1.7.15

13 βιβλία ποίησης για το καλοκαίρι του 2015



























Ζέφη Δαράκη, Η σπηλιά με τα βεγγαλικά, εκδ. Νεφέλη, 2014, 85 σελ.

Ονειρεύτηκα μια θάλασσα δίχως παρελθόν / μεγάλη φιλήσυχη μουσική την περικύκλωνε. Γεγονός χαρμόσυνο η έκδοση νέου βιβλίου από την σημαντική ποιήτρια. Κι ας το ορίζουν ο θάνατος κι ο πόνος, ωστόσο χωρίς να το δυναστεύουν. Η λύπη / δεν είναι πάντα μια άλλη πατρίδα / που ξενιτεύει την ψυχή / Είναι ίσως / κι ένα παλιό σκαρί ξαναβαμμένο στον ουρανό του. Στη νύχτα και το όνειρο βρίσκεται ακόμη χώρος για την ζωή (και ίσως και την χαρά, αν ξανασυναντηθείς με την παιδική ηλικία). Ασυμφιλίωτη στεκόμουν κοιτούσα τον ίσκιο ενός φιλιού, / χεράκι παιδιού που ανέβαινε στο πρόσωπό μου. Η μνήμη συνεχώς ανασυνθέτει. Ποιο πόμολο άκρας σιγής / ανοίγει αργά το τελειωμένο; / Ποιο όνειρο φτύνει το κουκούτσι του / [] Και όμως υπήρξαν τα λόγια που μας καταφιλούσαν / Τα κλειδιά των πιο συγκλονισμένων / αποκαλύψεων γύρω απ' το κάλλος μιας στιγμιαίας φωτιάς. Και ο έρωτας κατισχύει. Γιατί ήταν νερά που χυνόντουσαν / το ένα μέσα στο άλλο τα σώματα ελευθερώνοντας τον έρωτα / σαν παλιό καλπασμό. 

~

Ανδρέας Εμπειρίκος, 1934 – Προϊστορία ή καταγωγή (εισ. - φιλ. επιμ.: Γ. Γιατρομανωλάκης), εκδ. Άγρα, 2014, 185 σελ.

Λοιπόν δεν τους φοβόμαστε καθόλου / Γιατί είμαστε τα εργοστάσια της ζωής αφού είμαστε τα εργοστάσια των ερώτων / Και στην αδιάκοπή μας λειτουργία / Αυτό που κάνουμε είναι τόσον άμεσο και συνεχές τόσο κατάλληλο κι αστείρευτο.Το βιβλίο –το πρώτο του Α.Ε.– ήταν έτοιμο το 1934: αυτός ήταν και ο τίτλος του. Το ξανάσπρωξε, όμως, στο συρτάρι, η Υψικάμινος του 1935 – και, στον πόλεμο, τα χειρόγραφα χάθηκαν. Και τώρα γίναμε βαθείς σαν τα πηγάδια / Όταν μια πέτρα μέσα τους πέφτει σαν πεφταστέρι. Ξαναφάνηκαν το 2006, κι εκδίδονται τώρα από τον Γ.Γ., συμπληρωμένα βάσει της απόπειρας ανασυγκρότησης του χαμένου βιβλίου από τον ίδιο τον ποιητή, το 1971-2, οπότε και προσφυώς το ονόμασε Προϊστορία ή καταγωγή. Παρά το (όχι πάντως ολοσχερώς) διαφορετικό, προ-υπερρεαλιστικό ύφος, κυριαρχεί και εδώ η γνωστή τριπλή πίστη του ποιητή: στον έρωτα, στην κάθε είδους, άνευ ορίων, ελευθερία, και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν αγαπούν οι πεδιάδες τα βουνά / Παρά όταν και μόνον / Στην κορυφή τους δεσπόζη η χαρά / Του συνόλου των ανθρώπων. 


Κατερίνα Ηλιοπούλου & Γιάννης Ισιδώρου, Gestus, εκδ. [ΦΡΜΚ], 2014

Το πρώτο κλειδί κάτω από την πέτρα / με φύλακα ένα σκουλήκι και μια αμυδρή αγωνία πριν το βρεις. / Μπαίνουμε στην αρχαία αυλή με την ολόφρεσκη αναρχία της. Βιβλίο-λεύκωμα μιας ποιήτριας κι ενός εικαστικού καλλιτέχνη: ποιήματα και ασπρόμαυρες φωτογραφίες – από τις σπάνιες φορές που λέξεις και εικόνες συνυπάρχουν ισότιμα, και εξ αυτού αλληλοσυμπληρώνονται, αντί απλώς να συνοδεύουν αμήχανα και, συνήθως, περιττά, οι μεν τα δε (και αντιστρόφως). Επιστροφή σ' έναν προγονικό τόπο, εξερεύνηση του βυθισμένου παρελθόντος και του κλειστού χώρου, περιπλάνηση στο ανοιχτό τοπίο –Κυλιόμαστε με το σώμα μέσα στο βουνό–, παρά το δέος που αυτό προκαλεί – παρόν αλλά κλειστό, / απρόσιτο σαν όνειρο. Αναδίφηση του φυσικού αλλά και του κτιστού, ζευγαρωμένη με την διερώτηση για τον χρόνο. “Θέλεις, σου λέω, να ξαπλώσουμε λίγο εδώ;” / “Ναι”, λες (λες πάντα ναι), “μη στενοχωριέσαι για το σπίτι, / κοιμήσου, να το ονειρευτείς.” 

[Σημ. 2016: Πλέον, τα ποιήματα αυτά, βρίσκονται ενσωματωμένα στο βιβλίο της Κατερίνας Ηλιοπούλου, "Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα", εκδ. Μελάνι, 2015]


Νίκος Καρούζος, Οιδίπους Τυραννούμενος και άλλα ποιήματα (φιλ. επιμ.: Μ. Αρμυρα), εκδ. Ίκαρος, 2014, 429 σελ.

Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε μόνοι. / Της θάλασσας μπλε και πράσινο / στα μάτια μας ακίνητο / και ανοιχτό παγώνι / [] Χαρά σ' εκείνον που καθώς τ' αόρατο τριζόνι / δεν καταδικάστηκε να πετύχει. Συμπληρωματικός των Ποιημάτων Α' και Β', ο τόμος αυτός συγκεντρώνει ποιήματα συλλογών που δεν περιελήφθησαν εκεί, δημοσιευμένα ποιήματα που εξαρχής έμειναν εκτός συλλογών, καθώς και αδημοσίευτα ποιήματα διαφόρων προελεύσεων. Δεν προορίζεται, όμως, μόνος για τους 'φανατικούς', completist, λάτρεις του ποιητή, γιατί τα περιεχόμενά του είναι πλούσια όχι μόνον αριθμητικώς. Ύφος, ήθος, χιούμορ, γνώριμα θέματα –ανάμεσά τους και η μεγάλη αγάπη για την μουσική–, τα ξαναβρίσκουμε όλα εδώ. Η χρυσή τομή του θανάτου με παράλληλον άγγελο ψηλά / τα ρόδινα παιχνίδια του πόνου / και το χλωρό κρύο που βασανίζει την περιστερά / μες στη γαλάζια ταραχή των πραγμάτων / η αρχαιότητα του ερεθισμένου κρίνου / και η μεγάλη πολυτέλεια σοφή πεταλούδα / που στάζει απ' το τριανταφυλλάκι – / με πάνε στις ολόλευκες απουσίες των άστρων.


Μαρία Κούρση, Μια μέρα, Εκδοτική Αθηνών, 2014, 42 σελ.

Ήρθε το νερό / Φεύγω μαζί του / (Πριν από χρόνια θα έλεγα: / Μικρά κομμάτια μου βραχάκια / Ακουμπάει το κύμα / Τσακίζονται οι βαρκούλες) / Τώρα φεύγω μαζί του γιατί μου ανοίγει / ιπποτικά την πόρτα. Ενδέκατο βιβλίο της ξεχωριστής αυτής φωνής. Μια ανθρώπινη πλάτη απομακρύνεται / και κακώς φαίνεται ακόμη. Κάποιος που είχε σπαταλήσει όλη του τη μουσική – και ωστόσο ξενυχτάει στον κόσμο που αλλάζει / και φρέσκος ξυπνά. Μια μέρα (πρωί – μεσημέρι – σούρουπο – νύχτα: Δεν ήμουν εκεί / Σίγουρα όμως ήταν σούρουπο) μοιρασμένη στα γράμματα –μείον έξι– της αλφαβήτου. Η σκόνη δεν φοβάται το νερό κι ας ξέρει. Και σαν σχολιασμένη ανάστροφα: επίλογος – διάλογος – μονόλογος – πρόλογος. Έγιναν όλα ήταν λίγα.


Λουκάς Κούσουλας, Εν παραβολαίς, εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ, 2015, 70 σελ.

Όπως μας ειδοποιεί ο ίδιος ο ποιητής, συγκέντρωσε εδώ, σαν του αποκαλύφθηκε η ενότητά τους – θησαυρίζοντας αιφνιδιασμούς– ποιήματα γραμμένα κατά την περίοδο 1965-2008 και προηγουμένως περιληφθέντα σε διάφορες συλλογές του. Δεκαπέντε ιστορίες που μπορούν να διαβαστούν και ως παραβολές (όπως κάποια ποιήματα των Ακριτικών του Σικελιανού, για παράδειγμα) – εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Παραβολές για τον φεύγοντα χρόνο και την εμμένουσα μνήμη (του νου ή της φωτογραφίας), την αλήθεια και το δίκιο, την άσβεστη επιθυμία για τα πατρώα μέρη, τις ιδιοτροπίες της φύσης και της τέχνης, τον ακαταμάχητο –παρά την ματαίωσή του– έρωτα. Ώς τα μεσάνυχτα, και περασμένα, σε ώρες / τελείως ανύποπτες, λησμονημένες, μυστικοί / απόηχοι, ανεξιχνίαστες ανταύγειες, κρυφές / εστίες ευεργετούσαν / την πολιτεία. Οι ακατάπεστες ακόμα δυνάμεις / σηκωμένες απ' το ερωτικό πέρασμα. Κατασταλάζοντας / σε μικρά κρύσταλλα. Ο στενός, σφιχτός, ρυθμικός στίχος του Λ.Κ. –μαζί με το χιούμορ και την ιδιαίτερη ρητορική του χάρη– κινεί και εμψυχώνει τις ιστορίες συναρπαστικά, παρασύροντάς μας όπου επιθυμεί να φτάσει. Π.Ι.


Μαρία Λαϊνά, Σε τόπο ξερό [Ποιήματα 1970-2012], εκδ. Πατάκη, 2015, 405 σελ.

Αν στον “χλοερό τόπο” παύουν όλα, ίσως στον “ξερό” να ζει η ποίηση. Σίγουρα, η στραγγισμένη από συναισθηματισμούς, πυκνή, ποίηση της Μ.Λ., μιας 'εκπροσώπου' της 'γενιάς του 1970' που δικαίως (εξακολουθεί να) μας ενδιαφέρει και ανεξάρτητα από τα φιλολογικά αυτά συμφραζόμενα. Όλα αυτά είναι της φαντασίας πράματα. εδώ / δεν έχουμε παρά μια δυνατή και καθαρή αιωνιότητα / που δεν κουράζει, αλλά μερικές φορές πονούν τα μάτια σου. Στον τόμο αυτόν, συγκεντρώνονται τα οκτώ από τα εννέα, μέχρι σήμερα, ποιητικά βιβλία της – δηλαδή όλα πλην του πρώτου, Ενηλικίωση (1968). Σε αυτοτελή εκτεταμένα ποιήματα (π.χ. Ο Κήπος – Όχι εγώ, 2005), σε ποιητικές συνθέσεις (π.χ. Επέκεινα, 1970, Δικό της, 1985), είτε σε συλλογές ποιημάτων (π.χ. Σημεία Στίξεως, 1979, Ρόδινος Φόβος, 1992), η αυστηρή κυριαρχία της Μ.Λ. επί του υλικού της, οδηγεί σε μορφές διακριτές, αλλά πάντα μεστές. Η μουσική εισχωρεί στις ράχες της άμμου. / δυναμώνει κάτω από το ζεστό στρώμα.


Δημήτρης Λεοντζάκος, Τα σκυλιά του Ακταίωνα, εκδ. Νεφέλη, 2014, 65 σελ.

Ως γνωστόν, ο κυνηγός Ακταίων, κατασκόπευσε την Άρτεμη στο λουτρό της: αυτή έστρεψε τα σκυλιά του εναντίον του, κι εκείνα τον κατασπάραξαν. Όντως, η βία και τα σύνεργά της –Πώς στρίβει μες στα αίματα / στιλπνός σαν δύτης–, το δάσος –Μια μέρα θα φυτρώσει ένα δάσος / Άγριων παιδιών / Με το κεφάλι στο χώμα και / Τα πόδια σαν δέντρα / Στον ουρανό–, διάφορα ζώα –Οι λαγοί που ονειρεύομαι / Λιγάκι διαγώνιοι–, ορίζουν εν πολλοίς τον κόσμο του τέταρτου αυτού ποιητικού βιβλίου του Δ.Λ.. Το σημαντικό, όμως είναι άλλο: ότι πρόκειται για έναν πραγματικά ποιητικό κόσμο: έναν κόσμο γλωσσικων συμβάντων. Ο γλωσσικός και νοηματικός 'χορός', η εύχαρις περιδίνηση, που χαρακτήριζαν το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του Δ.Λ. (Κινέζικα, Νεφέλη, 2010) λειτουργούν και εδώ ως κύρια εργαλεία δόμησης. Ένα ελάφι ήρθε / Ξάπλωσε / - αστράγαλοι, γόνατα, μηροί - / Απαλά στον ώμο μου / Σαν πουλί / Ναι, είπα / Εγώ / Το νερό της νύχτας.


Αλέξανδρος Μάτσας, Άπαντα ποιήματα (εισ. - επιμ.: Κ.Γ. Παπαγεωργίου), εκδ. Παπαδόπουλος, 2015, 223 σελ.

Στέρνα της νύκτας, με δροσιά και νάρκην / ανθισταμένη στην χρυσή πολιορκία / της μέρας, και σε μια τρυγόνα / που διαλαλεί το φως στα κεραμίδια. / επιπλωμένη με σύμβολα χαράς, / η κάμαρα κρατά τ' ωραίο σώμα / αιχμάλωτο του ύπνου. Ο Α.Μ. είναι μάλλον ο μεγάλος λησμονημένος ποιητής της γενιάς του 1930, και ας παρέμεινε εκδοτικά παρών μέχρι και την δεκαετία του 1960. Χάρη στις εκδόσεις Παπαδόπουλος και στον Κ.Γ. Παπαγεωργίου, τώρα διαθέτουμε, τουλάχιστον, συγκεντρωμένα τα ποιήματά του. Αδύνατον να αποσιωπηθεί, ωστόσο, η απορία κι η οργή που προξενεί η απουσία των στοιχειωδεστέρων προϋποθέσεων μιας τέτοιας έκδοσης: λεπτομερή πίνακα περιεχομένων, ευρετηρίου τίτλων και πρώτων στίχων – ελλείψεις που επείγεται να διορθωθούν στην επανέκδοση, απαραιτήτως δε με ραμμένες, αντί για κολλητές, όπως τώρα, σελίδες. Ας είναι – για την ώρα, μπορούμε να απολαύσουμε και να μελετήσουμε την ποίηση. Πέρασε μια γυναίκα που διύλισε / ολόκληρο το θέρος σ' ένα τραύμα / πλούσιο σαν τις χρυσογάλακτες πληγές / των πεύκων.


Σαμσών Ρακάς, Αμπερλουδαχαμίν – ένα εγχειρίδιο μοναξιάς, εκδ. Υποκείμενο, 2015

Να ζω το θρίαμβο που όλο αναβάλλεται / από το διαφωτισμό στο φωταγωγό / να ζω την πτώση που όλο αναβάλλεται. Σπάνια η γκινσμπεργκικής πνοής ποίηση έχει ευτυχήσει. Είδος δυσκολότατο, ο μακρύς ποιητικός μονόλογος που βρίθει από παρεκβάσεις, αναρωτάται, συστρέφεται και συνεχίζει, σπαρμένος με λυρικές αποστροφές, αλλά πρωτίστως δραματικός και ρητορικός. Όταν μας συνεπαίρνει στο μόλις δεύτερο βιβλίο (πρώτο εντός εμπορίου) ενός ποιητή, έχουμε κάθε λόγο να τεντώσουμε τ' αυτιά μας. Ο ποιητής διηγείται την πρώτη, μαγική συνάντησή του –στα παιδικά του χρόνια– με το αγαπημένο υποκείμενο, έκτοτε απωλεσθέν. Μετά από οδυνηρές εφηβικές και νεανικές περιπέτειες, θα το ξαναβρεί: είναι ο Διάβολος – τουτέστιν η Τέχνη μεταμφιεσμένη. Το άγγιγμά σου πώς να το διηγηθώ // σα να με άγγιζε σωτήρια / μια παλάμη πλατανόφυλλο υγρό / όταν με έσερναν δουλέμποροι / μέσα στην έρημο. Ακούγεται επικίνδυνα κοινότοπο και τετριμμένο. Αλλά, ως συνήθως, “τι αξίζει το γλυκό, στο φάγωμα φαίνεται”. Το γευόμαστε ευγνώμονες.


Εύα Στεφανή, Τα μαλλιά του Φιν, εκδ. Πόλις, 2014, 38 σελ.
Μου πέσαν τα μαλλιά. Έχω μια βαριά κορώνα στο κεφάλι μου. Βουτάω στη θάλασσα και φτάνω στον πάτο. Αν –σ' αυτό το πρώτο ποιητικό βιβλίο τής σκηνοθέτιδας και θεωρητικού του κινηματογράφου, Ε.Σ.– 'ακούγεται' ενδεχομένως κάπως η φωνή του Ε.Χ. Γονατά (τον οποίο η συγγραφέας είχε πολλαπλώς και εις βάθος μελετήσει, για να φτιάξει την γνωστή θαυμάσια κινηματογραφική προσωπογραφία του), διόλου δεν πειράζει. (Δεν είναι, εξάλλου, ο τρόπος του Ε.Χ.Γ., κάποιος κοινός λογοτεχνικός τόπος που να μας έχει κουράσει – κάθε άλλο.) Έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε την ειδική στολή της λίμνης που της δώσανε. Ένα μακρύ νυχτικό με φτερά. Παντού μύριζε ροδόνερο. Κατάπινε για να συγκρατήσει τη μυρωδιά. Η λογική και οι εικόνες του ονείρου, το υγρό στοιχείο, κυριαρχούν στα σύντομα αυτά 'πεζά ποιήματα', συνθέτοντας έναν κόσμο παιδικότητας, ενίοτε εφιαλτικό, αλλά –παραδόξως– ποτέ απωθητικό. Βγαίνει από το ιατρείο ντυμένος μισός γυναίκα μισός αλεπού. “Θεραπεύτηκα!” φωνάζει. Αγκαλιαζόμαστε και περνάμε γρήγορα το δρόμο.


Μαρία Τοπάλη, Οι λέξεις μου (Ορατόριο για χορωδία και φωνές στο κέντρο της Αθήνας), εκδ. Νεφέλη, 2015

Αν η μεσαία τάξη (και η κατάντια της) άξιζε ένα 'μιούζικαλ' (Ο χορός της μεσαίας τάξης, εκδ. Οκτώ, 2012), το κέντρο της ταλαίπωρης πόλης, πώς να μην απαιτήσει ένα 'ορατόριο'; Η λέξη “κέντρο” / κυριολεκτικά / κακόφημη. Πέντε ποιήματα το συνθέτουν. μόνο το τρίτο και το τέταρτο φέρουν τίτλους: “Δεν το αξίζει η Αθήνα μας ένα Σονέτο;” και “Ερεχθέας”, αντιστοίχως. Σαν ήρθα στην Αθήνα με τα χιόνια, / πάνε χρόνια, / ήταν μια πόλη σκέτη πλήξη / μα ούτε τ' αποφάσιζε να λήξει. Η προσωπική περιδιάβαση εν καιρώ κρίσης, καταγράφει τα δημόσια, ανακαλεί τα προσωπικά και ιστορικά, τα κρίνει εκ νέου όλα. Επέστρεψε το Φίδι, ο γιος του Βασιλιά, / γύρισε, να!, της Νέμεσης ο γιος, ο Εριχθόνιος, / τώρα οι κοπέλες θα ριχτούν απ' την Ακρόπολη, γιατί την είχαν δανεική τόσο καιρό την πόλη, ο πατέρας τους κι αυτές, / την είχαν δανεική κι αγύριστη / την πόλη του φιδιού, / κι όλα ο άνεμος θα τα σαρώσει τώρα. Όλα.


Θωμάς Τσαλαπάτης, Άλμπα, εκδ. Εκάτη, 2015, 46 σελ.

Αυγή; Λευκή; Και τα δυο; Όπως και να 'χει, είναι λίαν ευπρόσδεκτο το δεύτερο αυτό (μετά το βραβευμένο Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ) ποιητικό βιβλίο του Θ.Τ., καρπός επεξεργασίας και ωρίμανσης. Τέντωσε το βλέμμα σου να πλανηθεί στο άδειο. Σύντομα θα αναγνωρίσεις μια μέχρι πρόσφατα αδιόρατη στίξη. Η ευφράδεια πλέον οικονομείται. η ευρηματικότητα έχει τιθασευθεί: τίθενται αμφότερες στην υπηρεσία της ποιητικής σύλληψης που προσεκτικά ελέγχει τις δόσεις. Η σημασία του ρυθμού έχει αναβαθμισθεί, η γλώσσα έχει μεστώσει και αποτολμά –εξαρχής ασφαλισμένη απ' τους κινδύνους του συναισθηματισμού– να βαθύνει ώς τον λυρικό παλμό. Η ευστροφία γίνεται πλαστική κίνηση: επιτρέπει την εναλλαγή των οπτικών γωνιών και των ποιητικών τρόπων, για να πραγματωθεί μια διαδρομή μιας εβδομάδας σε μια πόλη με εφτά γειτονιές και μια κοπέλα συνώνυμή της. Εδώ προσευχή είναι η πέτρα / Και ο άνθρωπος μια κλωστή θαυμάτων / ραμμένη σ' ένα αντίο.

*

Αυτές οι 'θερινές αναγνωστικές προτάσεις' -προοριζόμενες για το τεύχος Ιουλίου 2015- δημοσιεύθηκαν, εντέλει, λόγω του έκρυθμου εκείνου καλοκαιριού (μεταξύ των άλλων, με ελλείψεις και στο -εισαγόμενο- τυπογραφικό χαρτί), στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2015 του "The Books' Journal".

[φωτ.: π.ι., σεπτ. 2015]

9.6.15

ποίηση: περιεχόμενο, πρόσληψη και απεύθυνση _ φρμκ #4



















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Προηγούμενη ανάρτηση αναφέρεται στο 1ο ερώτημα: http://xylokopoi.blogspot.gr/2015/06/4.html.

Το 2ο ερώτημα αφορούσε το αίτημα κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου στην ποίηση, την (δημοσιογραφική και άλλη) πρόσληψή της, και την απεύθυνσή της σε (κάποιο) 'κοινό' - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:




Παναγιώτης Ιωαννίδης: Αιτήματα οποιασδήποτε εξωτερικής προελεύσεως για οποιοδήποτε περιεχόμενο στην ποίηση, δεν είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπ' όψιν από οποιαδήποτε σοβαρή ποιήτρια […]. απεύθυνση της ποίησης (όπως και κάθε τέχνης) δεν πρέπει να είναι μόνον προς τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά προς το πνεύμα τους – δηλαδή, συγχρόνως και αξεδιάλυτα: νου, καρδιά, και ψυχή.

Φοίβη Γιαννίση: Kάθε αναγνώστης είναι κι ένας άλλος περιπατητής του κειμένου που μέσα του δημιουργεί τη δική του διαδρομή κι αυτό στον αιώνα των αιώνων. (Τέτοιοι αναγνώστες θα έπρεπε να εκπληρώνονται από την κριτική και τη δημοσιογραφία).
Κατερίνα Ηλιοπούλου: H τέχνη […] αποτελεί χώρο επισφάλειας και διακινδύνευσης […]. Οι φράσεις που επικαλούνται τους απλούς ανθρώπους και τις ψυχές τους προφέρονται συνήθως από ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντίες και απευθύνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό με πλήρη επίγνωση της αλαζονείας τους, η οποία κρύβει στις περισσότερες περιπτώσεις μια αβυσσαλέα άγνοια για την ιστορία των ιδεών, ή από κάποιους νοσταλγούς που δέσμιοι του συντηρητισμού τους επιμένουν παράλογα να πιστεύουν πως η επιστροφή είναι κάτι εφικτό. [Η ποίηση] στο χάος των καταρρεύσεων, των αλλαγών, των καταστροφών, επιμένει να πολεμά ενάντια στο τίποτα, […] να αναζητά νόημα […]: ζωντανό λόγο, στοχασμό και αναστοχασμό με τους όρους της εποχής, αναζήτηση νέων (όχι πρωτότυπων) μορφών, ενσωμάτωση της αμφιβολίας, απόπειρα ορισμών, ομολογία της μη κατανόησης, επίγνωση ότι όλα είναι ατελή αλλά επίσης ότι όλα συνεχίζονται.

Δήμητρα Κωτούλα: Ανέκαθεν η ποίηση εκφωνούσε τη «σιγώμενη φωνή αυτού το οποίο βαθύτατα μας ενδιαφέρει» (Κυριαζόπουλος) […]. Αν δημιουργία σημαίνει «έργο που πράττεται για το δήμο» (Γουνελάς) δεν τίθεται καν θέμα περί του πολιτικού της ποίησης ή για τον ορισμό της «ποιητικότητάς» της, όποια κι αν είναι η θεματολογία των ποιημάτων της.

Βασίλης Αμανατίδης: Στην ποίηση, η ακρίβεια, η σαφήνεια και η κυριολεξία είναι ζητούμενα (είτε επιλέγει κανείς τον αναγνωρίσιμο και κατανοητό δρόμο του "ρεαλισμού" είτε τον πολυποίκιλο και ανοιχτό της "απροσδιοριστίας" ή και του ερμητισμού), ενώ η ασάφεια (με συνήθη αδελφή της την κοινοτοπία) είναι μάστιγα που τη συναντά κανείς και σε γειωμένα-ρεαλιστικά και σε "αναπεπταμένα" ποιητικά πεδία […]. Το κοινό δεν είναι ενιαίο και απλός άνθρωπος δεν υπάρχει […]. Η ποίηση είναι το ανοιχτό πεδίο, η ελευθερία της αδιάκοπης έκπληξης, η εξερεύνηση των πολλαπλών πιθανοτήτων […]. Τη στιγμή που η ποίηση θα ακολουθήσει ηθικοπλαστικές-δεοντολογικές οδηγίες έχει κιόλας αρχίσει να μαραίνεται. Τα υψωμένα δάχτυλα προς την τέχνη έρχονται από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν, αλλά για κάτι άλλο […]. Ο συνεπής και δρων ποιητής, αυτός που ζει στην εποχή του και δεν αντιμετωπίζει την ποίηση ως μουσειακό είδος, θα κάνει έτσι κι αλλιώς ποίηση που αντανακλά τις τρέχουσες εξελίξεις. Μόνο που θα το πράξει με την ακατάτακτη ελευθερία που δύσκολα θα γίνει αντιληπτή από τον δημοφιλή δημοσιογράφο.

Ορφέας Απέργης: Πρώτα αγάπησε την τέχνη σου, κι ύστερα μην τηνε φοβηθείς: όσο την αγαπάς και δεν τη φοβάσαι, θα αποτελεί η τέχνη σου έτσι κι αλλιώς ‘έκφραση’ ήθους.

Γιάννα Μπούκοβα: Η ποίηση δεν είναι εφαρμοσμένος λόγος. Κάθε προσπάθεια άμεσης στράτευσής της αναιρεί την ίδια την υπόσταση του ποιητικού λόγου: τη σφαιρικότητα, την πολυπλοκότητα, τη συγχρονικότητα αντιθέσεων. Εννοείται ότι υπάρχουν καταστάσεις όπου δεν μπορεί κανείς να μείνει αμέτοχος. Αλλά πολύ μεγαλύτερη αξία θα είχε ένας ποιητής να πάρει θέση με τις πράξεις του, με την προσωπική στάση ζωής του ή με όποια μορφή μάχιμου δοκιμιακού ή δημοσιογραφικού λόγου θα ήθελε, από το να γράφει κακά ποιήματα για καλό σκοπό.

Θοδωρής Χιώτης: Η ποιητική γλώσσα επαναπροσδιορίζει τι είναι η γλώσσα, τι μεταδίδει η γλώσσα και τέλος, τι μπορεί να κάνει η γλώσσα.


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

7.6.15

η ποιητικότητα _ φρμκ #4




















Στο 4ο τεύχος (Φθιν.-Χεμ. 2014) του "Φάρμακου", ξεκίνησε να δημοσιεύεται μια 'γραπτή συζήτηση', μεταξύ μελών της συντακτικής του ομάδας, για την ποίηση. Το 1ο ερώτημα αφορούσε την ποιητικότητα (και άλλα) - σταχυολογώ από τις απαντήσεις (που αναδημοσιεύονται ολόκληρες εδώ: http://frmk.gr/2014/12/16/frmk1/), με την χρονολογική σειρά 'εισόδου' τους στον χώρο της συζήτησης:

Παναγιώτης Ιωαννίδης: Aναμένω από το ποίημα να είναι συμβάν [...], ώστε η πρόσληψή του να γεννά εμπειρία, αντί μόνο να την αποτυπώνει (οσοδήποτε 'ωραία' ή ευρηματικά). Δεν πιστεύω –και αυτό μού δείχνει η ιστορία– πως είναι εφικτός ο προσδιορισμός αξιολογικών κριτηρίων για την τέχνη που να ικανοποιούν όλους μας, σε κάθε περίοδο της ζωής μας, και σε κάθε ιστορική εποχή. Θεωρώ όμως απαραίτητο, όποιος επιχειρεί να αξιολογήσει ένα ποίημα, να τεκμηριώνει την κρίση του με σαφήνεια, βάσει των δικών του κριτηρίων.
Φοίβη Γιαννίση: H ποίηση, αφού ανήκει στην γενική κατηγορία της τέχνης, είναι μία έρευνα[:] μέσα από τη γλώσσα και προς τη γλώσσα και για την γλώσσα. [...[ Όταν διαβάζω επιθυμώ να βρω μόνο την ομορφιά, να με ταρακουνήσει και να ξυπνήσω αλλιώς, επιθυμώ την λειτουργία του ονείρου.
Κατερίνα Ηλιοπούλου: Η ποίηση δεν εκφράζει τα συναισθήματα ή τα γεγονότα της ζωής του γράφοντος[,] δεν προϋποθέτει κάτι δεδομένο αλλά κινείται σε αναζήτηση του νοήματος, και το δημιουργεί με υλικό της την γλώσσα την οποία ελευθερώνει από τις μονοσήμαντες χρήσεις της. [...] Διαφορετικά μιλάμε για διακοσμητικό λόγο που είτε θωπεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη, είτε τον εκβιάζει (συναισθηματικά και πνευματικά) και καθίσταται ανενεργός ως πράξη επικοινωνίας.

Βασίλης Αμανατίδης: Ποίηση είναι η ρωγμή, η δίοδος αποκάλυψης, είναι η συμπύκνωση, μετωνυμία και μεταμόρφωση [...] της εσωτερικής ζωής και του ψυχικού κόσμου. [...] Ποίηση είναι η ανάσταση του τετριμμένου λόγου. [...] Στην ποίηση, το νόημα και οι ιδέες επικυρώνονται από τον ήχο και τον αμείλικτης ακρίβειας (επανα)συσχετισμό των λέξεων.

Ορφέας Απέργης: Η ποίηση είναι άσκηση ελευθερίας επί χάρτου. [...] Λέει το μικρό παιδί της ποιήσεως[:] «η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται», δηλαδή είμαι εδώ τώρα ασθενικό, αλλά αυτή η ασθένεια η τωρινή είναι η μελλοντική μου δύναμη.

Γιάννα Μπούκοβα: Από τις αρχές του εικοστού αιώνα [...] έγινε μια μετατόπιση από την ποίηση της περιγραφικότητας, της ρητορικής και του συναισθήματος προς την ποίηση της σκέψης [...] σε μια ιδιαίτερη μορφή της: μη-γραμμική, μη-αιτιοκρατική και πολυσθενή. Θα περιέγραφα αυτήν την ποίηση ως έκρηξη νοήματος[,] μια στιγμή ολότητας που λειτουργεί μόνο στην συνάντηση. Και που εκπληρώνεται στην έκπληξη και την ανακάλυψη.

Θοδωρής Χιώτης: Το ποίημα [...] λειτουργεί και ως ένα επιπλέον εργαλείο στον πεπερασμένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. 


[φωτ.: π.ι., x. 2014, από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis © all rights reserved]

15.5.15

λίνος ιωαννίδης _ "η θέση του χρόνου" [το ροδακιό, 2014]


















Τι μπορεί να προσφέρει σήμερα μια ποίηση λυρικο-δραματική, συχνά δε μέσω ενός λεξιλογίου που δεν διστάζει να δανείζεται από τον συμβολισμό, κι ας μην υιοθετεί τις χρήσεις του; Η απάντηση νομίζω πως δεν μπορεί παρά να είναι: “Ό,τι και οποιοδήποτε άλλο είδος ποίησης, αρκεί να είναι ποίηση – δηλαδή να φτιάχνει έναν κόσμο με λέξεις”.

Ο Λίνος Ιωαννίδης –που γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1972, και ζει στην Αθήνα– εξέδωσε, από το 1993 ώς το 2006, πέντε βιβλία ποίησης. Αυτά συλλέγονται σήμερα στην προσεγμένη και ωραία, όπως πάντα, έκδοση του Ροδακιού. Ο τίτλος της συγκεντρωτικής επανέκδοσης προέρχεται από το ομότιτλο του τρίτου βιβλίου ποίημα. Η οκτάστιχη “Περιγραφή σχήματος” κλείνει ως εξής: “φέγγουν / οι σκιές με τα μαλλιά / με τα ρούχα στη θέση του χρόνου”. Άραγε, τα ρούχα των σκιών επέχουν θέση χρόνου (του χρόνου που χρειάστηκε μέχρι να γίνουν σκιές); Ή φέγγουν οι σκιές στη θέση του χρόνου; Και τότε, φέγγουν αντί του χρόνου, ή στον τόπο που προοριζόταν γι' αυτόν; Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι πιθανές, μα καμιά δεν είναι βέβαιη: μια γόνιμη αινιγματικότητα συντηρείται με πολύ απλά μέσα, μας επιστρέφει στην αρχή του ποιήματος για να το ξαναδιαβάσουμε, και εξακολουθεί να επιβιώνει μετά από επαναληπτικές αναγνώσεις. Το ακριβές νόημα –δίχως να οχυρώνεται σε απωθητικό ερμητισμό– ίσα που ξεγλιστρά, με τρόπο μη σπάταλο, που δεν κραυγάζει, δεν γυαλοκοπά.

Ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο, ταλαντούμενες εικόνες, χαμηλότονη αινιγματικότητα: τρεις αρετές του Λ.Ι. συμπυκνωμένες σε ένα ποίημα, και μάλιστα όχι από τα πιο αξιοπρόσεκτα, κατά την άποψή μου.

Ο “χρόνος” επανέρχεται, σε περίοπτη θέση: σε τίτλους ποιημάτων (“Καιροί”, “Χρόνος”, “Απόμακρο παρόν”), αλλά και του τέταρτου βιβλίου, Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού, που συνιστά τομή, καθώς απαρτίζεται εξολοκλήρου και για πρώτη φορά από άτιτλα πεζά ποιήματα, το κλίμα των οποίων –αν θέλαμε να συνθηματολογήσουμε, υποβιβάζοντας την ιδιαιτερότητα του ύφους– εκτείνεται μέχρι και τον εξπρεσσιονισμό. (Στο επόμενο βιβλίο, τα πεζά ποιήματα έχουν εδραιώσει την θέση τους, συνεισφέροντας κάτι λιγότερο από το ήμισυ.)

Ωστόσο, νομίζω πως η ποίηση του Λ.Ι. ορίζεται κυρίως από το στοιχείο του νερού – και την ιδιότητα της ρευστότητας (στο νοηματικό επίπεδο, την συναντήσαμε ήδη). Το νερό και τα παράγωγα ή τα συγγενικά του (σύννεφα, βροχή, θύελλα, χιόνι, ατμός, ομίχλη, δάκρυα), η θάλασσα (το κύμα, το πέλαγο), το ποτάμι, η λίμνη, το πηγάδι, είναι συχνά ενεργά στοιχεία που συμμετέχουν στα τεκταινόμενα εντός του ποιήματος, και δεν αποτελούν απλώς σκηνικό του. Επιπλέον, η σχέση με το υγρό στοιχείο χαρακτηρίζει και άλλες έννοιες ή πράγματα: η νοσταλγία είναι “σταλάζουσα”, τα ακούσματα και οι δρόμοι, “υποβρύχιοι”, ο ιππότης φέρει “σκάφανδρο”.

Αξιοσημείωτο είναι πως ο κόσμος τον οποίο συστήνει ο Λ.Ι. στέκει λίγο ώς πολύ ολοκληρωμένος από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, τον Εξώστη (1993): “Στο μεταξύ μεσολάβησαν θεομηνίες. // Φούντωσαν τα πανιά στις στέγες / κι απόμεινε στο μισοχάραμα, / την ψύχρα του βοώντας στο βαθύ μέλλον, / ο ξιφομάχος με τους Αγγέλους. / “Άγρυπνος, έμεινα τελευταίος”” (“Από λίμνες και βροχές βρεγμένος”). Ωστόσο, αν εκεί κυριαρχεί το εξομολογούμενο, λυρικό πρώτο ενικό πρόσωπο, ήδη από το δεύτερο βιβλίο, Λευκός (1994), αφήνει σταδιακά θέση και για το τρίτο ενικό πρόσωπο που στρέφεται στην παρατήρηση και την περιγραφή. “Κάτω από συσσωρευμένους ουρανούς / βροντά το στήθος και σημαίνει / την επιδείνωση του σκότους // Σ' εργαστήρι παμπάλαιων αρωμάτων και τρόμων / οι βαθμοί βαρύτητας καθορίζουν τον χρόνο // Τα πρόσωπα πέρασαν χτες / σ' εποχές απερίγραπτες” (“Καταγωγή”). Η ευστοχία των απροσδόκητων ποιητικών γειτνιάσεων έχει αυξηθεί: “Πυκνή σιγή τα συμπεράσματα των ανέμων”. “[Τ]ο ντυμένο σώμα / γεμάτο γκρεμούς κτιρίων”. “Η αμβλεία φωνή του δυσκόλευε τον ορίζοντα”. Ώσπου, στο προαναφερθέν τρίτο βιβλίο (1998), το πρώτο ενικό πρόσωπο εξοβελίζεται στις λιγοστές εμφανίσεις ευθέος λόγου. Οι στίχοι γίνονται πιο σύντομοι, και η έκφραση –επικουρούμενη και από την περιστασιακή χρήση μιας διακριτικής ομοιοκαταληξίας– αποκτά μια χάρη σχεδόν σαραντάρεια. “Ο μαρμάρινος περίπατος / μοιράζει τα σύννεφα / χωρίζει τα μέρη των ανέμων / το χώμα του νερού / το χώμα των δακρύων / κρατά τα τοπία και ραγίζουν τα δάχτυλα / παίρνει τα βήματα / κάτω στα κύματα / κοιμάται ρούχο ζωντανό / απλώνει ασήμι το νερό / και ο βράχος σαλεύει / την πλάτη / τη στάχτη του” (“Εγκάρσιες εικόνες”). Στο, επίσης προαναφερθέν τέταρτο βιβλίο (2001), ο προϋπάρχων έξοχος έλεγχος του ρυθμού απεμπολεί την στιχοθεσία και ζωντανεύει το πεζόμορφο ποίημα – οι εικόνες ξαναγίνονται πιο περίτεχνες, και πλέον κυριαρχούν το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού. Ίσως αυτή η γραμματική μεταβολή να μην είναι άσχετη με την μερική υποχώρηση της φύσης και του άχρονου, υπέρ του αστικού περιβάλλοντος, και των σύγχρονων αναφορών. “Χαμένοι μέσα στους ίσκιους φτάναμε στην πόλη με τους κτισμένους κήπους. Πολύχρωμα τα νέα λογοτεχνικά έργα προβάλλονταν γύρω και στα διαλείμματα οι κολυμβητές και οι κολυμβήτριες περνούσαν. Χειροκροτούσαν ενώ μεγάλα πουλιά στις οροφές τίναζαν με δύναμη τα φτερά τους. Το αρμονικό τους βλέμμα και οι χειρονομίες ερμήνευαν την πόλη.” Το πέμπτο βιβλίο, Φωνή γραμμένη (2006), σαν να συνοψίζει και να συνθέτει τις έως τώρα κατακτήσεις τρόπων και θεμάτων. το δε πρώτο ενικό λυρικό πρόσωπο, επανακάμπτει ωριμότερο. “Με χιονισμένες τις φωνές τους τα σώματα περνούν ανάμεσα σε κολόνες και δέντρα. Ζώα κομψά προχωρούν κι όργανα πνευστά αστράφτουν. Άνθρωποι ψηλοί, γονείς με τα παιδιά τους, περνούν ανάμεσα σε αγάλματα και πίδακες. Σύννεφα φέγγουν τους ανάγλυφους ίσκιους στα κτίρια κι από τις ρωγμές λευκά φυτά ανεβαίνουν τους τοίχους. Δέντρα χειμερινά φυσούν, διάφανα πουλιά ακούγονται να μιλούν, γεμίζουν με ψιθύρους τον αέρα, ακούγονται ονόματα.”


Ο τρόπος και η φωνή του Λ.Ι. έχουν ορίσει και ανοιχθεί σε έναν χώρο γοητευτικό και αναγνωρίσιμα προσωπικό. Θα είχε ενδιαφέρον η συνέχεια να περιελάμβανε την επέκταση της πρωτότυπης λυρικο-δραματικής περιγραφής μέχρι και την δημιουργία ποιητικών συμβάντων μέσω της ίδιας της γλώσσας.

~

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "[ΦΡΜΚ]", τ. 5, Άν.-Καλ. 2015.
Φωτ.: Π.Ι.]

1.5.15

Καλλιτεχνικοί πρόγονοι


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν μου είναι δυνατόν να προσδιορίσω τους καλλιτεχνικούς 'προγόνους' μου, με την έννοια της γενεαλογίας ή της επιρροής, όπως θα τους αναζητούσε ενδεχομένως μια κριτικός λογοτεχνίας. Μπορώ μόνον να μιλήσω για ποιητές –και άλλους καλλιτέχνες– το έργο των οποίων θαυμάζω και μελετώ, άρα είναι βέβαιο ότι έχουν καθορίσει τον τρόπο που προσλαμβάνω και απολαμβάνω την τέχνη, και συνεπώς  πιθανό –ή και ευκταίο– να έχουν συνδιαμορφώσει τον τρόπο που γράφω.

Αυτονόητα βαραίνουν περισσότερο όσοι έγραψαν ελληνικά: υλικό της ποίησης είναι η γλώσσα – υλικό, όμως, που είναι συγχρόνως το κυριότερό της εργαλείο. Τα άλλα εργαλεία της, μπορεί και να 'ναι αμέτρητα: πρώτη-πρώτη, ανυπερθέτως, η ζωή-στο-παρόν, μα ζευγαρωμένη με τον αναστοχασμό της. η αφοσιωμένη παρατήρηση αλλά και η, ανοιχτή στα χαμόγελα της τύχης, 'ελεύθερη προσοχή'. η βιωμένη σκέψη... Όλα αυτά μπορούν, βεβαίως, να 'ακονιστούν' και μέσω της τριβής με ξενόγλωσσες λογοτεχνίες, καθώς και με άλλες τέχνες. Αν δε, στις πρώτες, μελετάται το πρωτότυπο, το κέρδος είναι διπλό, καθώς καθίσταται δυνατόν, όσο το επιτρέπει η ξένη γλώσσα, να την παρατηρούμε ως δρώντα –και διαφέροντα από τον δικό μας– ποιητικό 'μηχανισμό': ως ένα άλλο υλικό-και-εργαλείο (κάτι που συμβάλλει στην πολυτιμότητα της μεταφραστικής εργασίας ως προσωπικής άσκησης γραφής.)

Από όσους με συντροφεύουν μέχρι σήμερα, άλλοτε κρατώ το σύνολο του έργου τους –κι ας έχει 'διακυμάνσεις' (ποιο δεν έχει;)– και την πορεία τους εντός του: πέρα από τους 'γεννήτορες' της νεοελληνικής ποίησης, Σολωμό και Καβάφη, αυτό ισχύει και για τον Κάλβο, τον Εγγονόπουλο, τον Παπατσώνη, την Βακαλό, τον δοκιμιακό Τερζάκη, τον σύνολο Γιώργο Χειμωνά. Άλλοτε πάλι, κάποιες περιόδους: τον ώριμο Σικελιανό και τον ώριμο Καρυωτάκη, τον πρώτο –ώς και το Μυθιστόρημα– και τον στερνό –στα Τρία κρυφά ποιήματα– Σεφέρη, διάσπαρτον Ελύτη – Φωτόδεντρο, Τύψεις, Ετεροθαλή, Μονόγραμμα, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και άλλοτε, κάποιες άπαξ κορυφές: την Αμοργό του Γκάτσου, τις Ωδές στον Πρίγκηπα του Ασλάνογλου, το Μ' ένα στεφάνι φως της Μαστοράκη. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει, πως δεν με 'βοηθούν' και άλλοι: π.χ., κάποιοι ποιητές της κατ' Αναγνωστάκην “χαμηλής φωνής”. (Ας σημειώσω δε και το προφανές, όσο και αν ακούγεται ακραίο: ακόμα και ενός ποιήματος η αξία μπορεί να διαχέεται και να αντηχεί σε έκταση κι ένταση δυσανάλογα μεγάλη.) Επειδή, όμως, σε κάθε κατάλογο ονομάτων, δεν είναι τυχαίες όλες οι παραλείψεις, θεωρώ τίμιο να δηλώσω δύο αποσιωπήσεις ως σκόπιμες: του Παλαμά και του Ρίτσου.

Από τις γλώσσες που περισσότερο ή λιγότερο κατανοώ, ας μνημονεύσω το σύμπαν-Σαίξπηρ, το σύμπαν-Γουλφ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ώντεν –για την απίστευτη ικανότητά του να φτιάχνει ποιήματα απ' ο,τιδήποτε–, την Κάρσον, την σαγηνευτική γυμνότητα του Σταντάλ, την Γιουρσενάρ –μαζί με τον 'νουάρ' δίδυμό της, τον Τσάντλερ–, τον Νερβάλ και τον Σαρ.  την οικονομία και την σοβαρή ελαφρότητα του Μπόρχες. Και, κατ' ανάγκην, μόνον από μετάφραση: την ζωή που μας επιστρέφει ο Τσέχοφ, τον Ρίλκε, τον Χάινερ Μύλλερ και τον Ζέμπαλντ, την κλασσική κινεζική και ιαπωνική ποίηση. Από άλλες τέχνες: στον κινηματογράφο, τον Μπέργκμαν, τον Ταρκόφσκι και τον Κισλόφσκι για το βλέμμα και τις οργανικές μορφές που εφηύραν, τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ για την σύνταξη – από την φωτογραφία, τον Ρομπέρ Φρανκ και τον Γουίλλιαμ Έγκλστον για την εμπιστοσύνη τους στην τύχη, και για το σμίλεμά της σε ακριβό έργο – το σύμπαν-Μπαχ, το σύμπαν-Μότσαρτ, τον Σοπέν για την μετάπλαση της ομορφιάς σε άρτιο κτίσμα, τις συνθέσεις του Μπετόβεν για ένα ή λίγα όργανα. την τζαζ του Γκιλ Έβανς και του Μπιλλ Έβανς, για την οργάνωση του χάους. την Κάλλας και την Μπίλλι Χόλλινταιυ για τον φωτισμό της φράσης.

Ενδεχομένως να φάνηκε ήδη, πόσο η αξία ενός 'προγόνου' συναρτάται για μένα με την εργασία του πάνω στην γλώσσα (λεκτική ή άλλη), και με το χώνεμα της εργασίας αυτής μέσα στην τελική μορφή – ώστε ούτε 'φλυαρία' (λέξεων ή 'αισθημάτων') να υπάρχει, ούτε η πρόθεση της κατασκευής να υπερβαίνει το κατασκευασθέν, ή να διακρίνεται πίσω του τόσο, ώστε να κατακερματίζει την όψη του. Έτσι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί, από τους πρεσβύτερους νυν γράφοντες, με ενδιαφέρουν πρωτίστως φωνές που άφησαν γρήγορα πίσω την 'γενιά' τους: η Πλαστήρα, π.χ., ή ο Σερέφας.

Ωστόσο, πέραν αυτών από τους οποίους (νομίζουμε ή θα επιθυμούσαμε να) μαθαίνουμε, υπάρχουν αναπόφευκτα και άλλοι, που τους θαυμάζουμε χωρίς να (είμαστε βέβαιοι ότι) είναι εφικτό να διδαχθούμε κάτι: η Ντίκινσον, φερειπείν, ή ο Τσέλαν.

Το πλάσιμο της αναγνωστικής ευαισθησίας αρχικά, και, βαθμηδόν, η μαθητεία μου ως τεχνίτη, ξεκίνησαν μεν πολύ νωρίς, εμπλουτίζονται δε διαρκώς – 'εγκαταλείποντας' παλαιά, και 'προσεταιριζόμενος' νέα, πρόσωπα ή περιοχές, όποτε νέες ανάγκες ή τυχαίες συναντήσεις μεταβάλλουν την πορεία μου ως αναγνώστη και γράφοντος. Όπως, αίφνης, τον τελευταίο χρόνο: τα στιβαρά δοκίμια του Χρήστου και της Σέμνης Καρούζου, η πλήρης σοφίας και χάρης πρόζα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο τόσο απρόσμενα μοντέρνος, παλαιόθεν προσφιλής, Άγρας. Ευτυχώς, η 'δημιουργία προγόνων' και η 'στρατολόγηση συνοδοιπόρων' παραμένει περιπέτεια ατέρμονη.

 

 ~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 2ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2015 στο τ. 5 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το Sassari (Σαρδηνία), Αύγουστος 1986.

 

"żal" _ 8 ποιήματα στο "φάρμακο"




























ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ


Η Μόνικα Βίττι ζει
Περιπλανιέται
σε ασπρόμαυρους διαδρόμους
σφουγγίζοντας από το μέτωπό της
με το χέρι σκέψεις
ή μ' ένα γέλιο μηδενίζοντας το βάρος τους

Ύστερα πάντα σταματάει στο γνωστό παράθυρο
τρίβοντας το μαύρο ζέρσεϋ της κοιλιάς της
στο περβάζι
Και μαζί κοιτάζουμε
να βαθαίνουν τα γκρίζα
στη γωνία του δρόμου
όπου δεν πήγε τελικά
ούτε αυτή ούτε εκείνος

*

Ένα από τα 8 ποιήματα -από το υπό έκδοση βιβλίο, Πολωνίαπου, υπό τον τίτλο ενότητας "Żal", δημοσιεύτηκαν στο τ. 5 του περιοδικού "Φάρμακο".

[φωτ.: π.ι., iii.2010, βαρσοβία - από εδώ: https://www.flickr.com/photos/panayotisioannidis/]