20.11.17

«Εμείς λέμε, με τα λόγια γίνεται!»



 

 

 

 

 

 

 

 

Όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2011 σε ένα καφέ-μπαρ της οδού Φερρών, με καπνό και φασαρία, συνεχίστηκαν όμως έκτοτε αδιάλειπτα, στο θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης, στην οδό Μασσαλίας. Η Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων (Σταθμός Λαρίσης) αλλά και η έκθεση GR80s (Γκάζι) φιλοξένησαν, επίσης, εκτάκτως το «Με τα λόγια γίνεται» [μτλγ], όπως τιτλοφορούνται οι ποιητικές συναντήσεις που διοργανώνει ο ποιητής Παναγιώτης Ιωαννίδης (1967). Κομίζοντας νέα ήθη στον τρόπο που παρουσιάζεται η ποίηση, ελληνική και μεταφρασμένη, παλαιά και νέα, ο Ιωαννίδης και οι συνοδοιπόροι του δίνουν έμφαση στη φωνή, στην ενσώματη παρουσία του απαγγέλλοντος, με προσεχτική οργάνωση της ροής από την οποία δε λείπουν τα σκηνοθετικά ευρήματα, και αυστηρή τήρηση του χρόνου. Ποιητές και ποιήτριες, μεταφραστές και μεταφράστριες, δοκιμάζουν προσκεκλημένοι του [μτλγ] τις δυνάμεις και τη φαντασία τους ενώπιον ετερόκλητου κοινού, που πρέπει να κερδηθεί. Ακόμη και πρώτες εκτελέσεις μουσικών έργων, όπως η μελοποίηση ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον από την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, προσφέρονται με ελεύθερη είσοδο σε ένα ακροατήριο που, αργά αλλά σταθερά, συγκροτείται για λογαριασμό της ποίησης ως δημόσιου, ζωντανού συμβάντος. Με αφορμή την 7η περίοδο του [μτλγ], που εγκαινιάζεται στις 20 Νοεμβρίου, συζητάμε με τον εμπνευστή και διοργανωτή του εγχειρήματος για τη στόχευση, την εμπειρία και τον μελλοντικό σχεδιασμό του καινοτόμου θεσμού.

 

Πώς προέκυψε ο τίτλος "Με τα λόγια (γίνεται)";

 

Τον Δεκέμβριο του 2011, έπρεπε να βρεθεί ένας τίτλος για τις εκδηλώσεις που ήδη στόχευαν στη συνέπεια και τη συνέχεια. Επειδή, αφενός, σκοπός ήταν να ακούγονται τα ποιήματα, οι λέξεις των ποιημάτων, χωρίς φιλολογικές ερμηνείες και σχολιασμό, από αυτές και αυτούς που τα γράφουν ή τα μεταφράζουν, κι επειδή, αφετέρου, συνηθίζουμε να λέμε ότι «με τα λόγια, τίποτα δεν γίνεται», σκέφτηκα να ανατρέψουμε αυτήν τη συνήθη φράση και να πούμε: «με τα λόγια, γίνεται!». Το «γίνεται»σε παρένθεση, γιατί το βάρος πέφτει στα "λόγια". Πρόκειται, λοιπόν, για συναντήσεις με τις λέξεις, και τους ανθρώπους που τις γράφουν ή τις αγαπούν.

 

Ο τίτλος αυτός κρύβει, μαζί με την «ανατροπή» που περιγράψατε, και μιαν άποψη; Μια πολεμική;

 

Πιθανώς, αλλά ο νους μου πήγε κυρίως στο ερώτημα «πώς φτιάχνεται το ποίημα;». Το ποίημα φτιάχνεται με λέξεις και όχι με ιδέες ή, απλώς, με μια γενική σύλληψη. Και οι λέξεις είναι κάτι απτό, είναι σχεδόν πράγμα, γιατί έχουν και ήχο, δεν είναι μόνον αποτύπωση έννοιας. Αυτή την άποψη προσπαθούμε να πραγματώνουμε στο [μτλγ].

 

Το [μτλγ] ξεκινά στις 20 Νοεμβρίου την 7η χρονιά του. Έχετε οδηγηθεί σε κάποια συμπεράσματα;

 

Η βασική σύλληψη των συναντήσεων αυτών ήταν δισχιδής: δηλαδή, συναντήσεις ποιητών και ποιητριών είτε διαφορετικής γενιάς, είτε διαφορετικών τρόπων, ώστε να μπορεί να προκύψει κάποιος διάλογος∙ αλλά και συναντήσεις πρωτότυπων ποιημάτων με τις μεταφράσεις τους. Αυτή η βασική σύλληψη δεν έχει μεταβληθεί και νομίζω πως καρποφορεί. Δεν είναι σπάνιο ν’ ακούμε ανθρώπους που παρακολούθησαν μιαν εκδήλωση του [μτλγ] να λένε: «Τί ωραία που ήταν, – για μένα που δεν καταλαβαίνω από ποίηση∙ θα ξανάρθω». Το «δεν καταλαβαίνω, δε διαβάζω ποίηση, αλλά μου άρεσε, θα ξανάρθω», είναι το ενθαρρυντικότερο σχόλιο για αυτήν τη συλλογική προσπάθεια. Αυτό που, ίσως, έχει αλλάξει στην πορεία, είναι μια εντονότερη προσπάθεια να ακούγονται νέες φωνές, είτε πραγματικά νέες, δηλαδή πρόσφατα εμφανισθείσες, είτε παλαιότερες που κάπως έχουμε παραμελήσει. Ως προς τις πρόσφατες φωνές, στις εκδηλώσεις όπου υπάρχουν νεώτερες ποιήτριες και ποιητές, το να βρεις μια φωνή που θα ταιριάξει με μιαν άλλη, ακόμη κι αν δεν έχει ακόμα εκδώσει βιβλίο, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση που απαιτεί κάποια προσπάθεια. Εξίσου ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η αναδίφηση, η εκ νέου μελέτη παλαιότερων φωνών, για την ανάδειξη κάποιων που δεν ανήκουν με τόσο προφανή τρόπο στον κανόνα, όπως, π.χ., τις προηγούμενες χρονιές, ο Παπατσώνης και η Βακαλό – ή, φέτος, στις 13 Δεκεμβρίου, η Ζωή Καρέλλη.

 

Θεωρείτε ότι η προφορική παρουσίαση, η απαγγελία, συμβάλλει σε μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης;

 

Το πιστεύω βαθύτατα. Νομίζω ότι η μουσική διάσταση της ποίησης –κι ας μη φοβηθούμε τον όρο– είναι βασική, και συστατική της γένεσής της. Συνεπώς, όταν ακούγεται η ποίηση, πραγματώνεται αυτή ακριβώς η διάστασή της: οι φθόγγοι και ο ρυθμός. Κύρια, λοιπόν, επιδίωξη του [μτλγ] ήταν και παραμένει η ηχητική πραγμάτωση της ποίησης, καθώς επίσης το να φαίνεται η σχέση της εκφοράς με το ανθρώπινο σώμα, ιδίως το σώμα αυτών που την έγραψαν – δεν έχει τόση σημασία πόσο καλά διαβάζουν. Και μιας και το σώμα περιλαμβάνει το νου, η επιδίωξη αυτή συμβαδίζει με την αντίληψη για τα ποιήματα ως πράγματα, για την υλικότητα των ποιημάτων: δια των λέξεων, δια των ήχων και δια των σωμάτων που τα εκφέρουν.

 

Έχουν μεσολαβήσει αρκετές δεκαετίες που αυτή η διάσταση είχε σχεδόν εκλείψει. Εμείς -το λέω καθώς είμαστε λίγο-πολύ και ίδια γενιά- έχουμε μεγαλώσει σχεδόν χωρίς απαγγελίες και σίγουρα χωρίς να υπάρχει έμφαση σε αυτές. Ποιά είναι η γενεαλογία του [μτλγ];

 

Η απαγγελία είχε ανατεθεί κατά κύριο λόγο στους ηθοποιούς, κατά προτίμηση δε με συνοδεία μουσικής η οποία ακουγόταν «κάτω» από το ποίημα, μιας και θεωρούνταν ότι το ποίημα δεν αρκούσε από μόνο του (!) για να τραβήξει το ενδιαφέρον. Αφήνω ασχολίαστη την χρήση μιας τέχνης ως «χαλί» για μιαν άλλη τέχνη. Και μένω στο ότι ένας ηθοποιός, για να διαβάσει σωστά ένα ποίημα, πρέπει να έχει ασκηθεί ειδικά σε αυτό, όπως συμβαίνει π.χ. στη Σουηδία - αλλά όχι κατ’ ανάγκην στη χώρα μας. Όσο για την καταγωγή τού [μτλγ]: δεν προήλθε, φυσικά, από παρθενογένεση. Προέκυψε αφενός από την εμπειρία μου βιβλιοπαρουσιάσεων στη Βρετανία, όπου ποιητές και πεζογράφοι διαβάζουν ενώπιον κοινού, χωρίς άλλο σχολιασμό – ή, το πολύ-πολύ, να πουν κάτι οι ίδιοι. Αφετέρου, από την ιδιαίτερη εμπειρία των συναντήσεων στο καφέ "Νταζάιν", που οργάνωνε ο ποιητής Γιώργος Χαντζής την περίοδο 2006-2009. Αυτές οι αναγνώσεις είχαν μεν έναν χαρακτήρα εργαστηρίου που απευθυνόταν κυρίως σε ποιητές και ποιήτριες, αλλά έδιναν επίσης έμφαση στην προφορική ανάδειξη του ποιήματος. Όταν έληξαν, μου έλειψαν. Και σκέφτηκα πως –καθώς άρχιζε μάλιστα η κρίση να δείχνει τα δόντια της – ήταν καιρός να δοκιμάσουμε κάτι ανάλογο, απευθύνοντάς το, ωστόσο, σε ένα όσο γίνεται ευρύτερο κοινό.

 

Θεωρείτε ότι είναι σημαντικό να έρχεται κανείς σε επαφή με την ξένη ποίηση;

 

Η μετάφραση είναι, άλλωστε, "πυλώνας" του [μτλγ]. Και φροντίζετε πάντα να ακούγεται, ει δυνατόν, και το πρωτότυπο. Πράγματι, η μετάφραση της ποίησης είναι βασική μέριμνα του [μτλγ]. Επιδιώκουμε να ακούγονται και τα πρωτότυπα, και καλές μεταφράσεις. Η ποίηση είναι κι αυτή μια τέχνη που δεν ασκείται μόνο στην Ελλάδα, και το να ξέρουμε τί συμβαίνει ή έχει συμβεί και σε άλλες γλώσσες, ανοίγει ορίζοντες. Βοηθά τους σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες και είναι, ελπίζω, απολαυστικό και για τους ανθρώπους που ακούν. Η μεγαλύτερη, μέχρι στιγμής, «επιτυχία» –από πλευράς προσέλευσης– ήταν το αφιέρωμα στην 'Εμιλυ Ντίκινσον, που συγκέντρωσε περί τα 200 άτομα τον Μάρτιο του 2013. Πολύ πετυχημένες όμως από την ίδια άποψη υπήρξαν και οι εκδηλώσεις για τα τέσσερα (ελληνικά) βιβλία της Κατοχής, τον Δεκέμβριο του 2014 (με αφορμή τα 70 χρόνια από την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 14 σύγχρονοι ποιητές και ποιήτριες, επέλεξαν και διάβασαν από τα βιβλία Αμοργός του Νίκου Γκάτσου, Μπολιβάρ του Νίκου Εγγονόπουλου, Ursa Minor του Τάκη Παπατσώνη και Ακριτικά του Άγγελου Σικελιανού), καθώς και τα αφιερώματα στον Παπατσώνη, και στη Βακαλό.

 

Επειδή ακριβώς κάνετε αυτόν το συνδυασμό παλαιότερων και νεώτερων ποιητών, έχετε παρατηρήσει διαφορές ανάμεσα στις «γενιές» στην «προφορική και μέσα από το σώμα» παρουσίαση της ποίησης;

 

Ενδιαφέρουσα και δύσκολη να απαντηθεί ερώτηση. Περισσότερο ο νους μου πάει στην προθυμία τού να υπάρξει μια συνύπαρξη δυο φωνών και στον διάλογο που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσά τους. Νομίζω, λοιπόν, ότι, για λόγους απολύτως κατανοητούς - την πυκνότερη παρουσία σε εκδηλώσεις κάποιων μεγαλύτερων ή, ίσως, και την κάποια συνεπαγόμενη κόπωση- οι νεώτερες και οι νεώτεροι πιο εύκολα χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που δίνει η ταυτόχρονη παρουσία δύο ομοτέχνων, π.χ. στο να διαβάσουν ποιήματα ο ένας του άλλου, να συζητήσουν μεταξύ τους, να εναλλαχθούν οι φωνές τους.

 

Έχουμε αποφύγει ως τώρα το ερώτημα αν η προφορικότητα συμβάλλει σε μια διαφορετική πρόσληψη της ποίησης. Μπορεί όντως να αλλάξει τον τρόπο που προσλαμβάνει κανείς την ποίηση;

 

Ελπίζω πως ναι. Δεν είναι εύκολο να συμπεράνω από την έως τώρα πορεία, σε τί βαθμό το [μτλγ] έχει επιτυχώς συμβάλει σε αυτό αλλά σίγουρα ήταν μέσα στους στόχους του.

 

Είστε πάντα ακριβής και συγκεκριμένος στον τρόπο που οργανώνετε τις εκδηλώσεις, ξεκινώντας από το ύφος και το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που στέλνετε και φθάνοντας στον αυστηρό χρόνο που προσδιορίζετε. Προϋποτίθεται, λοιπόν, προετοιμασία και πειθαρχία. Όλα αυτά είναι, ωστόσο, πράγματα λιγάκι αδιανόητα για μεγάλο μέρος των ποιητών και ποιητριών. Για να πάρει κανείς μέρος στο [μτλγ] πρέπει να αποδεχτεί αυτό το πλαίσιο;

 

Η πείρα μου, και από άλλους χώρους, υποδεικνύει ότι για να είναι κάτι απολαυστικό για όσους το παρακολουθούν, απαιτείται προσεκτικός και έγκαιρος σχεδιασμός, και οπωσδήποτε «σχεδιασμός ροής» όποτε συνυπάρχουν πολλές φωνές. Συνεπώς, μιας και ένας γνώμονας του σχεδιασμού τού [μτλγ] είναι και η απεύθυνση σε ένα ευρύ κοινό, το όποιο «πλαίσιο», αυτήν αποσκοπεί να διασφαλίσει. Εντύπωσή μου είναι ότι οι ποιητές και οι ποιήτριες που συμμετέχουν, το υιοθετούν με χαρά και το υπηρετούν δημιουργικά. Όσες δε, μικρές ούτως ει άλλως, «εκτροπές» ανακύπτουν, κάνουν πιο ενδιαφέρον το ζήτημα.

 

Τον σχεδιασμό του [μτλγ], τον κάνετε εντελώς μόνος;

 

Ναι, αλλά τόσο η προϋπόθεση πραγμάτωσης τού [μτλγ] όσο και το τελικό αποτέλεσμα, εξαρτώνται από την σημαντική εργασία που καταβάλλεται από πολλούς. Για τα «ντουέτα», π.χ., μπορεί εγώ να υπενθυμίζω ένα ρεπερτόριο πιθανών τρόπων, δραστηριοτήτων, εναλλαγής∙ κατόπιν, όμως, το κάθε ζευγάρι αποφασίζει μόνο του, χωρίς καμία δική μου παρέμβαση, καθώς σκοπός είναι να προκύψουν δύο ποιητικές αυτοπροσωπογραφίες. Στις παρουσιάσεις παλαιών ποιητών, στα αφιερώματα, ο σχεδιασμός είναι κατ’ ανάγκην πιο «κεντρικός».

 

Τί προβλέπεται για φέτος;

 

Θα φιλοξενηθούμε και πάλι στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, μια ημέρα κάθε μήνα, και θα πραγματοποιηθούν συνολικά έξι εκδηλώσεις, από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο. Φέτος, θα ξεκινήσουμε, όπως και το Νοέμβριο του 2013, με μιαν εκδήλωση «με ανοιχτό μικρόφωνο», στις 20 Νοεμβρίου, όπου θα μπορούν να απαγγείλουν αδημοσίευτα ποιήματά τους για ένα τρίλεπτο όποιοι και όποιες θέλουν, έχοντας καταγράψει εκ των προτέρων –επιτόπου και μισή ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης– το όνομά τους. Η εκδήλωση «ανοιχτού μικροφώνου» θα συνοδεύεται από απαγγελία επίσης αδημοσίευτων ποιημάτων δυο ποιητριών που έχουν προσκληθεί επί τούτου: της Άννας Γρίβα και της Παυλίνας Μάρβιν. Η δεύτερη εκδήλωση, στις 13 Δεκεμβρίου, θα είναι αφιερωμένη σε μια σημαντική παλαιότερη ποιήτρια, τη Ζωή Καρέλλη. Ποιήματά της θα παρουσιαστούν και θα σχολιαστούν από σύγχρονους ποιητές. Τον Ιανουάριο, θα είναι μαζί μας ο μεταφραστής ιταλικής ποίησης, ποιητής Νίκος Αλιφέρης. Η φετινή συνάντηση μεταξύ δύο ποιητριών θα γίνει τον Φεβρουάριο, μεταξύ της Λένιας Ζαφειροπούλου και της Φοίβης Γιαννίση. Η εκδήλωση του Μαρτίου, θα είναι και πάλι ένα αφιέρωμα σε αμερικανό ποιητή: μικρή ένδειξη ευχαριστιών για την εξαιρετική συνεργασία μας με την Ελληνοαμερικάνικη Ένωση. Φέτος, θα παρουσιαστούν νέες μεταφράσεις, όπως πάντα από σύγχρονους ποιητές-μεταφραστές, σύντομων ποιημάτων του Έζρα Πάουντ, από τα Προσωπεία (Personae) – που έχουν μεν μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η δε τελευταία εκδήλωση, τον Απρίλιο, θα είναι αφιερωμένη στον Κάλβο, κατά τον τρόπο των προηγούμενων, για τη Ντίκινσον (2015) και τον Εγγονόπουλο (2017), σημερινές ποιήτριες και ποιητές θα διαβάσουν ποιήματά τους γραμμένα επί τούτου, ως «απόκριση» στο έργο του.

 

Συχνά αυτές οι εκδηλώσεις οδηγούν και σε δημοσίευση;

 

Ναι, τα μεταφραστικά αφιερώματα του Μαρτίου σε Αμερικανούς ποιητές, με τα συνοδευτικά τους κείμενα, δημοσιεύονται στο περιοδικό «The Books' Journal» τον επόμενο Μάρτιο – μέχρι σήμερα: Ντίκινσον, Γ.Κ. Γουίλλιαμς, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ρόμπερτ Ντάνκαν∙ και έπεται η Μαριάνν Μουρ. Ομοίως και τα ποιήματα που γράφονται «σε απόκριση» προς το έργο κάποιου ποιητή, που επίσης δημοσιεύονται μετά από έναν περίπου χρόνο, στο ίδιο περιοδικό.

 

Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση παίζει κάποιο ρόλο στο ότι γίνονται σήμερα περισσότερες απαγγελίες;

 

Ή αυτό είναι μια εξέλιξη που είχε εκ των δρομολογηθεί ήδη πριν το ξέσπασμά της; Εικάζω βασίμως -με επηρεάζει και το γεγονός ότι η πρώτη εκδήλωση του [μτλγ] τον Δεκέμβριο του 2011 είχε ως θέμα «Ένα ποίημα που με στηρίζει»- ότι οι συγκεντρώσεις ανθρώπων με στόχο να απολαύσουν ένα έργο τέχνης, όπως είναι τα ποιήματα, μέσα σε ένα κλίμα προσήλωσης και θέρμης, που προκύπτει από την τέχνη, δεν αποκλείεται να έχει ανακύψει και μέσω της επαναξιολόγησης των αναγκών που επέφερε η κρίση.

 

~ Συνέντευξη με την Μαρία Τοπάλη για την "Καθημερινή", 20 Νοεμβρίου 2017

18.11.17

«Το καλό ποίημα σε καθηλώνει για να σε αναπτερώσει»

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ολα ξεκίνησαν τον κρύο χειμώνα του 2011, όταν κάπου εκεί στα στενά της Βικτώριας, σε έναν πολυχώρο με το εξερευνητικό όνομα «Παραπέρα», εννιά ποιητές και ποιήτριες στάθηκαν ενώπιον ενός πρόθυμου κοινού, για να διαβάσουν κάτι που από τον τίτλο κιόλας της εκδήλωσης, φαινόταν αν όχι εμπιστευτικό, πάντως, πολύτιμο: «Ενα ποίημα που με στηρίζει». Η συνέχεια, ίσως γιατί εκείνη η στήριξη αποδείχθηκε απαραίτητη σε περισσότερους, δεν άργησε να έρθει: στους μήνες που ακολούθησαν ακόμα περισσότεροι ποιητές, διαφόρων ειδών και γενεών, συναντήθηκαν για να αναγνώσουν ποιήματα δικά τους ή άλλων, ελληνικά μα και ξένα, διαβασμένα πότε στο πρωτότυπο και πότε σε μετάφραση, αλλά πάντως αδιαμεσολάβητα από αναλύσεις και σκηνοθεσίες.  Τιμητικά αφιερώματα στην Εμιλι Ντίκινσον, τον Καβάφη, τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, τον Τάκη Παπατσώνη ή την Ελένη Βακαλό, δεν έλειψαν - ομοίως και μια μεταστέγαση στην Ελληνοαμερικανική Ενωση. Ο τίτλος των μηνιαίων πια αναγνώσεων ήταν ήδη το αισιόδοξο «Με τα λόγια (γίνεται)» - εν συντομία, «μτλγ». Κι όπως εξηγεί ο επιμελητής τους, ο ποιητής και μεταφραστής Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννήθηκαν «επειδή έμοιαζε να λείπουν οι ευκαιρίες να ακούμε τα ποιήματα από τη φωνή αυτών που τα γράφουν ή τα μεταφράζουν, χωρίς φιλολογικό σχολιασμό, "θεατρικές" απαγγελίες ή "μουσικά χαλιά"».

Εξι χρόνια μετά, η έβδομη περίοδος του «μτλγ» ξεκινά στις 20 Νοεμβρίου, με μια εκδήλωση τύπου «open mic» - ελληνιστί, «ανοιχτού μικροφώνου»: οι ποιήτριες Αννα Γρίβα και Παβλίνα Μάρβιν θα απαγγείλουν στο Θέατρο της Ελληνοαμερικάνικης Ενωσης αδημοσίευτα ποιήματά τους, αφού προηγουμένως κάνει κάτι αντίστοιχο καθένας από τους δώδεκα πρώτους που, μισή ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης, θα έχει καταγράψει το όνομά του στη σχετική λίστα δήλωσης συμμετοχής.

Γιατί όμως τέτοια «δημοσιότητα»; Η ανάγνωση της ποίησης δεν είναι κυρίως ατομικό σπορ; «Αν θυμηθούμε ότι η ποίηση κατάγεται από το τραγούδι», απαντά ο Ιωαννίδης, «και σκεφτούμε ότι η σύγχρονη επιστήμη πιστεύει πως το τραγούδι προηγήθηκε της ομιλίας, τότε δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε περισσότερο γιατί το μοιρασμένο άκουσμα ενός ποιήματος μπορεί να έχει δύναμη πολλαπλάσια - ή, πάντως, πολύ διαφορετική - από την κατά μόνας σιωπηρή ανάγνωση. Επίσης, όπως είναι άλλο πράγμα η συναυλία, κι άλλο η ακρόαση ενός δίσκου, το να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο τη στιγμή που ένα σώμα παράγει τη φωνή που λέει το ποίημα, είναι μια ολική αίσθηση: δηλαδή και σωματική, όχι μόνο διανοητική ή ψυχική».

Η δεύτερη εκδήλωση, στις 13 Δεκεμβρίου, είναι αφιερωμένη στην ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Πρόκειται για την αδελφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, αν και η συγγένειά της με τον πεζογράφο δεν είναι ο μοναδικός λόγος που ο Ιωαννίδης βρίσκει ταιριαστό για την περίπτωσή της το επίθετο «υποφωτισμένη». Για εκείνον, το έργο της Καρέλλη έχει επισκιαστεί, πρωτίστως γιατί είναι γυναίκα. Με την τρέχουσα εξαίρεση της Κικής Δημουλά, λέει, οι καλές ελληνίδες ποιήτριες - κι ας έχουν γράψει τα πιο ενδιαφέροντα ποιήματα από το 1970 ώς το 1990, κι ας έχει προηγηθεί η Ελένη Βακαλό - έχουν παραμεληθεί σε σχέση με τους άντρες. Ισως επίσης φταίει η επιπόλαιη κατηγοριοποίηση της Καρέλλη ως κυρίως «θρησκευόμενης» ποιήτριας ή ως ποιήτριας σχεδόν «του ενός έργου», και πιο συγκεκριμένα του ποιήματος «Η Ανθρωπος». «Κι έτσι», καταλήγει ο Ιωαννίδης, «έμειναν στην αφάνεια και ο ευρύς, υπαρξιακός λυρισμός της, και η σπάνια μουσική στοχαστικότητά της, και ο διάλογός της με τη λογοτεχνική πρωτοπορία της εποχής της».

Κατά τα άλλα, τον Ιανουάριο, στις αναγνώσεις του «μτλγ» θα δώσει το «παρών» ο μεταφραστής ιταλικής ποίησης και ποιητής κι ο ίδιος Νίκος Αλιφέρης, ενώ έναν μήνα αργότερα θα πραγματοποιηθεί η «συνάντηση μεταξύ δύο ποιητριών», εν προκειμένω της Λένιας Ζαφειροπούλου και της Φοίβης Γιαννίση. Τον Μάρτιο, το καθιερωμένο αφιέρωμα σε αμερικανό ποιητή θα καταπιαστεί με τον Εζρα Πάουντ υπό το πρίσμα νέων μεταφράσεών του, ενώ η κατακλείδα θα περιλαμβάνει έναν φόρο τιμής στον Ανδρέα Κάλβο, από ποιητές και ποιήτριες, που θα διαβάσουν «αποκρίσεις» στο έργο του. Η επιλογή Πάουντ και Κάλβου δεν είναι φυσικά τυχαία: «Ο Πάουντ μάς διδάσκει πολλά πράγματα, που ακόμη και όσοι δηλώνουν πως τον εκτιμούν, ξεχνούν: την πρώτιστη αξία της μουσικότητας στην ποίηση· μαζί με τον στοχασμό που δεν διστάζει να συνδυασθεί με το παίγνιο· και μαζί με τον γόνιμο διάλογο με άλλες γλώσσες, εποχές, και πολιτισμούς» λέει ο Ιωαννίδης.

Η ενασχόληση με τον Κάλβο δεν ακούγεται λιγότερο ενδιαφέρουσα: «Το εγχείρημα μοιάζει παρακινδυνευμένο», συνεχίζει ο ποιητής, «αλλά οι καρποί των δύο πρώτων δοκιμών, με την Ντίκινσον το 2015, τον Εγγονόπουλο το 2017, ενθαρρύνουν και ερεθίζουν. Και οι τρεις ποιητές, πέρα από το άκρως χαρακτηριστικό τους ύφος, συνιστούν τρεις διακριτούς "κόσμους". Η καταβύθιση λοιπόν, στο σύμπαν τους, με σκοπό να αναδυθούν από εκεί νέα ποιήματα, μπορεί να είναι τόσο γόνιμη όσο κάθε απομάκρυνση ενός καλλιτέχνη από το "εγώ" του».

Καλά όλα αυτά, είναι όμως η εποχή μας, όπως συχνά επισημαίνεται, ευνοϊκή για ποιητικές εκδηλώσεις; «"Οι δυσμενείς συνθήκες δεν ευνοούν την ποίηση": να ένα ψεύδος που αναρωτιέμαι τι εξυπηρετεί» αποκρίνεται ο Ιωαννίδης. «Και καλή ποίηση γράφεται σε δύσκολους καιρούς (πότε έγραψε ο Σολωμός ή η Αχμάτοβα;), και η καλή ποίηση μπορεί να βοηθήσει εμάς που τη διαβάζουμε σε κρίσιμες περιόδους της ζωής μας».

Είναι κάτι που ο Ιωαννίδης το βλέπει και στο κοινό του «μτλγ», σε ανθρώπους που, κατά δήλωσή τους, πριν βρεθούν εκεί, ένιωθαν πως «δεν καταλαβαίνουν» ή «δεν αγαπούν» την ποίηση. Για εκείνον είναι απολύτως φυσικό η καλή ποίηση να έχει απήχηση: «Γιατί καλή ποίηση δεν είναι ούτε η λεκτική επιδειξιομανία, ούτε η επιφανειακή ψευδοφιλοσοφία με "ωραίες εκφράσεις", ούτε η "εφηβική" εξομολόγηση με γλυκερές κοινοτοπίες, ούτε η πολιτική συνθηματολογία με συναισθηματική φόρτιση. Το καλό ποίημα, όπως και η καλή ταινία, η καλή φωτογραφία, κ.ο.κ., είναι, απλούστατα, μια δυνατή εμπειρία ζωής: σε καθηλώνει για να σε αναπτερώσει· επιτρέποντάς σου, επιβάλλοντάς σου να ακούσεις και να δεις πράγματα που νόμιζες ότι δεν γνωρίζεις ή ότι δεν υπήρχαν καν».

 

~  Συνέντευξη στον Νικόλα Ζώη για "ΤΑ ΝΕΑ", που δημοσιεύθηκε στις 18-19 Νοεμβρίου 2017. Η φωτ. της Έμιλυ Ντίκινσον συνόδευε την δημοσίευση.

15.11.17

φοίβη γιαννίση _ "ραψωδία"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία (Gutenberg, 2016).

Όταν δεν πρόκειται για «άπαντα» ή συλλογές πολλών έργων –είτε μετά από χρόνια δημιουργικής πορείας, είτε μετά την περάτωσή της–,  τα βιβλία ποίησης που ξεπερνούν τις 50, ας πούμε, σελίδες, είναι, πλην εξαιρέσεων, δύστροπα αντικείμενα ανάγνωσης. Γιατί είναι δύσκολο να απλωθεί και να διατηρηθεί, έστω κυμαινόμενο, ένα επαρκώς ομοιόμορφο ποιητικό ‘κλίμα’ σε μεγάλη έκταση – εκτός αν πρόκειται για εκτενή αφηγηματικά έργα, είδος που σπανίζει στην σημερινή ποίηση. Κατά τούτο (και όχι μόνο), οι 192 σελίδες τού πιο πρόσφατου βιβλίου της Φοίβης Γιαννίση, Ραψωδία, συνιστούν τολμηρό, αλλ’ ευτυχώς επιτυχές, εγχείρημα. Ήδη, μετά τον πίνακα περιεχομένων, η ποιήτρια δηλώνει ότι έχει πλήρη συναίσθηση της κυριολεκτικής χρήσης του τίτλου της, παραθέτοντας ορισμούς της «ραψωδίας» («ράπτω + ωδή», «συρραφή λόγων») και των δύο συνθετικών της. (Παρά την προηγούμενη ενασχόλησή της με ομηρικά θέματα –στο βιβλίο Ομηρικά–, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι διεκδικεί τον ρόλο μιας σύγχρονης ‘ραψωδού’.)

Τωόντι, στο έκτο αυτό αμιγώς ποιητικό βιβλίο της (έχουν προηγηθεί τα εξής: Αχινοί, 1995 Ραμαζάνι, 1997Θηλιές, 2005∙ τα προαναφερθέντα Ομηρικά, 2010∙ Τέττιξ, 2012, ως φωτογραφίες χειρογράφων – σε τυπογραφική μορφή, το πρωτότυπο κείμενο επανεμφανίζεται στο παρόν βιβλίο), η ποιήτρια –αλλά και περφόρμερ ποιητικών έργων, και αρχιτέκτων, που επιπλέον ασκεί την θεωρία και την έρευνα σε διάφορα πεδία, συμπεριλαμβανομένης της πολιτισμικής ανθρωπολογίας– ενώνει δια της ραφής (του βιβλίου και του σχεδίου του) πολλά και πολύ διαφορετικά ποιήματα, σε έξι ενότητες. Τα είδη τους εκτείνονται από πεζά ‘βιωματικά’ αφηγήματα-‘ομιλίες’, ενίοτε και με δοκιμιακό υπόστρωμα (α’ ενότητα, «Σωροί»)∙ σύντομα λυρικά ποιήματα (β’, «Σύννεφα»)∙ σε μια τρίτη, εκτενή ενότητα, ποιήματα για τις τέσσερις εποχές και την ώρα («Τ-ΩΡΑ»)∙ ποιήματα που, συμπλέκοντας τα τζιτζίκια και τους Αρχαίους Λυρικούς, πραγματεύονται τα ζητήματα του ήχου και της φωνής (δ΄, «Τέττιξ») – έως αυτά των δύο τελευταίων ενοτήτων, «Περί των δύο, ή περί ισότητας» και «3 αριθμοί: Ποιήματα σωματικής φιλολογίας», που εμφανέστερα συνθέτουν, κατά τον ολοένα προσφιλέστερο τρόπο τής Φ.Γ., τον δοκιμιακό με τον ποιητικό λόγο, ‘σχολιάζοντας’ και συνδιαλεγόμενα με, μεταξύ των άλλων (και με τα πιο αξιόλογα αποτελέσματα), τον Αρχίλοχο ή τα ‘πηλιορείτικα’ ποιήματα του Σεφέρη.

Το ότι με σίγουρο βήμα η ποιήτρια επιλέγει τόσο διαφορετικές διαδρομές φτάνοντας σε τουλάχιστον ενδιαφέροντες τόπους, είναι ήδη αξιοπρόσεκτο. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που καθιστά το βιβλίο επιτυχημένο εγχείρημα, δηλαδή ταιριαστή συρραφή, αντί για συμπίλημα οριστικά ετερόκλητων ποιημάτων; Η φωνή (όρος που προτιμώ από την «προσωπικότητα») και η διαυγής κάθε φορά ποιητική στόχευση της ποιήτριας, θα ήταν η διττή εύκολη απάντηση. Η σύλληψη κάθε ενότητας είναι σαφής, και η πραγμάτωση της σύλληψης τής αρμόζει – αρετές διόλου συνήθεις. Ωστόσο, απαιτούνται λεπτομερέστερες εξηγήσεις. Και αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουν οπωσδήποτε το στέρεο λυρικό έδαφος της ποίησης της Φ.Γ. –έδαφος που ξεκίνησε να βαδίζει ήδη στα πρώτα της βιβλία– σε συνδυασμό μ’ ένα απολαυστικό και ανενδοίαστο εύρος διαλόγου που ανοίγει με παλαιότερους συγγραφείς και ποικίλα γνωστικά πεδία∙ αλλά και την απουσία τόσο σοβαροφάνειας (στην στοχαστική τροπή της ποίησής της) όσο και ψευδο-αιδούς (στον χειρισμό του βιωματικού). Λέγοντας τούτα, δεν επιθυμώ ωστόσο να δοθεί η εντύπωση ότι η Φ.Γ. ασκείται σε διακριτούς τρόπους με στεγανά όρια και ξεχωριστό για τον καθένα ύφος. Ιδού τέσσερα αποσπάσματα από διαφορετικές ενότητες:

η ώρα δεν είναι πλέον έχει περάσει αλλά πρέπει πάντοτε να επιστρέφει κανείς στην ώρα τη σωστή να επιστρέφει ενώ αυτή έχει παρέλθει για να την ξαναφτιάξει να τη δημιουργήσει από την αρχή τη στιγμή ακριβώς που αντιλαμβάνεται αυτό το αμετάκλητο πέρασμα – από την ενότητα «Σωροί»

Ω τοίχοι δίχως στέγες / σπίτια ανοιχτά / από βροχή μουλιασμένα / από την άνοιξη ξεχασμένα / εσάς θα κατοικήσουμε / ανέστιοι εμείς / τα δέντρα – από την ενότητα «Σύννεφα»

Εισβάλλει η άνοιξη / τα σύννεφα βάφονται την αυγή απαλά / και το φως, ω, το φως / με προσδοκία / μπορεί και πάλι να μας σχίσει την καρδιά / καθώς μας πετυχαίνει αμέριμνους /
το πρωινό των παιδιών / να ετοιμάζουμε
– από την ενότητα «Τ-ΩΡΑ»

Ξεκινά προετοιμάζεται αρχίζει να ξερριζώνει / τα σκαλιά της κλίμακας στροβιλίζονται προς τον ουρανό. / προς στιγμήν κλείνουν τα μάτια. / αναπνοές σέρνουν τον διπλό χορό. – από την ενότητα «Περί των δύο ή Περί ισότητας»

Ώστε λοιπόν, τα διάφορα νήματα αλληλοπλέκονται, δένονται το ‘να με τ’ άλλο με κάθε ευκαιρία∙ αυτό που αλλάζει από ενότητα σε ενότητα, είναι η υφή του υφαινόμενου πανιού, η έκτασή του, το πάχος του, το πόσο πυκνό ή ανάερο βγαίνει. 

 

[Δημοσιεύθηκε στο τ. 10, Φθιν.-Χειμ. 2017 του περιοδικού "ΦΡΜΚ".]

28.10.17

ο έζρα πάουντ για τους συγγραφείς και την γλώσσα









"Οι συγγραφείς αυτοί καθαυτούς έχουν μια συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία εντελώς ανάλογη προς την ικανότητά τους ΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ. [...]
Καλοί συγγραφείς είναι εκείνοι που συντηρούν την αποτελεσματικότητα της γλώσσας, Δηλαδή, την κρατούν ακριβή, την κρατούν καθαρή. Δεν έχει καμιά σημασία αν ο καλός συγγραφέας θέλει να είναι χρήσιμος ή αν ο κακός θέλει να βλάψει. [...]
Ο νομοθέτης δεν μπορεί να νομοθετήσει για το κοινό καλό, [...] ο λαός (στην περίπτωση μιας δημοκρατικής χώρας) δεν μπορεί να διαπαιδαγωγήσει τους "εκπροσώπους" του, παρά μόνο μέσω της γλώσσας.
Η ομιχλώδης γλώσσα των τσαρλατάνων υπηρετεί έναν προσωρινό μόνο σκοπό.[...]
Η γλώσσα σας βρίσκεται στα χέρια των συγγραφέων σας. [...]
Ο άνθρωπος που καταλαβαίνει, δεν μπορεί πλέον να εφησυχάζει και να μένει αδιάφορος τη στιγμή που η χώρα του αφήνει τη λογοτεχνία της να παρακμάζει και την καλή γραφή να αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση, όπως δεν μπορεί ο καλός γιατρός να εφησυχάζει και να επαναπαύεται ενόσω ένα αμόρφωτο παιδί μολύνεται από φυματίωση νομίζοντας ότι απλώς έτρωγε τάρτες με μαρμελάδα."

- από το: Έζρα Πάουντ, Ποιητική Τέχνη (μτφρ.: Ελένη Πιπίνη), σελ. 39-42 (εδώ, με δικές μου σιωπηρές τροποποιήσεις), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016.

[στην φωτ., ο Έ.Π. από τον Richard Avedon.]

1.10.17

Για το "Με τα λόγια (γίνεται)" : μια συνομιλία με την Παυλίνα Μάρβιν

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεκ. 2011 – Απρ. 2017 = 5 ½  χρόνια, 41 εκδηλώσεις, 6 χώροι, 6 δημοσιεύσεις, 1 διαγωνισμός σονέτου, και 1 περίπατος

 

1. Παυλίνα Μάρβιν: Toν Δεκέμβριο του 2016 εορτάστηκαν τα πέντε χρόνια από την πρώτη συνάντηση ενός εκ των σημαντικότερων κύκλων μηνιαίων ποιητικών συναντήσεων στην Αθήνα. Πώς εμπνεύστηκες το «με τα λόγια [γίνεται]» («μτλγ»); Παραδειγματίστηκες από κάπου; Ποια ήταν η αφετηρία του; Πώς θα το περιέγραφες;

 

Π.Ι.: Ευχαριστώ για την τόσο επαινετική διατύπωση: εύχομαι να την συμμερίζονται όσες και όσοι παρακολουθούν το «μτλγ» - κι όσοι και όσες επιζητήσουν να το παρακολουθήσουν, αφού διαβάσουν τούτη την συνομιλία μας.

Από πού βαστάει η σκούφια τού «μτλγ»; Πρωτοβρέθηκα σε εκδηλώσεις όπου μόνον οι ίδιοι οι συγγραφείς –είτε πεζογράφοι, είτε ποιήτριες– διαβάζουν από το έργο τους, λέγοντας και λίγα λόγια γι’ αυτό, στην Αγγλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μού φάνηκαν πολύ πιο απολαυστικές κι ενδιαφέρουσες, από το, π.χ., να διαβάζουν ηθοποιοί (σχεδόν πάντα με ‘θεατρικό’ αντί για ποιητικό τρόπο) και να επεξηγούν κριτικοί, συχνά δε και με μουσική υπόκρουση (που ευθέως αντιστρατεύεται τα ποιήματα, αν δεν τα υπονομεύει κιόλας). Μου δημιουργήθηκε, συνεπώς, η πεποίθηση πως οι δημιουργοί των λογοτεχνικών έργων, ακόμα και αν δεν διαβάζουν ιδιαιτέρως ‘καλά’, μπορούν με την δική τους φωνή τους, και χάρη σ’ αυτήν, να υποστηρίξουν καλύτερα το έργο τους (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, στην Αθήνα, κάτι τέτοιο γινόταν στις ποιητικές συναντήσεις του “Dasein” τις οποίες επιμελούνταν ο Γιώργος Χαντζής. Οι συναντήσεις αυτές (που έληξαν το 2009) είχαν ωστόσο, συνήθως, κι έναν πιο ‘ειδικό’, σχεδόν ‘εργαστηριακό’, χαρακτήρα, μιας και συζητούνταν και ζητήματα ποιητικής. Έτσι, όταν, το 2011, μιλώντας με τον Ηλία Τζάκη, ενός εκ των τριών ιδιοκτητών του νέου τότε χώρου «Παραπέρα» στην Αχαρνών, έριξε εκείνος την ιδέα για ποιητικές βραδιές, σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να ξαναπάρουν τον λόγο οι ίδιες οι ποιήτριες κι οι ποιητές, και να τον απευθύνουν και πάλι σ’ ένα, ει δυνατόν, ευρύτερο κοινό. Η αρχή έγινε, λοιπόν, τον Δεκέμβριο του 2011: όταν η ‘κρίση’ είχε αρχίσει να δείχνει για τα καλά τα δόντια της, με «ποιήματα που με στηρίζουν» που επέλεξαν και διάβασαν εννέα ποιητές και ποιήτριες. Μα ο ωραίος χώρος τού «Παραπέρα» έκλεισε, κι έτσι, το α’ εξάμηνο τού 2012, μάς φιλοξένησε ευγενώς το τότε «Κέντρο Λόγου και Τέχνης 104» των Εκδόσεων Καστανιώτη. Όταν έκλεισε κι αυτό, ξεκίνησε η συνεργασία μας με την Ελληνοαμερικανική Ένωση. Οι  τακτικές αυτές συναντήσεις έχουν, μέχρι στιγμής, συμπληρωθεί με δύο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων, έναν περίπατο στα σημεία παλιών λογοτεχνικών καφενείων της Αθήνας μετά από πρόσκληση της Ομάδας «Άστυ», μια εκδήλωση για την ελληνική ποίηση της δεκαετίας του 1980 στην «Τεχνόπολη» μετά από πρόσκληση των επιμελητών της έκθεσης «GR80s», κι ένα ‘γαλλο-ελληνικό διήμερο’ ποίησης στο «Λεξικοπωλείο».

 

Γενικά, δύο είναι οι κύριοι τύποι εκδηλώσεων του «μτλγ»: αφενός, η διπλή ‘ποιητική αυτο-προσωπογραφία’ ενός ζεύγους ποιητών και ποιητριών, συχνά διαφορετικής γενιάς∙ αφετέρου, η παρουσίαση ξένης ποίησης στο πρωτότυπο και σε καλές μεταφράσεις, που συνήθως είναι νέες ‘παραγγελίες’. Μας ενδιαφέρει, επιπλέον, η αναδίφηση του έργου παλαιότερων ποιητριών και ποιητών, π.χ. με ειδικά αφιερώματα (στον Παπατσώνη και την Βακαλό) που σκοπεύουν στην αναψηλάφηση του παραδεδεγμένου ελληνικού ‘κανόνα’∙ αλλά και η απόπειρα ποιητικού διαλόγου μαζί τους, π.χ. με την συγγραφή, πάλι επί τούτου, και την ανάγνωση ποιημάτων σε απόκριση προς το έργο της Ντίκινσον ή του Εγγονόπουλου.

 

 

2. Παυλίνα Μάρβιν: Με ποια κριτήρια σχεδιάζεις τις εκδηλώσεις; Παρατηρούμε πως ο τρόπος διεξαγωγής αρκετών εξ αυτών είναι ιδιαίτερος, π.χ. με πρωτότυπες ποιητικές συνθέσεις σε πρώτη εμφάνιση,  και με πραγματικό διάλογο ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Ποιο είναι το μυστικό της προετοιμασίας που εξασφαλίζει, τόσα χρόνια, από πενήντα μέχρι και διακόσια άτομα στο κοινό κάθε εκδήλωσης, την στιγμή που πολλοί μεμψιμοιρούν για το περιορισμένο ακροατήριο της ποίησης;

 

Π.Ι.: Πρώτο και κύριο κριτήριο –και μέλημα– είναι τα καλά ποιήματα – και οι καλές, μεταφράσεις, δηλαδή οι πιστές μεταφράσεις που ωστόσο  λειτουργούν ως ποιήματα και στην γλώσσα μας (και όχι απλώς ως βοηθητικά υπομνήματα). Δεύτερο, η προβολή φωνών που ίσως δεν έχουν ακουστεί όσο, κατά την γνώμη μου, θα τους άξιζε – ή που θα μας ωφελούσε να επανεπισκεφθούμε, ενίοτε και με μια πιο ‘λοξή’ ματιά: π.χ. η εκδήλωση για το έργο του Καβάφη, εκτός του ‘κανόνα’ των 154 «Αναγνωρισμένων» ποιημάτων του. Τρίτον, για τις νέες μεταφράσεις και τα νέα ποιήματα, προσκαλούνται νεότεροι και πιο έμπειροι, μα άξιοι και σοβαροί καλλιτέχνες, που αποτελούν μια διαρκώς εμπλουτιζόμενη ομάδα. Προσπαθώ, από μεριάς μου, να διευκολύνω όσο μπορώ το έργο τους, με τον έγκαιρο προγραμματισμό, και μια μέριμνα συντονισμού που εκτείνεται από το ‘προξενιό’ ανάμεσα στα ποιητικά ζεύγη και τις σαφείς προτροπές (ή και ‘οδηγίες’!) για κάθε εκδήλωση, μέχρι την εξασφάλιση των όσο γίνεται καλύτερων συνθηκών, με την πολύτιμη υποστήριξη, πάντοτε, του εκάστοτε χώρου που μας φιλοξενεί.

Όπως ήδη ελέχθη, το «μτλγ» βρίσκεται μακρυά από το πνεύμα των συνήθων ‘βιβλιοπαρουσιάσεων’ – όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά μόνον επειδή πιστεύουμε πως υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να έρθει σε ακροαματική επαφή ένα κοινό με την ποίηση, ακόμα και αν αυτό το κοινό είναι (ή μοιάζει, ή θα έσπευδε, εσφαλμένα ίσως, να αυτοπροσδιοριστεί ως) ‘απροετοίμαστο’, ‘μη ειδικό’, ή μη εξοικειωμένο. Συνεπώς, κάθε εκδήλωση τού «μτλγ» ζητά –έχει ανάγκη από– τον αρμόζοντα ειδικά σε αυτήν τρόπο πραγμάτωσής της. Π.χ., η πρώτη εκδήλωση για την Ντίκινσον είχε μια κατανυκτικότητα την οποία υπαγόρευαν τα ίδια τα ποιήματα∙ ενώ το αντίστοιχο αφιέρωμα στην Μαριάνν Μουρ υιοθέτησε ένα πιο παιγνιώδες ύφος, πιο ταιριαστό στο δικό της έργο. Αλλά ακόμη και μεταξύ των εκδηλώσεων με ζεύγη ποιητριών και ποιητών, ανακύπτουν διαφορετικοί χαρακτήρες: περισσότερος ή λιγότερος διάλογος, περισσότερη ή λιγότερη εναλλαγή των δυο φωνών, κ.ο.κ. – όπως το επιθυμεί και το συναποφασίζει το κάθε ζεύγος. Ίσως αυτή ακριβώς η ποικιλία, μαζί ασφαλώς με την εμπιστοσύνη στην φωνή των ίδιων των ποιητών και των μεταφραστριών, και την αδιαμεσολάβητη ακρόαση των ίδιων των ποιημάτων, να είναι που προσελκύουν κι ένα κοινό πέρα απ’ αυτό που διαβάζει συστηματικά ποίηση ή αρέσκεται σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις εν γένει.

 

3  Παυλίνα Μάρβιν: Είσαι εργαζόμενος, αλλά και ποιητής ο ίδιος. Πώς τα καταφέρνεις με τον χρόνο, δουλεύοντας πάνω στα κείμενά σου, διαβάζοντας, και οργανώνοντας παράλληλα τις συναντήσεις τού «με τα λόγια [γίνεται]»; Θα μπορούσες να πεις αν το τελευταίο ζημιώνει ή ωφελεί την προσωπική σου ποιητική εργασία;

 

Π.Ι.: «Δεν υπάρχει ποτέ καθόλου χρόνος∙ τον χρόνο τον φτιάχνεις», κατά το αγγλικό ρητό. (Αλλά όσον και να καταφέρεις να φτιάξεις, λίγος θα ’ναι – συμπληρώνω εγώ.) Ομολογουμένως, η κατάστρωση του ετήσιου προγράμματος και η πραγματοποίησή του απαιτούν χρόνο: καλώς ξοδεμένο, όμως, όταν έχει κανείς την χαρά να ακούει καλά ποιήματα –μια χαρά αληθινά πολύ ιδιαίτερη–, και να νιώθει ότι την ίδια χαρά, την μοιράζονται κι άλλοι άνθρωποι, μέλη ενός ποικίλου, ετερόκλητου κοινού. Όσον αφορά, τώρα, τα αφιερώματα σε Έλληνες ή ξένους, η εν τω βάθει (επανα)μελέτη ενός σημαντικού ποιητικού έργου, κι ακόμα περισσότερο η μετάφραση μέρους του, αποτελούν βασική άσκηση, απαραίτητη και άκρως πολύτιμη για κάθε ποιητή∙ άρα είναι κόπος ευπρόσδεκτος, και από εμένα, και από όλες τις συμμετέχουσες και τους συμμετέχοντες – κόπος που εκβάλλει στην απόλαυση. Τέλος, η επαφή κι η επικοινωνία με άξιους κι άξιες ομοτέχνους που εκτιμώ και θαυμάζω, είναι ζωογονητική κι ενθαρρυντική, και δημιουργεί ή εντείνει δεσμούς υψηλής αξίας.

 

4. Παυλίνα Μάρβιν: Μπορείς να μοιραστείς μαζί μας κάποιες καλές και κακές στιγμές που σου εντυπώθηκαν από τα πέντε αυτά χρόνια ποιητικών συναντήσεων; Θυμάσαι μήπως κάποια αξιοσημείωτα σχόλια ανθρώπων που τις παρακολούθησαν;

 

Π.Ι.: Ειλικρινώς, ευτυχώς, πραγματικά δεν εξαντλούν τα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που ένιωσα ότι κάποια ή κάποιος που συμμετείχε σε μιαν εκδήλωση δεν έδωσε ίσως το μέγιστον που δικαιούμασταν να αναμένουμε, ως κοινό. Αυτά, φυσικά, συμβαίνουν στην ζωή – και δεν συνιστούν κατ’ ανάγκην ψόγο. Αντιθέτως, οι «καλές στιγμές» αφθονούν – παρότι, προφανώς, δεν είμαι εγώ ο πιο αμερόληπτος κριτής! Ωστόσο, πέρα από όσα ήδη ανέφερα, ας προσθέσω μερικά ακόμη στιγμιότυπα, όπως μου έρχονται στο μυαλό: το πώς είχαμε την ψευδαίσθηση ότι καταλαβαίνουμε τα σουηδικά ποιήματα στο πρωτότυπο, έτσι όπως τα διάβαζε η Εύα Στυλάντερ πριν ακολουθήσουν οι έξοχες μεταφράσεις της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ∙ την μεγάλη συγκίνηση της παρουσίας, της ανάγνωσης στα ρωσικά, και των εξιστορήσεων της Σόνιας Ιλίνσκαγια σχετικά με τον τρόπο εργασίας του άντρα της, Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, όταν μετέφραζε Πούσκιν, Μαγιακόφσκι ή Μαντελστάμ∙ τα εμπνευσμένα, σχεδόν μπριόζικα, θα έλεγα, ‘ντουέττα’ της Μαρίας Τοπάλη και του Ορφέα Απέργη, ή της Γιάννας Μπούκοβα και της Όλγας Παπακώστα∙ το φως που έριχναν στην αρχαιοελληνική ποίηση, ξαναγεννώντας την μπροστά στα μάτια μας, οι μεταφραστές της Γιάννης Δάλλας, Παντελής Μπουκάλας, και Μαίρη Γιόση∙ το δέος για μια σύντομη, ευτυχώς, εποχή –την γερμανική κατοχή– που γέννησε ωστόσο τέσσερα πολύ διαφορετικά αριστουργήματα: την Αμοργό του Γκάτσου, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, την Ursa Minor του Παπατσώνη, τα Ακριτικά του Σικελιανού∙ και θα μπορούσα να συνεχίσω για κάμποσο ακόμη!...

Τώρα, όσον αφορά την ανταπόκριση όσων παρακολουθούν το «μτλγ», είναι συχνά πολύ εγκαρδιωτική έως και συγκινητική. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε από κάποιους ότι (νόμιζαν πως) «δεν καταλαβαίνουν την ποίηση», ή ότι δεν την παρακολουθούν – και ωστόσο τώρα «την κατάλαβαν», ή την ένιωσαν. Και θέλγονται απ’ αυτήν τόσο ώστε να επιστρέφουν, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των επόμενων εκδηλώσεων. Μια κυρία κάποτε διερωτήθηκε πώς θα γινόταν και τα εγγόνια της να άκουγαν ποίηση κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μια πιθανή απάντηση σε αυτό είναι πολύ απλή: προφανώς, οι εκδηλώσεις του «μτλγ» είναι ανοικτές και σε μαθήτριες και μαθητές! Με την ευκαιρία, ας σημειώσουμε ότι, ούτως ή άλλως, στο κοινό του «μτλγ» συναντούμε όλες τις ηλικίες.

 

5. Παυλίνα Μάρβιν: Πώς ατενίζει το «με τα λόγια [γίνεται]» το μέλλον; Υπάρχουν σχέδια για την περίοδο 2017-2018;

 

Π.Ι.: Φυσικά! Το πρόγραμμα κάθε νέας περιόδου αρχίζει να ετοιμάζεται με το που τελειώνει η προηγούμενη – αν και συχνά κυοφορείται από πολύ πριν. Έτσι –καλά να είμαστε!– η επόμενη –η έβδομη στην σειρά–  περίοδος θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο μ’ ένα “open mic” (που έχει να συμβεί από την περίοδο 2013-14)∙ θα επανεπισκεφθούμε μιαν Ελληνίδα ποιήτρια τον Δεκέμβριο∙ τον Μάρτιο θα έχουμε το καθιερωμένο μας αφιέρωμα σε έναν μείζονα Αμερικανό ποιητή∙ κ.ά.. Λεπτομέρειες ανακοινώνονται τρεις εβδομάδες πριν από κάθε εκδήλωση, στο facebook (στην σελίδα https://www.facebook.com/me.ta.logia.ginetai/ και στην ομάδα https://www.facebook.com/groups/346327462065881/), και στα διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης. Ένα συνοπτικό αρχείο όλων των εκδηλώσεων βρίσκεται στην σελίδα http://metalogiaginetai.blogspot.gr/.

 

6. Παυλίνα Μάρβιν: Για το τέλος, διάλεξε για εμάς ένα ποίημα που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι πως «με τα λόγια κάτι γίνεται».

 

Π.Ι.: Το πρώτο ποίημα που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτό που μετέφρασε και ανέγνωσε, ως ποίημα που «τον στηρίζει», ο Μόμα Ράντιτς στην εναρκτήρια εκδήλωση του «μτλγ», τον Δεκέμβριο του 2011 – ίσως γιατί δεν είχα την τύχη να το ακούσω εκείνο το βράδυ, αναγκασμένος, καθώς ήμουν, να βρίσκομαι εκτός Αθηνών για μια επαγγελματική υποχρέωση! Είναι του Σέρβου ποιητή Μπράνκο Μίλκοβιτς (1934 – 1961).

 

ΜΑΤΑΙΑ ΤΗΝ ΞΥΠΝΑΩ

 

Την ξυπνάω για τον ήλιο που εξηγείται στα φυτά

για τον ουρανό τεντωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα

την ξυπνάω για τις λέξεις που τσούζουν τον λαιμό

την αγαπάω με τ’ αυτιά μου

πρέπει να πας μέχρι το τέλος του κόσμου για να βρεις δρόσο στο χορτάρι

την ξυπνάω για όλα τα μακρινά πράγματα που μοιάζουν με αυτά εδώ

για τους ανθρώπους που χωρίς μέτωπο και όνομα περνούν στον δρόμο

για τις ανώνυμες λέξεις πλατείες την ξυπνάω

για τα βιομηχανικά τοπία δημόσια πάρκα

την ξυπνάω για τον πλανήτη μας που ίσως γίνει νάρκη στο ματωμένο ουρανό

για τα χαμόγελα στην πέτρα φίλων που αποκοιμήθηκαν ανάμεσα σε δύο μάχες

όταν ο ουρανός δεν ήταν μεγάλο κλουβί για πουλιά αλλά αεροδρόμιο

η αγάπη μου γεμάτη άλλους είναι κομμάτι της αυγής

την ξυπνάω για την αυγή για την αγάπη για μένα για τους άλλους

την ξυπνάω κι ας είναι αυτό πιο μάταιο από το να καλείς πουλί που κούρνιασε για πάντα

σίγουρα είπε: ας με γυρέψει και ας δει ότι λείπω

αυτή η γυναίκα με χέρια παιδιού που αγαπάω

αυτό το παιδί που αποκοιμήθηκε χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυα που ξυπνάω

μάταια μάταια μάταια

μάταια την ξυπνάω

γιατί θα ξυπνήσει αλλιώτικη και νέα

μάταια την ξυπνάω

γιατί τα χείλη της δεν θα μπορέσουν να την πουν

μάταια την ξυπνάω

ξέρεις καλά πως το νερό ρέει αλλά δεν λέει τίποτα

μάταια την ξυπνάω

πρέπει να υποσχεθείς στο ξεχασμένο όνομα ένα πρόσωπο στην άμμο

αν δεν είναι έτσι κόψτε μου τα χέρια και κάντε με πέτρα

 

*

 

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης έχει εκδώσει τρία βιβλία ποίησης (εκδ. Καστανιώτη): Το σωσίβιο (2008∙ β’ έκδ. 2009), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016∙ υποψήφιο για το βραβείο του «Αναγνώστη»). Εκτός από το «Με τα λόγια [γίνεται]», είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο μηνιαίο περιοδικό “The BooksJournal”, και μέλος της συντακτικής ομάδας του εξαμηνιαίου περιοδικού «Φάρμακο» [ΦΡΜΚ]. Συντονίζει επίσης την Ομάδα Ποίησης ενηλίκων του Βρετανικού Συμβουλίου της Αθήνας, και συμμετέχει στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ο Καβάφης πάει σχολείο» τού Αρχείου Καβάφη τού Ιδρύματος Ωνάση.


~ Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Άνω Κάτω Τελεία", τ. 3, Οκτώβριος 2017