως θέμα «Ένα ποίημα που με στηρίζει»- ότι οι συγκεντρώσεις ανθρώπων με στόχο να απολαύσουν ένα έργο τέχνης, όπως είναι τα ποιήματα, μέσα σε ένα κλίμα προσήλωσης και θέρμης, που προκύπτει από την τέχνη, δεν αποκλείεται να έχει ανακύψει και μέσω της επαναξιολόγησης των αναγκών που επέφερε η κρίση.

 

~ Συνέντευξη με την Μαρία Τοπάλη για την "Καθημερινή", 20 Νοεμβρίου 2017

18.11.17

«Το καλό ποίημα σε καθηλώνει για να σε αναπτερώσει»

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ολα ξεκίνησαν τον κρύο χειμώνα του 2011, όταν κάπου εκεί στα στενά της Βικτώριας, σε έναν πολυχώρο με το εξερευνητικό όνομα «Παραπέρα», εννιά ποιητές και ποιήτριες στάθηκαν ενώπιον ενός πρόθυμου κοινού, για να διαβάσουν κάτι που από τον τίτλο κιόλας της εκδήλωσης, φαινόταν αν όχι εμπιστευτικό, πάντως, πολύτιμο: «Ενα ποίημα που με στηρίζει». Η συνέχεια, ίσως γιατί εκείνη η στήριξη αποδείχθηκε απαραίτητη σε περισσότερους, δεν άργησε να έρθει: στους μήνες που ακολούθησαν ακόμα περισσότεροι ποιητές, διαφόρων ειδών και γενεών, συναντήθηκαν για να αναγνώσουν ποιήματα δικά τους ή άλλων, ελληνικά μα και ξένα, διαβασμένα πότε στο πρωτότυπο και πότε σε μετάφραση, αλλά πάντως αδιαμεσολάβητα από αναλύσεις και σκηνοθεσίες.  Τιμητικά αφιερώματα στην Εμιλι Ντίκινσον, τον Καβάφη, τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, τον Τάκη Παπατσώνη ή την Ελένη Βακαλό, δεν έλειψαν - ομοίως και μια μεταστέγαση στην Ελληνοαμερικανική Ενωση. Ο τίτλος των μηνιαίων πια αναγνώσεων ήταν ήδη το αισιόδοξο «Με τα λόγια (γίνεται)» - εν συντομία, «μτλγ». Κι όπως εξηγεί ο επιμελητής τους, ο ποιητής και μεταφραστής Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννήθηκαν «επειδή έμοιαζε να λείπουν οι ευκαιρίες να ακούμε τα ποιήματα από τη φωνή αυτών που τα γράφουν ή τα μεταφράζουν, χωρίς φιλολογικό σχολιασμό, "θεατρικές" απαγγελίες ή "μουσικά χαλιά"».

Εξι χρόνια μετά, η έβδομη περίοδος του «μτλγ» ξεκινά στις 20 Νοεμβρίου, με μια εκδήλωση τύπου «open mic» - ελληνιστί, «ανοιχτού μικροφώνου»: οι ποιήτριες Αννα Γρίβα και Παβλίνα Μάρβιν θα απαγγείλουν στο Θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ενωσης αδημοσίευτα ποιήματά τους, αφού προηγουμένως κάνει κάτι αντίστοιχο καθένας από τους δώδεκα πρώτους που, μισή ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης, θα έχει καταγράψει το όνομά του στη σχετική λίστα δήλωσης συμμετοχής.

Γιατί όμως τέτοια «δημοσιότητα»; Η ανάγνωση της ποίησης δεν είναι κυρίως ατομικό σπορ; «Αν θυμηθούμε ότι η ποίηση κατάγεται από το τραγούδι», απαντά ο Ιωαννίδης, «και σκεφτούμε ότι η σύγχρονη επιστήμη πιστεύει πως το τραγούδι προηγήθηκε της ομιλίας, τότε δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε περισσότερο γιατί το μοιρασμένο άκουσμα ενός ποιήματος μπορεί να έχει δύναμη πολλαπλάσια - ή, πάντως, πολύ διαφορετική - από την κατά μόνας σιωπηρή ανάγνωση. Επίσης, όπως είναι άλλο πράγμα η συναυλία, κι άλλο η ακρόαση ενός δίσκου, το να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο τη στιγμή που ένα σώμα παράγει τη φωνή που λέει το ποίημα, είναι μια ολική αίσθηση: δηλαδή και σωματική, όχι μόνο διανοητική ή ψυχική».

Η δεύτερη εκδήλωση, στις 13 Δεκεμβρίου, είναι αφιερωμένη στην ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Πρόκειται για την αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, αν και η συγγένειά της με τον πεζογράφο δεν είναι ο μοναδικός λόγος που ο Ιωαννίδης βρίσκει ταιριαστό για την περίπτωσή της το επίθετο «υποφωτισμένη». Για εκείνον, το έργο της Καρέλλη έχει επισκιαστεί, πρωτίστως γιατί είναι γυναίκα. Με την τρέχουσα εξαίρεση της Κικής Δημουλά, λέει, οι καλές ελληνίδες ποιήτριες - κι ας έχουν γράψει τα πιο ενδιαφέροντα ποιήματα από το 1970 ώς το 1990, κι ας έχει προηγηθεί η Ελένη Βακαλό - έχουν παραμεληθεί σε σχέση με τους άντρες. Ισως επίσης φταίει η επιπόλαιη κατηγοριοποίηση της Καρέλλη ως κυρίως «θρησκευόμενης» ποιήτριας ή ως ποιήτριας σχεδόν «του ενός έργου», και πιο συγκεκριμένα του ποιήματος «Η Ανθρωπος». «Κι έτσι», καταλήγει ο Ιωαννίδης, «έμειναν στην αφάνεια και ο ευρύς, υπαρξιακός λυρισμός της, και η σπάνια μουσική στοχαστικότητά της, και ο διάλογός της με τη λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής της».

Κατά τα άλλα, τον Ιανουάριο, στις αναγνώσεις του «μτλγ» θα δώσει το «παρών» ο μεταφραστής ιταλικής ποίησης και ποιητής κι ο ίδιος Νίκος Αλιφέρης, ενώ έναν μήνα αργότερα θα πραγματοποιηθεί η «συνάντηση μεταξύ δύο ποιητριών», εν προκειμένω της Λένιας Ζαφειροπούλου και της Φοίβης Γιαννίση. Τον Μάρτιο, το καθιερωμένο αφιέρωμα σε αμερικανό ποιητή θα καταπιαστεί με τον Εζρα Πάουντ υπό το πρίσμα νέων μεταφράσεών του, ενώ η κατακλείδα θα περιλαμβάνει έναν φόρο τιμής στον Ανδρέα Κάλβο, από ποιητές και ποιήτριες, που θα διαβάσουν «αποκρίσεις» στο έργο του. Η επιλογή Πάουντ και Κάλβου δεν είναι φυσικά τυχαία: «Ο Πάουντ μάς διδάσκει πολλά πράγματα, που ακόμη και όσοι δηλώνουν πως τον εκτιμούν, ξεχνούν: την πρώτιστη αξία της μουσικότητας στην ποίηση· μαζί με τον στοχασμό που δεν διστάζει να συνδυασθεί με το παίγνιο· και μαζί με τον γόνιμο διάλογο με άλλες γλώσσες, εποχές, και πολιτισμούς» λέει ο Ιωαννίδης.

Η ενασχόληση με τον Κάλβο δεν ακούγεται λιγότερο ενδιαφέρουσα: «Το εγχείρημα μοιάζει παρακινδυνευμένο», συνεχίζει ο ποιητής, «αλλά οι καρποί των δύο πρώτων δοκιμών, με την Ντίκινσον το 2015, τον Εγγονόπουλο το 2017, ενθαρρύνουν και ερεθίζουν. Και οι τρεις ποιητές, πέρα από το άκρως χαρακτηριστικό τους ύφος, συνιστούν τρεις διακριτούς "κόσμους". Η καταβύθιση λοιπόν, στο σύμπαν τους, με σκοπό να αναδυθούν από εκεί νέα ποιήματα, μπορεί να είναι τόσο γόνιμη όσο κάθε απομάκρυνση ενός καλλιτέχνη από το "εγώ" του».

Καλά όλα αυτά, είναι όμως η εποχή μας, όπως συχνά επισημαίνεται, ευνοϊκή για ποιητικές εκδηλώσεις; «"Οι δυσμενείς συνθήκες δεν ευνοούν την ποίηση": να ένα ψεύδος που αναρωτιέμαι τι εξυπηρετεί» αποκρίνεται ο Ιωαννίδης. «Και καλή ποίηση γράφεται σε δύσκολους καιρούς (πότε έγραψε ο Σολωμός ή η Αχμάτοβα;), και η καλή ποίηση μπορεί να βοηθήσει εμάς που τη διαβάζουμε σε κρίσιμες περιόδους της ζωής μας».

Είναι κάτι που ο Ιωαννίδης το βλέπει και στο κοινό του «μτλγ», σε ανθρώπους που, κατά δήλωσή τους, πριν βρεθούν εκεί, ένιωθαν πως «δεν καταλαβαίνουν» ή «δεν αγαπούν» την ποίηση. Για εκείνον είναι απολύτως φυσικό η καλή ποίηση να έχει απήχηση: «Γιατί καλή ποίηση δεν είναι ούτε η λεκτική επιδειξιομανία, ούτε η επιφανειακή ψευδοφιλοσοφία με "ωραίες εκφράσεις", ούτε η "εφηβική" εξομολόγηση με γλυκερές κοινοτοπίες, ούτε η πολιτική συνθηματολογία με συναισθηματική φόρτιση. Το καλό ποίημα, όπως και η καλή ταινία, η καλή φωτογραφία, κ.ο.κ., είναι, απλούστατα, μια δυνατή εμπειρία ζωής: σε καθηλώνει για να σε αναπτερώσει· επιτρέποντάς σου, επιβάλλοντάς σου να ακούσεις και να δεις πράγματα που νόμιζες ότι δεν γνωρίζεις ή ότι δεν υπήρχαν καν».

 

~  Συνέντευξη στον Νικόλα Ζώη για "ΤΑ ΝΕΑ", που δημοσιεύθηκε στις 18-19 Νοεμβρίου 2017. Η φωτ. της Έμιλυ Ντίκινσον συνόδευε την δημοσίευση.

15.11.17

φοίβη γιαννίση _ "ραψωδία"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία (Gutenberg, 2016).

Όταν δεν πρόκειται για «άπαντα» ή συλλογές πολλών έργων –είτε μετά από χρόνια δημιουργικής πορείας, είτε μετά την περάτωσή της–,  τα βιβλία ποίησης που ξεπερνούν τις 50, ας πούμε, σελίδες, είναι, πλην εξαιρέσεων, δύστροπα αντικείμενα ανάγνωσης. Γιατί είναι δύσκολο να απλωθεί και να διατηρηθεί, έστω κυμαινόμενο, ένα επαρκώς ομοιόμορφο ποιητικό ‘κλίμα’ σε μεγάλη έκταση – εκτός αν πρόκειται για εκτενή αφηγηματικά έργα, είδος που σπανίζει στην σημερινή ποίηση. Κατά τούτο (και όχι μόνο), οι 192 σελίδες τού πιο πρόσφατου βιβλίου της Φοίβης Γιαννίση, Ραψωδία, συνιστούν τολμηρό, αλλ’ ευτυχώς επιτυχές, εγχείρημα. Ήδη, μετά τον πίνακα περιεχομένων, η ποιήτρια δηλώνει ότι έχει πλήρη συναίσθηση της κυριολεκτικής χρήσης του τίτλου της, παραθέτοντας ορισμούς της «ραψωδίας» («ράπτω + ωδή», «συρραφή λόγων») και των δύο συνθετικών της. (Παρά την προηγούμενη ενασχόλησή της με ομηρικά θέματα –στο βιβλίο Ομηρικά–, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι διεκδικεί τον ρόλο μιας σύγχρονης ‘ραψωδού’.)

Τωόντι, στο έκτο αυτό αμιγώς ποιητικό βιβλίο της (έχουν προηγηθεί τα εξής: Αχινοί, 1995 Ραμαζάνι, 1997Θηλιές, 2005∙ τα προαναφερθέντα Ομηρικά, 2010∙ Τέττιξ, 2012, ως φωτογραφίες χειρογράφων – σε τυπογραφική μορφή, το πρωτότυπο κείμενο επανεμφανίζεται στο παρόν βιβλίο), η ποιήτρια –αλλά και περφόρμερ ποιητικών έργων, και αρχιτέκτων, που επιπλέον ασκεί την θεωρία και την έρευνα σε διάφορα πεδία, συμπεριλαμβανομένης της πολιτισμικής ανθρωπολογίας– ενώνει δια της ραφής (του βιβλίου και του σχεδίου του) πολλά και πολύ διαφορετικά ποιήματα, σε έξι ενότητες. Τα είδη τους εκτείνονται από πεζά ‘βιωματικά’ αφηγήματα-‘ομιλίες’, ενίοτε και με δοκιμιακό υπόστρωμα (α’ ενότητα, «Σωροί»)∙ σύντομα λυρικά ποιήματα (β’, «Σύννεφα»)∙ σε μια τρίτη, εκτενή ενότητα, ποιήματα για τις τέσσερις εποχές και την ώρα («Τ-ΩΡΑ»)∙ ποιήματα που, συμπλέκοντας τα τζιτζίκια και τους Αρχαίους Λυρικούς, πραγματεύονται τα ζητήματα του ήχου και της φωνής (δ΄, «Τέττιξ») – έως αυτά των δύο τελευταίων ενοτήτων, «Περί των δύο, ή περί ισότητας» και «3 αριθμοί: Ποιήματα σωματικής φιλολογίας», που εμφανέστερα συνθέτουν, κατά τον ολοένα προσφιλέστερο τρόπο τής Φ.Γ., τον δοκιμιακό με τον ποιητικό λόγο, ‘σχολιάζοντας’ και συνδιαλεγόμενα με, μεταξύ των άλλων (και με τα πιο αξιόλογα αποτελέσματα), τον Αρχίλοχο ή τα ‘πηλιορείτικα’ ποιήματα του Σεφέρη.

Το ότι με σίγουρο βήμα η ποιήτρια επιλέγει τόσο διαφορετικές διαδρομές φτάνοντας σε τουλάχιστον ενδιαφέροντες τόπους, είναι ήδη αξιοπρόσεκτο. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που καθιστά το βιβλίο επιτυχημένο εγχείρημα, δηλαδή ταιριαστή συρραφή, αντί για συμπίλημα οριστικά ετερόκλητων ποιημάτων; Η φωνή (όρος που προτιμώ από την «προσωπικότητα») και η διαυγής κάθε φορά ποιητική στόχευση της ποιήτριας, θα ήταν η διττή εύκολη απάντηση. Η σύλληψη κάθε ενότητας είναι σαφής, και η πραγμάτωση της σύλληψης τής αρμόζει – αρετές διόλου συνήθεις. Ωστόσο, απαιτούνται λεπτομερέστερες εξηγήσεις. Και αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουν οπωσδήποτε το στέρεο λυρικό έδαφος της ποίησης της Φ.Γ. –έδαφος που ξεκίνησε να βαδίζει ήδη στα πρώτα της βιβλία– σε συνδυασμό μ’ ένα απολαυστικό και ανενδοίαστο εύρος διαλόγου που ανοίγει με παλαιότερους συγγραφείς και ποικίλα γνωστικά πεδία∙ αλλά και την απουσία τόσο σοβαροφάνειας (στην στοχαστική τροπή της ποίησής της) όσο και ψευδο-αιδούς (στον χειρισμό του βιωματικού). Λέγοντας τούτα, δεν επιθυμώ ωστόσο να δοθεί η εντύπωση ότι η Φ.Γ. ασκείται σε διακριτούς τρόπους με στεγανά όρια και ξεχωριστό για τον καθένα ύφος. Ιδού τέσσερα αποσπάσματα από διαφορετικές ενότητες:

η ώρα δεν είναι πλέον έχει περάσει αλλά πρέπει πάντοτε να επιστρέφει κανείς στην ώρα τη σωστή να επιστρέφει ενώ αυτή έχει παρέλθει για να την ξαναφτιάξει να τη δημιουργήσει από την αρχή τη στιγμή ακριβώς που αντιλαμβάνεται αυτό το αμετάκλητο πέρασμα – από την ενότητα «Σωροί»

Ω τοίχοι δίχως στέγες / σπίτια ανοιχτά / από βροχή μουλιασμένα / από την άνοιξη ξεχασμένα / εσάς θα κατοικήσουμε / ανέστιοι εμείς / τα δέντρα – από την ενότητα «Σύννεφα»

Εισβάλλει η άνοιξη / τα σύννεφα βάφονται την αυγή απαλά / και το φως, ω, το φως / με προσδοκία / μπορεί και πάλι να μας σχίσει την καρδιά / καθώς μας πετυχαίνει αμέριμνους /
το πρωινό των παιδιών / να ετοιμάζουμε
– από την ενότητα «Τ-ΩΡΑ»

Ξεκινά προετοιμάζεται αρχίζει να ξερριζώνει / τα σκαλιά της κλίμακας στροβιλίζονται προς τον ουρανό. / προς στιγμήν κλείνουν τα μάτια. / αναπνοές σέρνουν τον διπλό χορό. – από την ενότητα «Περί των δύο ή Περί ισότητας»

Ώστε λοιπόν, τα διάφορα νήματα αλληλοπλέκονται, δένονται το ‘να με τ’ άλλο με κάθε ευκαιρία∙ αυτό που αλλάζει από ενότητα σε ενότητα, είναι η υφή του υφαινόμενου πανιού, η έκτασή του, το πάχος του, το πόσο πυκνό ή ανάερο βγαίνει. 

 

[Δημοσιεύθηκε στο τ. 10, Φθιν.-Χειμ. 2017 του περιοδικού "ΦΡΜΚ".]