9.5.17
η "πολωνία" υποψήφια για το βραβείο του "αναγνώστη"
6.1.17
"Όταν ακούω για την κρίση της ποίησης ή την ποίηση της κρίσης, ..."
... σκέφτομαι ότι η κρίση είναι η διπλή καταγωγή της ποίησης. Εσωτερική κρίση γεννά κάθε καλλιτεχνικό ερώτημα – και κρίση συνιστά η ‘απάντησή’ του μέσω της γλώσσας. Αν κρίση πάντα γεννά την ποίηση, για κρίση πάντα θα μιλά κι αυτή.
Και «η κρίση που περνά η ποίηση σήμερα»; Αν η ποίηση εμφανίζεται να περνά σήμερα ‘κρίση’ («δεν γράφεται πια καλή ποίηση», «έχει χάσει την επαφή της με το κοινό»), η ευθύνη βαραίνει κυρίως εκδότες και κριτικούς. Όσους εκδότες δεν κρίνουν πλέον τι θα τυπώσουν και γιατί, και όσους κριτικούς δεν κρίνουν (ίνα μη κριθούν). Κακή ή αδιάφορη ‘ποίηση’ γραφόταν και θα γράφεται πάντα: αυτο-έκφραση που δεν αφορά παρά τον εκφραζόμενο (που δεν μπορεί να ονομαστεί «ποιητής») – αναφαίρετο δικαίωμα όλων, αλλά πράξη διακριτή απ’ την τέχνη. Όμως, παλιότερα, οι αυτο-εκδόσεις γραπτών που δεν περνούσαν από κρίση, δεν γίνονταν από επώνυμους, σοβαρούς εκδότες. Και υπήρχαν αρκετοί σεβαστοί, και στο πλατύ κοινό, κριτικοί, με μόρφωση και επαρκείς αποστάσεις από την ‘αγορά’ που τους εξασφάλιζαν ανεξαρτησία και, άρα, αξιοπιστία.
‘Οσο για την «ποίηση της τωρινής κρίσης»: κακώς αναμένονται (κι επιβραβεύονται) τα ταχέως παραγόμενα, προφανή και εύληπτα – χαρακτηριστικά άσχετα με την τέχνη. Δεν είναι «ποίηση της κρίσης» –γιατί δεν είναι ποίηση– οι μπροσούρες διαμαρτυρίας ή τα ‘άμεσα’ κείμενα για σημαντικά κι επείγοντα προβλήματα. Η «ποίηση της κρίσης» προηγήθηκε του αιτήματος γι’ αυτήν, και (θα) συνεχίζει υπαινικτικότερα και αφανέστερα απ’ ό,τι της ζητείται. Θέτω, προς τούτο, στην κρίση σας τα εξής πειστήρια: Ορφέας Απέργης, Υ, 2011: προσεκτική, εξαντλητική ανατομία του υποβάθρου της «ελληνικής κρίσης». Πιο ευσύνοπτα: Στέργιος Μήτας, Έμμετρη Φυσική Ιστορία των Θεάτρων, 2013. Αριστοτεχνικές παραβολές: Λένια Ζαφειροπούλου, Paternoster Square, 2012∙ Σαμσών Ρακάς, Αδράξτε τη νύχτα, 2014. Πολ(ιτικ)η και κρίση: Μαρία Τοπάλη, Οι λέξεις μου, 2015. Απεικόνιση, θρήνος και σχοινοβασία επί της καταγγελίας (δίχτυ, ο Γκίνσμπεργκ): Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, 2013.
~ Η απάντησή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" ("ΤΑ ΝΕΑ", 6 Ιανουαρίου 2017) περί ποίησης και κρίσης, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Συμμετείχαν επίσης οι: Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Στέργιος Μήτας, Μαρία Τοπάλη, Ορφέας Απέργης και Δημήτρης Λεοντζάκος.
(Η εικόνα συνόδευε την δημοσίευση.)
1.1.17
Γράμμα στον Φλας
“Αγαπητέ Φλας,
Θ' αναρωτιέσαι ίσως τι απύθμενο θράσος κινεί έναν γατόφιλο ν' αποτολμήσει ν' απευθυνθεί στο γαλαζοαίματο κόκερ σπάνιελ μιας ποιήτριας. Σπεύδω, πάντως, να σε βεβαιώσω αμέσως πως, παιδί, σαν σχεδιαζόταν η μετακόμισή μας από το κέντρο της πόλης σε εξοχικό προάστιο, μόνο ένα κανελί αδελφάκι σου ήθελα ν' αποκτήσω (κι ας μη συνέβη αυτό ποτέ). Μα όταν, πιο πρόσφατα, έπιασα τη «βιογραφία» που σου αφιέρωσε η Βιρτζίνια Γουλφ (εμπνευσμένη από τον δικό της Πίνκερ, δώρο, το 1926, της λατρευτής της Βίτας), διόλου δεν ανέμενα ότι το ύψος του δικού σου βλέμματος θα της χάριζε την ελευθερία να μιλήσει με τόλμη και απλότητα, χάρη ελαφράδας μα κι επίμονη πεποίθηση, για τη ζωή και την τέχνη.
Εσύ, ο πιστός σύντροφος της φιλάσθενης Ελίζαμπεθ Μπάρετ, που θα ξυπνήσει το αίμα της ο φλογερός ποιητής Ρόμπερτ Μπράουνιν, θα παντρευτούν κρυφά, κι ευτυχισμένοι πια θα ζήσουνε –θα ζήσετε– στην Ιταλία, έκανες την ποιήτρια να αναρωτηθεί: «Λένε τα πάντα οι λέξεις; Μπορούν να πουν τα πάντα οι λέξεις;» «Ούτε μία από τις μυριάδες αισθήσεις σου δεν υπετάγη ποτέ στη δυσμορφία των λέξεων. Μα παρότι θα ήταν ευχάριστο να συμπεράνουμε ότι η ζωή σου ήταν όργιο ηδονής υπερβαίνον πάσα περιγραφή· να υποστηρίξουμε ότι, ενόσω το μωρό των Μπράουνιν μέρα με την ημέρα μάθαινε και μια νέα λέξη σπρώχνοντας έτσι την αίσθηση λίγο ακόμη μακρύτερα, εσύ επέπρωτο να παραμείνεις εσαεί σ' έναν Παράδεισο όπου οι Ουσίες υφίστανται στην ύψιστη καθαρότητά τους, και η γυμνή ψυχή των πραγμάτων πιέζει το νεύρο γυμνό – τούτο δεν θα 'ταν αλήθεια. Είχες ξαπλώσει σε ανθρώπινα γόνατα και ακούσει φωνές ανθρώπων. Τη σάρκα σου διέτρεχαν ανθρώπινα πάθη· γνώριζες όλους τους βαθμούς της ζήλιας, του θυμού και της απελπισίας».
Κι ωστόσο, καθώς πλησίαζε η στιγμή που θα 'κλεινες τα μάτια σου, «ήτανε λες και τα πανίσχυρα πνεύματα της αλήθειας και του γέλιου να σου ψιθυρίζαν. Να μην είσαι τίποτε – μήπως δεν είναι αυτή, εν τέλει, η πιο ικανοποιητική κατάσταση στον κόσμο όλον; Αληθής ο φιλόσοφος που έχασε το τρίχωμά του, μα απελευθερώθηκε από τους ψύλλους».”
~
Η επιστολή απευθύνεται στον ήρωα του βιογραφικού αφηγήματος Φλας (1933) της Βιρτζίνιας Γουλφ. Τα αποσπάσματα μετέφρασα ο ίδιος. Δημοσιεύθηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών", 12.1.2017, στην στήλη του "ΒΙΒΛΙΟΣΤΑΤΗ" "Γράμμα σ’ έναν (λογοτεχνικό) ήρωα", σε επιμέλεια του Μισέλ Φάις, με τίτλο (της σύνταξης) "Τη σάρκα σου διέτρεχαν ανθρώπινα πάθη". Στην εικόνα, το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, με εικονογράφηση της αδερφής της Β.Γ., Βανέσσας Μπελλ.
1.12.16
6 βιβλία για τα χριστούγενννα του 2016
*
Οι γιορτινές αναγνωστικές προτάσεις μου, στο "The Books' Journal" του Δεκ. 2016.
21.11.16
σαμσών ρακάς _ "αμπερλουδαχαμίν"
Τι να σημαίνει άραγε αυτός ο αραβοφανής (;) τίτλος; Μια εντελώς πρόχειρη διαδιακτυακή έρευνα δεν αποδίδει κάτι. Οπότε, υποκινημένοι και από την τυπογραφική εμφάνιση του τίτλου στο εξώφυλλο, μπορούμε να επιχειρήσουμε ένα συνδυαστικό παίγνιο: παιδί (χαμίν[ι]) που παίζει (λατινική ρίζα lud-) με το ηλεκτρικό ρεύμα (ampere);
Χάρη σε όλα αυτά, διαβάζουμε όντως ποίηση, και όχι ευφάνταστο παραλήρημα, ξαναζεσταμένη με νοσταλγία απόπειρα προσέγγισης της 'Υψηλής Ποίησης', πιασάρικη μπροσούρα, ή άψυχη πραγματεία.
*
Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".
μιχάλης γιαννακάκης _ "σε δάσος σιδερένιο"
*
Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".
4.11.16
spotkanie w polsce / συνάντηση στην πολωνία
Η Tζούλια Tσιακίρη: “Θέλω να εφαρμόσω πάνω σε τρία ποιήματα του Π.Ι. τρεις 'υπερβάσεις' όπως τις διατύπωσε ο Γιώργος Αράγης στο δοκίμιό του για την λογοτεχνική θεωρία: τρεις υπερβάσεις που πρέπει να περάσει ένας απλός άνθρωπος για να γίνει ποιητής. Η πρώτη είναι η διαφοροποίηση: να γίνει άλλος, να πάει προς το άλλο (“4 Δεκεμβρίου”). Η δεύτερη είναι η ένταση: ο Ρίλκε έλεγε ότι όλες σχεδόν οι θλίψεις μας είναι στιγμές ψυχικής έντασης (“Δεύτερη επίσκεψη του φίλου”). Και η τρίτη είναι η εξαλλαγή του χρόνου: το παιχνίδι με τον χρόνο – που σημαίνει ότι η αίσθηση του αντικειμενικού χρόνου, για έναν ποιητή, δεν είναι η των χρονομέτρων, αλλά ότι υπάρχει ένα βιολογικό χρονόμετρο που καταγράφει τον αντικειμενικό χρόνο σύμφωνα με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι γίνεται εξαλλαγή του πραγματικού χρόνου σε χρόνο ποιητικό ή προσωπικό. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον ποιητή: μπορεί να συμβεί και στον απλό αναγνώστη, στον απλό άνθρωπο, όταν τον κυριέψει η συγκίνηση (“Ιούνιος 1986”).”