17.4.20

jane hirshfield _ τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί



























[δημοσιευμένο στο "Βιβλιοδρόμιο" των "Νέων", Μ. Παρασκευή 17 Απριλίου 2020 - https://www.tanea.gr/2020/04/18/lifearts/by-the-book/tipote-ap-ayta-den-xreiazotan-na-symvei/]

επιμέλεια: Δημήτρης Δουλγερίδης

Tο ερέθισμα πρέπει να πιστωθεί εξαρχής στον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που τη σύστησε στο «Βιβλιοδρόμιο». Οχι μόνο ως μεταφραστής της, αλλά και ως ευαίσθητος δέκτης της ποίησης που γράφεται σήμερα. Δεν του το είπα όταν μου έστειλε τους πρώτους στίχους της Τζέιν Χέρσφιλντ - «έχω μια στοίβα χαρτί/ μια θήκη μελάνι» -, αλλά η εσωτερική μηχανή αναζήτησης είχε ξεκινήσει ήδη τις εκτροπές από την κανονική τροχιά. Θυμήθηκα αυτομάτως τον στίχο του Σεφέρη «το χαρτί σκληρός καθρέφτης», για να ενώσει - τάχα - δύο στιγμές από την ίδια οικουμενική αγωνία της ποιητικής γραφής. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κι ύστερα πιάστηκα από ορισμένες λέξεις μέσα στα πέντε ποιήματα που μετέφρασε για να σχηματίσω στα τυφλά μια διαδρομή ως τη Χέρσφιλντ: «αλυσοδένει» (σίγουρα αυτό το ρήμα), «ελαφίνα», «να μην πουν», «διαβάσαμε, ψάλλαμε και κάηκε», «ερωδιός», «Μπαχ», «Σβάλμπαρντ». Προφανώς δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για να φτάσεις στην πηγή. Πώς μπορείς να «μάθεις» την ποιήτρια αν δεν βιώσεις τα ποιήματά της ως εμπειρίες; Φαίνεται, άλλωστε, πως μια αντίστοιχη ιδέα είναι κεντρική στην τέχνη, αλλά και τη δοκιμιογραφία της. Στο Hiddenness, uncertainty, surprise (Newcastle / Bloodaxe Poetry Lectures, 2008) ανατρέχει από τον Ομηρο ώς τον Καβάφη, τον Ρόμπερτ Φροστ, τον Οντεν κ.ά., για να καθαρίσει με το πινελάκι το χώμα από τρεις ποιητικές «ενέργειες»: την κρυπτικότητα («δεν υπάρχει παράδεισος που δεν κρύβει μέσα του το άγνωστο»), την αβεβαιότητα («εάν σκοπός της ποίησης είναι να μεγεθύνει την ανθρωπιά μέσα μας, τότε πρέπει να είναι και η ίδια αβέβαιη»), την έκπληξη («τα ποιήματα που διαρκούν είναι εκείνα που δεν χάνουν τη δύναμη να εκπλήσσουν»). 

Μέχρι να φτάσει στη συλλογή Ledger (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020), απ' όπου ο Π. Ιωαννίδης μετέφρασε πέντε ποιήματα ειδικά για το «Βιβλιοδρόμιο», η 68χρονη Νεοϋορκέζα Τζέιν Χέρσφιλντ έχει κερδίσει μια θέση με αξιώσεις στη σύγχρονη αμερικανική ποίηση. Εχει εκδώσει άλλες οκτώ συλλογές, εκ των οποίων το Given sugar, given salt (2001) είχε φτάσει στην τελική πεντάδα για το Εθνικό Βραβείο Κριτικής (ΗΠΑ), το After (2006) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο T.S. Eliot (Μ. Βρετανία) και το «Come, thief» (2011) για το Βραβείο PEN USA. Η ποιητική έμπνευση, εξάλλου, η αγωνία μπροστά στον αυτοσχεδιασμό, η γεωμετρία της γλώσσας, οι μεταφυσικές εικόνες την απασχολούν και στα δοκίμια που εξέδωσε, στο Nine gates: entering the mind of poetry και το Ten windows: how great poems transform the world

Όσο περιορισμένη και αν είναι η πρόσληψη από τα πέντε ποιήματα που δημοσιεύονται σήμερα, ο αναγνώστης μπορεί να περάσει στη μεγάλη εικόνα: τον ανθρώπινο κόσμο που μέσα στα ποιήματα της Χέρσφιλντ είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού (δύσκολα λογοκρίνει κανείς εδώ μια σκέψη για την καταγωγική έμπνευση από τον Γουόλτ Γουίτμαν)· το ενδιαφέρον της για τη βιολογία και την «ενσυναίσθηση» για το φυσικό περιβάλλον που πληγώνουμε (στο «Ω, σαλίγκαρε» ειδικά ο έλληνας αναγνώστης θα αναγνωρίσει την αναφορά στο Μάτι και την προπέρσινη πυρκαγιά)· το αίσθημα αβεβαιότητας απέναντι στις φάρσες της ύπαρξης· τον μινιμαλισμό ως δόκιμο ύφος για να αποδοθεί η αναμέτρηση με το άγνωστο. 

Ακολουθεί ένα κείμενο της Τζέιν Χέρσφιλντ, βασισμένο στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, γραμμένο για να συνοδεύσει τις εδώ δημοσιευόμενες μεταφράσεις:

Οι άνθρωποι, στις κρίσεις και τις μεταβάσεις, διψούν για ποιήματα. Ποτέ δεν ανέμενα να γίνω ποιήτρια της δημόσιας στιγμής – αλλά τα τελευταία χρόνια, συμβαίνει όλο και περισσότερο. Η εφημερίδα του Σαν Φρανσίσκο μού ζήτησε κάτι περί αυτοπροστασίας κατ' οίκον, όπως το λέμε εδώ – ευτυχώς, είχα ήδη γράψει ένα ποίημα, μιας και δεν μπορώ καθόλου να γράφω κατά παραγγελίαν. Το δημοσίευσαν κατευθείαν, κι αμέσως ταξίδεψε πολύ και μακρυά, με τον τρόπο που σήμερα γίνεται. Μου συνέβη και διάφορα άλλα ποιήματά μου να γίνουν viral (νομίζω χρειαζόμαστε έναν άλλο όρο γι' αυτό, τώρα δα), απ' όταν άρχισε η παρούσα πανδημία. Ποιήματα γραμμένα για έναν λόγο, ξαφνικά μιλούν μες σε μιαν ολωσδιόλου άλλη περίσταση. Το ποίημα που ανοίγει το καινούργιο βιβλίο, το Κατάστιχο, “Να μην πουν”, δημοσιεύθηκε αρχικά ως ποίημα πολιτικού σχολιασμού την ημέρα της ορκωμοσίας του Προέδρου το 2017, και διαβάστηκε από σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα – μα το έγραψα πολύ νωρίτερα, το 2014, μόνο με την περιβαλλοντική καταστροφή κατά νου. Τώρα αυτό το ποίημα, αλλαγμένο πάλι, μιλά προς την πεισματική αδιαφορία για τον ερχομό της πανδημίας από τις 'κυβερνήσεις', την δική μου και άλλων.

Ζούμε, έτσι νιώθω, σε τρεις κόσμους τώρα – τον παλιό, τάχα-μου-κόσμο, που συνεχίζει όσο μπορεί και είναι ανάγκη. Σ' αυτόν τον κόσμο, ένα βιβλίο μου μόλις εκδόθηκε, ακριβώς μέσα στο μάτι του κυκλώνα των ειδήσεων και του κόσμου, και συνεχίζω να κάνω πράγματα γύρω απ' αυτό, αν και όχι τις δεκάδες δημόσιες συγκεντρώσεις που υπήρχαν στο ημερολόγιό μου. Ύστερα είναι ο τρέχων, τούτη τη στιγμή, ως-έχει-κόσμος, όπου μένω σε απόσταση από τους άλλους, στο μικρό σπιτάκι μου στην εξοχή, με τα πολλά παράθυρα, καταμεσής του ανθισμένου κήπου του, παίρνω τα ψώνια κάθε δυο βδομάδες, και παρακολουθώ τις ειδήσεις για αναρίθμητες τραγωδιίες ανθρώπων για τους οποίους αυτό δεν είναι ειδήσεις που “ακούς” ή “παρακολουθείς”... Κι ύστερα είναι ο κι-αν-κόσμος, αυτός που έρχεται, μα που δεν μπορούμε ακόνα να διακρίνουμε, στον οποίον τα πάντα θα έχουν αλλάξει από αυτό – αλλά πώς;

Για μένα, αυτές οι εβδομάδες, μέχρι στιγμής, έχουν υπάρξει καιρός της μετάβασης.

Για πολλούς ανθρώπους, το πιο δύσκολο πράγμα, λένε, είναι ότι νιώθουν ανήμποροι. Αν τα ποιήματά μου μπορούν να βοηθήσουν κάποιον άλλον άνθρωπο, να δράσουν ως σύντροφος ή παρηγοριά, αυτό βοηθά εμένα. Σε τούτον τον καιρό της απόστασης, οι λέξεις ταξιδεύουν ανάμεσά μας, ανάμεσα σε τόπους και χρόνους, όπως έκαναν πάντα, οικείες και άμεσες σαν το άγγιγμα από το χέρι του εραστή στο δέρμα. Τα ποιήματα υπερβαίνουν την απόσταση. Την διαψεύδουν. Φέρουν εντός τους την υπόσχεση και την πραγματικότητα της εμμένουσας σύνδεσης – του ενός με τον άλλον, και με όλους τους πέραν-του-ανθρώπου γείτονές μας σ' αυτόν τον εύθραυστο πλανήτη.”


*

Πέντε ποιήματα από το βιβλίο της Κατάστιχο (Knopf Doubleday και Bloodaxe Books, 2020)


MΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΧΑΡΤΙ

Έχω μια στοίβα χαρτί
μια θήκη μελάνι,

αμύγδαλα,
καφέ,
ένα φουλάρι μάλλινο να με ζεσταίνει.

Ό,τι αλυσοδένει την ψυχή,
έχω φέρει εδώ.

Ό,τι απομακρύνει την καρδιά,
έχω φέρει εδώ.

Μια ελαφίνα κάθεται στα πισινά της
κι ανασηκώνεται να φτάσει ένα μήλο,

κι ας είναι τόσα μήλα πεσμένα στο χώμα.

*

ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΝ

Να μην πουν: δεν το είδαμε.
Είδαμε.

Να μην πουν: δεν το ακούσαμε.
Ακούσαμε.

Να μην πουν: δεν το γεύτηκαν.
Φάγαμε, τρέμοντας.

Να μην πουν: δεν ειπώθηκε, ούτε και γράφτηκε.
Μιλήσαμε,
ήμασταν μάρτυρες με φωνές και με χέρια.

Να μην πουν: δεν έκαναν τίποτε.
Κάναμε όχι αρκετά.

Ας πουν, μιας και κάτι πρέπει να πούνε:

Κηροζίνη – μια ομορφιά.
Κάηκε.

Ας πουν πως καθήσαμε να μας ζεστάνει,
στο φως της διαβάσαμε, ψάλλαμε,
και κάηκε.

*

ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ

Ούτε ένα απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.
Ούτε η Φλόριντα. Ούτε το ράμφος του ερωδιού. Ούτε το νερό.
Ούτε το αδειανό σώμα του λίμουλου, ούτε κι ο αστερίας που ζει.
Η εξέλιξη μπορεί να είχε στρίψει στη γωνία αριστερά και να 'χε πάρει άλλον δρόμο εντελώς.
Ο αστεροειδής μπορεί να είχε αστοχήσει.
Οι φλέβες του ασβεστόλιθου δεν ήταν ανάγκη να είναι ευαίσθητες στην άμμο και στις αβικέννιες.
Το ραδιόφωνο μπορεί να είχε βρει άλλη μουσική.
Οι γοφοί ενός άντρα και οι γοφοί ενός άλλου μπορεί να είχαν σταθεί πλάι πλάι
σε ένα λεωφορείο στο Αλέππο και να είχαν αλληλοαναγνωρισθεί ως αδελφοί από καιρό χαμένοι.
Το κλειδί μπορεί να είχε σπάσει μες στην κλειδαριά και το κουτί με τα καρφιά να αρνιόταν το καπάκι του.
Εγώ μπορεί να ήμουν το ψάρι που κατάπιε ο πελεκάνος.
Εσύ μπορεί να έκανες σαν το φεγγάρι που δεν έλεγε να δύσει, ώρες αφού νομίζαμε πως θα έδυε,
ώρες αφού ο ήλιος σκάλωνε μέσα στους χαμηλούς βοστρύχους των κυμάτων που έσκαγαν
υπό γωνία ορισμένη. Το φως μπορεί να μη φαγώνονταν ξανά από την μετατόπισή του.
Αν το αβάσταχτο δεν ήταν αβαρές μπορεί και να λυγίζαμε κάτω από τον πόνο
όσων δεν άλλαξαν ακόμη. Στην άλλη άκρη του κόσμου ένας άντρας τραβάει μια γυναίκα έξω απ' το νερό
– κι απ' το νερό, η υπερπλήρης βάρκα απ' όπου πήδησαν, χάθηκε εντελώς.
Απ' το νερό τραβάει έξω ένα παιδί, ύστερα άλλο. Και τα δυο ζουν και θα εξακολουθήσουνε να ζουν.
Αυτό δεν χρειαζόταν να συμβεί. Τίποτε απ' αυτά δεν χρειαζόταν να συμβεί.

*

ΤΩΡΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ

Κρατώ τη ζωή μου με δυο χέρια.
Περπατώ με δυο πόδια.
Δύο αυτιά αρκούν για να ακούς τον Μπαχ.

Αν τυφλωθεί απ' το ένα, ο άνθρωπος βλέπει με το άλλο μάτι.

Τώρα φτάνει μέγα σκοτάδι.
Και των δυο ματιών σκοτάδι.

Έχω ένα στόμα.
Κρατά δυο λέξεις.
Ναι, Όχι,
μέσα σ' όλες τις άλλες.

Ναι. Όχι. Όχι. Ναι.

Λέω ναι σ' αυτές τις λέξεις, ως οφείλω,
και επίσης τις αρνούμαι.

Τα δυο μου πόδια,
πλασμένα για να προχωρούν,
υπάκουα στο αδύνατον-να-ξέρεις και στο έτσι-πρέπει,
πατούν μες στον καιρό που φτάνει.

*

Ω ΣΑΛΙΓΚΑΡΕ

Κάτω απ' τους πάγους του Σβάλμπαρντ, φλέβες κάρβουνου από την Λιθανθρακοφόρο Εποχή.
Η καλή αγρότισσα εναλλάσσει τα σπαρτά της.
Δεν παραπονιούνται τα σπαρτά. Είναι η μοίρα μίσχων και δασών να εξαφανίζονται.
Πυρκαγιές πέρσι: Αυστραλία, Πορτογαλία, Ελλάδα. Φέτος: Καλιφόρνια.
Ω σαλίγκαρε, έγραψε ο Ίσσα, ανέβαινε το Φούτζι αργά, αργά.


μτφρ. ποιημάτων και κειμένου τής Τ.Χ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

[φωτ.: Erik Castro]




19.1.20

η αποτυχία και το κέφι
















Πορεύτηκα στη ζωή μου έχοντας την εξής κοσμοθεωρία: ακόμα και αν κάτι πηγαίνει στραβά, εγώ να το θεωρώ αστείο. [1]

Eκείνο που με ενδιαφέρει, που κέρδισα από αυτήν τη δουλειά, είναι ένα μεγάλο κέφι.
Ένα έργο, αν δεν μου αρέσει, το κάνω κάτι άλλο [..., ] καταργώντας κάτι που είναι καλό, και περιμένοντας μέσα από την καταστροφή -όπως συμβαίνει και στη ζωή πολλές φορές- να προκύψει ένα φως. 

Ποιος καλλιτέχνης που έκανε κάτι άξιο λόγου δεν παιδεύτηκε τελικά; Το παίδεμα έχει διαφορετικούς τρόπους. Άλλος παιδεύεται με το τσεκούρι, ο θερμοκέφαλος καλλιτέχνης [π.χ. ο Βαν Γκογκ], και άλλος με το ίδιο πάθος, με ένα νυστέρι [π.χ. ο Μοντριάν].
Πρέπει στην τέχνη να αποτυχαίνεις. [2]


Ευτυχώς, η ανθρωπότητα είναι ακόμα ζωντανή, παρά την ανοησία της. [1]

[1] Ο αρχιτέκτων και πολεοδόμος Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας στον Γιάννη Πανταζόπουλο ("LiFo", 16.i. 2020)
[2] Ο ζωγράφος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος στην Μαριαλένα Σπυροπούλου ("Η Καθημερινή", 12.i.2020)

[η εικόνα, από έργο του Μ.Θ. στην τρέχουσα έκθεσή του στην γκαλλερί "Citronne" στην Αθήνα, σε επιμέλεια του Θεόφιλου Τραμπούλη.]

6.1.20

υπέρ μελαγχολίας

























ΥΠΕΡ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

του Alain de Botton [από το facebook, 5.i.2020 - πρόχειρη μτφρ.: Π.Ι]

Η μελαγχολία δεν είναι οργή ή πικρία, είναι ένα ευγενές είδος λύπης που αναδύεται όταν δεχόμαστε ως γεγονός την εγγενή δυσκολία της ζωής όλων, την οδύνη και την απογοήτευση ως πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι πάθηση που χρήζει θεραπείας - με καρδιά μαλακωμένη, ήρεμα και απαθώς, αναγνωρίζουμε πόσο πολύ πόνο πρέπει αναποφεύκτως να διασχίσουμε όλοι.

Η σύγχρονη κοινωνία τείνει να τονίζει το ανάλαφρο και το χαρούμενο. Δεν ανέχεται τις μελαγχολικές καταστάσεις, κι επιθυμεί είτε να τις ιατρικοποιήσει -και συνεπώς να τις 'λύσει'- είτε ολωσδιόλου να τους αρνηθεί την νομιμότητά τους. Η μελαγχολία συνδέει τον πόνο με την σοφία και την ομορφιά. Απορρέει από μια δίκαιη συνειδητοποίηση της τραγικής δομής κάθε ζωής. Μπορούμε, στις μελαγχολικές καταστάσεις, να καταλάβουμε δίχως μανία ή συναισθηματισμό, πως κανένας δεν καταλαβαίνει κανέναν, πως η μοναξιά είναι οικουμενική και πως κάθε ζωή έχει πλήρες μερίδιο στην ντροπή και την θλίψη. Η σοφία της μελαγχολικής στάσης (εν αντιθέσει προς την πικραμένη ή την θυμωμένη) έγκειται στην κατανόηση ότι δεν αποτελούμε εξαιρέσεις, η οδύνη μας ανήκει στην ανθρωπότητα εν γένει. H μελαγχολία έχει ένα άρωμα απρόσωπης αντιμετώπισης της οδύνης. Είναι γεμάτη από έλεος για την ανθρώπινη συνθήκη. Υπάρχουν μελαγχολικά τοπία και μελαγχολικά μουσικά κομμάτια, μελαγχολικά ποιήματα και μελαγχολικές ώρες της μέρας. Σε αυτά, βρίσκουμε την ηχώ του δικού μας άλγους, που μας επιστρέφεται χωρίς κάποιες από τις προσωπικές συνδέσεις που, όταν μας πρωτοχτύπησε, το έκαναν ιδιαιτέρως μαρτυρικό. Αποστολή της κουλτούρας είναι να τρέπει την λυσσαλέα οργή και την τρελλή χαρά σε μελαγχολία. Όσο περισσότερο ικανή για μελαγχολία είναι μια κουλτούρα, τόσο λιγότερο τα μέλη της χρειάζεται να νοιώθουν κατατρεγμένα από τις αποτυχίες τους, τις χαμένες ψευδαισθήσεις τους και τις τύψεις τους. Η μελαγχολία -όταν μπορούμε να την μοιραστούμε- είναι η αρχή της φιλίας.

1.1.20

κατερίνα ηλιοπούλου _ "δεν είναι ακόμα"


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Δεν είναι ακόμα», σημαίνει επίσης: «Είναι συνεχώς».

 

Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δεν είναι ακόμα, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2019, σελ. 72

 

Κάθε βιβλίο της Κ.Η. έχει μια λελογισμένη δομή: κανένα από τα τέσσερα ώς τώρα ποιητικά της βιβλία δεν είναι απλά «συλλογή» – όλα είναι αρχιτεκτονημένα βιβλία ποίησης. Τι γυρεύει λοιπόν μια καλή ποιήτρια –και αναγνωρισμένη ως ποιήτρια– δημοσιεύοντας ένα βιβλίο με οκτώ σύντομα ή εκτενέστερα πεζά – «διηγήματα» κυρίως με την σύγχρονη, διευρυμένη έννοια; Ο κόσμος της και το βλέμμα της παραμένουν αναγνωρίσιμα:

-          Η αναζήτηση και η ανακάλυψη του εαυτού, εκ νέου και διαρκώς...

-          ... ως συνάρτηση του τόπου όπου θα βρεθεί αυτός ο εκάστοτε εαυτός...

-          ... και των συμπληρωματικών συντεταγμένων τις οποίες ορίζουν οι άνθρωποι με τους οποίους ανά πάσα στιγμή –από παλιά ή πιο πρόσφατα, επί μακρόν ή στιγμιαία– θα σχετισθεί. «Δεν είναι ακόμα», μπορεί επίσης να σημαίνει: «Είναι συνεχώς».

Αλλά μιας και, γι’ άλλη μια φορά, η δομή κι αυτού του βιβλίου καταφανώς δεν είναι τυχαία, δικαιούμαστε να αρχίσουμε από το τέλος, που μας αποκαλύπτει –ή κάνει πως αποκαλύπτει– την μέθοδο της Κ.Η.. Πρόκειται εν μέρει για μιαν αναφορά στον γαλλόφωνο Βέλγο συγγραφέα ποίησης και πεζών Ανρί Μισώ. Μα ωστόσο τα πλάγια στοιχεία είναι παραπλανητικά: μοιάζουν –θα μπορούσαν να είναι, αλλά δεν είναι– δικές του σκέψεις για την γλώσσα, το συμβάν, και την αλληλοδιαπλοκή τους· ανήκουν στην ίδια την συγγραφέα. Οι σκέψεις αυτές πλέκονται με την σειρά τους με ένα συμβάν που επινοείται και επανεπινοείται στην διάρκεια του κειμένου, για να οδηγήσει στην έξοδό του, και στην έξοδο του βιβλίου, καθώς δυο άγνωστες γυναίκες –μα που τις ένωσε, σ’ ένα απολύτως τετριμμένο περιβάλλον, ένα χαμόγελο που πυροδότησε μια σκέψη, κι αυτή μια παρομοίωση, κι η παρομοίωση μιαν ανάμνηση, κι η ανάμνηση μια πράξη (είμαστε πάντα μέσα στον χώρο της λογοτεχνίας (;))– ενωμένες πια και σωματικά, φεύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση πάνω σ’ ένα μηχανάκι. Αφού έχουν πια αναγνωρίσει η μια την άλλη· προσδώσει υπόσταση η μια στην άλλη.

Καθώς αυτές εκδράμουν θριαμβικά, εμείς ας οπισθοχωρήσουμε μέσα στο κείμενο: Όλα τα συμβάντα συμβαίνουν μέσα στη γλώσσα. Όλα τα συμβάντα είναι συμβάντα επινοημένα. Λίγο πιο πριν: Τι κάνουν οι άνθρωποι μπροστά σε μια κατάσταση που υπερβαίνει τον λόγο; Μιλούν. Και πιο πριν: Η πραγματικότητα είναι πολτός, μόνο η φαντασία ξεχωρίζει και δημιουργεί γεγονότα – παίρνοντας την σκυτάλη από λίγες αράδες πιο πάνω: Η πραγματικότητα είναι μια αργόσυρτη στατιστική, εκθαμβωτική φράση που φωτίζει αυτήν που προηγήθηκε: Στο βαθμό που το μέλλον μάς είναι άγνωστο, το τι από τα χιλιάδες πράγματα που ζούμε καθημερινά θα αναδυθεί ως γεγονός, είναι εκείνο που θα επιλέξουμε να αφηγηθούμε.

Τι επιλέγει να αφηγηθεί η Κ.Η. σ’ αυτά τα οκτώ πεζά; Πάντα στιγμές, περιόδους ή διεργασίες τομής· αλλαγής υποστασιακής· ακόμα και επιφάνειας ή φώτισης, θα μπορούσαμε να πούμε. Που συμβαίνουν σ’ έναν ή περισσότερους ανθρώπους,  επειδή βρίσκονται σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο.

Μόνο στο τελευταίο κείμενο, η εξω-ανθρώπινη συνιστώσα δεν είναι τόσο ο τόπος, όσο η κίνηση: από τον τόπο, στον δρόμο. Το τελευταίο κείμενο: η έξοδος από το βιβλίο, πίσω στη ζωή.

Ή η επανείσοδος στο βιβλίο, απ’ την αρχή, μ’ εμπλουτισμένο, πιο έμπειρο βλέμμα. Που μας επιτρέπει να περιγράψουμε την συνάρτηση κάθε διηγήματος (όπου «Γ», γυναίκα, και «Α», άντρας):

8 = (2Γ + 1Α [ο Μισώ]) x κίνηση

7 = (2Γ + 1(μικρής ηλικίας)Α) x (καφέ κοντά σε σιδηροδρομικό σταθμό)

6 = (1Γ + 1Α) x (σιδηροδρομικός σταθμός)

5 = 2Γ x σπίτι

4 = (1Γ + [1Α) + (1Α] + 1Α) x (2 νυχτερινά κέντρα)

3 = (1Γ + 2Α) x (κήπος + σπίτι)

2 = (2Α + 2Γ) x βουνό

1 = (1Γ + 1Α) x πόλη

Αν σ’ αυτό το σχήμα με οδήγησε το ίδιο το βιβλίο –υποψιασμένον, ωστόσο, καθώς ήμουν, από την γνώση μου και του υπόλοιπου έργου της Κ.Η.–, κάποιες φράσεις στην αρχή του έκτου διηγήματος, «Το κόκκινο τραίνο», μοιάζουν να υποδεικνύουν επίσης το ίδιο σχήμα: Όπου είναι αυτός, θα είμαι κι εγώ [...] Όπου πήγαινε ήτανε τόπος.

Αυτήν την σχέση τόπου και ανθρώπων, αλλά και την προσπάθεια διαύγασής της δια της γραφής, μπορούμε να θεωρήσουμε πως σημαίνουν και δύο απομακρυσμένα, το ένα από το άλλο, χωρία του πέμπτου διηγήματος, «Jackson Rd.»:  υπήρχε μες στο δωμάτιο κάτι απροσδιόριστα αφόρητο, μια αίσθηση ότι ήταν ήδη εξαντλητικά κατοικημένο· και: Κι έτσι περιμένω. Γράφω στο σκοτάδι. Για να βγω στο φως, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε εμείς.

Συνεχίζοντας τον ανάπλου προς την αρχή του βιβλίου, μπαίνουμε πια –αφήνοντας τα τέσσερα σύντομα κείμενα του δεύτερου μέρους όπου μας εισάγει το «Jackson Rd.» (που ανήκει στην λογοτεχνία του φανταστικού την οποία εγκαινίασε ο Πόου και υπηρέτησε ο Κορτάσαρ)– στο σώμα των τεσσάρων εκτενέστερων διηγημάτων: τέσσερις ιδιοφυείς συλλήψεις.

Στο τέταρτο, «Η φωτογραφία», ο αφηγητής ‘ξεχνά’ την παλιά του αγάπη που τόσο πρόσμενε σε μια συγκέντρωση παλαιών φίλων: αφού εκείνη βρεθεί δίπλα του, εκείνος στρέφεται και απορροφάται εξ ολοκλήρου στην εξιστόρηση του γέρου βιολιτζή της ταβέρνας. Έχοντας δεχθεί πως συνάντηση [...], τόπο[ς] της σύγκλισης [...] μάλλον δεν υπήρχε πια, νιώθει τη μέθη σαν μια μακρινή υπόσχεση που [τείνει] να συναντήσ[ει]. Το διήγημα τελειώνει αφού τελειώσει η εξιστόρηση της παλαιάς ιστορίας· η παρέα φεύγει, μα ο αφηγητής μένει λίγο ακόμα, συντροφιά με τον γέρο. Στο τέλος, χωρίς να μπορ[εί] να κάν[ει] αλλιώς, άρχισ[ε] να περπατ[ά] σ’ έναν ξένο κόσμο: έχει πια μάθει, έχει μπει στον κόσμο του πάθους, και όχι μόνον της μουσικής· έναν κόσμο που τον υπερβαίνει. Όπως η επιθυμία της γραφής υπερβαίνει την γραφή;

Το πάθος, ξέρουμε ήδη από το τρίτο διήγημα, την «Επιστροφή» (στον γενέθλιο τόπο απ’ όπου η αφηγήτρια δραπέτευσ[ε] στα δεκάξι, όπως κάποιος βγαίνει στην επιφάνεια του νερού λίγο πριν τελειώσει η αναπνοή), είναι το αντίθετο της μονολιθικότητας και του φανατισμού: το πάθος (για την τέχνη, για την ζωή) είναι τόσο ευρύ που μας κυκλώνει σαν τους ήχους αλησμόνητου κήπου της παιδικής ηλικίας, όπου κάθε τόσο κάτι [σπάει]. Η επιστροφή σε αυτόν τον κήπο είναι και ποθητή και αδύνατη· πατέρας και εραστής είναι και απαραίτητοι, και ξένοι· ο εαυτός διαφεύγει διαρκώς, αποσυντίθεται και επανορίζεται.

Η δολίως, υποδορίως συγκλονιστική «Νυφίτσα», το δεύτερο διήγημα, εκτυλίσσεται σαν σενάριο δεκαπέντε σκηνών (με διαλόγους ή χωρίς), που συμπληρώνονται από μία σκηνοθετική οδηγία στο τέλος, σχετικά με τους δύο κύριους ήρωες: τον γέρο και το παιδί. Μήπως και οι δύο δεν είναι, τελικά, νυφίτσα πιασμένη στο δόκανο, που, ελευθερωμένη, κοιτά τον ευεργέτη της στα μάτια, και τον δαγκώνει πριν να εξαφανιστεί;

Όπως προανέφερα, το βιβλίο κλείνει με μια ‘ομολογία μεθόδου’ και ‘γενεαλογίας’. Ανοίγει με μιαν ιστορία φιλίας μεταξύ της αφηγήτριας κι ενός άντρα, υπό τον πολυσήμαντο τίτλο «Lonely hunting». Ιστός της ιστορίας με το αριστοτεχνικό τέλος, είναι το διακύβευμα και η εξέλιξη της φιλίας τους. Όμως δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να υποθέσω –έχοντας πια διαβάσει όλο το βιβλίο– πως οι ακόλουθες διάσπαρτες φράσεις αφορούν το ήθος, την καταγωγή, και την πρακτική της γραφής της Κ.Η. – και, συγχρόνως, της τέχνης και της ζωής που αυτή θαυμάζει:

1.      Πανικόβλητος και ενθουσιασμένος.

2.      Αποκομμένη από τη στοργή του κόσμου.

3.      Σπαταλούσαμε [τον χρόνο] συστηματικά και χαρούμενα.

4.      Κατάσταση ερωτικής διαθεσιμότητας που εκδηλώνεται με περιπλάνηση χωρίς σκοπό.

5.      Ήταν κάτι επείγον, γυμνό.

6.      Δεν ήταν κάλεσμα, αλλά μια προσδοκία αναγνώρισης.

7.      Μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα που μας επέτρεπε να αισθανόμαστε μοναδικοί, ταυτόχρονα ελκυστικοί και απόκληροι.

8.      Είναι σαν να χορταίνεις και να πεινάς ταυτόχρονα.

Αυτό σας εύχομαι να πάθετε κι εσείς, διαβάζοντας το βιβλίο.

 

[Δημοσιεύθηκε στο τ. 105, Ιαν. 2020, του "The Books' Journal"]

 

1.12.19

16 βιβλία για τις γιορτές 2019













Όπως δημοσιεύθηκαν τον Δεκέμβριο 2019 στο "The Books' Journal"


ΠΟΙΗΣΗ


~ Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος & Χαρίλαος Ν. Μιχαλόπουλος (επιλ.-μφτρ.-σχόλια), Ανθολογία λατινικής ποίησης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2019, σελ. 239

Για όσους/ες δεν γνωρίζουμε λατινικά αλλά αγαπάμε την ποίηση, μια τέτοια ανθολογία, ευσύνοπτη αλλά αντιπροσωπευτική, είναι πραγματικό δώρο. Ειδικά όταν ανοίγει με τον πιο 'σύγχρονο' εκ των λατίνων ποιητών, τον Κάτουλλο: Καταραμένα του Άδη σκοτάδια, / που αχόρταγα καταπίνετε κάθε ομορφιά! / Τόσο όμορφος ήταν ο σπουργίτης που μου αρπάξατε. / Τι συμφορά! Σπουργίτη καημενούλη, / για σένα τα ματάκια της κοπέλας μου / κοκκίνισαν πρησμένα από το κλάμα. Μα κι 'όλοι οι άλλοι' είναι εδώ: Βεργίλιος, Οβίδιος (Τον δεύτερο μήνα του γάμου μας / για ελάφια έστηνα δίχτυα, / όταν η χρυσαφένια Αυγή έδιωξε τις σκιές πρωί πρωί, / και μ' είδε απ' την κορφή του Υμηττού, που πάντα είν' ανθισμένος, / και μ' άρπαξε κι ας μην το 'θελα) , Οράτιος, Προπέρτιος, Μαρτιάλης, ... Με χρήσιμη εισαγωγή για κάθε ποιητή, και επεξηγηματικές σημειώσεις. 


~ Ματσούο Μπασό, Ο στενός δρόμος προς τα βάθη του Βορρά, μτφρ.-σχόλια: Μαρία Αρώνη & Κυόκο Σιμπαγιάμα, εισ.: Μ. Αρώνη, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2019, σελ. 194

Αλίμονο – / κάτω απ' το κράνος / ένα τριζόνι. Επιστέγασμα της συγγραφικής δραστηριότητας του μεγάλου Ιάπωνα (1644-1694) –και σημαντικού, ανεξαρτήτως χρόνου και τόπου– ποιητή που ανανέωσε το χάικου, το κείμενο αυτό (πεζό με ταξιδιωτικές εντυπώσεις, και διάσπαρτα σχετικά ποιήματα) υπάρχει επιτέλους και στην γλώσσα μας. Από σήμερα – / σβήνουν οι λέξεις / δροσιά στο καπέλο μου. Η εισαγωγή είναι διαφωτιστική και διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο για το εν λόγω έργο και τον συγγραφέα του, όσο και για την λογοτεχνία χαϊκάι, γενικότερα. Ήταν σαν να έβλεπα την ψυχή των αρχαίων. Αυτή είναι η αξία του ταξιδιού, η χαρά τού να είμαι ζωντανός. Ξέχασα τις δοκιμασίες του ταξιδιού και τα μάτια μου βούρκωσαν. 


~ Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Τροίας επίλογος – μια εκλογή ποιημάτων, εισ.-επιμ.: Μίλτος Φραγκόπουλος, εκδ. Εστία, Αθήνα 2019, σελ. 210

Εκεί / που άνθισε κάποτε η ανώφελη παλικαριά / αφήσαμε στη θεά λουρίδες απ' τη μνήμη μας. Ο επιμελητής ανθολογεί από την από καιρού εξαντλημένη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του συγγραφέα (1923-1998) –γνωστότερου ως πεζογράφου και δοκιμιογράφου– και σημαντικού, πολυσχιδούς πνευματικού ανθρώπου. Γνώρισα τον τόπο μου, τίποτ' άλλο, τον τόπο μου, / κρατώντας τον σαν παιδική ανάσα. Η αξιανάγνωστη εισαγωγή του βιβλίου λειτουργεί και ως ευπρόσδεκτη, σχεδόν συναρπαστική, γνωριμία με τον άνθρωπο και το έργο. Ιδού αυτός που μας ξαναγνωρίζει / τον κόσμο σαν εικόνες, σαν φυγή. Ποιήματα στοχαστικά, που συνδιαλέγονται με την ιστορική στιγμή, και άλλα, μ' έναν ζυγισμένο λυρισμό. Γυάλιζε η βροχή / γεμάτη μικρά λουλούδια / πάνω σ' αόρατα τζάμια / και είπες / ποιος ξέρει πότε / ξανάδα τούτο το λιβάδι. 














ΔΟΚΙΜΙΟ


~ Γκουίγκο ο Β’, Η μυστική σκάλα των μοναχών, μτφρ.: Χριστίνα Λάσκη, εκδ. Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 76

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πιστός, Χριστιανός, και δη Καθολικός, Καρθουσιανός μάλιστα κατά το μοναχικό τάγμα σαν τον Γκουίγκο (1114-π.1193), για να απολαύσει και να ωφεληθεί από αυτήν την επιστολή του προς τον αγαπημένο του Αδελφό Γερβάσιο, με στόχο, όπως γράφει στην εισαγωγή του ο Στέφανος Ελμάζης, «να αντλήσει από τις Γραφές το πνευματικό τους νόημα». Τέσσερα τα στάδια της πνευματικής άσκησης: Την απερίγραπτη γλυκύτητα της ευλογημένης ζωής την επιδιώκουμε μέσα από την ανάγνωση, τη βρίσκουμε στον διαλογισμό, την επικαλούμαστε με την προσευχή και την απολαμβάνουμε με τον στοχασμό. Υπέροχο λογοτεχνικό κείμενο και οδός σοφίας, όποιος κι αν είναι για καθεμιά και καθέναν ο «Κύριος»: Αυτός είναι που δίνει στη σοφία γεύση και Αυτός είναι που μπορεί να επιτρέψει στην ψυχή να τη γευτεί


~ Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού,
Μούσαις χάρισι θύε και Νέκυιαι – καθηγητές, (συμ)φοιτητές, φιλόλογοι, εκδ. Ένεκεν, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 195

Όταν έδινα προπτυχιακές εξετάσεις, συμπτωματικά ήμουν έγκυος και [... σ]τη βυζαντινή λογοτεχνία το θέμα ήταν Ευστάθιος, για την άλωση της Θεσσαλονίκης και για σφαγές εγκύων γυναικών. «Πανεπιστημιακό απομνημόνευμα» ονομάζει η Μ.Κ.-Ι. –γνωστότερη σε εμάς κυρίως από την στενή συνεργασία της με τον Γ.Π. Σαββίδη στην θηριώδη βιβλιοθήκη και το αρχείο του– το γλαφυρό είδος, 17 δείγματα του οποίου συγκεντρώνει εδώ. Από τους Καθηγητές της στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και τον Λίνο Πολίτη στην Θεσσαλονίκη, τον Γ.Π.Σ., προφανώς, και ώς τον Δανιήλ Ιακώβ και τον Δημήτρη Μαρωνίτη, οι αναμνήσεις της σχεδιάζουν τις προσωπογραφίες τους, ενώ πλέκονται και με προσωπικές ιστορίες που εντέλει ανασυνθέτουν το πνεύμα της εποχής. Καλοδιαλεγμένες στιγμές, χιούμορ, γλωσσική χάρη∙ ένα άκρως αξιανάγνωστο βιβλίο. – Π.Ι.


~ Αν Κάρσον, Έρως ο γλυκόπικρος, μτφρ.: Ανδρονική Μελετλίδου, εκδ. Δώμα, Αθήνα 2019, σελ. 230

Η εμπειρία του έρωτα είναι μια μελέτη των αμφισημιών του χρόνου. Οι ερωτευμένοι πάντοτε περιμένουν. Μισούν την αναμονή· αγαπούν την αναμονή. Σε αυτό το έργο της 'περί έρωτος' –ένα από τα εκθαμβωτικότερα βιβλία της– η σπουδαία Καναδή ποιήτρια και φιλλόλγος, με την μοναδική ευκινησία του νου της, την τερατώδη ευρυμάθειά της και το απαράμιλλο ύφος της, περνά απ' το ένα στο άλλο, συνδέοντάς τα όλα – αίφνης όταν παραλληλίζει την εισαγωγή, από τους Έλληνες, των φωνηέντων στο φοινικικής προέλευσης αλφάβητο, και την λειτουργία τους, με τις λαχτάρες και τα πάθη του ερωτευμένου. Ή, όταν σχολιάζει την απέχθεια (γνωστή όσο και παράδοξη) του Πλάτωνος για τον γραπτό λόγο ως εξής: Ο άνθρωπος που εκλαμβάνει εσφαλμένα το σύμβολο ως πραγματικότητα απομένει μ' ένα νεκρό περιβόλι


~ Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Πέθανε πράγματι ο Μέγας Παν; – και άλλα κείμενα παντοδαπά, φιλ. επιμ.: Κώστας Μπουρναζάκης, εκδ. Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο 2019, σελ. 416

Συναγωγή ποικίλων –παντοδαπών– δοκιμίων του Μ.Ζ.Κ., με την ευρηματική σκέψη, το γλαφυρότατο ύφος, και τα θαυμαστά ελληνικά. Αν η Κρήτη και η λογοτεχνία της έχουν την τιμητική τους, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο του τόμου, αυτός ανοίγει με άλλο ένα τρίτο αφιερωμένο στην αρχαιότητα και τις καταβολάδες της. Βιβλικά και νεοελληνικά κείμενα επίσης γίνονται αντικείμενο θελκτικής διερεύνησης. Και πάντα δίνουν αφορμή για ευρύτερης εφαρμογής διαπιστώσεις. Έτσι ξεκινά ένα κείμενο για τον αρχαίο ποιητή Σιμωνίδη: Ο θαυμασμός που νιώθει το πλήθος για τα ινδάλματά του (πολιτικούς, τραγουδιστές και αθλητές) είναι άκριτος και άμετρος. [] Η εύνοια του δήμου είναι το διάβροχο σφουγγάρι που σβήνει έξωθεν κηλίδες και ρύπους, έσωθεν τύψεις και ενοχές. Κάποτε τα δοκίμια πατούν σ' ένα θέμα για να περάσουν προσφυώς σ' ένα άλλο – όπως σε αυτό για τις ευφάνταστες (κινδυνώδεις θα έλεγαν οι αρχαίοι) μεταφορές της κρητικής διαλέκτου, που ανοίγει με μια γοργή επισκόπηση ανάλογων αινιγματωδών εκφράσεων του Ησιόδου. – Π.Ι.


~ Μαρία Λαϊνά, Θυμάσαι τι είναι ποίηση;, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 345

Ξαναπλησιάζοντας ένα κείμενο [...,] βγαίνουμε από τα βάθη του νερού, στη λάμψη του ήλιου – ακόμα βρεγμένοι. Για όσες/ους αγαπούν την ποίηση –και όχι μόνον–, η στήλη «Πεντάλ» τής ποιήτριας Μ.Λ. στην «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας» το 2009-11 ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους αγοράς της εφημερίδας. Ο ‘ποδηλάτης’ της, στις ελεύθερες βόλτες του, αλίευε, συχνά σε σπάνια νερά, ποιήματα και άλλα, και μας τα παρουσίαζε συνοδεύοντάς τα με σχόλια μεστά, άλλοτε σαν αστραπές που το φως τους διαρκεί, κι άλλοτε σαν επίμονες δαγκωματιές. Το περίεργο με την ποίηση είναι ότι όλοι την εκθειάζουμε, και σχεδόν όλοι τη δοκιμάζουμε, αλλά δύσκολα την παίρνουμε στο κρεβάτι προτού κοιμηθούμε [..., ]γιατί ίσως κανείς δεν θέλει να χαλάσει [...] τον ύπνο του. Πάντως, τα εδώ συγκεντρωμένα κείμενα αποτελούν ιδανικό «βιβλίο του προσκέφαλου».


~ recto / verso, τ. 1, Δεκέμβριος 2018, σελ. 199

Υπάρχουν εφτά είδη ανθρώπων που δεν θα έπρεπε να έχει κανείς φίλους*. «Περιοδικό δοκιμιακού λόγου»: ήδη από το εξώφυλλο, το νέο (κυκλοφορεί ήδη και το 2ο τεύχος του), καλοδεχούμενο έντυπο διατρανώνει την αφοσίωσή του σ’ αυτό το πνευματικά απαραίτητο όσο και απαιτητικό στην καλλιέργειά του είδος του πεζού λόγου. Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοδιαλέξει από τα περιεχόμενά του: τον Ιάπωνα του 13ου αι. Γιοσίντα Κενκό* (μτφρ. Παναγιώτη Ευαγγελίδη), τον ποιητή Γαίητς (μτφρ. Μυρτώ Παπαχριστοφόρου), τον σύγχρονο σκηνοθέτη Πήτερ Μπρουκ (μτφρ. Δέσποινα Γεωργακοπούλου), ή την νέα γενιά άξιων Ελλήνων δοκιμιογράφων: Δημήτρη Καράμπελα, Νικήτα Σινιόσογλου, Δημήτρη-Χρυσό Τομαρά, Κωνσταντίνο Χατζηνικολάου; Η τυποτεχνική εμφάνιση του περιοδικού –στοιχεία, σελιδοποίηση, κοσμήματα, δέσιμο– είναι αντάξια των πολύτιμων κειμένων, και εξίσου άξια του επαίνου και της αναγνωστικής προσοχής μας. Σπεύσατε: τυπώθηκαν μόνον 300 αριθμημένα αντίτυπα! 














ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


~ Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δεν είναι ακόμα, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2019, σελ. 71

Όπου είναι αυτός θα είμαι κι εγώ, σκέφτηκα. Αυτό μου φάνηκε ξαφνικά πολύ παράξενο. [...] Όπου πήγαινε ήτανε τόπος. Από ποια θραύσματα παρελθόντος συντάσσεται αυτό που είμαστε, και καθοδηγείται στο παρόν; Πώς μας αλλάζει και μας κατευθύνει κάθε τόπος; Πόσο τυχαίες και καθοριστικές είναι οι συναντήσεις μας με πρόσωπα γνωστά και άγνωστα; Στο πρώτο της βιβλίο διηγημάτων, η ποιήτρια Κ.Η. καλλιεργεί έναν πεζό λόγο διόλου ‘ποιητικίζοντα’, αλλά καίριο σαν τον ποιητικό. Ένας γέρος κι ένας νεαρός μεταβάλλουν την ζωή ο ένας του άλλου με τρόπο απρόβλεπτο∙ ένας άντρας αφήνει την παλιά του αγάπη να φύγει απ’ το εστιατόριο, μαγνητισμένος από την διήγηση ενός μουσικού∙ ένα γατάκι γίνεται το σήμα μιας φιλίας που αποσυντίθεται. Μείναμε εκεί λίγο ακόμα, μετέωροι κι αμίλητοι, περικυκλωμένοι από τους ήχους του κήπου, όπου κάθε τόσο κάτι έσπαγε. 


~ Γιάννης Κωνσταντίνου, Από το προσωπικό μου συναξάρι, εκδ. επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 77

Για την πολιτική επιστήμη η Κυριακή των Βαΐων είναι πλέον σχολικό παράδειγμα μάχης δύο γύρων. Με εικονοκλαστικό χιούμορ κι ευφρόσυνη τόλμη, ο Γ.Κ., σ’ αυτό το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, αλλοιώνει και παρωδεί το συναξάρι αληθινών αγίων (και ολίγων άλλων), για να μιλήσει για το ελλαδικό σήμερα. Η αποκριά αρχίζει την ημέρα του Τελώνου και του Φαρισαίου για να μας θυμίζουν ετησίως οι δύο λειτουργοί το αιώνιο καρναβάλι της δημόσιας διοίκησης. Με αφοπλιστική ευστοχία και σατανική ευρηματικότητα, σχολιάζει αμείλικτα, στηλιτεύει με τρυφερότητα. Δεν ‘γλιτώνουν’ ούτε οι ‘μεγάλες εορτές’: τα Χριστούγεννα γίνονται επεισόδιο των «Star Wars», υπό τους ήχους του ψαλμού Starman του Δαυίδ Μπ.∙ την Μεγάλη Πέμπτη, η συνεδρίαση της ανώτατης καθοδήγησης των δώδεκα ήταν σκέτη τραγωδία. Το ηθικό πεσμένο, οι εσωτερικές διενέξεις ανεξέλεγκτες, η ηγεσία υπό αμφισβήτηση. 


~ Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Θ', φιλ. επιμ.: Κατερίνα Κρίκου-Davis, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2019, σελ. 346

Φάγαμε εκεί και χωριστήκαμε. Πριν, στα Τέμπη, κατεβήκαμε στον Ποταμό – ο Ζήσιμος θυμήθηκε: “[]...κομμένος και σφαμένος κι ανεγνώριστος.” Του άρεσε η απλότητα αυτής της έκφρασης, η ωριμότητα και η ασφάλειά της· και η αλληλεγγύη της ακόμη.Ο τόμος αυτός μάς φέρνει στην χρονιά που πέθανε ο ποιητής. Αν και ο ίδιος καλλιέργησε το ημερολόγιο ως λογοτεχνικό είδος –επιμελούμενος εγκαίρως παλαιά τετράδιά του–, εδώ έχουμε μεταγραμμένες αυτούσιες, ημερολογιακές και άλλες σημειώσεις του. Τόμος πολύτιμος και γι' αυτό, μα και για την καίρια, θαυμαστή, πάντα αξιομνημόνευτη φωνή του Σεφέρη – όπως όταν, για παράδειγμα, γράφει για την απαγωγή της Αντιόπης από τον Θησέα, που είδε στο μουσείο της Χαλκίδας: Θα ήταν το μακρύ αντίκρισμα της θάλασσας του Ευρίπου, ένιωσα το άγαλμα σαν μια μαρμαρωμένη δίνη


~ Ελένη Στελλάτου, Το κόκκινο και το άσπρο, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2018, σελ. 142

Πρέπει να είσαι σοβαρός με ένα παιδί που πουλάει λαχεία ένα ανοιξιάτικο πρωινό Σαββάτου. Υποψήφιο για το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Πεζογραφία του «Αναγνώστη», το πρώτο βιβλίο τής Ε.Σ. συντίθεται από 19, ως επί το πλείστον σύντομα, διηγήματα. Σε πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση, από ‘προφορικά’ έως σελίδες ημερολογίου, τα διηγήματα αυτά συχνά μοιράζονται –με μιαν αλλαγή του πλάνου– χαρακτήρες και σκηνές. Όσο περνούσε ο καιρός ένιωθε ευδιάθετος και ανάλαφρος, ώσπου ένα μεσημέρι, λίγο πριν από τις τελευταίες συνεδρίες, στάθηκε μπροστά στη θάλασσα που άστραφτε κάτω από τον ήλιο, άνοιξε τα χέρια διάπλατα και αναστέναξε: «η υγεία μου». Σε μια παραθαλάσσια πόλη, παιδιά και γέροντες, επαγγελματίες διαφόρων λογιών, αντιμετωπίζουν με καρτερία μικρές ή μεγαλύτερες δυσκολίες, ενδίδουν σε ελάχιστες χαρές και λυτρωτικούς πόνους. Το σκοτάδι ρέει αργά προς τα μάτια του και πίσω, εκεί που παραμονεύουν τα πράγματα που δεν λέγονται.


~ Γιώργος Συμπάρδης, Αδέλφια, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2018, σελ. 303

Δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω πώς θυμάμαι και ανακαλώ όλα όσα λέω εδώ, και το χειρότερο δεν ξέρω αν δικαιούμαι να ομιλώ. Με το ακριβό υπόκωφο ύφος του, το βραβευμένο από το περιοδικό «Αναγνώστης» πέμπτο βιβλίο τού Γ.Σ., είναι ένα μακροσκελές απομνημόνευμα του μικρού αδερφού για τον μεγάλο – σαν εκτεταμένη επιτύμβια στήλη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ώς τις αρχές αυτής του 1960, στην Ελευσίνα, η αντιπαλότητα και ο –κρυφός ή φανερός– αλληλοθαυμασμός των δυο αγοριών φωτίζονται και ξαναχάνονται ανάμεσα σε ιστορίες άλλων ανδρών, και κυρίως σε προσωπογραφίες νεαρών ή μεγαλύτερων γυναικών. Καθόταν ύστερα σε μια καρέκλα απέναντι και, μολονότι το κάπνισμά της ήταν κοριτσίστικο κι επιπόλαιο, της άρεσε να με έχει σαν μάρτυρα να την κοιτάζω. Αποσιωπήσεις, υπαινιγμοί, γλώσσα που μαεστρικά απηχεί, χωρίς διόλου να αντιγράφει, τον προφορικό λόγο αλλά και την εποχή, υφαίνουν υπνωτιστικά τις σελίδες. 













ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


~ Νατάλια Γκίνζμπουργκ, Οικογενειακό λεξικό, μτφρ.: Βασιλική Πέτσα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2019, σελ. 342

Επιτέλους, έχουμε στη γλώσσα μας το θεωρούμενο magnum opus της σπουδαίας Ιταλίδας συγγραφέως, μόνον δύο, φευ, άλλα βιβλία της οποίας κυκλοφορούν (ακόμα) στα ελληνικά. Με αφορμή και πυρήνα την ίδια την γλώσσα και την χρήση της από τους οικείους της, η Γκ. διηγείται, με τον χαρακτηριστικά ήσυχο αλλά συναρπαστικό μυθιστορηματικό τρόπο της, περιστατικά της ζωής της: από τα παιδικά της χρόνια, μέχρι και την συνταρακτική ζωή της ως νέας γυναίκας: Όταν έφτασα στη Ρώμη, πήρα ανάσα και πίστεψα ότι θα ξεκινούσε μια ευτυχισμένη περίοδος για μας. Δεν είχα πολλές αντίστοιχες ενδείξεις, αλλά έτσι πίστεψα. [] Ο Λεόνε διηύθυνε ένα παράνομο έντυπο και ήταν πάντοτε εκτός σπιτιού. Τον συνέλαβαν είκοσι μέρες μετά την άφιξή μας· και δεν τον ξαναείδα πια.














GRAPHIC NOVEL

~ Θανάσης Πέτρου & Δημήτρης Βανέλλης, Γιαν. Χαλεπάς – ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2019, σελ. 175

Σοφότατα ο γνωστός δημιουργός κόμικς Θ.Π. και ο συγγραφέας Δ.Β. Που συνυπογράφουν αυτήν την υπέροχη 'εικονογραφημένη βιογραφία' του Χαλεπά, επέλεξαν την μονοχρωμία: τους τόνους του γκρίζου, για τον γλύπτη που δούλεψε το μάρμαρο και τον πηλό. Μες στα κεφάλαια της ζωής του, παρεμβάλλουν επιλεγμένα τεκμήρια: αποτιμήσεις του έργου του από συγχρόνους του, στοιχεία για το Φρενοκομείο της Κέρκυρας όπου έμεινε έγκλειστος ο ιδιοφυής καλλιτέχνης απ' τον Πύργο της Τήνου, το Αριστείον της Ακαδημίας Αθηνών, αποσπάσματα συνέντευξής του... Οι σελίδες με τα αφηγηματικά καρρέ ενίοτε διακόπτονται απο δισέλιδες, 'ποιητικότερες' εικόνες. Απολαυστικό ανάγνωσμα, είναι συγχρόνως ένα έργο τέχνης αξιοπρόσεκτης ομορφιάς, αξιέπαινης εμβρίθειας και φροντίδας. 



28.10.19

τριήμερο με ταινίες














Δεν μπορώ (και δεν θέλω) να πω τίποτε για το Παράσιτο του Bong Joon-ho - όπως είναι ο τίτλος του στα αγγλικά. Η συνάντηση με μερικά έργα τέχνης είναι εμπειρία ζωής, και αυτό μού συνέβη με τούτους τους φετινούς "Κλέφτες καταστημάτων", που είναι ωστόσο πιο μαύροι και συγχρόνως πιο τερατωδώς αστείοι, και ας επιδεικνύουν λίγο την σεναριακή και σκηνοθετική μαεστρία τους.

Το ντοκυμανταίρ Η εικόνα που παρέλειψες του Donal Foreman είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή και αντιπαράθεση πατέρα και γιου -κινηματογραφιστές αμφότεροι- με 'φόντο' τις 'ταραχές' της Β. Ιρλανδίας:  μορφικά άρτια, υπαινικτική και φτιαγμένη με μίγμα ευθύτητας και λεπτότητας.


Αλλά η παρεξήγηση και η περίπου περιφρόνηση της κριτικής (όση έπιασε το μάτι μου, έστω) για το Έργο χωρίς δημιουργό του Florian Henckel von Donnersmarck (ο πρωτότυπος τίτλος τού Μη χαμηλώνεις το βλέμμα, κουτσή απόδοση της αγγλικής μετάφρασης: Ποτέ μην αποστρέφεις το βλέμμα) μού φαίνονται ακατανόητες. Ναι, το έργο έχει πολλές πολύ -και δικαίως- συγκινητικές στιγμές, αλλά δεν είναι μελόδραμα. Είναι μια αριστοτεχνικά σύνθετη σπουδή στην τέχνη, την πολιτική, και την ιστορία - την ατομική ελευθερία, το πνεύμα, και τον ολοκληρωτισμό. Με σκηνοθετική άνεση, πολύ καλές ερμηνείες, χωρίς μορφικές πρωτοτυπίες - δεν στοχεύει εκεί: σαφώς επιθυμεί να είναι θελκτικό για το ευρύ κοινό (πού ο ψόγος;) Αλλά διαθέτει επίσης ουκ ολίγες διακριτικά ειρωνικές στιγμές - όπως οι δυο σκηνές που ανοίγουν και σχεδόν κλείνουν την ταινία. Στην πρώτη, ο φύλακας-ξεναγός της έκθεσης "Παρηκμασμένης τέχνης" επί ναζισμού, γίνεται ζοφερά κωμικός, όσο και ο ο δημοσιογράφος της Δυτικής Γερμανίας τρεις δεκαετίες αργότερα, που εκλαμβάνει ως "απρόσωπη" τέχνη (βλ. τον τίτλο της ταινίας) την πιο βαθειά και οδυνηρά προσωπική δημιουργία - που ωστόσο, για να λέμε του στραβού το δίκιο, το κρύβει επιμελώς, κι αυτό είναι μέρος της αξίας και της γοητείας της. Πέρα απ' όλα τ' άλλα, η ταινία μ' έκανε να ξανακοιτάξω τον Gerhard Richter - του οποίου η "φωτορεαλιστική" τεχνική 'εξηγείται' στο έργο με τρόπο εντελώς 'αντίθετο' απ' αυτό που επιφανειακά φαίνεται να ισχύει. (Το δε άρθρο της Dana Goodyear στον "New Yorker" για την σχέση του Ρίχτερ με την ταινία, είναι, πέρα από διαφωτιστικό, άκρως συναρπαστικό: https://www.newyorker.com/magazine/2019/01/21/an-artists-life-refracted-in-film)