7.7.24

τι να κάνεις αν δεν μπορείς να κλάψεις


 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΛΑΨΕΙΣ

 

Όπως –παρότι δεν το νοιώθουμε

καθώς τώρα καθόμαστε μακρυά της–

η θάλασσα μας ραίνει

και νοτίζει πάλι το δέρμα

έτσι και ο αδιάλειπτός της παφλασμός

–πότε τραχύς σαν γρήγορο κουπί και πότε

χέρι μητέρας στα μαλλιά

άλλοτε ψαλμός

ή ψίθυρος του πλήθους

κι άλλοτε κυνηγητό παιδιών στη χλόη–

μάς διαπερνά

μέχρι να φτάσει εκεί όπου

κρύβεται πάντα

το παλαιό του ίχνος

 

Και μόνο όταν περάσει κατά τύχη

το μπράτσο πλάι στο πρόσωπο

και μυρίσουμε πάλι το αλάτι που είχαμε ξεπλύνει

μόνο όταν πέφτοντας ο αέρας

παύει ο φλοίσβος

συνειδητοποιούμε ξαφνικά την απουσία

της σταθεράς παρηγόρησης

 

*

 

Ακατανίκητη επιθυμία τηλεφωνήματος

Μετά από τυχαία στροφή του κεφαλιού

ένα βλέμμα σε μια βιτρίνα
τέλος πάντων συνέχεια

 

Αλλά και αν ακόμα

δεν σε σταμάταγε αμέσως

σε κλάσμα του δευτερολέπτου

η πραγματικότητα

αν αποφάσιζες να παραμείνεις πλανεμένος

και έσπευδες να σχηματίσεις

τον ξεχασμένο πλέον αριθμό

και αν η μπατταρία δεν είχε

προ πολλού αδειάσει

και αν η συσκευή δεν ήταν πια κλειστή

και οριστικά μη ανακτήσιμος ο κωδικός ενεργοποίησης

τότε

η οθόνη θα φώτιζε εις μάτην

και δόνηση και ήχος θα τάραζαν

ελάχιστα και δίχως συνέπειες

τα τέσσερα αποκόμματα εφημερίδας

το σχεδόν άδειο πορτοφόλι

και τ' άλλα άχρηστα χαρτιά που ωστόσο έχεις κρατήσει

στο σκοτεινό κουτί

από τα αναπαυτικά μα λιγοφορεμένα πασουμάκια

 

*

 

Απόψε βγες σαν το άσχημο αλλά καλό σκυλί

ανάμεσα στα τραπέζια της ταβέρνας

και κάτσε πλάι στα πόδια της καρέκλας

μιας γυναίκας ωραίας

που δεν έχει να σου δώσει τίποτε

 

Κάτσε εκεί

περιμένοντας τα πάντα

για όσο χρόνο απομένει

μέχρι να ακουστεί το χτύπημα δαχτύλων

στην εξώπορτα

που λέει πως ήρθε η ώρα

να μπεις πάλι μέσα

 

*

 

Μες στο μαύρο σκοτάδι του ύπνου

είναι μαύρο σκοτάδι

Και οδηγώ

χωρίς να βλέπω

άγνωστο αυτοκίνητο

 

Πόσες φορές παιδί

ξυπνούσα κλωτσώντας φωνάζοντας

Έσπευδε εκείνη πλάι μου

 

Όμως τώρα είναι πλάι μου

ενώ αγωνιώ αβοήθητος στους μαύρους δρόμους –

κι από την θέση του συνοδηγού

μ’ ένα χαμόγελο ολέθρου

γυρνά και λέει

Μα πώς θα φτάσεις;

 

*

 

Μιλώντας για σένα έκανα λάθος
και έστριψα για την Νέα Αγχίαλο

Σωστά – από εκεί οδηγούσες

επί χρόνια δίπλα στη θάλασσα

ώσπου σε μια ανηφορίτσα να φανεί

το Πήλιο

Γι’ αυτό κι εγώ συνέχισα

να μιλώ για σένα

στις αργές στροφές

πλάι στο νερό

 

Στο βουνό πια σταθήκαμε

στο δασάκι με τα πεύκα

και τους δύο βράχους που χωρίζουν

στον γκρεμό

Ένα βήμα πιο πριν

ησυχία

Λίγο αν σκύψεις μπροστά

ακούς τα νερά

εκατό μέτρα κάτω

 

Στο πέτρινο σπίτι

το αρχαίο τηλέφωνο

κοιτάζει απ' το παράθυρο

Πάνω στην κάσα περιμένει νεαρός σκορπιός
που πρέπει να πεθάνει



~

Ένα ποίημα πένθους –και, ελπίζω, παρηγορίας–, γραμμένο στην μνήμη της μητέρας μου, από τον Ρινόκερω (Καστανιώτης, 2020).

[φωτ.: Π.Ι., Φεβ. 2024]

Δεν υπάρχουν σχόλια: