12.6.22

ένα ποίημα για τον egon schiele


 

 

 

 

 

E.S.

 

 

Τον Μάιο του '10 ζωγράφισα πολύ

το μπλε εφηβαίο των είκοσί μου χρόνων

και τα κόκκαλα μιας γυναίκας ωραίας

 

Τον Μάιο του '11 ζωγράφισα ξανά

κόκκινα τα μάτια μου και μ' ένα τριαντάφυλλο

τον Πιερρότο του τέλους

 

Τον Μάιο του '12 κράτησα τον δάσκαλο

μες στα μαύρα χέρια μου

εκείνος γέλασε

 

Τον Μάη του '13 ζωγράφισα την πόλη

χαρτιά χρωματιστά

σκονισμένης τράπουλας

 

Τον Μάη του '14 τυφλές μητέρες

νεκρές μητέρες με ζωντανά παιδιά

προτού μάθω

 

αναπάντεχα τον ανθισμένο Μάη του '15

του αστείου καρδινάλιου και της καλογριάς

το έκπληκτο φιλί

 

Έτσι τον Μάιο του '16 μπήκα στο στρατό

αλλά θυμόμουνα πάντα

δυο ίδιες γυναίκες

 

Τον Μάιο του '17 είδα τη μια ξαπλωμένη

με το σεντόνι γύρω της

σα δάχτυλα

 

Ώσπου τον Μάιο του '18 μες στον πυρετό

πέταξε από μέσα μου επιτέλους

αυτό το δέντρο που παιδεύονταν με τον αέρα

 

*

 

Ένα ποίημα από Το σωσίβιο (εκδ. Καστανιώτη, 2008). Γραμμένο στο Λονδίνο, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ή αρχές της δεκαετίας του 1990, μετά από μιαν επίσκεψη στην Royal Academy of Arts για μια μεγάλη έκθεση με έργα του Gustav Klimt και του Egon Schiele. Η φωτ. είναι από τον Απρ. 2010: ένα δίπτυχο με λεπτομέρεια έργου του Σήλε και φωτογραφίας με τα χέρια του (από το Leopold Musem).

15.4.22

Για τον Άγγελο Σικελιανό


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έξι προσωπικές σημειώσεις για τον Σικελιανό

~ Καμμιά φορά, σε δεκτική ομήγυρη, χάριν (σοβαρού) αστεϊσμού, αποτολμώ να ξεστομίσω –ως party line, που λένε– την φράση: «Τα καλύτερα ποιήματα του Παλαμά, τα έγραψε ο Σικελιανός». Επικινδύνως, το γνωρίζω, συνοψίζει, παιγνιωδώς και ασεβώς έστω, την αίσθησή μου πως ο Σικελιανός, ως φυσικός ‘διάδοχος’ του Παλαμά (και όχι μόνον, βέβαια, στην άτυπη θέση του «εθνικού ποιητή»), πλάτυνε τον δρόμο που εκείνος διάνοιξε (με την χρήση της δημοτικής και το ύφος του) και τον έστρωσε με επιτεύγματα σημαντικότερα, χάρη και στο ανώτερο ποιητικό του τάλαντο. Αφορισμών τέλος – συνέχεια με σύντομες, προσωπικές πάντα, καταγραφές.

~ Ευτύχησα να πρωτοδιαβάσω Σικελιανό, φθινόπωρο του 1981, όταν ανατυπώθηκε, μαζί με τις ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου που την συνόδευαν, η χειρόγραφη έκδοση των Ακριτικών: τα εκατό αντίτυπά της είχαν κυκλοφορήσει από χέρι σε χέρι την άνοιξη του 1942. Το βιβλίο αυτό, καρπός της ύψιστης ωριμότητας του Σικελιανού, περιέχει πέντε ποιήματα γραμμένα το 1941-42: «Στυγός Όρκος», «Άγραφον», «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», «Διόνυσος επί λίκνω», και «Σόλωνος Απόλογος». Αποτελεί ένα από τα τέσσερα σημαντικότατα ποιητικά βιβλία της Κατοχής, μαζί με την Αμοργό του Γκάτσου, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και την Ursa minor του Παπατσώνη – τι σοδειά. (Δεν είναι διόλου αυτονόητο ότι οι «δύσκολοι καιροί» γεννούν καλή τέχνη, και μάλιστα τόσο σύντομα.) Το 1943, όταν ο ποιητής παρουσιάζει την αυτό-ανθολόγησή του, Αντίδωρο, περιλαμβάνει μόνο τα δύο πρώτα και το τελευταίο· οπωσδήποτε μεγάλα επιτεύγματά του. Στην δε συγκεντρωτική έκδοση του Λυρικού Βίου (1946), εντάσσει τα πέντε με ελαφρώς αλλαγμένη σειρά στους «Επινίκους Β’ (1940-1946)».  

Έγραψα πιο πάνω «ευτύχησα» γιατί, χάρη σ’ αυτή την σύμπτωση, γνώρισα τον Σικελιανό στην πιο μεστή, πυκνή, καίρια και ποιητικώς δραστική εκδοχή του. Έτσι, ένας έφηβος που ταλαντευόταν ανάμεσα στην τότε τρέχουσα ή ακόμα πρόσφατη ακμή του Ελύτη και στο συντελεσμένο σύμπαν του Σεφέρη, με σταθερό, ωστόσο, έδαφός του τον Καβάφη και τον Γκάτσο, κι έχοντας πρόσφατα μαγευθεί από τον Εγγονόπουλο και γοητευθεί από τον Σινόπουλο, μπόρεσε να ‘δεχθεί’ αυτόν τον Σικελιανό σ’ αυτήν την συντροφιά – πράγμα που θα ήταν μάλλον αδύνατον αν είχε πιάσει να τον διαβάζει ξεκινώντας απ’ την αρχή του έργου του.

Παραμένει αναγνωστική αίσθησή μου (αλλ’ αν δεν σφάλλω, υποστηρίζεται και από φιλολόγους) ότι, μετά την επίπονη τριβή και την σύγκρουση με την πραγματικότητα που οδήγησαν στο τέλος (1930) του οπωσδήποτε γόνιμου και πολλαπλώς πρωτοπόρου εγχειρήματος των «Δελφικών Εορτών», η ‘επιστροφή’ του Σικελιανού στην ποίηση έδωσε ποιήματα εν γένει πολύ μεστωμένα, πιο ‘γειωμένα’, αυστηρότερα υφολογικώς, σε σχέση με τα προηγούμενα – κι έτσι ‘πλησιέστερα’ σε μιαν ευαισθησία που ‘τσινάει’ μπρος στην υπερχειλίζουσα γλώσσα, την υπερχειλίζουσα μεταφυσική, κ.τ.τ.. Αν δεχθούμε ως έναρξη αυτής της μεστής ωριμότητας το έτος 1935, χρονολογία δημοσίευσης της «Ιεράς Οδού» στα «Νέα Γράμματα», έχουμε λόγο να πικραθούμε: ο Σικελιανός μπαίνει στην ακμή του 51 ετών, αλλά έχει μόνον 16 ακόμη χρόνια ζωής μπροστά του. Και θα ‘σπαταλήσει’ πολλά απ’ αυτά γράφοντας θέατρο, ενώ από την Απελευθέρωση κι έπειτα, θα τον καταβάλλει η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του.

~ Πέρα από τα ακριβά δώρα της ποίησης του ίδιου του Σικελιανού, με ενδιαφέρουν πολύ –ως αναγνώστη και ποιητή, όχι ως φιλόλογο που δεν είμαι– και οι ‘επιβιώσεις’ του: όχι τόσο οι προφανέστερες, π.χ. στον Ελύτη, όσο αυτές στον Εμπειρίκο, δεδηλωμένες και –κυρίως– μη, στον Παπαδίτσα και στον Καρούζο, αλλ’ ακόμα και στα ποιήματα του Ζήσιμου Λορεντζάτου. Ξέρουμε την ύψιστη θέση που απέδιδε ο Λορεντζάτος στον Σικελιανό ανάμεσα στους ποιητές του ελληνικού 20ου αιώνα – αλλά νομίζω κι ότι το καλύτερο ποίημα της Συλλογής του, «Ο Ξένος», απηχεί κάπως την καλπάζουσα αφηγηματικότητα, τις άφθαστες παρομοιώσεις, κι εντέλει την γνωμική τάση του ποιητή που τόσο θαύμαζε:



Βράδιαζε αργά στο Τούνεζι.

                                           Μονάχος μέσα

Στο Μεγάλο Τζαμί στο σκοτεινό προσευχητήρι

Με κατάνυξη τραβηγμένος σε μια κόχη

Μαστορεύει ένα ποίημα που δεν ξεστομίζει σε κανέναν

Και μήτε καν το γράφει πουθενά

Παρά σα δυο καματερά που ζευγαρίζουν

Το χωράφι της μνήμης, βαθιά στ’ αυλάκια του μυαλού του

Χαράζονται για πάντα ώρα και μέρα.

 

Και να σε λίγους μήνες στη Σεβίλλη

Τον ζυγώνει στο δρόμο παλικάρι που δεν ξέρει

Και του λέει κομποσκοίνι, θαρρείς, σε ασκητευτή τα χέρια

Ολάκερο το ποίημα με στροφές και στίχους.

Ο Ιμπν Άραμπης κερώνει.

                                       Σαστισμένος

Ρωτάει ποιος έγραψε το ποίημα; Πάλι τον σαστίζουν

Για δεύτερη φορά τα λόγια τούτα:

«Ο Ιμπν Άραμπης» – που βέβαια ο άλλος δεν τον ξέρει

Μήτε και πως τον βλέπει εκεί μπροστά του.

Καλά, πώς έμαθε στροφές και στίχους;

                                                            Λίγους μήνες

Πρωτύτερα –την ίδια ώρα και μέρα

Που μαστόρευε στο Τούνεζι το ποίημα

Του Προφήτη ο πιστός– ανακατώθη

Σε μια παρέα παλικαριών εκεί στην ίδια

Τη Σεβίλλη ένας ξένος, άγνωστος προσκυνητής

Και ξεθηκάρωσε μπροστά τους καβαλάρης σάμπως

Κατεβατή σπαθιά στον άνεμο, ένα ποίημα.

Τόσο το ζήλεψαν τα παλικάρια εκείνα

Που ζήτησαν να τους το πει πάλι και πάλι

Ωσότου πλέρια τέλος το απομάθαν.

Ύστερα ο ξένος έφυγε όπως ήρθε

Χάθηκε – ανθρώπου μάτι δεν τον είδε πια.

 

*

 

Βασιλιάς ή στρατιώτης πλούσιος ή φτωχός

Όποιος γυρεύει και καλά να μάθει

Με τον κανόνα και με το διαβήτη

Ποιος είναι ο ξένος, δε θα καταλάβει

Ποτές του τίποτα από ποίηση (κι άλλα πιο κρυμμένα

Στο φρόνημα του ανθρώπου) –το δηλώνει ο μύθος–

Όσο αν κάνει τον άνεμο κουβάρι

Σε πανύψηλες μέσα βιβλιοθήκες

Μερώνοντας ανήμερα βιβλία,

Όσο αν ξέρει τον κόσμο να διαβάζει

Όσο αν είναι σοφός

                                ή ακόμα και τις γλώσσες

(Με τους στερνούς αυτούς που θημωνιάζω στίχους)

Των ανθρώπων λαλεί και των αγγέλων...      


Δεν μπορώ να εξηγήσω επακριβώς γιατί –πέραν από τον μεγάλο θαυμασμό που τρέφω για το ποίημα του Σικελιανού, και πέρα από όσα λίγα συστατικά της ποίησής του ήδη επιγραμματικά ανέφερα και θα αναφέρω– μου φέρνει στον νου την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο (μαθητή του Βούδα)»:



Aνεπίληπτα επήρε το μαχαίρι

ο Aτζεσιβάνο. K’ ήτανε η ψυχή του

την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.

Kι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου

των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,

ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,

έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.

 

Xαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.

Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε

τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,

μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι

της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,

που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!

 

Μα αίφνης, κι άλλη ‘επιβίωση’ –διαβάζοντας ανάστροφα τώρα– στον Γκάτσο: Των άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει [«Ύμνος του Μεγάλου Νόστου»].

Τέλος, εξίσου με συγκινεί η ‘συνομιλία’ του σπουδαίου αρχαιολόγου και δεινού, υποδειγματικού στον δικό του στίβο, συγγραφέα Χρήστου Καρούζου (γεννημένου το 1900 στην Άμφισσα) με τον Σικελιανό:

Όταν επικαλείται το ποίημα (που μοιάζει με την σειρά του να ‘συνομιλεί’, ως θέμα και ‘στάση’, με τον Καβάφη) «Παντάρκης», μιλώντας για την αρχαία γλυπτική και τις αρχαίες επιγραφές για το νεανικό ανδρικό κάλλος – όμως δεν μπορώ να βρω πια πού: στον Αριστόδικο, στο Άγαλμα περικαλλές…, σε κάποιο δοκίμιο της Αρχαίας Τέχνης; (Ή μήπως η αναφορά ανήκει στην Σέμνη Καρούζου; Ή την φαντάστηκα ολωσδιόλου;)

Κι όταν τους βλέπω να συνομιλούν ως φίλοι στους Δελφούς (όπως σημειώνει η Σέμνη Καρούζου στο τέλος της έκδοσης του βιβλίου Δελφοί του άντρα της), την εποχή που ο Καρούζος ήταν Έφορος Αρχαιοτήτων Στερεάς Ελλάδος, με έδρα την Θήβα. Τόσο με γοητεύει αυτή η –πλούσια, είμαι βέβαιος, και ακριβή – συνομιλία που μάλλον έπλασα ως φαντασίωση και την ύπαρξη αλληλογραφίας Καρούζου-Σικελιανού, αποκείμενης σε κάποιο ίδρυμα: μιας και ούτε κι αυτό στάθηκε δυνατό να το επιβεβαιώσω τώρα, καθώς γράφω.

~ Οι παρομοιώσεις είναι, στον ποιητικό δρόμο, οι γλιστερότερες πέτρες. Το πόδι του Σικελιανού όμως έχει εξαρχής μοναδική σταθερότητα. Θαυμάσια το διατυπώνει ο Πέτρος Κολακλίδης (στις Μελέτες του, τ. Α’, επιμ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, όπως το μεταφέρει ο Κώστας Μπουρναζάκης στην εισαγωγή του τομιδίου Άγγελος Σικελιανός στην σειρά «Έλληνες Ποιητές» της «Καθημερινής», 2014): «Οι παρομοιώσεις του είναι στιλπνές. Είναι παρομοιώσεις κάποιου που έχει εμπιστοσύνη στα πράγματα.» Τυχαίος δειγματισμός:

μες στον ανάλαφρο σαν καταχνιά χιτώνα [«Τύμβος»]

λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα [«Γιατί βαθιά μου δόξασα»]

Πώς το ρουμπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέμμα,
όμοια στο νου μου ολόγυρα μαζώχτη ξάφνου το αίμα
[«Μήτηρ θεού»] – εικόνα που θα ξαναγυρίσει αποσταγμένη σε μεταφορά, δεκαετίες αργότερα, στον προφορικό του λόγο –ένα ρουμπίνι στη μέση του μυαλού– για να περιγράψει το πρόσφατο εγκεφαλικό του επεισόδιο (στον Σεφέρη, κατά την μαρτυρία του στις Μέρες (1946)).

~ Τα όλα κι όλα πέντε παραδείγματα πιο πάνω, κι ας είναι λιγοστά, καταδεικνύουν περίτρανα, φρονώ, το εκπληκτικό ‘αυτί’ του Σικελιανού:

Αυτί για τον ρυθμό, φυσικά, βασικό στοιχείο του οποίου είναι, νομίζω, οι διασκελισμοί του: που οργανώνουν τον ήχο, αλλά και –με την νοηματικά πάντα σοφή τους θέση– γίνονται η ραχοκοκκαλιά γύρω από την οποία θα σαρκωθεί η αφήγηση.

Αλλά αυτί και για τους φθόγγους καθεαυτούς, που προσκαλούν το στόμα το ίδιο να τους γευτεί, να τους στριφογυρίσει ανάμεσα σε ουρανίσκο, χείλη και δόντια, με επιμονή, ένταση και απόλαυση τέτοιες, που είχαμε να νιώσουμε από τον Σολωμό.

~ Κλείνω αντιγράφοντας –και προσυπογράφοντας– άλλη μιαν έξοχη απόφανση του Πέτρου Κολακλίδη (ό.π.): «Η προσοχή στη γλώσσα, στο τί σημαίνει και στο πώς το σημαίνει, στο πώς ακούγεται κι από ποιούς ρυθμούς συνοδεύεται, έχει ως αντίστοιχό της την προσοχή στα πράγματα [...]. Οι φυσικές εικόνες είναι αλληλένδετες με τις λεκτικές. Ο ποιητής ακούει και βλέπει. Ενώ τον ενδιαφέρουν τα «νοητά», σώζει, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, τα φαινόμενα. Και τα σώζει [...], διατηρώντας τα ακέραια, στη φυσική τους αμεσότητα, διάφανα, καθαρά. Γι’ αυτό η ποίησή του δεν είναι σκοτεινή, όσο κι αν είναι βαθύς, όσο κι αν είναι «μυστικός».» Αυτό (πρέπει να) κάνει η ποίηση· αυτό κάνει ο ώριμος, όψιμος Σικελιανός.

 

*

 

Αυτό είναι το κείμενο που με το οποίο συμμετείχα στο αφιέρωμα στον Σικελιανό που επιμελήθηκε η Αθηνά Βογιατζόγλου για το περιοδικό "χάρτης", τ. 40, Απρίλιος 2022.

31.3.22

3 ποιήματα για τον μπαχ

 

 

 

 

 

 

 

MAGNIFICAT

 

Ο τενόρος κουράστηκε

Καθείλε δυνάστας από θρόνων
και ύψωσε ταπεινούς

Και αν αυτόν επέλεξε ο μαέστρος

από τους τέσσερις της χορωδίας

για το ανελέητο σόλο

–έχει προηγηθεί το έλεος Αυτού

εις γενεάν και γενεάν τοις φοβουμένοις Αυτόν

για το δύσβατο κέντημα

–αφού διεσκόρπισεν υπερηφάνους

διανοία καρδίας αυτών

λαχανιασμένη ανάβαση της κλίμακος

σαρκάζουσες πτώσεις

και όλα τόσο σύντομα

ούτε δύο λεπτά –

αυτός δεν είναι ευχαριστημένος

ζητά να το ηχογραφήσουν πάλι

όμως τη δεύτερη φορά

ανησυχεί χειρότερα

ζητά και τρίτη

όχι, ούτε αυτή

Τότε ακούγεται από ψηλά

απ' τα μεγάφωνα μες στη μικρή εκκλησία

η φωνή της ηχολήπτριας

“Χιούγκο, σε ακούμε

 

Ολόκληρη η χορωδία σε ακούει

με κρατημένη ανάσα σε ακούει

οι μουσικοί σε ακούνε

όλοι εμείς σε ακούμε
και ο Μπαχ και ο Θεός ο ίδιος

 

[από τον Ρινόκερω, εκδ. Καστανιώτη, 2020] 


~

 

 

ΙΟΥΛΙΟΣ 2009 / 1992

 

 

Τι γυρεύουν οι καντάτες του Μπαχ

κατακαλόκαιρο

Στο άλλο σιντί δροσίζουν

τα κελαρυστά νερά

από τις κρήνες της Αλάμπρας

 

Θυμίζουν το καταμεσήμερο που κάθησα

στους δαντελλένιους δίδυμους εξώστες

λίγο στον έναν και μετά στον άλλον

με το μακρύ νερό ανάμεσα καθρέφτη

Αφόρητη ζέστη Ιούλιος του ’92 στην Ανδαλουσία

Η Αλίθια όταν ξεμυτίζαμε την νύχτα

ρίπιζε μάταια τον αέρα της Σεβίλλης

τι άλλο να κάνει ένα κορίτσι

από την καταπράσινη Άβιλα

όπου θα κατέφευγε σε λίγο

ενώ εγώ θα ανεβοκατέβαινα γιά ένα μήνα ακόμη

διαγώνια την Ευρώπη

αλλάζοντας τραίνα

μες στην νύχτα

Δυο Φινλανδοί φοιτητές που έγιναν

τιμώμενα πρόσωπα σ’ έναν γάμο στο Μαρρακές

Ο Μπρούνο ακόμα πιό θλιμμένος

πλέοντας πιά στο χρήμα στις βροχερές Βρυξέλλες

Ο νεαρός Τούρκος αντικέρης

και δυό δακτύλιοι από νεφρίτη στο Άμστερνταμ

(τον έναν θα τον χάριζα σε λίγους μήνες

–άχρηστο φυλαχτό– στον ποιητή του Γιοσέμιτη)

Η Μπρυζ και η Γάνδη

της Μαργαρίτας και του Ζήνωνα –

λουσμένος στον ήλιο ο Αμνός του Θεού

φανερωνόταν μόνο

δυο φορές τη μέρα

Και η Νίνα Σιμόν

μου θύμιζε Μπαχ

στο πικάπ της σοφίτας


[από την Πολωνία, εκδ. Καστανιώτη, 2016]


~

 

SARABANDE

 

 

Ι

 

Αυτό το μαύρο φόρεμα με πνίγει

σκληρός λαιμός

κάτασπρες δαντέλλες

 

Η μουσική λερώνεται στα ιδρωμένα χέρια

Μόνο εκείνα

χλωμά και ακίνητα εκεί

 

Το ένα διπλωμένο

στον μαύρον ώμο το άλλο

γερτό στη μέση. Καθώς αργά

 

γυρίζω, πιο δυνατά

τα νιώθω στο λαιμό μου

 

*

 

Κρύο το μάρμαρο

φωτιά καίει

κρύος βαρύς καθρέφτης. Μόνο

 

η χρυσή κορνίζα

ζεστή με φως με αναπνοές

αποκρίνεται

 

Μαύρη καμπύλη πλάτη που

διαρκώς αλλάζει

 

 

ΙΙ

 

Οι ώμοι του στενοί

μες στο βαρύ μετάξι

στον παραστάτη – η βροχή ανάμεσά μας

 

Πάλι τα χέρια του το ένα

μέσα στ’ άλλο χαιρετισμός

 

*

 

Μες στο σκοτάδι ολοκάθαρα

το φόρεμά της πότιζε

νερό. Από την άκρη

 

ανέβαινε – πνιγμένη

μες στην άμαξα  

Μαζί πνιγμένη

 

 

ΙΙΙ

 

Είναι άραγε λευκή

πάλι μέσα

στα μαύρα φορέματα

 

Την κατεβάζουν


 

[από τον Ακάλυπτο, εκδ. Καστανιώτη, 2013] 

 

~

 

Και ένα "μουσικό φαρμακείο Μπαχ", δια παν περιστατικό, επείγον και μη: https://youtube.com/playlist?list=PLtrUqGxsYMZ31d6bfJsHYPq67m7IUuY8f