1.1.20

κατερίνα ηλιοπούλου _ "δεν είναι ακόμα"


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Δεν είναι ακόμα», σημαίνει επίσης: «Είναι συνεχώς».

 

Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δεν είναι ακόμα, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2019, σελ. 72

 

Κάθε βιβλίο της Κ.Η. έχει μια λελογισμένη δομή: κανένα από τα τέσσερα ώς τώρα ποιητικά της βιβλία δεν είναι απλά «συλλογή» – όλα είναι αρχιτεκτονημένα βιβλία ποίησης. Τι γυρεύει λοιπόν μια καλή ποιήτρια –και αναγνωρισμένη ως ποιήτρια– δημοσιεύοντας ένα βιβλίο με οκτώ σύντομα ή εκτενέστερα πεζά – «διηγήματα» κυρίως με την σύγχρονη, διευρυμένη έννοια; Ο κόσμος της και το βλέμμα της παραμένουν αναγνωρίσιμα:

-          Η αναζήτηση και η ανακάλυψη του εαυτού, εκ νέου και διαρκώς...

-          ... ως συνάρτηση του τόπου όπου θα βρεθεί αυτός ο εκάστοτε εαυτός...

-          ... και των συμπληρωματικών συντεταγμένων τις οποίες ορίζουν οι άνθρωποι με τους οποίους ανά πάσα στιγμή –από παλιά ή πιο πρόσφατα, επί μακρόν ή στιγμιαία– θα σχετισθεί. «Δεν είναι ακόμα», μπορεί επίσης να σημαίνει: «Είναι συνεχώς».

Αλλά μιας και, γι’ άλλη μια φορά, η δομή κι αυτού του βιβλίου καταφανώς δεν είναι τυχαία, δικαιούμαστε να αρχίσουμε από το τέλος, που μας αποκαλύπτει –ή κάνει πως αποκαλύπτει– την μέθοδο της Κ.Η.. Πρόκειται εν μέρει για μιαν αναφορά στον γαλλόφωνο Βέλγο συγγραφέα ποίησης και πεζών Ανρί Μισώ. Μα ωστόσο τα πλάγια στοιχεία είναι παραπλανητικά: μοιάζουν –θα μπορούσαν να είναι, αλλά δεν είναι– δικές του σκέψεις για την γλώσσα, το συμβάν, και την αλληλοδιαπλοκή τους· ανήκουν στην ίδια την συγγραφέα. Οι σκέψεις αυτές πλέκονται με την σειρά τους με ένα συμβάν που επινοείται και επανεπινοείται στην διάρκεια του κειμένου, για να οδηγήσει στην έξοδό του, και στην έξοδο του βιβλίου, καθώς δυο άγνωστες γυναίκες –μα που τις ένωσε, σ’ ένα απολύτως τετριμμένο περιβάλλον, ένα χαμόγελο που πυροδότησε μια σκέψη, κι αυτή μια παρομοίωση, κι η παρομοίωση μιαν ανάμνηση, κι η ανάμνηση μια πράξη (είμαστε πάντα μέσα στον χώρο της λογοτεχνίας (;))– ενωμένες πια και σωματικά, φεύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση πάνω σ’ ένα μηχανάκι. Αφού έχουν πια αναγνωρίσει η μια την άλλη· προσδώσει υπόσταση η μια στην άλλη.

Καθώς αυτές εκδράμουν θριαμβικά, εμείς ας οπισθοχωρήσουμε μέσα στο κείμενο: Όλα τα συμβάντα συμβαίνουν μέσα στη γλώσσα. Όλα τα συμβάντα είναι συμβάντα επινοημένα. Λίγο πιο πριν: Τι κάνουν οι άνθρωποι μπροστά σε μια κατάσταση που υπερβαίνει τον λόγο; Μιλούν. Και πιο πριν: Η πραγματικότητα είναι πολτός, μόνο η φαντασία ξεχωρίζει και δημιουργεί γεγονότα – παίρνοντας την σκυτάλη από λίγες αράδες πιο πάνω: Η πραγματικότητα είναι μια αργόσυρτη στατιστική, εκθαμβωτική φράση που φωτίζει αυτήν που προηγήθηκε: Στο βαθμό που το μέλλον μάς είναι άγνωστο, το τι από τα χιλιάδες πράγματα που ζούμε καθημερινά θα αναδυθεί ως γεγονός, είναι εκείνο που θα επιλέξουμε να αφηγηθούμε.

Τι επιλέγει να αφηγηθεί η Κ.Η. σ’ αυτά τα οκτώ πεζά; Πάντα στιγμές, περιόδους ή διεργασίες τομής· αλλαγής υποστασιακής· ακόμα και επιφάνειας ή φώτισης, θα μπορούσαμε να πούμε. Που συμβαίνουν σ’ έναν ή περισσότερους ανθρώπους,  επειδή βρίσκονται σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο.

Μόνο στο τελευταίο κείμενο, η εξω-ανθρώπινη συνιστώσα δεν είναι τόσο ο τόπος, όσο η κίνηση: από τον τόπο, στον δρόμο. Το τελευταίο κείμενο: η έξοδος από το βιβλίο, πίσω στη ζωή.

Ή η επανείσοδος στο βιβλίο, απ’ την αρχή, μ’ εμπλουτισμένο, πιο έμπειρο βλέμμα. Που μας επιτρέπει να περιγράψουμε την συνάρτηση κάθε διηγήματος (όπου «Γ», γυναίκα, και «Α», άντρας):

8 = (2Γ + 1Α [ο Μισώ]) x κίνηση

7 = (2Γ + 1(μικρής ηλικίας)Α) x (καφέ κοντά σε σιδηροδρομικό σταθμό)

6 = (1Γ + 1Α) x (σιδηροδρομικός σταθμός)

5 = 2Γ x σπίτι

4 = (1Γ + [1Α) + (1Α] + 1Α) x (2 νυχτερινά κέντρα)

3 = (1Γ + 2Α) x (κήπος + σπίτι)

2 = (2Α + 2Γ) x βουνό

1 = (1Γ + 1Α) x πόλη

Αν σ’ αυτό το σχήμα με οδήγησε το ίδιο το βιβλίο –υποψιασμένον, ωστόσο, καθώς ήμουν, από την γνώση μου και του υπόλοιπου έργου της Κ.Η.–, κάποιες φράσεις στην αρχή του έκτου διηγήματος, «Το κόκκινο τραίνο», μοιάζουν να υποδεικνύουν επίσης το ίδιο σχήμα: Όπου είναι αυτός, θα είμαι κι εγώ [...] Όπου πήγαινε ήτανε τόπος.

Αυτήν την σχέση τόπου και ανθρώπων, αλλά και την προσπάθεια διαύγασής της δια της γραφής, μπορούμε να θεωρήσουμε πως σημαίνουν και δύο απομακρυσμένα, το ένα από το άλλο, χωρία του πέμπτου διηγήματος, «Jackson Rd.»:  υπήρχε μες στο δωμάτιο κάτι απροσδιόριστα αφόρητο, μια αίσθηση ότι ήταν ήδη εξαντλητικά κατοικημένο· και: Κι έτσι περιμένω. Γράφω στο σκοτάδι. Για να βγω στο φως, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε εμείς.

Συνεχίζοντας τον ανάπλου προς την αρχή του βιβλίου, μπαίνουμε πια –αφήνοντας τα τέσσερα σύντομα κείμενα του δεύτερου μέρους όπου μας εισάγει το «Jackson Rd.» (που ανήκει στην λογοτεχνία του φανταστικού την οποία εγκαινίασε ο Πόου και υπηρέτησε ο Κορτάσαρ)– στο σώμα των τεσσάρων εκτενέστερων διηγημάτων: τέσσερις ιδιοφυείς συλλήψεις.

Στο τέταρτο, «Η φωτογραφία», ο αφηγητής ‘ξεχνά’ την παλιά του αγάπη που τόσο πρόσμενε σε μια συγκέντρωση παλαιών φίλων: αφού εκείνη βρεθεί δίπλα του, εκείνος στρέφεται και απορροφάται εξ ολοκλήρου στην εξιστόρηση του γέρου βιολιτζή της ταβέρνας. Έχοντας δεχθεί πως συνάντηση [...], τόπο[ς] της σύγκλισης [...] μάλλον δεν υπήρχε πια, νιώθει τη μέθη σαν μια μακρινή υπόσχεση που [τείνει] να συναντήσ[ει]. Το διήγημα τελειώνει αφού τελειώσει η εξιστόρηση της παλαιάς ιστορίας· η παρέα φεύγει, μα ο αφηγητής μένει λίγο ακόμα, συντροφιά με τον γέρο. Στο τέλος, χωρίς να μπορ[εί] να κάν[ει] αλλιώς, άρχισ[ε] να περπατ[ά] σ’ έναν ξένο κόσμο: έχει πια μάθει, έχει μπει στον κόσμο του πάθους, και όχι μόνον της μουσικής· έναν κόσμο που τον υπερβαίνει. Όπως η επιθυμία της γραφής υπερβαίνει την γραφή;

Το πάθος, ξέρουμε ήδη από το τρίτο διήγημα, την «Επιστροφή» (στον γενέθλιο τόπο απ’ όπου η αφηγήτρια δραπέτευσ[ε] στα δεκάξι, όπως κάποιος βγαίνει στην επιφάνεια του νερού λίγο πριν τελειώσει η αναπνοή), είναι το αντίθετο της μονολιθικότητας και του φανατισμού: το πάθος (για την τέχνη, για την ζωή) είναι τόσο ευρύ που μας κυκλώνει σαν τους ήχους αλησμόνητου κήπου της παιδικής ηλικίας, όπου κάθε τόσο κάτι [σπάει]. Η επιστροφή σε αυτόν τον κήπο είναι και ποθητή και αδύνατη· πατέρας και εραστής είναι και απαραίτητοι, και ξένοι· ο εαυτός διαφεύγει διαρκώς, αποσυντίθεται και επανορίζεται.

Η δολίως, υποδορίως συγκλονιστική «Νυφίτσα», το δεύτερο διήγημα, εκτυλίσσεται σαν σενάριο δεκαπέντε σκηνών (με διαλόγους ή χωρίς), που συμπληρώνονται από μία σκηνοθετική οδηγία στο τέλος, σχετικά με τους δύο κύριους ήρωες: τον γέρο και το παιδί. Μήπως και οι δύο δεν είναι, τελικά, νυφίτσα πιασμένη στο δόκανο, που, ελευθερωμένη, κοιτά τον ευεργέτη της στα μάτια, και τον δαγκώνει πριν να εξαφανιστεί;

Όπως προανέφερα, το βιβλίο κλείνει με μια ‘ομολογία μεθόδου’ και ‘γενεαλογίας’. Ανοίγει με μιαν ιστορία φιλίας μεταξύ της αφηγήτριας κι ενός άντρα, υπό τον πολυσήμαντο τίτλο «Lonely hunting». Ιστός της ιστορίας με το αριστοτεχνικό τέλος, είναι το διακύβευμα και η εξέλιξη της φιλίας τους. Όμως δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να υποθέσω –έχοντας πια διαβάσει όλο το βιβλίο– πως οι ακόλουθες διάσπαρτες φράσεις αφορούν το ήθος, την καταγωγή, και την πρακτική της γραφής της Κ.Η. – και, συγχρόνως, της τέχνης και της ζωής που αυτή θαυμάζει:

1.      Πανικόβλητος και ενθουσιασμένος.

2.      Αποκομμένη από τη στοργή του κόσμου.

3.      Σπαταλούσαμε [τον χρόνο] συστηματικά και χαρούμενα.

4.      Κατάσταση ερωτικής διαθεσιμότητας που εκδηλώνεται με περιπλάνηση χωρίς σκοπό.

5.      Ήταν κάτι επείγον, γυμνό.

6.      Δεν ήταν κάλεσμα, αλλά μια προσδοκία αναγνώρισης.

7.      Μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα που μας επέτρεπε να αισθανόμαστε μοναδικοί, ταυτόχρονα ελκυστικοί και απόκληροι.

8.      Είναι σαν να χορταίνεις και να πεινάς ταυτόχρονα.

Αυτό σας εύχομαι να πάθετε κι εσείς, διαβάζοντας το βιβλίο.

 

[Δημοσιεύθηκε στο τ. 105, Ιαν. 2020, του "The Books' Journal"]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: