1.7.19

12 βιβλία για το καλοκαίρι 2019




















ΠΟΙΗΣΗ


~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ,
Με άλλο βλέμμα, εκδ. Καστανιώτη 2018, σελ. 29. 
 
 
Με άλλο βλέμμα ήρθε η στιγμή / να δω τη ζωή μου / [...] / Δεν απαντώ∙ στο λιόγερμα βυθίζομαι / και προσπαθώ. Η απόγνωση και η παραίτηση που σημάδευαν την Ανορεξία της ύπαρξης (2011) δίνουν σταδιακά την θέση τους σε μια καρτερική αποδοχή, που εκβάλλει μέχρι και στην γαλήνια χαρά. Είκοσι ποιήματα βαδίζουν πάλι ανάστροφα την απόσταση από την απώλεια και τον θάνατο ώς τον έρωτα και την κραταιά φύση: «Επίλογος αέρας» επιγράφεται το ποίημα που κλείνει το βιβλίο – και τελειώνει με τους στίχους: Αλλά υπάρχει ο αέρας. / Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός / τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά. / Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος / μιας ολόκληρης ζωής / που βέβαια στο γιατί ήρθε / ποτέ δεν απαντά. 

~ Ορφέας Απέργης, Η γλώσσα τους, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2019, σελ. 197.  
 
Πίσω από τις ρημαγμένες πόρτες το δίκιο / πίσω από τα θρεφτά κλάματα τη νιότη. Στο Υ (2011), με ήδη πεντακάθαρο τον προσωπικό του τρόπο, ο Ο.Α. ανέπλευσε την ιστορία και τους τρόπους της ελληνικής ποίησης και γλώσσας. Στο δεύτερο βιβλίο του, επιλέγει –διατηρώντας το πλάτος της ρήσης και το εύρος των αναφορών– μιαν Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου, πλαισιώνοντάς την με ‘αυτοβιογραφικά’ / οικογενειακά ποιήματα, και συντομότερους ποιητικούς στοχασμούς: περί (εθνικής και άλλης) ταυτότητας, γλώσσας, αισθημάτων, ηθικής στάσεως, κ.ά.. Έβγαζε φωνή το σκοτάδι / και μίλαγε // σα μέλος μουσικό / ενός συνολικού διαμελισμού. Για ό,τι όμως, κι αν μιλά, η τέχνη του μάς το δωρίζει ως βαθειά δικό μας – γιατί πάντα είναι βέρα ποίηση, και όχι για άλλο είδος του λόγου, μασκαρεμένο σε στίχους. Όταν αρχίζει και ξεχνάει / γεννιέται η ιστορία. – Π.Ι.

~ Αναστάσης Βιστωνίτης, Ποιήματα 1971-2008, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2018, σελ. 510. 
 
Πάνω στο βράχο / η μαύρη ακτίνα / κάρφωσε τη σαύρα. Κάθε συγκεντρωτική έκδοση, ειδικά αν έχουμε την σπάνια τύχη να αφορά ποιητή εν ζωή, μάς επιτρέπει να δούμε καλύτερα την διαδρομή του, να διακρίνουμε διακυμάνσεις, σχέσεις, επίμονα νήματα και σχήματα. Έρχεται ο άλλος χειμώνας / γεμάτος αγκάθια και ξερόχορτα / και το λάθος παιγμένο τραγούδι. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει 13 συλλογές, συμπληρωμένες με την ενότητα «Ημερολόγια 1971-1982». Άνθη του κάκτου. / Το ασήμαντο / μιλάει στο φως. Φως και σκοτάδι, σώμα και ύλη, κυριαρχούν ως κυριολεξία και μεταφορά∙ το ελεγχόμενο μετα-εξπρεσσιονιστικό ύφος κυβερνάται από ποιητική στοχαστικότητα∙ μουσικότητα ζωογονεί την αλάνθαστα πλαστική γλώσσα. Έσβησαν στο ανάκτορο οι πυρσοί, / ένας φτερωτός μονόκερος / πέταξε κατάμαυρος μέσα από τη φωτιά του κήπου. 

~ Γιάννα Μπούκοβα, Drapetomania, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2018, σελ. 63.  
 
Από θρησκευτική άποψη η λεγόμενη πτώση μας / ήταν πιθανόν άρνηση ακινησίας. / Δεν είναι δηλαδή που φάγαμε το μήλο, / είναι που δεν γίναμε δέντρα. Άξιζε να περιμένουμε 13 χρόνια για το δεύτερο, ελληνικής έκδοσης, ποιητικό βιβλίο της Γ.Μ.. Μία λαμπρή γιορτή άφθονων ποιητικών εμπνεύσεων που ωστόσο αρμόζονται και αναπνέουν και ευφραίνουν (αντί, κατά το σύνηθες, να αυτοκατακρημνίζονται και να ‘μπουκώνουν’), κι ένα πανηγύρι γλωσσικής πρωτοτυπίας, δραστικότατου χιούμορ, και δαιμόνια ευρηματικής χρήσης επιστημονικών και άλλων (ψευδο)πραγματολογικών στοιχείων. Το βρώμικο του μαύρου είναι άσπρο. Αυτό το ξέρει κάθε νοικοκυρά. Προκύπτουν έτσι ποιήματα με το πιο αλάνθαστο χαρακτηριστικό επιτυχίας: μας αναγκάζουν να τα ξαναδιαβάσουμε αμέσως μόλις τα τελειώσαμε. Αν ακολουθήσεις τα μυρμήγκια / πάντα θα φτάσεις σε κάτι τρομακτικό. – Π.Ι.

~ Χρήστος Μπράβος, Βραχνός προφήτης – Ποιήματα & Κριτικά κείμενα – 1981-1987, επίμ.-βιβλιογρ.-εργογρ.: Χρήστος Δανιήλ, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2018, σελ. 185. 
 
Άνοιξη Κυριακής. Φωλιάζω στ’ / άσπρο κι ανασαίνω. Πίσω μου / τίποτα ούτε λουλούδι ούτε πουλί, / μπροστά μου άδειο. Κυλώ χωρίς τριβή. Στην σύντομη ζωή του (1948-1987), ο Χ.Μ. πρόλαβε να γράψει αδρά αλλά μειλίχια ποιήματα, κακοτράχαλα αλλά μουσικά. Στην πολύτιμη αυτή έκδοση, συγκεντρώνονται οι τρεις συλλογές, μαζί με τέσσερα κριτικά κείμενά του: αν και τρία αφορούν τον Σαχτούρη, είναι αξιοπρόσκετο πόσο (αντίθετα με πολλές σημερινές περιπτώσεις) η ποίηση τού Μ. δεν ‘σαχτουρίζει’∙ διδάσκεται δημιουργικά, αντλεί κι αυτή από το δημοτικό τραγούδι, και φτάνει σε κάτι προσωπικό κι αναγνωρίσιμο. Έπεφτε βράδυ / και το κόκκινο θροούσε. Η έκδοση συμπληρώνεται από επίμετρο, εργογραφία και βιβλιογραφία του επιμελητή – και με ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων, ευχόμαστε, στην β’ έκδοση.

~ Ρωξάνη Νικολάου, Ψαλιδιστής, εκδ. τεχνοδρόμιον, Λεμεσός 2018, σελ. 81. 
 
Ξένο φως, άλαλο καρφί στο σώμα / ο ορίζοντας σαρώνει τ’ όνομά μου. // Το παράθυρο σιγοτραγουδά // – Τι ωραίος ο φράχτης με τα σάπια φύλλα / τι όμορφα που κελαηδούν τ’ ανέστια πουλιά! Το ποίημα αυτό, με τον εξίσου εκπληκτικό τίτλο «Κυοφορούσαν χρόνια το σημερινό πρωινό», δίνει το στίγμα τού δεύτερου ποιητικού βιβλίου της Ρ.Ν., όπου αποστάζεται εργασία της δεκαετίας 2008-2018. Εκλάμψεις νομισμάτων φίλησαν τις ανεμώνες / φίλησαν τον κύκλο των κυπαρισσιών. Ασυνήθιστης πυκνότητας και αυτοελέγχου λυρισμός (ποιήματα που σπανίως ξεπερνούν την σελίδα), μα και λεπτή ειρωνεία, είναι τα γνωστά εργαλεία χειρισμού γνωστών θεμάτων (η αγάπη, η φύση, η μητέρα, η παιδική ηλικία, ο θάνατος) που φανερώνουν ωστόσο μιαν ευπρόσδεκτα διακριτή φωνή. Θυμάμαι το μακρύ σου σώμα πώς κατάπινε τους δρόμους. – Π.Ι.

~ Ιφιγένεια Ντούμη, Love me tender, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 98.  
 
«Ο λόγος που θέλω να γίνω αναγνωρίσιμη», λέει ένας τίτλος – και συνεχίζει ο πρώτος στίχος: είναι για να μπορούν να φλερτάρουν οι άνθρωποι / στα βιβλιοπωλεία εξαιτίας μου. Άλλη μία από τις ευτυχώς αυξανόμενες περιπτώσεις της ελληνικής ποίησης, όπου η επί δεκαετίες ‘επιβεβλημένη’ σοβαροφάνεια και ο αυτο-οικτιρμός έδωσαν επιτέλους, ξέπνοοι, την θέση τους στο σαρωτικό χιούμορ και την ακομπλεξάριστη ανάδειξη ‘ανάξιων’ στιγμών της καθημερινότητας και ‘μπανάλ’ αισθημάτων – ως εργαλεία ποιητικού στοχασμού: Το καλοκαίρι πέρασε κι οι άνθρωποι του νησιού δαγκώνουν την αμπούλα με την ανία που κρατούσαν τόσους μήνες μέσα στο στόμα τους. Προσθέστε σ’ αυτά έναν ερωτισμό που δεν ακκίζεται ούτε αυτοθαυμάζεται, αλλά παίζει ακαταπόνητος: Κουρνιασμένο ανάμεσα στα πόδια μου / το δώρο μου για σένα. / Το κρατούν ζεστό τα δάχτυλά μου, / του ψιθυρίζω τ’ όνομά σου κι ανασταίνεται.

~ Άκης Παραφέλας, παρασημαντική, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2018, σελ. 57.  
 
Μες στου κινδύνου τους τριγμούς / στων αινιγμάτων τη συνείδηση να είμαστε η μόνη ίσως δυνατότητα ελάτε. Παρότι πληθαίνουν, ακόμα σπανίζουν τα βιβλία ποίησης που είναι αληθινά, αρχιτεκτονημένα, βιβλία, και όχι απλές ‘συλλογές’. Το να είναι τέτοιο ένα πρώτο βιβλίο (βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Ποίηση του περιοδικού «Αναγνώστης»), το καθιστά ακόμα πιο αξιοπρόσκετο. Ειδικά όταν είναι κατορθωμένο και το ύφος: τολμηρό και απαιτητικό – επίθετα επιλεγμένα όχι για να αποθαρρύνουν, παρά να ερεθίσουν. Οργανωμένο σε τρεις ενότητες και χρησιμοποιώντας ‘συμβολικά’ ‘πρόσωπα’ σαν την «Ειρήνη Ξένου», το βιβλίο του Ά.Π. ταλαντώνεται ανάμεσα στις εξωτερικές και κάποτε πολυπρόσωπες εικόνες και την εσωτερική, μοναχική, κοπιώδη διερεύνηση της αυτοσυνειδησίας, για να συστήσει τους όρους της συνομιλίας του «θραύσματος και της εγγύτητας». Εγώ ήθελα με τη φόρα που έχει ένα κλουβί όταν σπάει ν’ ακούσω τ’ όνομά της το οποίο συνέχεια μού διέφευγε. – Π.Ι.

~ Σαιν-Τζων Περς, Ακτοσημεία – περιλαμβάνει τα Πουλιά, μτφρ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2018, σελ. 226.  
 
Έξω, ο ουρανός από τ’ αλάτινά του βράγχια παίρνει αέρα. Η καλοκαιρινή βραδιά χτίζει τα πανιά της και πίσω καλεί τις φτερωτές της βάρκες. Στης μολόχας το κρασί βρίσκει καταλαγή η σελήνη. Όσο κι αν η αργόσυρτη και μεγαλοεπής ποίηση –σε πεζές παραγράφους– του Σ.-Τ.Π. (1887-1975) μπορεί σήμερα να φαντάζει ‘παλιομοδίτικη’, και μόνο για το ότι μαζί της ασχολήθηκαν και ο Παπατσώνης και ο Σεφέρης, μας αφορά. Μα και ανεξαρτήτως τούτων, τα ποικίλα θέλγητρά της, για τον υπομονετικό και απροκατάληπτο αναγνώστη, παραμένουν ενεργά: Πουλιά, γεννημένα από μια πρώτη διακύμανση με σκοπό τον μεγαλύτερο επιτονισμό... Η έκδοση συμπληρώνεται με την ομιλία τού ποιητή κατά την αποδοχή του Βραβείου Νομπέλ το 1960. Και ήδη το πρωί η Θάλασσα τελετουργική και καινούργια πάνω απ’ τα αετώματα του χαμογέλασε.

~ Νίκος Σταυρόπουλος, Έβδομος όροφος, εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2018, σελ. 66.  
 
Οι δείκτες του ρολογιού θερίζουν λεπτά / χωρίς να γίνονται στάχυα σε δεμάτια / να φανεί σαν πράγμα ο χρόνος / ένα αντικείμενο καλυμμένο από τα όριά του. Μετά την εκθαμβωτική Εξωγή δωματίου (2003), ο Ν.Σ. επανέρχεται με αρτιωμένη την προσωπική φωνή του. Φύλλα ανταλλάσσουν με τον ήλιο τη γοητεία της αλήθειας. Ρωτάς φως και μουσική, γη και ουρανό∙ σου απαντά η σκέψη της ποίησης. Κι όσο το βάρος που κουβαλάς μεγαλύτερο / τόσο αιφνίδια κι ελαφριά είναι η απάντηση. Ο Ν.Σ. δεν φοβάται το πέρασμα από την φύση στην μεταφυσική – γιατί δεν κηρύττει: την ποιητική σαγήνη του ακολουθούμε. Οι σταγόνες χτυπούν το τζάμι / σαν πετραδάκια φωτός / έχω ησυχάσει πια / δε νοιάζομαι / η ζωή είναι ανέπαφη απ’ το θάνατο / αν την αγγίξει δεν είναι ζωή.

~ Μαρία Τοπάλη, Μαζί τ’ ακούγαμε, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 73.  
 
Μετά την σφιχτοδεμένη, σχεδόν ανυπόφορη σε πυκνότητα και βάθος συγκίνησης, Βερμίου κατάβαση (2010), η Μ.Τ. ανοίγει και βεντάλια, και παλέττα. (Ξανα)δοκιμάζει μορφές, και (ξανα)παίζει σε διάφορους τόνους. Δεκατέσσερα λεπτοφυή «Εποχιακά Χάικου» ακολουθούνται από «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά», όπου η ιδιοφυής σάτιρα δεν καταφέρνει –ούτε επιθυμεί– να εκτοπίσει εντελώς το μάγεμα∙ η σάτιρα πικραίνει και ‘τρελλαίνεται’ στις «Λέξεις μου»∙ και το (υποψήφιο για το βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Αναγνώστης») βιβλίο κλείνει με «Το Βιβλίο Ιούλιος Βερν – μια παλιά οικογενειακή υπόθεση»: δεκασέλιδο ποίημα που συνεχίζει το γόνιμο παίδεμα της συνύφανσης βίου και τέχνης, προσωπικού και ιστορικού, που καλλιεργεί εδώ και χρόνια η Μ.Τ.. Αναπνοή που ταϊσμένη με σκιές / τσαλαβουτάς σε παύσεις / ψάχνοντας τη δροσιά σε όνειρα θ’ ανέβεις / να κυνηγήσεις τις ζεστές φωνές. / Πάντα, το παραμύθι είναι σεισμός / τα πιατικά του τρέμουν. 

~ Μάριος Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί Τροπικοί, εκδ. αντίποδες, Αθήνα 2019, σελ. 90. 
 
Άντρας αν ήσουν για κυρά, άγιος, στοιχειό, νεράιδα, / για μένα είσ’ ο Αντρειωμένος μου και σου χρωστώ τον κόσμο [1]. Ο Αλέξανδρος Πολίτης, διωγμένος απ’ το πατρικό του, έκλεψε τον φάκελλο με τα «Απόκρυφα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού» [1] που είχε συλλέξει ο Νικόλαος Πολίτης∙ στα ταξίδια του, αφενός τα διέδωσε σε αλλοεθνείς γηγενείς που τα ιδιοποιήθηκαν, αφετέρου οικειοποιήθηκε ξένες λέξεις για να υφάνει τα δικά του ποιήματα [2]∙ ο νεοελληνιστής Νικηφόρος Ερράντες προλογίζει και σχολιάζει∙ το ‘ζαμπέλιο’ επίμετρο υπογράφει ο ελληνο-βραζιλιάνος καθηγητής, εγγονός του Ν. Πολίτη. Αυτό το μεθυστικό παιχνίδι στήνει ο Μ.Χ. στο συναρπαστικό πρώτο του βιβλίο, ποιητικό επίτευγμα που εκλύει γνήσια συγκίνηση μαζί και διανοητική απόλαυση. Μαύρα κουρέλια των γιαγιάδων / μάλλινη ζέστα μες στο μεσημέρι / η μυρωδιά σας χράμι / και δροσιά [2].

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.