Ο σκίουρος έχωνε τη μουσούδα του στο βρεγμένο γρασίδι
Η φουντωτή ουρά του ερέθιζε τα παγώνια
που τριγύριζαν κρώζοντας
στα παρτέρια και στις βεράντες
Tα νύχια τους χτυπούσαν την πέτρα
Ο Πονιατόβσκι, ο τελευταίος βασιλιάς, έκανε ύπνο ανήσυχο
Στο διπλανό δωμάτιο αγρυπνούσε ο Ρυξ, ο έμπιστός του
Yπασπιστής, διαχειριστής, αργότερα ευγενής
-με θυρεό το Δαχτυλίδι-
ένας φτωχός κουρέας απ' τη Φλάνδρα σαν έφτανε στη Βαρσοβία
Το μικρό Παλάτι των Νερών έστεκε ανύποπτο σα γέφυρα στη λίμνη
- σε λίγα χρόνια η χώρα θα σχιζότανε στα τρία
σε καμμιά σαρανταπενταριά ακόμη, μιά νύχτα Νοεμβρίου
γρήγορα κι αθόρυβα θα πέρναγαν απ' τα πλακόστρωτα να φτάσουνε στο Mπελβεντέρε
ξεσηκωμένοι απ τον στρατώνα τους στην άλλη άκρη του Πάρκου
οι νεαροί επίλεκτοι του Ρώσου Αρχιδούκα Κωνσταντίνου
Εκείνος ντύθηκε γυναίκα ξέφυγε
μα άλλη μιά επανάσταση πνίγηκε στο ματωμένο Βασίλειο της Πολωνίας
Που θα έπαυε τέλος να υπάρχει μετά την επόμενη
Τριάντα τρία χρόνια αργότερα
οι γυναίκες ντύθηκαν στα μαύρα
πούλησαν κρύψαν τα κοσμήματα και φόρεσαν
σιδερένιες αλυσίδες
["Το Πάρκο των Λουτρών", στην Βαρσοβία - ένα 'πολωνικό' ποίημα, στο αφιέρωμα "Ποιήματα με πολιτική ανάγνωση" του περιοδικού ".poema..".
Φωτ.: Π.Ι.., Łódź, iii.2010]