Σημ.: Η "Ωδή στον Ύπνο" δημοσιεύτηκε στο τ. 4 του περιοδικού "Φάρμακο".
24.7.10
καλωσόρισμα στην ανν κάρσον
Ο Γηρυώνης είναι τερατόμορφο κόκκινο παιδάκι. Ζει στην Αμερική με τον μεγαλύτερο αδερφό του που τον ταλαιπωρεί, τον πατέρα του, και τη μητέρα του που λατρεύει. Φοράει πάντα πανωφόρι για να κρύβει τα μικρά φτερά του και μισεί το σχολείο. Μόνο η φωτογραφία τον παρηγορεί.
Μια νύχτα βλέπει τον Ηρακλή να κατεβαίνει απ’ το λεωφορείο του Νέου Μεξικού: «Ήσαν δυο εξαίσια χέλια / στον βυθό του ενυδρείου και σαν πλάγια στοιχεία αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον.»
VIII. ΚΛΙΚ
Ποιο είναι λοιπόν αυτό το καινούργιο παιδί που κάνετε συνέχεια παρέα τώρα;
___
Η μάνα του Γηρυώνη γύρισε να τινάξει τη στάχτη απ’ το τσιγάρο της στον νεροχύτη κι ύστερα ξαναστράφηκε στον Γηρυώνη.
Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας
με τη φωτογραφική του μηχανή μπροστά στο πρόσωπο ρύθμιζε την εστίαση. Δεν απάντησε.
Πρόσφατα είχε απαρνηθεί την ομιλία.
Η μάνα του συνέχισε. Άκουσα δεν πάει σχολείο, μεγαλύτερος;
Ο Γηρυώνης εστίαζε τη μηχανή στο λαιμό της.
Κανείς δεν τον βλέπει έξω, μένει αλήθεια στα τροχόσπιτα – εκεί
πας τις νύχτες;
Ο Γηρυώνης γύρισε τον δακτύλιο εστίασης από τα 3 στα 3,5 μέτρα.
Καλά θα συνεχίσω να μιλάω
και άμα πω κάτι έξυπνο μπορείς να το φωτογραφίσεις. Ρούφηξε.
Δεν εμπιστεύομαι αυτούς που
βγαίνουν έξω μόνο νύχτα. Φύσηξε. Εσένα όμως σ’ εμπιστεύομαι. Τη νύχτα ξαπλωμένη στο κρεβάτι σκέφτομαι,
Γιατί να μην
του μάθω του παιδιού κάτι χρήσιμο. Ε –τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο–
μάλλον εσύ θα ξέρεις
πιο πολλά από μένα για το σεξ – και γύρισε για να το σβήσει μες στον νεροχύτη καθώς εκείνος πάτησε το κλείστρο.
Της ξέφυγε ένα γελάκι.
Ο Γηρυώνης άρχισε να εστιάζει πάλι, στο στόμα της. Έγειρε στον νεροχύτη σιωπηλή
για μερικές στιγμές
κοιτώντας μέσ’ απ’ την γραμμή σκόπευσης ίσια στον φακό του. Είναι παράξενο όταν ήσουνα μωρό
είχες αϋπνίες
το θυμάσαι; Έμπαινα στο δωμάτιό σου νύχτα και σε έβρισκα
ξαπλωμένο ανάσκελα στην κούνια σου
μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Καρφωμένα στο σκοτάδι. Δεν έκλαιγες ποτέ μονάχα κοίταζες.
Καθόσουν έτσι με τις ώρες
άμα όμως σ’ έβαζα μπροστά στην τηλεόραση αποκοιμιόσουν στο πεντάλεπτο – η μηχανή
του Γηρυώνη έστριψε αριστερά
καθώς ο αδελφός του μπήκε στην κουζίνα. Κατεβαίνω κέντρο θα ’ρθεις; Φέρε και τίποτα λεφτά –
Οι λέξεις πέσαν πίσω του καθώς βγήκε βροντώντας τη σήτα.
Ο Γηρυώνης σηκώθηκε αργά,
ασφαλίζοντας το κλείστρο και σπρώχνοντας τη μηχανή μέσα στην τσέπη του μπουφάν του.
Το πήρες το καπάκι του φακού; είπε εκείνη καθώς περνούσε μπρος της.
Ο Ηρακλής παίρνει τον Γηρυώνη εκδρομή στην πατρίδα του, τον Άδη, όπου ζει η γιαγιά του, κάτω απ’ το ηφαίστειο.
XXI. ΕΓΚΑΥΜΑ ΜΝΗΜΗΣ
Ο Ηρακλής κι ο Γηρυώνης είχαν πάει στο βιντεοκλάμπ.
__
Πανσέληνος στέλνει σύννεφα γοργά να προσπερνάνε σπεύδοντας κρύο ουρανό. Όταν επέστρεψαν
μαλώνανε.
Δεν σε ταράζει η φωτογραφία είναι που δεν καταλαβαίνεις τι θα πει φωτογραφία.
Φωτογραφία ίσον ταραχή, είπε ο Γηρυώνης.
Φωτογραφία ίσον τρόπος να παίζεις με αντιληπτικούς συσχετισμούς.
Μα ακριβώς.
Αλλά δεν χρειάζεσαι μηχανή για να σ’ το πει αυτό. Για σκέψου τ΄αστέρια.
Θες να μου πεις
ότι κανένα αστέρι δεν είναι πραγματικά εκεί; Κοίτα κάποια είναι αλλά άλλα σβήσανε
δέκα χιλιάδες χρόνια πριν.
Δεν το πιστεύω.
Πώς γίνεται να μην το πιστεύεις, είναι γνωστό τοις πάσι. Μα τα βλέπω. Βλέπεις αναμνήσεις.
Μήπως την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση;
Ο Γηρυώνης ακολούθησε τον Ηρακλή στην πίσω βεράντα. Πιάσαν από μιαν άκρη του καναπέ.
Ξέρεις πόσο μακρυά είναι κάποια απ’ αυτά τ’ αστέρια;
Απλά δεν το πιστεύω. Να δω κάποιον ν’ αγγίζει ένα αστέρι και να μην καίγεται! Θα
σηκώσει ψηλά το δάχτυλό του, Απλώς έγκαυμα μνήμης! θα πει
τότε θα το πιστέψω. Καλά άσε τ’ αστέρια ας πάρουμε τον ήχο, έχεις δει
άντρα να κόβει ξύλα μες στο δάσος.
Όχι δεν παρακολουθώ τους άντρες μες στα δάση.
Σηκώνω τα χέρια. Θα ’ταν πολύ κρύο. Τι; Θα ’ταν πολύ κρύο, επανέλαβε
η γιαγιά απ’ την κούνια της βεράντας.
Να παρακολουθείς άντρες στα δάση; Το έγκαυμα μνήμης. Α. Δίκιο έχει αυτή. Έχει ναι αυτής
της κάηκαν τα πνευμόνια κάποτε
κι ήτανε κρύο και μη με λες αυτή μπροστά μου.
Συγγνώμη.
Κάηκαν τα πνευμόνια σας στον Άδη; Όχι στα Πυρηναία εκεί καήκαν τα πνευμόνια μου είχα
πάει στο Σαν-Κρουά να φωτογραφίσω τους σκιέρ
θα ’ταν οι χειμερινοί Ολυμπιακοί του ’36 έτρεχε ο Γκρούσεκ τον ξέρεις
τον Γκρούσεκ; Τέλος πάντων δεν έχει σημασία ήταν πολύ γρήγορος
πούλησα μια φωτογραφία του με το απίθανό του πορφυρό παντελόνι τού σκι
στο Life για χίλια δολλάρια
ουχί ευκαταφρόνητο ποσό το ’36. Άσε την συγκατάβαση ακόμα είναι ουχί ευκαταφρόνητο –
για μια φωτογραφία. Ο πατέρας του Ηρακλή
(έδειξε με το χέρι προς τον καναπέ αλλά ο Ηρακλής είχε πάει μέσα)
μου έδωσε πιο λίγα απ’ τα μισά για την «Κόκκινη Υπομονή» –
έριξες μια ματιά στην «Κόκκινη Υπομονή» δεν έριξες; Θα προτιμούσα να μην την είχε κρεμάσει στην κουζίνα
πάρα πολύ σκοτάδι εκεί μέσα
όλοι νομίζουν πως είναι ασπρόμαυρη φυσικά κανείς δεν ξέρει
πώς να κοιτάξει μια φωτογραφία σήμερα.
Όχι εγώ την είδα τη λάβα, είναι όντως λάβα; Βεβαίως
ναι εννοείς την κορυφή του κώνου.
Όχι εννοώ στο κάτω μέρος
της εικόνας στον κορμό ενός απ’ τα πεύκα μικρές κόκκινες στάλες σαν το αίμα.
Α ναι εύγε οι μικρές κόκκινες στάλες
η υπογραφή μου. Είναι μια ανησυχαστική φωτογραφία. Ναι. Αλλά γιατί;
«Η ευθυμία που μεταμορφώνει όλη αυτή τη φρίκη.»
Ποιος το είπε αυτό; Ο Γαίητς.
Πού είδε ο Γαίητς ηφαίστειο; Έχω την αίσθηση ότι για την πολιτική μιλούσε. Όχι
δεν νομίζω πως εννοώ αυτό.
Εννοείς την σιωπή; Μα όλες οι φωτογραφίες είναι σιωπηλές.
Πολύ αβασάνιστο, είναι
σαν να μου λες πως όλες οι μητέρες
είναι γυναίκες. Δεν είναι; Φυσικά αλλά αυτό δεν μας λέει τίποτα. Το θέμα είναι
πώς την χρησιμοποιούνε – δεδομένων
των μορφικών περιορισμών – Η μάνα σου ζει στο νησί; Δεν θέλω
να μιλήσω για τη μάνα μου.
Ας είναι. Άρα σιωπή. Ο Ηρακλής βγήκε απ’ την πόρτα της κουζίνας.
Ανέβηκε από τη ράχη του καναπέ
και βυθίστηκε μέσα του στο μήκος. Η γιαγιά σου με διδάσκει
την αξία της σιωπής, είπε ο Γηρυώνης.
Φαντάζομαι, είπε ο Ηρακλής. Γύρισε προς το μέρος της. Γιαγιάκα είναι αργά δε θες να πας για ύπνο;
Αδύνατον να κοιμηθώ άγγελέ μου, είπε εκείνη.
Σε πονάει το πόδι σου; Μπορώ να σου τρίψω τους αστράγαλους. Έλα θα σε πάω επάνω.
Ο Ηρακλής στεκότανε μπροστά της
και την σήκωσε πάνω του σα χιόνι. Ο Γηρυώνης είδε πως τα πόδια της ήταν ασύμμετρα,
το ένα έδειχνε επάνω το άλλο κάτω και πίσω.
Παιδιά καληνύχτα, φώναξε μ’ εκείνη τη φωνή της σαν παλιά κάρβουνα.
Είθε ο Θεός να σας χαρίσει όνειρα.
Σε 47 κεφάλαια των οποίων έπεται μια ‘συνέντευξη’ με τον Στησίχορο, προηγούνται μια εισαγωγή, τα «Αποσπάσματα του Στησίχορου», και τρία παραρτήματα, ενώ προτάσσεται το ποίημα με αριθμό 1748 της Έμιλυ Ντίκινσον –περί ηφαιστείου και αθανασίας– η Anne Carson παίρνει αφορμή απ' το έργο του Στησίχορου για το τέρας Γηρυώνη –που εντέλει φόνευσε ο Ηρακλής σ' έναν απ' τους άθλους του– και φτιάχνει ένα «ρομάντζο»: την Αυτοβιογραφία του Κόκκινου*. Τελειώνει με τον Ηρακλή, τον Άνκας και τον Γηρυώνη ν’ αντικρίζουν το ηφαίστειο: «Και τώρα ο χρόνος σπεύδει καταπάνω τους / εκεί όπου στέκουν πλάι πλάι με τα χέρια ν’ αγγίζονται, με την αθανασία στο πρόσωπο, / την νύχτα στην πλάτη».
(Η Ανν Κάρσον σπούδασε ζωγραφική πολύ πριν απ' την αρχαία ελληνική φιλολογία. Εξακολουθεί να ζωγραφίζει – και να την συναρπάζουν τα ηφαίστεια.)
Μια εξίσου λοξή και καρποφόρα ματιά στρέφει στην αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία και στα αμιγώς δοκιμιακά της έργα (Έρως ο γλυκύπικρος –μια ζαλιστική μα διαυγέστατη αναδίφηση του ερωτικού, με οδηγούς την αρχαία λυρική ποίηση και φιλοσοφία, την γένεση του ελληνικού αλφαβήτου, και άλλα–, Οικονομία του μη απολεσθέντος – μια παράλληλη ανάγνωση του Σιμωνίδη του Κείου και του Πάουλ Τσέλαν, με απρόσμενες όσο και προσφυείς αναφορές – ακόμα και στην θεωρία περί χρήματος του Μαρξ), και στις μεταφράσεις της (Σαπφώ, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος). Δοκίμιο και ποίηση σμίγουν όλο και πιο πολύ στα βιβλία της, καθώς περνά ο καιρός. Έτσι, στην Αποδημιουργία του 2005, το ποίημα «Ωδή στον ύπνο» στέφει σχετικό δοκίμιο. Το «τυπογραφικό [λάθος]» του 16ου στίχου αναφέρεται στην εξήγηση που παρέσχε η ίδια η Μαριάνν Μουρ, γιά τον παράξενο τίτλο –“Manmoth”, αντί “Mammoth”– ενός από τα πιό γνωστά της ποιήματα.
Απ’ την ευχή για όνειρα της γιαγιάς, λοιπόν, στον εφιάλτη με τον πατέρα:
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ
Σκέψου τη ζωή σου χωρίς αυτόν.
Χωρίς αυτόν τον όγκο παράνομου χρόνου, στίξη σε κάθε μαξιλάρι – δίχως μαξιλάρια.
Χωρίς την μεγάλη μαύρη κουζίνα τη μασίνα που βράζει και όπου
κλέβεις μπουκιές
απ’ του ίδιου του πατέρα σου τα χέρια και τα πόδια
μα να τες όμως σχηματίζουν πρόταση
που –κλαις με ξαφνική χαρά– θα σε σώσει
αν καταφέρεις να τη θυμηθείς
αργότερα! Αργότερα,
δε μείναν και πολλά εξόν ένα ύψιλον πράσινο ανοιχτό ταριχευμένο ανάμεσα πέταλο και δα –
μα αυτός τι πράμα σου σφουγγίζει μες στο μάτι;
Είναι η στιγμή που το ρίγος σταματά.
Το ρίγος είναι τέλειος υπηρέτης.
Το αμήν της ηρεμεί.
«Για την ακρίβεια», εξομολογείται σε μιά υποσημείωση, «ήτανε
τυπογραφικό αντί μαμμούθ.»
Με πονάει που το ακούω.
Αποχωρεί η πληγή εκ της σκηνής, που λένε.
Ας είναι αυτά τα τρία μεταφράσματα –καμωμένα την άνοιξη του 2007 και το καλοκαίρι του 2006– ένα καλωσόρισμα στην Ανν Κάρσον: προσκεκλημένη στο 1ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Τήνου, φτάνει στην Ελλάδα την ερχόμενη εβδομάδα.
* Στο εκτενές αφιέρωμα στην Κάρσον του τρέχοντος, 5ου, τεύχους της ποιητικής (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010), ο Βασίλης Αμανατίδης μεταφράζει την εισαγωγή, τα παραρτήματα, και δεκαπέντε κεφάλαια.
Σημ.: Η "Ωδή στον Ύπνο" δημοσιεύτηκε στο τ. 4 του περιοδικού "Φάρμακο".
Σημ.: Η "Ωδή στον Ύπνο" δημοσιεύτηκε στο τ. 4 του περιοδικού "Φάρμακο".
[φωτ.: π.ι., τήνος, 2001]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Εξαιρετικά! - ευχαριστούμε.
:-)
εγώ ευχαριστώ για το ευγενικό σχόλιο
Δημοσίευση σχολίου