[κριτική που δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού "Φάρμακο", Άν.-Καλ. 2016.]
25.5.16
άννα γρίβα _ "έτσι είναι τα πουλιά", "οι μέρες που ήμασταν άγριοι", "η φωνή του σκοτωμένου"
Στα τρία έως τώρα βιβλία της, η Άννα Γρίβα έχει αναπτυχθεί
σ' ένα ευρύ φάσμα, κατορθώνοντας, σε διάφορα σημεία του, αξιοπρόσεκτα ποιήματα.
Το πρώτο βιβλίο της, Η φωνή του σκοτωμένου (29 σελ., Χαραμάδα, 2010)
–από τις τολμηρότερες και πιο ενδιαφέρουσες πρώτες εμφανίσεις των τελευταίων
ετών–, το αποτελούσαν μετα-υπερρεαλιστικά, μακροσκελή ποιήματα σε ελεύθερο
στίχο, εντός των οποίων εμφανίζονταν ενίοτε (ως στίξη;) μικρές, 'τραγουδιστές',
στροφές. (Κάπου κάπου, ο Σαχτούρης, του οποίου τα μοτίβα φαίνεται –επιζημίως,
φευ, το συνηθέστερον, αν και όχι εδώ– να στοιχειώνουν ολοένα και περισσότερους
ποιητές από το 2000 και δώθε, 'ακούγεται' καθαρά ως 'πρόγονος'.) Το δεύτερο,
πολύ πιο εκτενές (υπερβολικά, θα έμπαινα στον πειρασμό να πω), Οι μέρες που
ήμασταν άγριοι (87 σελ., Γαβριηλίδης, 2012), έδειχνε σαφέστερα προς τα πού
θα μπορούσε να οδηγηθεί η φωνή της καθώς μέστωνε (και αφομοίωνε τα διδάγματα
της μεγάλης –και μεγάλως αποσιωπημένης– δασκάλας, Ελένης Βακαλό).
Όπως κάποτε συμβαίνει με τα δεύτερα κατά σειράν ποιητικά
βιβλία, η συλλογή αυτή λειτουργούσε εν μέρει και ως 'δειγματολόγιο' θεμάτων και
υφολογικών κατευθύνσεων και δυνατοτήτων, περιέχοντας, ωστόσο, και τα πρώτα
εντελή ποιήματα της ποιήτριας: “Δοκιμή”, “Από πού έρχονται τα ποιήματα” (από
τις σπανιότατες περιπτώσεις που ένα ποίημα 'ποιητικής' –από τα άφθονα παρόμοια
με τα οποία νεαροί, ακόμα και πρωτόβγαλτοι, ποιητές και ποιήτριες δεν διστάζουν
να φορτώνουν τις συλλογές τους, δημιουργώντας εύλογη απορία, όταν δεν πρόκειται
για δικαιολογημένη θυμηδία– ευτυχεί), “Το μάθημα των μυρμηγκιών”, το δ' μέρος
της “Μνήμης των σαρκοφάγων”, “ΥΓ”, και το στ' μέρος του “Βυθού” – κατά την
άποψή μου, το μέχρι σήμερα κορυφαίο ποίημα της Α.Γ., όπου συμπυκνώνονται και
αναδεικνύονται πολλές από τις ιδιαίτερες αρετές της: πρωτότυπη εικονοποιία,
σίγουρο 'αυτί', γόνιμη χρήση στοιχείων παιδικότητας και παραμυθιού, χωνεμένος
στοχασμός. Γι' αυτό και το παραθέτω ολόκληρο:
Μπορεί το κολύμπι να είναι μια έκταση ερήμου
φοίνικες πλήττουν τη γαλήνη της
και δεν αφήνουν τη ζωή να κυλήσει
όπως ο αναβάτης στην πλάτη του σκύλου
που έλεγε μη με συγκρίνεις με ιππότη
γιατί δεν έχω στη ζώνη μου φλουριά και ξίφος
και μέχρι τότε δεν το είχα φανταστεί έτσι
αυτό που του έλειπε.
Στο τρίτο βιβλίο της (Γαβριηλίδης, 2015), η μητρότητα και ο θάνατος, η ψυχή και
η μνήμη, επιβάλλονται θεματολογικώς. Όμως, ενώ στα πρώτα δύο βιβλία, η Γ. είχε
τανύσει και οξύνει τις μικρές (φθογγικές, ρυθμικές, και άλλες) 'ανωμαλίες' με
πολύ προσωπικό τρόπο, που υπαινισσόταν πως κατά κει θ' ανοιγόταν ο δρόμος της,
σε τούτο το τρίτο βιβλίο, η μουσικότητα του στίχου μοιάζει να εξομαλύνεται. Εξάλλου, η εικονοποιία και η
αφήγηση ακολουθούν συχνότερα 'παραδοσιακότερα', πιο 'βατά', χνάρια. Παραταύτα,
η ποιήτρια συνεχίζει την διατύπωση της ιδιότυπης μεταφυσικής της, η οποία
διερευνάται διαμέσου της φύσης. Και οπωσδήποτε, και εδώ, μάς
παραδίδει ορισμένα ακέραια ποιήματα ζηλευτά, στα οποία με απόλαυση επιστρέφουμε:
“ Στα γάργαρα νερά” (απ' το πρωί μαζεύω φύλλα / και τα κολλώ με σάλιο / πάνω
στον τοίχο / δίπλα δίπλα αγαπιούνται / έτσι νομίζω θα κλείσω το τίποτα),
“Λέξεις”, “Το παιδί και ο καβαλάρης” (τα κλαδιά είναι χέρια / έχουν γνέψει
σε φίλους / όταν χάναν το δρόμο τους / έχουν πιάσει γυναίκες / απ' τη ζέστη της
σάρκας τους / έχουν πνίξει εχθρούς / σ' ένα πράσινο νήμα), “Μετάξι
ολομέταξο” – με 'θέμα' μια μύγα πιασμένη μες στο χέρι, αυτό το ποίημα
τελειώνει: ανοίγω διάπλατα το χέρι / γδέρνω τον άνεμο γλυκά / καθώς κείνη
φτερουγίζει / προς το αόρατο κλουβί μας / μαζί μας μαζί να στολίσει / το
αναπόδραστο της νύχτας ζωνάρι.
Το πρώτο βιβλίο θα μπορούσε να είναι πιο οικονομημένο – αλλά
πάντως ήταν το πρώτο, και ήδη περίτρανα έδειχνε την αξία της ποιήτριας,
κατατάσσοντάς την ανάμεσα στους πιο ενδιαφέρουσες συνομηλίκους της. Το δεύτερο
βιβλίο όφειλε, κατά τη γνώμη μου, να περιέχει λιγότερα, αυστηρότερα επιλεγμένα
ποιήματα, που να συνιστούν όντως βιβλίο, και όχι συμπίλημα ετερόκλητων
ποιημάτων. Στο τρίτο, η ομοιογένεια έχει επιτευχθεί –παρότι, και πάλι, θα το
ωφελούσε, νομίζω, μια πιο λελογισμένη 'αρχιτεκτόνηση' των περιεχομένων του, τα
οποία, ομοίως και πάλι, δεν θα έβλαπτε να είναι λιγότερα– αλλά δεν τεκμηριώνει
σε επαρκή βαθμό μιαν ωρίμανση του προσωπικού ύφους την οποία μας είχε κάνει να
αναμένουμε η ποιήτρια. (Να σημειώσω, επίσης, πως η 'πνευματική αναζήτηση', όσο
γνήσια και όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι, δεν αρκεί για να σαρκωθεί το
ποίημα (π.χ. “Άνοιξη στο χορτάρι”) – και η Α.Γ. έχει αποδείξει ότι κατέχει
άριστα την τέχνη τού να κάνει το πνευματικό, χειροπιαστό.)
Η Άννα Γρίβα παραμένει από τους πιο αξιόλογους ποιητές
(ανεξαρτήτως φύλου) που εμφανίστηκαν μετά το 2000. Ωστόσο, επιβάλλεται η ίδια
να μη σπαταλά τα δώρα της και τον κόπο της: αυστηρότερη αυτο-επιμέλεια εντός
των ποιημάτων (για να εξαλειφθούν –όσο σπάνιες κι αν είναι– κοινοτοπίες,
συναισθηματισμοί, 'φιλοσοφικότητα', ασάφεια ποιητικού στόχου), αυστηρότερη
επιλογή των ποιημάτων που απαρτίζουν κάθε βιβλίο, και πιο επίπονη και επίμονη
καλλιέργεια του προσωπικού ύφους που έχει ήδη αναφανεί, θα ωφελήσουν και το
έργο της και εμάς, τους αναγνώστες της.
[κριτική που δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού "Φάρμακο", Άν.-Καλ. 2016.]
[κριτική που δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του περιοδικού "Φάρμακο", Άν.-Καλ. 2016.]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου