παρουσιάστηκε στα πλαίσια της εικαστικής δράσης στην πόλη, "lookout" [αθήνα, σεπτέμβριος 2003]. προβλήθηκε πάνω σε τοίχο πολυκατοικίας κοντά στην συμβολή των οδών βουλιαγμένης και καλλιρόης.
14.9.08
13.9.08
andrew motion, "independence"
Ανεξαρτησία
στις τρεις περιμένοντας φως.
Ο μισός κόσμος ακόμα στο σκοτάδι
που θα κυλήσει - αλλά να ’μαι
στο παράθυρο, σκυφτός,
γρήγορα σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα
στο θαμπωμένο ασημί γυαλί.
Το σπίτι του πατέρα σου,
η θέα προς τους αμμόλοφους
με τα μικρά, όρθια χόρτα, κι η θάλασσα
που γλιστράει βαρειά, με τους κρατήρες της σκισμένους
κι απότομα κλεισμένους στο φεγγάρι.
Καθώς κοιτάζω, ο αέρας αραιώνει
την πασχαλιά του κήπου, ύστερα τρέχει
ν’ αναστατώσει όλη την μπροστινή αυλή -
η αυλόπορτα του γείτονα τρίζει
και βαράει, η ταμπέλα της παμπ
χτυπάει το πλαίσιό της μία, δυο,
και σιωπηλή. Αλλά ποιος είναι ξύπνιος;
Ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεββάτι μου και στο σεντόνι
ριγμένο πίσω, τσαλακωμένο φάντασμα
εκεί που κοιμόμουν - δεξιά,
όπως κάναμε μαζί. Κι εκεί
με τίποτα άλλο εκτός από τη σκέψη
γυρνάω ξανά προς το παράθυρο
και σε φαντάζομαι να περπατάς προς τη μεριά μου -
σιωπηλή, φέρνοντας τους φίλους,
την χαμένη συντροφιά, τους υπηρέτες που άφησα,
όλους σκυμμένους και κουκουλωμένους
σαν να ’ναι αυγή, κι αυτό
το αναποφάσιστο γκρίζο φεγγαρόφωτο, η σκόνη
που ανακάτεψαν, φτιάχνοντας πάχνη πρωινή.
*
Ήταν ξημέρωμα όταν το ταξίδι μου τελείωσε
επιτέλους - τρεις μέρες, τρεις νύχτες σταμάτα-βάλε μπρος
με το σαραβαλιασμένο μου Ώστιν, μια τρομοκρατημένη
αργή κατεβασιά απ’ το Πουντζάμπ,
πέρα από το Δελχί, την Άγρα, την Κανπούρ, να φτάσω
στην Καμάρια: στέγες ανάκατες κι ο ήλιος
μόλις ξεμύτιζε σε τέλειο μπλε. Οδήγησα
μεσ’ από κοιμισμένους δρόμους, αξύριστος,
ακόμα φοβισμένος. Αλλ’ ούτε ίχνος απ’ τις ταραχές,
μόνο συνθήματα πασαλειμμένα που έσταζαν
Διχοτόμηση. Όχι στη διχοτόμηση. Έξω απ’ την Ινδία.
Και το σπίτι μου; Θα το ’χανε ληστέψει
τώρα πια; Τι να ’χε συμβεί; Η φωνή του διευθυντή
μού ξαναρχότανε στον νου πάλι και πάλι, βροντερή
Τώρα είμαστε ελεύθεροι. Τέρμα οι Εγγλέζοι.
Τώρα πρέπει να φύγετε - αλλά χαμογελώντας,
σφίγγοντας το χέρι μου. Ύστερα ήμουν σπίτι
κι ο υπηρέτης μου έτρεξε να με προϋπαντήσει:
Φύγετε, σαχίμπ, είν’ επικίνδυνο. Φευγάτε.
Ό,τι μπόρεσα να σώσω ήταν μαζί μου -
μια βαλίτσα, ο Σαίξπηρ, ένα φλιτζάνι
κι οι Τάιμς του Ινδουστάν, από προχτές.
Τη βλέπω τώρα - την αγγελία του πατέρα σου
σε κύκλο από κόκκινο μελάνι, τ’ όνομά του φίλος
ενός φίλου κάποιου φίλου. Σε μια εβδομάδα
όταν στεκόμουν στον στενό του προθάλαμο
για την συνέντευξη, νωρίς, κάνοντας πρόβα το κομμάτι μου,
ήσουν εκεί. Ξαφνικός, ασυλλόγιστος
έκπληκτος σίφουνας μεσ’ απ’ το δωμάτιό σου, απ’ το λουτρό,
τα μαλλιά σου ήταν σκοτεινιασμένα απ’ το νερό,
πατικωμένα, τα πόδια σου γυμνά,
κι ένα χέρι να κρατάει το λαιμό
της ρόμπας σου κλειστό, κρύβοντας
το απότομο φακιδωτό κοκκίνισμα που είδα ν’ αρχίζει
και να βαθαίνει εκεί σαν έγκαυμα.
*
Έτσι άρχισε - το πρώτο μας γαλάζιο μεσοχείμωνο.
Κάθε ασυννέφιαστο βαθύ πρωινό
στις έξι οδηγούσα ώς την αποθήκη
παραλαμβάνοντας μαλλί για μία ώρα:
λουλακί, πορφυρό, άβαφτο, χρυσό.
Κι ύστερα πέρα γύρω στα χωριά -
Ναι, καινούργιος είμαι. Ναι. Ναμάστε.
Ο σαχίμπ με τα χαλιά. Χαλιά -
και σπουδαγμένος για μηχανικός...
Σπίτι το σπίτι έσκυβα το κεφάλι
κι έμπαινα σ’ εκείνες τις στενάχωρες κάμαρες από λάσπη.
Οι σιωπές εκεί. Πατεράδες και γιοί
πάνω στα φαγωμένα κούτσουρά τους, χαμογελώντας
μέσα από τεντωμένες ράβδους κλωστής.
Ο ήχος του μαλλιού χορδή και φύλλο,
και τα σχέδια που ανέβαιναν.
Πότε τελειώνει; Κι άλλα χαμόγελα,
έσειαν τα κεφάλια πέρα δώθε,
Γεια σας, και καθώς πλησίαζε το βράδυ
έφερνα κύκλο πίσω στο σπιτάκι μου.
Θα ’σουν εκεί; Αν ερχόμουν
ανατολικά, απ’ τη Μιρζαπούρ, περνούσα
απ’ την ψηλή γέφυρα του Γάγγη. Σταματούσα
στα μισά, και γέρνοντας κουρασμένος πάνω
στο λεπτό ανάχωμα, ψιθύριζα
τ’ όνομά σου Ας μ’ αγαπήσει.
Αν όχι, ας μη με καταλάβουν.
Ας με συμπαθήσει ο πατέρας της. Περίμενα
για μια στιγμή, κοιτώντας κάτω μέσα στο λυκόφως,
ύστερα τσαλάκωνα ένα χαρτονόμισμα της μιας ρουπίας
και το ’ριχνα, πασχίζοντας να δω,
αλλά ποτέ μη βλέποντας την πτώση ώς το τέλος της
πάνω στο σκούρο αργόσυρτο πράσινο του ποταμού.
*
Ήταν η πρώτη μας φορά. Είχαμε αγγίξει
και κρατήσει ο ένας τον άλλον στους χορούς της λέσχης,
και μια φορά σε φίλησα μετά το τέννις, και το χέρι μου
βρήκε χαμηλά ζεστή την πλάτη σου,
περνώντας πάνω απ’ το υγρό απαλό της χνούδι.
Ύστερα ήταν μεσάνυχτα, και πάνω από τον τοίχο
έπεφτα μεσ’ στον κοιμισμένο κήπο του ΜακΦάρλεην -
ο νευρικός καταδρομέας που σε λάτρευε, σε πτώση
κωμική. Ποιο ήταν το δωμάτιό σου;
Τρίτο δεξιά, στο γράμμα σου. Αχ σε παρακαλώ,
σε παρακαλώ έλα σύντομα. Είμαι καλά εδώ και
δέκα μέρες τουλάχιστον. Η σκωληκοειδής μου
κάθεται ωραία ωραία
μέσα στη γυάλα της πάνω στο περβάζι, και με κοιτάζει.
Το παντζούρι σου ξεκόλλησε μ’ έναν ξερό τριγμό
Εσύ ’σαι; Ναι. Σε φίλησα ξανά,
μη βρίσκοντας το στόμα σου. Σςςς. Το αποφασιστικό
αυστηρό τάκα-τακ βημάτων έξω -
Η αδελφή. Γρήγορα, εκεί μέσα, και τράβηξα
την βαρειά πόρτα της ντουλάπας πίσω μου.
Οι φωνές σας ήταν χαμηλές. Όχι, τίποτα
ευχαριστώ. Τίποτα. Καλά είμαι. Καληνύχτα.
Αλλά περίμενα, το νυχτικό σου κρέμονταν
κοντά στο πρόσωπό μου, μεταξένιο, μύριζε πούδρα.
Ύστερα βγήκα. Βγάλ’ τα παπούτσια σου, είπες. Αυτό φτάνει,
και γλίστρησα στο στενό κρεββάτι σου.
Πρόσεχε! Τα ράμματά μου. Κάτσε ακίνητος,
όσο μπορείς πιο ακίνητος. Έτσι. Ανάσκελα.
Κι έτσι με ξεκούμπωσες,
ισορροπώντας πάνω μου αβέβαια, τα γόνατα ανοιχτά, και ύστερα
μ’ αυτό το αδιόρατο βύθισμα κι ανασήκωμα, όλο πιο γρήγορα,
έγερνες μαλακά πίσω και μπρος
σαν να ίππευες πιωμένη - διαλύοντας
το κρεββάτι, την ντουλάπα, το δωμάτιο, το σκούρο μου σακκάκι
που έσκισα στον τοίχο καθώς παραπατούσα για το σπίτι
μα φόραγα άραφτο για μέρες, σαν μυστικό σημάδι μας.
*
Φλερτάραμε ολόκληρη την άνοιξη εκείνη
πριν απ' την Ανεξαρτησία - άνοιξη
και προς ζέστη: μέρες στραφταλιστές
που βίαζα το τέλος τους για σένα.
Κάθε απόγευμα αργά
ήμαστε πλάι πλάι
στο σπιτάκι του πατέρα σου,
προσμένοντας τη δύση, κι ο ανεμιστήρας
μάς βάραινε ελαφρά προς τα κάτω
με απαλές ριπές αέρα.
Χαμογελούσε εκείνος. Εσείς οι δυο πια.
Άντε, φευγάτε... Δεν είναι ακόμη ώρα για δείπνο...
και φεύγαμε, χέρι-χέρι
στο σκασμένο πίσω κάθισμα του Ώστιν,
με τα παράθυρα ανοιχτά, το πρόσωπο του οδηγού μας
να κοιτάζει μπροστά μες στον καθρέφτη.
Ήτανε τέλειες,
οι δροσερές εκείνες βραδινές μας βόλτες:
ο ήλιος θαμπός απ' τη σκόνη,
λευκές λεωφόροι ευκαλύπτων,
μικρούτσικες φωτιές που τρεμοπαίζαν
και ο γλυκός καπνός του ξύλου ν’ ανεβαίνει.
Πότε θα με παντρευτείς; Σύντομα;
Όταν το είπες, τό ’πες
βαριεστημένα, φυσώντας ζεστό αέρα μες στ’ αυτί μου,
στον δρόμο εκείνο όλο λακκούβες
πέρα απ’ τη Μιρζαπούρ. Σύντομα;
Είχαμε αργοπορήσει, με σβηστή τη μηχανή
στη διάβαση - μια λεπτή μπάρα
στο ύψος της μέσης, κι η ζέστη
να αναπηδά ακόμα πάνω απ’ τις γραμμές,
παραμορφώνοντας τον αέρα. Ο φύλακας
βγήκε από την παράγκα του,
μισοσήκωσε τη μπάρα,
αφουγκράστηκε, ύστερα την βρόντηξε στη θέση της.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω είπες, κοκκινίζοντας,
κι έτριψες το χέρι μου. Περιμέναμε
σιωπηλοί, ακούγοντας το βαθύ όλο έξαψη
τσαφ, τσουφ του τραίνου όλο και πιο
κοντά, μια σφυρίχτρα στρίγκλισε,
και να το. Μπενάρες -
Λαχόρ σε φαγωμένες πινακίδες,
κάγκελα στα παράθυρα, και τα στοιβαγμένα
πρόσωπα των προσφύγων που χάνονταν.
*
Παντρευτήκαμε την εβδομάδα της Ανεξαρτησίας.
Το εργοστάσιο κλειστό, και στην εκκλησία
στοιβάζονταν οι εργάτες των χαλιών
που μας παρέσυραν μες στη γιορτή τους.
Τώρα είμαστε ελεύθεροι, φωνάζανε,
Ελεύθεροι - δένοντας το λαιμό μας με γιρλάντες
από τριαντάφυλλα και κατιφέδες. Τη νύχτα εκείνη
πριν απ’ το γαμήλιο ταξίδι
βόρεια στους λόφους, ήμασταν κρυφά
στο ετοιμόρροπο καλύτερο ξενοδοχείο της Μιρζαπούρ,
περπατώντας γύρω απ’ την πισίνα αργά την νύχτα.
Τρία πόδια βάθος η βρωμιά
ώς το νερό - η γυάλινη επιφάνειά του
ακίνητη με στίγματα εντόμων
που εκτελούσαν τον μικρό άσκοπο χορό τους,
ο τελευταίος κολυμβητής ήδη φευγάτος ώρα.
Σ’ αγαπώ. Κοίταξέ μας. Άντρας
και γυναίκα - έδειξες τα πρόσωπά μας
κάτω, στύλωσες το βλέμμα, και στράφηκες μέσα,
Έλα - αφήνοντας το χέρι σου πιασμένο ακόμα
στο δικό μου καθώς ψάχναμε για το κλειδί
και τον χοντρό μαύρο διακόπτη.
Ύστερα τσίριζες - Άφησέ τον.
Ένα οργισμένο γρήγορο τσουρούφλισμα. Ασ’ τον. Ασ’ τον,
και τον άφησα, αφήνοντας κι ένα κομμάτι δέρμα κολλημένο.
Πήραμε αμέσως το αυτοκίνητο, το καλό δεξί μου
σφιγμένο στο τιμόνι, το αριστερό σου τεντωμένο
από την άλλη, αλλάζοντας ταχύτητες ώς το ΜακΦάρλεην.
Πάλι εδώ - το ’πες με σφιγμένα δόντια
καθώς στεκόμασταν στην σκοτεινή είσοδο
πλάι πλάι για μια στιγμή
τα χέρια μας τεντωμένα μπροστά μας.
Έγνεψες προς αυτά: Λοιπόν;
Λοιπόν - τίποτα, είπα, και χαμογέλασα
περνώντας πρώτος. Αδελφή; Είναι κανείς εδώ; Είστε εδώ;
*
Έναν μήνα μόνοι
αλλά σιγά σιγά ξυπνώντας, κάνοντας
χώρο στη ζωή μας για ειδήσεις
έξω από μας. Η άνοιξη
έφερε τη ζέστη πάλι - κάθε
μέρα στο γραφείο μου τα χαρτιά
στοιβάζονταν θροΐζοντας κάτω απ’ το βάρος τους,
έτρεμαν και τινάζονταν καθώς ο ανεμιστήρας
ανακάτευε μες στην κουφόβραση ριπές.
Στον τοίχο μου είχα καρφιτσώσει τον πρώτο
δωρεάν καινούργιο χάρτη - Ινδία,
Πακιστάν: η νέα λέξη σπαστή
κατά μήκος της κοιλάδας του Ινδού τελείωνε
στο μελανιασμένο καρούμπαλο των βουνών.
Όταν πέθανε ο Γκάντι, ο πατέρας σου
διέγραψε τα σύνορα ώς κάτω
λέγοντας Τώρα. Τώρα θα δούμε,
κι έσκυψε το κεφάλι, ξαφνικά
νοσταλγώντας την Αγγλία. Την επομένη
βγήκε γύρω στα χωριά κουβεντιάζοντας,
καλοπιάνοντας, κι ύστερα πίσω στο γραφείο μου
μ’ αδειανά χέρια. Είναι το πένθος, είπε.
Δεν κάνουν τίποτε. Καταλαβαίνεις.
Κοίταξε το χάρτη μου κι αναστέναξε,
φανταζότανε ψηλά άσπρα βράχια
κι εξέδρες να ανοίγονται μεσ’ από την ομίχλη -
μιαν αποβάθρα να γυαλίζει στην πρωινή βροχή.
*
Αφού έφυγε ο πατέρας σου, και τα έπιπλά του
φύγαν ή στοιβάχτηκαν στην αποθήκη περιμένοντας,
το σπίτι ήταν δικό μας. Ψηλές ασβεστωμένες κάμαρες
κι οι χώροι που άφησε: σημάδια στο χαλί
από καρέκλες, το πατημένο τετράγωνο ενός ντουλαπιού.
Να προσέχετε, είπε, με το γενναίο του πρόσωπο
στην πόρτα της καμπίνας. Να θυμάστε,
μόλις γεννηθεί το μωρό, να γράψετε.
Όσο μπορείτε σύντομα. Τώρα σας παρακαλώ... Αλλά μείναμε
όλο το πρωί, κοιτώντας προς τα πάνω από την προκυμαία,
ένα ένα τα κάγκελα να δούμε να μας γνέφει
και μη βλέποντας τίποτα, και πάλι τίποτα
όταν ξεκίνησε, το πλοίο απίστευτα τεράστιο
καθώς το ρυμουλκούσαν έξω, μα ξαφνικά
ελάχιστο - ένα αργό φτερό καπνού που σκόρπιζε
κι ανέβαινε προς τον βορρά. Το φανταζόμασταν
να σβήνει για μέρες - ελεύθεροι, οι δυο μας
μόνοι επιτέλους. Κάθε νύχτα
ήταν το τρυφερό ιδιωτικό παιχνίδι μας. Άκου.
Τι ακούς; Ξάπλωνες ανάσκελα
με το φόρεμά σου σηκωμένο, κρατώντας
το κεφάλι μου στο πλάι της κοιλιάς σου. Ακούς τίποτα;
Ναι. Τέντωνα το λαιμό για του παιδιού το γουργούρισμα -
Ναι. Πυγμάχος. Ή ποδοσφαιριστής.
Κοιμόμασταν έξω το καλοκαίρι εκείνο,
δυο ξόανα μ’ ολοστρόγγυλα μάτια χέρι-χέρι
στη δροσερή βεράντα, οι καρδιές μας να τρέχουν,
κοιτάζοντας τ’ αστέρια να καίνε και να πέφτουν
μεσ’ απ’ τις κουνουπιέρες μας. Πέντε μήνες,
έξι, κι ύστερα για μια βδομάδα μόνος μου ταξίδι
στο Δελχί για δουλειές. Έπρεπε να ’χες έρθει;
Αυτό έφταιξε; Ακόμα και το καλοκαίρι; Διασχίζω
τα τελευταία λίγα μίλια της επιστροφής
ατέλειωτα. Να πάλι το ταξί
σχεδόν φτάνοντας σπίτι απ’ τον σταθμό, και να εγώ,
με τα παράθυρα κατεβασμένα ώς κάτω
και τα μάτια μου να τρέχουν, θολώνοντας το σπίτι
και τον έναν υπηρέτη που με προϋπάντησε.
Πού είναι η μεμσαχίμπ; Την ερώτησή μου,
την επιστρέφουν εκθαμβωτικοί τοίχοι λευκοί. Σαχίμπ
λέει, μες σε βαθειά σιωπή που απλώνεται.
Θυμάμαι τζιτζίκια, τις μανιασμένες δοξαριές τους,
και τον ήλιο να τσακίζεται μες στην αυλή,
κι ύστερα σπάει η φωνή του, Αχ Σαχίμπ
και γυρνάει προς εμένα κλαίγοντας.
Αλλ' αρνούμαι να καταλάβω,
παγωμένο χαμόγελο, δεν σκέφτομαι τίποτα
κι αφήνομαι να συνειδητοποιώ την ίδια
απρόσκλητη φράση ξανά και ξανά. Σαχίμπ -
το λέει πάλι. Θα σας δείξω τώρα.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.
Χάμτι-τάμτι γκιρ γκίγια φατ.
*
Ουλή από κίτρινη λάσπη ξεραμένη.
Γδάρσιμο από κάτι που
χάθηκε. Πάλη ξηρή.
Θα ξυπνήσεις,
σκεφτόμουνα, Ξύπνα,
γονατιστός με το κεφάλι μου γερτό
στο πλάι λες και θα κατάφερνα
να διακρίνω τη φωνή σου.
Σαχίμπ. Ήταν ο υπηρέτης,
κλαίγοντας ακόμα. Μπεμπέ πολύ νωρίς
και άσχημο. Σα φίδι.
Μετά βίας άκουγα,
χαμένος μες στην πρώτη στιγμή
που σε έφερα σε ζωή
υπόγεια: τα μαλλιά σου φτιαγμένα,
η πούδρα απαλή στο μάγουλό σου,
και το φόρεμα να γλιστρά
απ’ τα γυμνά σου μπράτσα
καθώς τεντώνεσαι και μου δείχνεις
το γλιστερό παρδαλό παιδί μας.
*
Οι παρηγοριές μου. Η πολλή δουλειά της μέρας
που σε κάνει να ξεχνιέσαι, οι θλιβερές
διστακτικές φωνές που με φέρνουν σε δύσκολη θέση
πάνω από το πλατάγισμα του ανεμιστήρα
Μπορώ να σας βοηθήσω σαχίμπ;
Ύστερα βράδια μόνος μεθυσμένος -
τα παντζούρια της κρεββατοκάμαρας κλειστά
και η σκιά μου να τρεκλίζει πέρα
δώθε μπρος από τις γρίλλιες
διπλώνοντας φορέματα μες σε μπαούλα,
μαζεύοντας αγκαλιές μωρουδιακά,
τις ζώνες σου, ένα δαντελλένιο μεσοφόρι,
παπούτσια, μπλούζες από το ντουλάπι.
Τόσα πολλά από σένα δεν είχαν βρεθεί -
τρεις νύχτες και πάντα κάτι
που να μην πρόσεξα, και μετά τέταρτη,
και βροχή. Κοντά στο σπίτι, ήμουν
με το κεφάλι κάτω μέσα στην αυλή
και πλάνταζα όταν ξέσπασε.
Μια μακρόσυρτη τσουρουφλιστή ριπή
σαν λινό που σκίζεται, ύστερα
μια παύση κι ύστερα οι πρώτες
μεγάλες στάλες, καθαρές να τσακίζονται
μες σε μπουχούς από σκόνη.
Μουσώνας πάλι. Την νύχτα εκείνη
απλώθηκα σ’ όλο το κρεββάτι
και ήπια ανάμεσα στα τελευταία
αταχτοποίητα ρούχα σου, τα φώτα του σπιτιού
όλα σβηστά. Χωρίς ύπνο,
αλλά κενό διακεκομμένο
ξαφνικά σαν συνειδητοποιώ πως η βροχή
είχε δυναμώσει, κεραυνοί
έριχναν κανονιές πάνω απ' τη στέγη μου,
ο ευκάλυπτος λαμπύριζε
μαστιγωμένος - μ’ ολόκληρο
το τεράστιο ύψος του καπνίζοντας
διαρκώς να συντρίβεται.
Μετά ξαναπλημμύρισε κενό,
η βροχή διαλύθηκε,
κι ένα όνειρο με λύτρωσε
πέρα από το δωμάτιό μου και τον κήπο μου,
σκαμπανέβαζα πάνω σε γκρίζο χείμαρρο
νερού προς τον τάφο σου.
Χώθηκα πλάι σου βαθειά
κι ήμουν στεγνός, τραβώντας
τα ρούχα σου, ψιθυρίζοντας.
Άσ’ τα. Δώσ’ τα μου
για πλύσιμο. Άφησέ τα.
*
Πόσες ημέρες; Δύο, τρεις, αφέθηκα
να βυθιστώ πέρα απ’ τον κόσμο, μισοκοιμόμουν
ή ονειρευόμουνα ξυπνός, με τη βροχή
μια σταθερή συρίζουσα νεροποντή, που μάνιαζε
να με σαπίσει ώς πέρα. Όταν πρωτοστάθηκα
έξω στην απαστράπτουσα αυλή
ήταν πρωί. Μία βδομάδα; Περισσότερο,
απ’ όταν πέθανες; Κανείς δεν είπε -
όλοι έλεγαν Ελάτε εδώ, σαχίμπ.
Ελάτε γρήγορα, και κάποιος πλατσούριζε
προς την αυλόπορτα του υποστατικού. Εκεί.
Κουνούσαν το χέρι, σάρωνε
Σκέφτηκα τον τάφο σου θαμμένο
βαθειά κάτω από το νερό, και μαζί του
όλη την πεδιάδα ώς μπρος στα πόδια μου -
κτήματα και σκονισμένα μονοπάτια χαμένα
σε μια κιτρινοπράσινη λίμνη με λακκάκια
όπου πρησμένες αγελάδες έπλεαν με το ρεύμα
διπλάσιες από το κανονικό, άκρες από στέγες
εξείχαν στον αφρό, και στα δέντρα
είχαν φυτρώσει απίθανα δέματα -
χαλιά τυλιγμένα και κρεμασμένα πάνω απ’ το νερό,
οι σκούροι σάκκοι τους φωλιά
για σμήνη μουσκεμένα γελοία πουλιά.
*
Καθήστε τώρα, σαχίμπ. Καθήστε εδώ.
Ήταν ο άγιος άνθρωπος,
χαϊδεύοντας το δάπεδο της βεράντας.
Ωραία. Το πρόσωπό του σκασμένο άσπρο
και το σκυμμένο σώμα
τυλιγμένο σε δέρμα λεοπάρδαλης -
ένας κουταλιανός του τσίρκου
διάβαζε τη ζωή μου. Σαχίμπ.
Σεις είστε μορφωμένος άτομος.
Μη φοβάστε.
Κι εγώ μορφωμένος: Χάζλιττ.
Οι ωραίοι ποιητές των λιμνών.
Είστε μόνος.
Μάτια κλειστά, κι οι λαδωμένες
τριχιές των μαλλιών. Το ένα χέρι πίεζε
το συρμάτινο κλουβί
και τον παπαγάλο - μια αστραφτερή
πράσινη ουρά από φτερά καπέλου.
Είστε μόνος τώρα.
Η υπνωτισμένη φωνή του
σταματούσε, συγκεντρωνόταν.
Πρέπει να φύγετε.
Η δουλειά σας εδώ, τέλος.
Το εργοστάσιο, τέλος,
το κεφάλι του έγειρε στο πλάι
κι ύστερα Όχι πια -
σχεδόν κραυγή.
Αυτές είναι οι ίδιες σας οι σκέψεις.
Είχε φύγει -
ένας αβέβαιος καμπουριαστός βηματισμός
ώς την αυλή, σέρνοντας
ένα πόδι λεοπάρδαλης μέσα στη σκόνη.
Το ονειρεύτηκα;
Απλωμένα μπροστά μου
ήταν σπειριά σιτάρι, ένα ξυλαράκι,
μια παχειά καμμένη τσαπάττι.
*
Η ζωή μου όχι πια στο χέρι μου. Ώς το φθινόπωρο
δύο, ίσως τρία χαλιά την εβδομάδα.
Ποτέ αρκετά. Σαν βγήκα με το αυτοκίνητο
των υφαντών τα σπίτια ήταν άδεια
κελύφη ερειπωμένα, οι αργαλειοί δίχως στημόνια,
κι όλοι δουλεύαν κάθε μέρα στα χωράφια,
φτυάριζαν πίσω σε όχθες την γκρίζα λάσπη του Γάγγη,
ανοίγοντας και πατώντας τα χαντάκια τους.
Πάλι σε μας θα ’ρθούν.
Ήταν ο Πραντίπ, ανακατεύοντας το ποτό του
καθώς η τελική συνέλευση του Δεκεμβρίου
παρατραβούσε. Συνοφρυώθηκε, Αλλά πότε;
Πρέπει να γνοιαστούν τη γη τους...
ύστερα σήκωσε τους ώμους, άδειο βλέμμα
έξω κατά τους τοίχους του υποστατικού
και τους ακίνητους ευκάλυπτους.
Θα δούμε. Ναι, θα δούμε.
Μιλούσαμε δίχως να σκεφτόμαστε,
αφήνοντας την ημερομηνία της πωλήσεως
ακόμα αβέβαιη καθώς σκοτείνιαζε το βράδυ
και Λοιπόν, είπε ο Πραντίπ, ξαλαφρωμένος
και αμήχανος. Λοιπόν, πρέπει να τελειώνουμε.
Καιρός ν’ αλλάξουμε. Για το πάρτυ
εννοούσε - Χριστουγεννιάτικος Χορός της Μιρζαπούρ
στη Λέσχη. Στις δέκα ήμουν εκεί, πιωμένος
κι ακούγοντας τους Ίνκσποτς Να ’σαι καλά
άγγελέ μου. Να ’σαι καλά που έφτιαξες
έναν καινούργιο κόσμο όταν ο παλιός
γκρεμιζόταν τόσο α-βο-ή-θη-τος. Ο δίσκος
ξανά και ξανά σαν κοινότοπος
τρυφερός καημός γι’ αυτό το δωμάτιο που έβραζε
φασκιωμένο με κισσό και χρυσόχαρτο,
με τα κίτρινα μπιλλιάρδα, και τους τοίχους
όλο κουκκίδες μπαμπακιού κολλημένες
από υπηρέτες που δεν είχαν δει ποτέ χιόνι.
*
Ξύπνησα στις πέντε σ’ ένα σπίτι γυμνό,
οι αποσκευές ήδη στα μισά του δρόμου.
Το τελευταίο μου πρωί: μια λεπτή λωρίδα
ουρανού δυνάμωνε κάτω από την πόρτα μου
και τα σκιώδη βήματα του επιστάτη
πάνω κάτω, ο βήχας του,
και το φλέγμα του με τ’ απαλό του σκόρπισμα.
Όταν κοίταξα έξω είχε φύγει -
το ράντζο του γερτό στον τοίχο,
κι ένα ξεκολλημένο χέρι οδοντόβουρτσας
πεταμένο στα σκαλιά της βεράντας.
Σαχίμπ. Μια φωνή δυνατή μες στο χωλλ.
Ήρθε ο οδηγός.
Είχα σκύψει μες στην κρύα αυλή
καθώς οι υπηρέτες μού περνούσαν τις γιρλάντες τους.
Ρόδα και κατιφέδες - ένα περιδέραιο
από θηλιές που μύριζαν γλυκά και γαργαλούσαν.
Στο καλό, σαχίμπ. Στο καλό. Στο καλό.
Έγνεψα σαλαάμ στα σουφρωμένα πρόσωπα,
μην τολμώντας να μιλήσω, κι ήμουν τυφλός
από τις θύρες του υποστατικού και πέρα
για ένα μίλι, δύο, της σκονισμένης δημοσιάς
μέχρι που έσκυψα μπρος. Στάσου. Περίμενέ με,
περίμενε, και γονάτισα στον τάφο σου.
Ύστερα η μνήμη θολώνει. Μπορώ ν’ ακολουθήσω
το διστακτικό μου χέρι ώς την πλάκα σου,
αγγίζοντας σαν να ’ταν μπράιγ -
Προσφιλή σύζυγο. Το τέκνο τους,
αλλά μετατοπίζονται οι εικόνες, και να ’μαι
σχεδόν κοιμισμένος στο παράθυρο ξανά,
σφουγγίζοντας ένα άνοιγμα στο θαμπωμένο
ασημί γυαλί. Ακούγονται βήματα τώρα -
του πατέρα σου, που διασχίζει το πλατύσκαλο.
Με φωνάζει, Εφτά η ώρα,
και η πόρτα του μπάνιου τρίζει.
Παρακολουθώ τον γαλατά να κατεβαίνει
σπίτι-σπίτι τον δρόμο,
και το φως ν’ αρχινά. Ο ήλιος δεν είναι παρά
μια λεπτή σχισμή που ασπρίζει. Η θάλασσα
έρημος ορίζοντας που ξαναγίνεται γκρίζος.
seamus heaney: 4 ποιήματα
Την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 1995, ανακοινώθηκε ότι το Νομπέλ Λογοτεχνίας θα απονέμονταν στον Ιρλανδό ποιητή Seamus Heaney – που εκείνη την στιγμή βρισκόταν στην Ελλάδα με τη γυναίκα του! Στην συνάντηση της ‘συντακτικής ομάδας’ του «αντί» θυμήθηκα πως είχα έτοιμα –μεταφρασμένα στον στρατό, δυό χρόνια πριν– κάποια ποιήματά του. Τα είχα καταπιαστεί σε κάποια στιγμή –ανάμεσα στον Gunn και τον Cocteau– αφενός γιά να ελέγξω την ικανότητά μου να αποδίδω τις διακριτές φωνές διαφορετικών ποιητών, και αφετέρου, ακόμα ειδικότερα, γιά να δω σε τι βαθμό ήταν δυνατόν να αναπαραγάγει κανείς –να ανασυστήσει, καλύτερα– την αιχμηρότητα της γλώσσας του Χήνυ, με τα απανωτά σύμφωνα των πολλών κελτικής καταγωγής λέξεών του. (Θυμάμαι πως μόνο αφού τον άκουσα να διαβάζει ποιήματά του στο βρετανικό ραδιόφωνο, περί το 1991, μπόρεσα να νιώσω πραγματικά και να παρακολουθήσω τον ρυθμό της ποίησής του – κάτι αντίστοιχο μου συνέβη και με την Δημουλά.) Τέλος πάντων, αποφασίστηκε να του αφιερωθεί ένα δισέλιδο, επέλεξα και ξαναδούλεψα τις μεταφράσεις που έκρινα ως επιτυχέστερες, σκάρωσα στα γρήγορα και μιά εισαγωγή, κι έτσι, την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου [«αντί» Β' 588: 48-49], κάναμε, θαρρώ, ένα μικρούλι ‘scoop’ – of sorts! (Αργότερα, μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1997, δημοσιεύτηκε και η τελευταία μετάφραση – «αντί», Β΄ 635, 23.05.1997.)
Καθαρτήριο
Ψαράδες στο Μπαλλυσσάννον
Πιάσαν στα δίχτυα τους ένα βρέφος
Χτες νύχτα, με το σολομό μαζί.
Ξώγαμο γέννημα,
Ένα μικράκι που το ρίξαν πίσω
Στα νερά. Αλλ' είμαι σίγουρος
Ότι καθώς στεκόταν στα ρηχά
Τρυφερά βυθίζοντάς τον
Ώσπου τα παγωμένα κότσια των καρπών της
Δεν τά 'νοιωθε πιά, χαλίκια,
Αυτός ήταν αθερίνα μ' αγκίστρια,
Την έσκιζε στα δυό.
Εκείνη έσυρε τα πόδια στο νερό
Κάτω απ' το σχήμα του σταυρού της.
Εκείνον τον τραβήξαν έξω με τα ψάρια.
Τώρα το καθαρτήριο θά 'ναι
Κρύο στραφτάλισμα ψυχών
Μέσα από μακρινή αρμύρας περιοχή.
Ακόμα κι οι παλάμες του Χριστού, πληγιασμένες,
Τσούζουν, και δεν μπορούν να ψαρέψουν εκεί πέρα.
[από το Ξεχειμωνιάζοντας, 1972]
Βορράς
Επέστρεψα σε μια μακριά ακτή,
πελεκητή καμπύλη ενός κόλπου,
και βρήκα μόνο να βροντά
η κοσμική εξουσία του Ατλαντικού.
Έστρεψα το κεφάλι στις πεζές
προσκλήσεις της Ισλανδίας,
τις θλιβερές αποικίες
της Γροιλανδίας, και ξάφνου
εκείνοι οι θρυλικοί επιδρομείς,
που κείτονταν στ' Όρκνεϋ και στο Δουβλίνο
κι αναμετριόνταν με τα μακριά
σπαθιά τους που σκουριάζαν,
'κείνοι που ήσαν μες στην συμπαγή
κοιλιά πέτρινων πλοίων,
'κείνοι που άστραφταν πετσοκομμένοι
μες στο χαλίκι ρυακιών που ξεπαγώσαν,
ήταν φωνές που τις εκούφαινε ο ωκεανός
και με προειδοποιούσαν, υψωμένες ξανά
με βία σ' επιφάνεια.
Του καραβιού η κολυμβήτρα γλώσσα
έπλεε με τη σκέψη τη στερνή –
έλεγε το σφυρί του Θωρ πως έπεφτε
πάνω στη γεωγραφία και την συναλλαγή,
βλαμμένα ζευγαρώματα και εκδικήσεις,
μίση και μαχαιρώματα πισώπλατα
μες στο συμβούλιο, ψεύδη και γυναίκες,
εξάντληση που την είπανε ειρήνη,
μνήμη που επωάζει το χυμένο αίμα.
Έλεγε, "Ξαπλώσου
στην μονιά των λέξεων, λαγούμι σκάψε
στο κουβάρι και την λάμψη
του αυλακωμένου σου μυαλού.
Σύνθεσε στο σκοτάδι.
Ανάμενε το βόρειο σέλας
στη μακριά εκστρατεία
αλλά όχι κάποιον καταρράκτη φωτός.
Κράτα το μάτι καθαρό
σαν τον κόμπο του σταλακτίτη,
εμπιστεύσου την αίσθηση όποιας χούφτας χρυσού
τα χέρια σου γνώρισαν".
[από τον Βορρά, 1975]
Το Νησί των Σταθμών, VII
Είχα φτάσει στην άκρη του νερού,
ησυχασμένος με το να κοιτάζω απλώς, χαζολογώντας
από πάνω του σαν να 'τανε διαυγές βαρόμετρο
ή καθρέφτης, όταν η αντανάκλασή του
να εισέρχεται μες στην αυτοσυγκέντρωσή μου
που είχε σκοπό να μην συγκεντρωθώ καθώς εκείνος πρόφερε
το όνομά μου. Και παρότι απρόθυμος
μπρος σ' ό,τι είδα ακόμα με κρατάει. Το μέτωπό του
έχασκε ανοιχτό πάνω απ' το μάτι και αίμα
είχε στεγνώσει πάνω στον λαιμό του και το μάγουλο. "Ηρέμησε",
είπε, "εγώ είμαι. Έχεις δει κι άλλους στα ίδια χάλια
μετά το γήπεδο… Τι ώρα ήταν
όταν με ξυπνήσαν ούτε τώρα ξέρω
αλλ' άκουσα να χτυπούνε, πάλι και πάλι, και
και έτσι μού 'κοψε να μην ανάψω φως
μα να κοιτάξω πίσω απ' την κουρτίνα.
Είδα δυό πελάτες στο κατώφλι
παρκαρισμένο έξω κι άφησα την κουρτίνα.
αλλά θα πρέπει να περίμεναν την κίνηση
γιατί φωνάξανε να κατεβώ στο μαγαζί.
Εκείνη άρχισε να κλαίει τότε, να κυλιέται στο κρεββάτι,
θρηνολογώντας θρήνους μοναχή της,
ούτε που ρωτούσε ποιός χτυπούσε. "Σου
έστριψε, τι σ' έπιασε;" γρύλλισα, πιό πολύ
από θυμό πραγματικό γιά 'κείνην
γιατί οι χτύποι με ταράζαν, έτσι όπως επέμεναν
και το κλαψούρισμα και οι πνιχτές στριγκλιές της τά 'καναν χειρότερα.
και πήγα στο παράθυρο και φώναξα,
"Τι θέλετε; Γιά χαμηλώστε αυτόν το σαματά
αλλιώς δεν κατεβαίνω". "Ένα παιδί είν' άρρωστο.
Άνοιξε μήπως βρούμε τίποτα – χάπια
καμμιά σκόνη ή κανά σιρόπι".
ένας τους είπε. Κατέβηκε απ' το πεζοδρόμιο
κι όταν κινήθηκε κι ο άλλος και τους δυό τους γνώρισα.
Αλλά όσο κι αν οι χτύποι ήσαν άσχημοι, η ησυχία
μού 'πεσε χειρότερη. Κι εκείνη είχε ησυχάσει
Στην πόρτα της κρεββατοκάμαρας άναψα το φως
"Παράξενο που δεν γυρέψαν φαρμακείο.
Όπως και νά 'χει ποιοί νά είναι τέτοια ώρα;"
με ρώτησε, με μάτια πεταγμένα έξω.
"Στο πρόσωπο τους ξέρω", είπα, αλλά κάτι
μ' έκανε να πιάσω να της σφίξω το χέρι πάνω απ' το κρεββάτι
προτού κατέβω κάτω στον διάδρομο
που τρέμαν. Θυμάμαι την μπαγιατισμένη μυρουδιά
μαγειρεμένου κρέατος ή κάτι τέτοιο νά 'ρχεται απ' έξω
καθώς πήγα ν' ανοίξω. Από 'κεί και πέρα
"Δεν είπαν τίποτα;" "Τίποτα. Τι νά 'λεγαν;"
"Ήταν με στολή; Μάσκες δε φόραγαν καθόλου;"
"Είχαν το πρόσωπο γυμνό όπως τη μέρα,
αρχίδια που νομίζανε πως ήταν το άλφα και το ωμέγα."
"Όχι πως θα σε παρηγορήσω
αλλά τους πιάσαν", του είπα, "και φάγαν φυλακή".
[από Το Νησί των Σταθμών, 1984]
Φωτισμοί, viii
Λέγουν τα χρονικά: όταν οι μοναχοί του Κλόνμακνοϊζ
Όλοι προσεύχονταν μέσα στο παρεκκλήσι
Φάνηκε πλοίο πάνω τους μες στον αέρα.
Η άγκυρα σερνόταν πίσω του τόσο βαθειά
Που αγκιστρώθηκε στου ιερού το κιγκλίδωμα
Και τότε, σαν το τρανό σκαρί τραντάχτηκε φερμάροντας,
Ένας από το πλήρωμα κατέβηκε γλιστρώντας στο σκοινί
Και πάλευε να το ελευθερώσει. Αλλά μάταια.
«Τούτος ο άνθρωπος δεν θα αντέξει την εδώ ζωή μας, θα πνιγεί»,
Είπε ο ηγούμενος, «εκτός αν τον βοηθήσουμε». Έτσι
Και έκαναν, ελεύθερο έπλευσε το πλοίο, κι ο άνθρωπος σκαρφάλωσε
Επιστρέφοντας από το θαυμάσιο όπως αυτός το γνώρισε.
[από την συλλογή Βλέποντας διάφορα, 1991]
5.9.08
οι ξυλοκόποι της άνοιξης
πάντα με τό ’να μισό στο φως
και τ’ άλλο μισό στο σκοτάδι
–διστάζοντας ανάμεσα
στην ομορφιά και την απορία
ανάμεσα σ’ εσένα και το αληθινό σου πρόσωπο–
περιμένεις να πέσω
να διαλέξω επιτέλους
την πλευρά που κι εσύ πια γνωρίζεις
αλλά δεν την πατάς παρά μόνο μαζί μου
*
το σκοτάδι τώρα δυναμώνει
η αγάπη γύρω μας πυκνώνει
δεν αργεί η στιγμή –
θα πέσει από πάνω σου η λεπτή ντροπή
*
γυρνώντας σπίτι σου μεσάνυχτα
μια νεαρή μάνα ζαλισμένη
έπινε ακόμα – χτυπημένο το πρόσωπο
και το παιδί στα χέρια
μάζευε κάθε τόσο το αρκουδάκι του
απ’ το βρώμικο πάτωμα του τραίνου
είπες αυτό η μάνα μου ποτέ
σα φτάσαμε σε χάιδευα ώσπου να ησυχάσεις
κι ύστερα με το σώμα σου
κουλουριασμένο γύρω στο δικό μου
έψαχνα να ταιριάξω μέσα στο κοίλωμα του ύπνου σου
γυρνώντας σπίτι μου την άλλη μέρα
είδα στο δρόμο
τους ξυλοκόπους της άνοιξης
*
λίγες ώρες αργότερα ήδη χάνω το πρόσωπό σου
προσπαθώ να κρατήσω τις ομοιότητες
μα μου διαφεύγει η εικόνα
μερικές φορές καταφέρνω
να σχηματίσω το χαμόγελό σου
πάνω στο κόκκινο πανί της πολυθρόνας
ύστερα με ξαφνιάζουν δυο γραμμές
που κατεβαίνουνε πικρές μέχρι το στόμα
κι άλλοτε νομίζω πως σε βρίσκω
σε ασπρόμαυρες σελίδες
– κοιτάζεις πάνω από τον ώμο
κεντημένον με μια μπλε καρδιά
όταν ξανά μ’ αγκαλιάζεις σε ρωτάω
αν εσύ με θυμάσαι – τότε γυρνάς και με το πρόσωπο
μισό στο φως χαμογελάς
ρώτησέ με ξανά όταν σκοτεινιάσει
[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'ποίηση' (τ.13, άνοιξη-καλοκαίρι 1999) και περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο, το σωσίβιο (εκδόσεις καστανιώτη)]
2.8.96
Μεσημεριάτικη συζήτηση με τον Ηλία X. Παπαδημητρακόπουλο
Η πρώτη γνωριμία μου με τον
Ηλία X. Παπαδημητρακόπουλο ήταν τηλεφωνική, μα θερμή· σύντομα βρεθήκαμε να
μιλάμε για το 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου εκείνος είχε εργαστεί ως
στρατιωτικός ιατρός και διευθυντής συντάξεως της Ιατρικής Επιθεωρήσεως
Ενόπλων Δυνάμεων – εγώ δε υπηρετήσει ως απλός στρατιώτης, αρκετά
χρόνια αργότερα, αλλ’ όχι πολύ μακρυά από το παλιό του γραφείο.
Ακολούθησε η βραδυά της
τιμητικής εκδήλωσης που είχε οργανώσει η «Νεφέλη» στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν,
όπου, μεσ’ στην μαγιάτικη ευδία, έγινε εμπεριστατωμένη παρουσίαση του έργου του
από τον φιλόλογο κ. Γιώργο Παγανό. Και ύστερα από άλλο ένα τηλεφώνημα,
συναντηθήκαμε. Μεσημεράκι, σε ένα καφενείο.
Έχει αφήσει, πίσω στην Πάρο, το κτήμα του, που δίκαια το καμαρώνει, και δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει πίσω. Μοιραία, η συζήτηση γυρνάει στο πατρικό κτήμα του Πύργου.
Τα βύσσινα της Αφρόδως
«Του πατέρα μου δεν του άρεσε να μένει στην πόλη (καίτοι διέθετε δυο, τουλάχιστον, σπίτια εκεί, δηλαδή το πατρικό του και το πατρικό της μητέρας μου), ζούσε αποκλειστικά στο χτήμα, και πηγαινοερχότανε στο γραφείο του με τα πόδια, δυο φορές την ημέρα. Στο χτήμα ασχολείτο μόνο με την καλλιέργεια των λουλουδιών, τα οπωροφόρα και τα άλλα τα είχε αφήσει στον αδελφό του, τον μπάρμπα μου το Δημήτρη. Παρακολουθούσε με πάθος τα ανθοκομικά, και θυμάμαι με πόση υπερηφάνεια επεδείκνυε (προπολεμικά, αυτά) μια ποικιλία από λευκά χρυσάνθεμα (την περίφημη «Ειρήνη»), τα οποία είχε κουβαλήσει εξ Αθηνών, και με τα οποία είχε γεμίσει αρκετές πρασιές στον κήπο. Έχει διασωθεί και μια σχετική φωτογραφία, σε μέγεθος καρτ-ποστάλ, όπου ποζάρει με φίλους ανάμεσα σε αυτά τα λουλούδια: προφανώς τους έχει καλέσει επί τούτου, δίπλα του στέκεται μια θελκτική κυρία με μια τεράστια καπελίνα (πολλά χρόνια μετά, πήγαινα στο σπίτι της, τα πρωινά, να μελετήσω υποτίθεται πιάνο), εξ ευωνύμων μια ωραιοτάτη δεσποινίς και πάρα δίπλα ο σύζυγος της κυρίας, με άψογο κουστούμι και γραβάτα. Αυτόν (ήταν δικηγόρος) τον έσφαξε την τελευταία ημέρα της Κατοχής, κατά την φοβερή μάχη του Πύργου (όπου έλαβαν χώραν σημεία και τέρατα) ένας ένοπλος, αντίδικος σε κάποια δίκη. Τον έσφαξε στην μεγαλοπρεπή κλίμακα του σπιτιού του – η σκάλα είχε μια καταπληκτική κουπαστή από μαόνι, και σε κάθε σκαλοπάτι της υπήρχε μια τεράστια γλάστρα με φυτά εσωτερικού χιύρου, του είδους που αποκαλείται έρωτας. Ας ξαναγυρίσουμε στο χτήμα. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ήρθε, το 1923 (ο πατέρας μου δεν είχε παντρευτεί ακόμη, παντρεύτηκε το 1929), μια οικογένεια από τα περίχωρα της Νικομήδειας, πρόσφυγες. Ρίζωσαν εκεί, κοντά σ’ αυτούς μεγάλωσα, έκαναν παιδιά (τα πάντρεψα), εγγόνια (τα βάφτισα). Η Αφρόδω, πρόσωπο μυθικό... Στο σπίτι με τάιζαν εξευγενισμένα φαγητά, και από πάνω γάλα, κρέμες, ριζόγαλα και άλλες αναγούλες – η Αφρόδω με μπούκωνε κρυφά με ψωμί ζυμωτό, φασολάδα, παστές σαρδέλες, κρεμμύδια, ρέγγα, φαγάκια του θεού, δηλαδή. Ήταν φοβερά αθυρόστομη, φοβερά αθώα. Μας διηγόταν παραμύθια από την Μικρά Ασία, ιστορίες από τη γη της επαγγελίας, μας μιλούσε για τις σφαγές, τους Τούρκους, τη μεγάλη καταστροφή του 1922. 'Οταν εμείς ζαρώναμε κι είμαστε έτοιμοι να βάλουμε τα κλάματα, πεταγόταν απάνω, αρκεί να μην ήταν παρών ο πατέρας μου –τον σεβόταν υπερβολικά, αυτή του έκλεισε τελικά τα μάτια, τον έπλυνε, και τον στόλισε– κι έλεγε ξαφνικά:
– Θα σας πιο ένα αίνιγμα, κι αν
το βρείτε θα σας φτιάξω τηγανίτες. «Την σαλιώνω, την κορδώνω και στον κώλο της
τη χώνω». Τι είναι;
Πέθανε πρόπερσυ το Πάσχα, εκατό ετών. Δυο χρόνια πριν πεθάνει μου έδωσε, σε ένα από τα ταξίδια μου στον Πύργο, ένα κονσερβόκουτο όπου μέσα είχε φυτέψει τον περασμένο χειμώνα δύο κουκούτσια από βύσσινα. Είχαν βγάλει δυο-τρία φυλλαράκια.
– Πάρε, μου λέει, φύτεψέ τα σε
μια γωνίτσα στο χτήμα που φτιάχνετε, να τρως βύσσινα που σ’ αρέσουν.
Τα πήρα – χαμογελώντας με συγκατάβαση. Τα έβαλα σε μια γωνίτσα. Έγιναν ξαφνικά δυο θαυμάσια δέντρα, την άνοιξη έχουν εκατοντάδες λευκά ανθάκια, τον Ιούνιο τρώω βύσσινα με τις χούφτες.»
Δευτεροετής στην Στρατιωτική Ιατρική Σχολή. Θεσσαλονίκη, 1951.
Ο θάνατος επέρχεται
σταθερώς...
«Το καλοκαίρι του 1941, στην Κατοχή, στρατοπέδευσαν οι Ιταλοί στο χτήμα. Ήρθαν απογευματάκι, γκρέμισαν τους φράχτες, έδεναν τα μουλάρια στα δέντρα, πλήρης καταστροφή, δεν έμεινε τίποτα... Ο πατέρας μου άρχισε να τρέχει από δω κι από κει, τον έσπρωχναν, τον ειρωνευόντουσαν, έτσι όπως προσπαθούσε να τους αποτρέψει φορώντας λευκό κουστούμι κουκουλάρικο, καπέλο παναμά, και ένα ελαφρύ μπαστούνι με λαβή από ήλεκτρο... Άρχισε να κάνει κρίσεις στηθάγχης, φάρμακα δεν υπήρχαν τότε, αδυνάτιζε. Στις 18 Αυγούστου του 1943 έκανε φοβερή ζέστη στον Πύργο, πρέπει να ήταν καύσων, πρέπει κι αυτό να συνετέλεσε, επέστρεψε το μεσημέρι κάθιδρως. Μετά το φαγητό, ξάπλωσα για λίγο δίπλα του – έτσι κάναμε τα μεσημέρια: ο πατέρας μου διάβαζε για λίγο, μου μιλούσε για βιβλία και συγγραφείς, εκείνο το μεσημέρι διάβαζε Πλούταρχο. Η μάνα μου άπλωνε στον ήλιο χυλοπίτες.
Εγώ ετοιμαζόμουν να την κοπανήσω, να πάρω τον αδελφό μου (ήταν εννέα ετών, εγώ δεκατριών) και να παίξουμε στο χτήμα. Ξαφνικά ο πατέρας έβγαλε μια πνιγμένη κραυγή, του έπεσε το βιβλίο, τον άκουσα να ροχαλίζει κάπως βραχνά (μετά έμαθα πως αυτό λέγεται επιθανάτιος ρόγχος),έτρεξα να φέρω τον γιατρό, μέχρι να πάω και να γυρίσουμε με τα πόδια, βρήκαμε τον πατέρα μου στα τελευταία του. Θυμάμαι το ύφος του οικογενειακού μας γιατρού όταν βγήκε από το δωμάτιο – θυμάμαι κυρίως, τη φράση του:
– Ο θάνατος επέρχεται
σταθερώς...
Η μάνα μου έμεινε μόνη, νεωτάτη
(ήταν, τότε, 36 χρονών), χωρίς σύνταξη, το χτήμα κατεστραμμένο, η περιουσία
ρημαγμένη, τα έφερε βόλτα, σπουδάσαμε, πουλήθηκαν βέβαια τα πάντα στον Πύργο,
αντί πινακίου φακής, ο πατέρας μου δεν είχε αφήσει διαθήκη, πλάκωσαν συγγενείς
από παντού, άγνωστοι κλάδοι, δικαιούχοι (!), το πατρικό της μάνας μου το είχαν
κι εκείνο επιτάξει οι Ιταλοί (γνωστός μεγαλόσχημος είχε μεσολαβήσει, μας είχε
βουτήξει επί πλέον και το σαλόνι, «μασκαράς» –λέει ακόμη η μάνα μου– «δεν θα
τον δω καμιά φορά να τον φτύσω;», πού να τον δεις, ρε μάνα, της λέω,
Πρωθυπουργός είσαι;).
Περάσαμε φτώχειες, ταπεινώσεις,
εξευτελισμούς. Μετά που φύγανε οι Ιταλοί νοικιάσαμε το πατρικό της μάνας μου σε
έναν γιατρό δερματολόγο. Ενοίκιο ενοικιοστασιακό, ψιχία. Τα είχαμε, όμως,
ανάγκη – ας πούμε 5 ή 10 το πολύ χιλιάδες σημερινές, τι να πάρεις, τι να
πρωτομπαλώσεις.
Με άφηνε και περίμενα στο
σαλόνι με τις ώρες, μαζί με τις πουτάνες που ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα – η
βλεννόρροια, τα αφροδίσια έκαναν θραύση. Κάποτε έβγαινε και ή με έδιωχνε,
λέγοντάς μου να ξαναπεράσω, ή μου έδινε τα μισά χρήματα, και τα υπόλοιπα
«άλλοτε»...
Η μάνα μου είχε πολλά αδέλφια.
'Οταν ήμουν πέντε χρονών, ο μικρότερος αδελφός της ήρθε σπίτι μας. Ο πατέρας
μου είχε ένα περίστροφο –όχι, πιστόλι πρέπει να ’ταν, έπαιρνε γεμιστήρα,
θυμάμαι– με φιλντισένια λαβή, σαν γυναικείο – ποιος ξέρει πώς βρέθηκε εκεί.
Ανοίγει ο αδελφός της το συρτάρι, το παίρνει, βρίσκει και σφαίρες, φεύγει απ’
το σπίτι, πάει στις γραμμές του τραίνου πιο κάτω, και αυτοκτονεί. Μαθαίνεται το
νέο, έρχεται ένας άλλος θειος μου, ο μεγαλύτερος αδελφός, «ο ανταποκριτής μας
στον Πύργο» Αθηναϊκής εφημερίδας (αυτός ήταν υπεύθυνος για διάφορα
δημοσιογραφικά εφευρήματα –μέχρι και ολόκληρη ανταπόκριση για την πικραγγουριά
είχε γράψει– και για την εικόνα του Πύργου παραέξω, ως πόλης γεμάτης εγκληματίες!),
κάνει έτσι την κουβέρτα, και βλέπει τον ίδιο του τον αδελφό... Πολλές φορές έχω
επιχειρήσει να γράψω ένα διήγημα με αυτή την ιστορία. Δεν τα καταφέρνω.
Φιλοδοξώ να είναι το τελευταίο μου διήγημα – είτε γιατί θα σταματήσω να γράφω,
είτε απλώς γιατί θα τινάξω κι εγώ τα πέταλα.
Ένας άλλος πάλι ξαδελφός μου ήταν αριστερός, δικηγόρος κι αυτός, χρόνια στα ξερονήσια, αλληλογραφούσαμε, μου σύστηνε βιβλία, του είχα μεγάλη αγάπη. Την ημέρα που βγήκαν τ’ αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, παίρνω τηλέφωνο τη μάνα μου –με πρόσκληση και ραντεβού συγκεκριμένη ώρα, κείνον τον καιρό– να της πω πως μπήκα – μου λέει: «Πέθανε ο Άγγελος»· ούτε που προλάβαινα να κατέβω στην κηδεία.»
Σαλικιμιά και κυπαρίσσι
«Στον οικογενειακό μας τάφο,
στον Πύργο, όπου θάψαμε και τον μπάρμπα-Θανάση από τα περίχωρα της Νικομήδειας,
τον άντρα της Αφρόδως, είχα φυτέψει ένα κυπαρίσσι, το 1976, αρσενικό, πήγαινε
ίσιο, ψηλά. Ήταν και μια σαλκιμιά πιο πέρα – αυτές που τις λένε γλυσίνες στην
Αθήνα, με λουλούδια που ευωδιάζουν μεθυστικά. Πάω κάποτε, ύστερα από χρόνια,
κομμένο το κυπαρίσσι, κομμένη κι η σαλκιμιά. Και παλιά ταφικά μνημεία ξεπατωμένα,
μάρμαρα και σιδεριές πεταμένες, γιατί δεν υπήρχαν απόγονοι να πληρώνουν το
ενοίκιο! Μάρμαρα, γλυπτά, πέτρες, ανάκατα, πεταμένα. Όλη η ιστορία της πόλης
ερείπια, κατεστραμμένη, συλημένη – καμιά αντίδραση από τους συμπολίτες, ο
Πύργος μετώκησε ομαδικώς στην Αθήνα κατά την καταραμένη δεκαετία του ’50.
Καθόμουν άφωνος μπροστά σε αυτή
την απίστευτη ακηδία και βαρβαρότητα. Και τι ωφελούν οι στίχοι από το Ψαλτήριο,
«επί των ποταμών Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμεν, και εκλαύσαμεν...», εκεί,
όπου έπρεπε να πέσει άγρια ράβδος;
'Οταν, επιτέλους, ο Ηλίας
Πετρόπουλος κυκλοφορήσει τους Τάφους με τις 5.000 φωτογραφίες,
φαντάζομαι ότι και οι Πύργιοι (οι άρχοντες, οι προύχοντες, οι ταγοί, ο
κοσμάκης) θα αντιληφθοΰν το μέγεθος του εγκλήματος.
Έκανα αναφορά στον παπά, έγραψα στον Δεσπότη. Ο Πύργος πρέπει να έχει μια παγκόσμια πρωτοτυπία: το νεκροταφείο δεν ανήκει στον Δήμο, ανήκει σε κάποιο εκκλησιαστικό συμβούλιο – ανοίξαμε αλληλογραφία με τον Δεσπότη, τους έβριζα, δεν έβγαινε τίποτα, ούτε μητρώο των τάφων διαθέτουν!!! Ματαίως. Σε λίγο καιρό, με είχαν καλέσει για μια εκδήλωση στην Πάτρα: ύστερα, σ’ ένα σχολείο του Πύργου θα διάβαζαν τα παιδιά κάτι δικά μου κείμενα – ήταν εκεί και οι προύχοντες, ο Δεσπότης δίπλα μου, ούτε είχαμε ειδωθεί ποτέ, δεν με ήξερε. 'Όταν κατάλαβε:
– Δεν μπορεί να είστε εσείς! μου κάνει.
Αυτές ήταν κι οι τελευταίες
κουβέντες που ανταλλάξαμε, αλλά το φοβερό πρόβλημα με το Νεκροταφείο του Πύργου
παραμένει.
Μ’ έναν άλλο Δεσπότη, στην
Καβάλα το ’60, είχα μια μάλλον πιο ευχάριστη εμπειρία: ήταν η μάνα του άρρωστη
και την είχα κοιτάξει, κι αυτός, για να με ευχαριστήσει, μου χάρισε τον Εκκλησιαστή.
Τότε μελέτησα την εκκλησιαστική ποίηση για πρώτη φορά, παρ’ όλο που από
μικρόν με γοήτευαν τα λόγια στη λειτουργία. Αυτή η τελεσίδικη έκφραση: έχεις
την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν καλύτερα».
Η φόλα της τυπογραφίας
Από τη γλώσσα της Εκκλησίας,
περνάμε στη γλώσσα του Στρατού.
«Δεν με ενοχλούσε η υπηρεσιακή
καθαρεύουσα – την χειριζόμουνα καλά και με ευχαριστούσε. Μου έλεγε ο μακαρίτης
συνάδελφος ο Αντώνης ο Θωμάκος, η νέκυια του οποίου συνιστά και το διήγημα «Ο
Αντώνης»: «Δεν χρειάζεται να υπογράφεις τις αναφορές σου, τις διαταγές και τα
χαρτιά, ξέρω αμέσως ότι τα έχεις γράψει εσύ». Βέβαια έτσι έγινα λιγάκι κάτι σαν
πληρωμένος κονδυλοφόρος...
Το 1974 με μια ομάδα συναδέλφων παθολόγων, με επικεφαλής τον Νίκο τον Σχίζα (εγώ θεωρούσα πάντα ως κορυφαίο στόχο την προληπτική ιατρική, κι εκεί προσπαθούσα να εργαστώ), συνειδητοποιήσαμε πως, ουσιαστικά στην Ελλάδα (όπου το ποσοστό των φορέων, σε ορισμένες περιοχές ξεπερνούσε και το 10%), δεν υπήρχαν επίσημα στοιχεία για την Μεσογειακή Αναιμία!!
Οργανώσαμε, έτσι, το 1976 ένα
διεθνές συνέδριο, ήμουν γραμματεύς και παρακάλεσα τον Πεντζίκη να κάνει, επί
χρήμασι, ένα σχέδιο για το εξώφυλλο του προγράμματος. Τα συνέδρια ελάμβαναν
χώραν στη Θεσσαλονίκη, και ο Πεντζίκης ζωγράφισε ένα απίστευτα σουρρεαλιστικό
σχέδιο με τον κόλπο της Θεσσαλονίκης περίπου ως κόλπο γυναικός, με τα ονόματα
των επικεφαλής συνέδρων γραμμένα περίπου βουστροφηδόν – πρέπει να είναι το πιο
πρωτοποριακό διεθνώς πρόγραμμα συνεδρίου! Κι όμως το αποδέχτηκαν, κανείς δεν
μου έφερε αντίρρηση, το άφησαν να περάσει, άρα δεν ήταν τόσο δύσκολα τα
πράγματα στο Στρατό, είχε περιθώρια αν ήθελες. Εξώφυλλα μου έκανε κι αυτός ο
φοβερός γραφίστας και ζωγράφος, ο Ανακρέων Καναβάκης.
Το Συνέδριο οδήγησε στην ίδρυση
ενός Κέντρου Ελέγχου Μεσογειακής Αναιμίας στο 401 Νοσοκομείο, βοήθησαν πολλοί
να γίνει αυτό, την τελική έγκριση την οφείλουμε στον Αβέρωφ, ήταν τότε υπουργός
Εθνικής Αμύνης. Τύπωσα τα πρακτικά του συνεδρίου σε έναν μεγαλοπρεπή και
πολύτιμο τόμο 500 σελίδων, στη φωτοσύνθεση του Γιώργου Τσιβεριώτη, με αγαπούσε
και με ανεχόταν. Είμαι περήφανος για εκείνα τα πρακτικά – αλλά (επειδή έχω τη
φόλα της τυπογραφίας), και για τα τυποτεχνικά παιχνίδια που έκανα, και για τον
κολοφώνα που κατασκεύασα, ίσως τον πιο άρτιο σε σημερινό βιβλίο...
Από τις πιο ευχάριστες
περιόδους μου στο Στρατό ήταν η επί εξαετία θητεία μου ως διευθυντού συντάξεως,
στο περιοδικό Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων. Το είχε ιδρύσει ο
Παντελής Κρανιδιώτης, ψυχίατρος, διανοούμενος και συγγραφεύς, συνεργασίες του
υπάρχουν στο Αντί. Πέθανε προ μηνών, αφού πρόλαβε να εκδώσει το βιβλίο
του Εκτροπής Εγκώμιον – ένα
γλυκύτατο και τρυφερό δοκίμιο για την τρέλλα.
Το περιοδικό, όμως, το είχε
οργανώσει και ανυψώσει σε έκδοση περιωπής ο χαλκέντερος φίλος μου καρδιολόγος,
ο Χ.Δ. Μιχαλόπουλος. Από αυτόν το παρέλαβα – και το παρέδωσα στον φίλο μου
μικροβιολόγο, τον πεζογράφο Νίκο Α. Καββαδία, αφήνοντάς του (αντί άλλης
παρακαταθήκης) το άρθρο, που είχα μόλις δημοσιεύσει στην «Καθημερινή» με τίτλο:
«Το ήθος στην Βάρδια του Νίκου Καββαδία» – του Μαραμπού, εννοείται.»
Τον ρωτώ για τα δικά του
βιβλία, και για την κριτική.
Κείμενα και φίλοι
«Η κριτική στάθηκε εξαιρετικά
γενναιόδωρη μαζί μου, αντιμετώπισε με ενθουσιασμό και τις τέσσερεις συλλογές
των διηγημάτων μου. Εγώ έχω αδυναμία και στα υπόλοιπα είδη των βιβλίων μου, τα Παρακείμενα,
το Βουστροφηδόν, το Επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αυτό για τον
Παπαδιαμάντη. 'Οταν ο Τριανταφυλλόπουλος μου ζήτησε να λάβω μέρος στο Συνέδριο για
τον Παπαδιαμά-ντη, τον Σεπτέμβριο του 1991 στη Σκιάθο, δίσταζα. Πίστευα πως όλα
είχαν ειπωθεί... Έκπληκτος διαπίστωσα ότι πράγματα σημαντικά δεν είχαν ειπωθεί,
είχαν περάσει απαρατήρητα ουσιαστικά στοιχεία της ζωής και του έργου του
Παπαδιαμάντη, όπως το χιούμορ, η στέρηση, οι συχνότατες αναφορές του στα
γκιουβέτσια, τα φουσκάκια και τα πάμπολλα άλλα χάόια της κοιλιάς...
Φορούσε ξένα ρούχα, το τριμμένο
παλτό που του είχε στείλει από το Λονδίνο ο Πάλλης, ο Πεντζίκης ουδέποτε
έφτιαξε καινούργιο κουστούμι, φορούσε τα αποφόρια του μεγαλοεισαγωγέως γαμπρού
του, τα παληά ρούχα, τα μεταποιημένα ρούχα, ήταν βασικό στοιχείο στη ζωή των
Ελλήνων μέχρι την έλευση του καταναλωτισμού. Γράφουν ένα σωρό μπούρδες για τον
Παπαδιαμάντη, ταυτίζουν το υψηλό ήθος του με τα θρησκευτικά του διηγήματα,
ουδέποτε ανθολογείται, π.χ., «Ο Κακόμης», ίσως γιατί ήρωας εκεί είναι ένας χαμάλμπασης,
που όμως μας δίνει το υψηλότερο μάθημα ήθους, και μέσω του Κακόμη ο
Παπαδιαμάντης μας αδειάζει την ψυχή του και γράφει ένα από τα ωραιότερα
διηγήματα της γραμματείας μας...»
Επιστρέφουμε στα χρόνια της Ιατρικής
Επιθεωρήσεως:
«Αρκετά πρωινά άρχιζα την ημέρα
μου περνώντας πρώτα από το Περιστέρι, απ’ το τυπογραφείο του Γιώργου Τσιβεριώ-τη.
Εκεί γνώρισα και τον Παπουτσάκη του Αντί, στην Λένορμαν,τότε.
Ο Τσιβεριώτης ήταν ο ηθικός αυτουργός του όρου «φωτοσύνθεση» που τότε ξεκίναγε· «φωτοστοιχειοθεσία» την έλεγαν αρχικά, αλλά παραήταν μακρύ! Βέβαια η λέξη «φωτοσύνθεση» είχε προϋπάρξει ως όρος της βοτανικής.
1974 (φωτ.: Τ. Σινόπουλος)
Γυρνώντας, κατά τις 10 σταματούσα για καφέ στου Σινόπουλου. Συχνά παρακολουθούσα την εξής σκηνή. Ερχόταν η κυρία Αφροδίτη, η οικονόμος του, να του ζητήσει λεφτά για τα ψώνια· έβγαζε ο Σινόπουλος και της έδινε τρία χιλιάρικα, ας πούμε – το σημείωνε σ’ ένα τεφτεράκι. Επέστρεφε η κυρία Αφροδίτη από τα ψώνια, του ’φερνε τα ρέστα, τα σημείωνε πάλι ο Σινόπουλος στην αντίστοιχη στήλη.
– Μ’ αυτόν τον τρόπο ξέρεις ανά
πάσα στιγμήν πόσα έχεις, μου έλεγε. Θα σε μάθω κι εσένα. Έτσι τα σημείωνε και ο
Μπαλζάκ!
Και ο Πεντζίκης όταν ήταν στην
Αθήνα, πέρναγα και τον έβλεπα στο ξενοδοχείο του στο Θησείο. Εκείνη την ώρα
έπαιρνε ένα μεγαλοπρεπέστατο πρωινό, παράγγελνε τυριά, μπέικον τζηζ, βούτυρα,
κρουασσάν, μαρμελάδες, αυγά, ψωμιά, καφέδες –εις διπλούν, εννοείται– τα ’χε όλα
απλωμένα μπροστά του, και συγχρόνως σου διάβαζε τι είχε γράψει, σου έδειχνε
τους πίνακες που είχε ζωγραφίσει. Έτσι τον είχα μαγνητοφωνήσει να μιλάει για τα
Αναστενάρια· είχαμε τότε ένα άρθρο στην Ιατρική Επιθεώρηση, όπου
προσπαθούσαν, νευρολόγοι και νευροφυσιολόγοι, να τα εξηγήσουν επιστημονικά.
Έβαλα λοιπόν τον Πεντζίκη να πει την άλλη πλευρά –τους γνώριζε τους
Αναστενάρηδες– και το δημοσίευσα ως «Επέκεινα του Φαινομένου». Του άρεσε ο
τίτλος – μανίκι η απομαγνητοφώνηση, να συμμαζέψεις τον λόγο του Πεντζίκη. Αλλά
μπορούσα και τα ’κανα αυτά, παρ’ όλον τον μύστακα και τα μαλλιά που ερέθιζαν
πολλούς· είχα αρκετή ελευθερία. Ορισμένοι μάλιστα από την ηγεσία του Στρατού με
παρακολουθούσαν στην «Φιλολογική Καθημερινή».»
Ωστόσο επανειλημμένα προσπάθησε
να φύγει από το στράτευμα.
Καβάλα και κινηματογράφος
«Το 1957, μόλις τελείωσε ένα
18μηνο μετεκπαιδεύσεως στην Αθήνα, έγινε η πρώτη τοποθέτησή μου ως ιατρού
μονάδος σιο Καλπάκι, κοντά στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Ούτε μπορούσα να
φαντασθώ τι σήμαινε αυτός ο γυμνός λόφος με τα λαμαρινένια τολ και τους
κοριούς... Αργότερα πληροφορήθηκα ότι το είχε ιδρύσει ο Μεταξάς ως στρατόπεδο
για αριστερούς, τα δημοσίευσα αυτά στο περιοδικό Γιατί. Η Νιόβη έκανε
ειδικότητα παιδιατρικής στη Θεσσαλονίκη, της βρήκα θέση αγροτικού γιατρού στα
διπλανά Δολιανά, άγριο μέρος, κακοτράχαλα βουνά, ταλαιπωρήθηκε αγρίως σ’ εκείνα
τα χωριά, αλλά στο διπλανό ποτάμι, τον Καλαμά, τον Θύαμι (τον έχουν υμνήσει
στις μέρες μας ο Κίμων Τζάλλας, κυρίως όμως ο Χριστόφορος Μηλιώνης) υπήρχαν
καραβίδες και πέστροφες, και στις όχθες του λιάζονταν εκείνες οι πανέμορφες
βίδρες.
Κατάφερα τον Γενάρη και πήρα μετάθεση για το νοσοκομείο της Βέροιας. Γενικά στο στρατό με τους μαχίμους πέρασα θαυμάσια – οι παληοί υγειονομικοί ήσαν το πρόβλημα (ο αρχίατρος του νοσοκομείου, ο Γενικός του Σώματος, καραβανάδες του κέρατά τότε, η Σχολή δεν είχε ακόμη καλύψει με δικά της στελέχη αυτούς τους βαθμούς). Τα αδιέξοδα μεγάλωναν, η υποχρέωση που είχαμε αναλάβει να υπηρετήσουμε στο Στρατό 15 χρόνια, είχε αυξηθεί μονομερούς σε... 25, ενώ προσετίθεντο κι άλλα για την ειδικότητα! Το Σύνταγμα δεν λειτουργούσε,
δεν υπογραφόταν η συνθήκη
ειρήνης με την Αλβανία, δεν είχαμε καμιά δυνατότητα να αντιδράσουμε, μας
χρησιμοποιύσαν όπως ήθελαν, σαν υλικό.
Μόνη οδός διαφυγής οι εκλογές.
Παραιτήθηκα (με πάμπολλους άλλους) βάζοντας απλώς υποψηφιότητα βουλευτού,
πήγαμε στην περιοχή Καβάλας ως αγροτικοί, ανακληθήκαμε, προσφύγαμε στο
Συμβούλιο Επικρατείας, ξαναφύγαμε, ανακληθήκαμε και πάλι ως έφεδροι εκ μονίμων,
τοποθετήθηκα στη Νιγρίτα (τότε παρακολούθησα και τα Αναστενάρια, είδα τον
Γιαβάση, είδα τον κάμπο, τα μακεδονικά παζάρια), από ’κει στην Ελευθερούπολη
και –επί τέλους– το 1959 στην Καβάλα. Εκεί κάναμε με τη Νιόβη και το πρώτο
σπιτικό μας, αποχτήσαμε φίλους, ήταν η θάλασσα, η Θάσος, ερχόταν ο Πεντζίκης ως
ιατρικός επισκέπτης, έμενε μια εβδομάδα τον μήνα, τριγυρνούσαμε μαζί, κάναμε
εκδρομές, ερχόταν ο φίλος μου ο Πάτροκλος μέ το δίχρονο Saab του του 1958,
ερχόταν ο Πετρόπουλος, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια.
Εκεί ήμουνα γιατρός όλων των
Σωμάτων: ιατρός Στρατού, ιατρός Κατατάξεως, της Χωροφυλακής, του Λιμενικού, της
Πυροσβεστικής, μέχρι και Νομίατρος έγινα όταν με παρακάλεσε ο τότε Νομίατρος
που ήθελε να φύγει, και λούστηκα τον πρώτο εμβολιασμό του πληθυσμού όλου του
νομού για την πολιομυελίτιδα.
Καλά ήτανε, με βόλευε: ήμουνα
συγχρόνως παντού και πουθενά. Ύστερα, ήταν κα ιτο άλλο: δικαιούμασταν ετησίως
15 μέρες άδεια μετεκπαίδευσης σε νοσοκομείο. Κανόνιζα εγώ και την έπαιρνα όταν
έπεφτε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, για το ΑΧΕΠΑ. Και κατέληγα
να βλέπω 6 με 8 ταινίες την ημέρα – είχα φοβερή αδυναμία στον κινηματογράφο.
Έστελνα καθημερινές ανταποκρίσεις στην εφημερίδα της Καβάλας «Ο Ταχυδρόμος».
Έτσι έγραψα την πρώτη κριτική,
πάνω στα γόνατά μου μεσ’ στη σκοτεινή αίθουσα, για μια ταινία του Παρατζάνοφ,
χωρίς να ξέρω το παραμικρό για τον σκηνοθέτη, απλώς με την θέρμη του
ενθουσιασμού. Μιλώ, φυσικά, για τις Σκιές των λησμονημένων προγόνων. Εγώ
για κριτικός κινηματογράφου πήγαινα, αλλά με την ίδια θέρμη έγραψα και για την
πεζογραφία. Ωστόσο και ποίηση διαβάζω πάντα πολύ – με συναρπάζει πώς καταφέρνει
να τα λέει όλα, με λίγες λέξεις. Κι αν έμαθα κάτι για τον ρυθμό του λόγου, το
οφείλω στην ποίηση.
Ταξίαρχος, 1983.
Ο πραγματικός δάσκαλός μου
πάντως. είναι ο Πεντζίκης. Δεν είχαμε τίποτε κοινό, κι όμως απ’ αυτόν έμαθα τα
περισσότερα.
Στην Καβάλα του διάβασα ένα διήγημα, την «Ανάσταση», δειλά δειλά. Στο τέλος του ω γιατί εκείνος δ^ν αντιδρούσε:
– Ξέρετε..! κ. Πεντζίκη... θέλω να πώ ότι...
– Βρε παιδί μου, γιατί δεν το λες τότε! Να μιλάς για τα πράγματα λιτά.
Με τον Πεντζίκη απομακρύνθηκα
πολύ από άλλα παλιότερα διαβάσματα, αυτός σου ανοίγει άλλους δρόμους.
Κάναμε κάτι καταπληκτικές
εκδρομές με τον Πεντζίκη· είχε φοβερή αντοχή. Στην αρχή πεζή, ύστερα με το Saab
– »
Τον διακόπτω για να ρωτήσω για
το περίφημο αυτό Saab που μνημονεύει κάι αλλού.
To Saab και τα ξενύχτια
«Μ’ αρέσει ο ακανόνιστοςήχος της δίχρονης μηχανής. Είναι μόνο 846 κυβικά, κι όμως έπιανε 150 χλμ/ώρα. Του ’χω χτισμένο γκαράζ στην Πάρο – καμιά φορά πάω μ’ αυτό για ψώνια και το αφήνω κάτω από κάτι ευκάλυπτους μπρος σ’ ένα μαγαζί. Μια φορά πήγα με το Citroen, βγαίνει ο μαγαζάτορας και μου λέει:
– Tι μου το κουβάλησες αυτό το
πράγμα εδώ πέρα; Μόνο το Saab θα παρκάρεις εδώ!
Τέλος πάντων, ο Πεντζίκης ήτανε μοναδικός στις εκδρομές· σου άρχιζε από βοτανική· έπιανε την γεωγραφία, από την γεωγραφία το γύριζε στην ιστορία, από ’κει στα συναξάρια. Ούτε είχε επίγνωση του χρόνου. Μια φορά είχε έρθει στην Καβάλα στο σπίτι, ήταν 8 το βράδυ, μας λέει:
– Θα σας διαβάσω την Κυρία Έρση.
Είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι φίλοι.
Διάβαζε, διάβαζε, σε λίγο, άαπ, ο Μάρκογλου έγειρε στην καρέκλα, ύστερα ο Στογιαννίδης, τον πήρε ο ύπνος. Ένας ένας έφευγε αργά, για ύπνο.
– Δεν με ενδιαφέρει, έλεγε ο Πεντζίκης, εγώ θα το τελειώσω!
Τέλειωσε το πρωί· μόνο εγώ κι η
Νιόβη ως οικοδεσπότες είχαμε μείνει ξύπνιοι, και ξεκινήσαμε κατ’ ευθείαν για
δουλειά.
Άλλο ένα ξενύχτι τέτοιο έχω
κάνει στη ζωή μου, την πρώτη φορά που γνώρισα τον Εμπειρίκο και την γυναίκα
του. Είχαμε πάει, εγώ, η Νιόβη κι ο Καλοκύρης, ο Εμπειρίκος είχε διαβάσει το
βιβλίο μου Οδοντόκρεμα με Χλωροφύλλη, με πήρε παράμερα, μου μίλησε για
τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, μου είπε πολλά, μ’ επηρέασαν όσα μου είπε, μας
διάβασε την «Οκτάνα», μας έβγαλε για φαγητό στην Τσακάλωφ, ύστερα μου ζήτησε να
τον πάμε στο «Χάραμα» να γνωρίσει τον Τσιτσάνη, μπήκαμε όλοι στο Saab,
απολάμβανε τον ήχο του, τις επιταχύνσεις του από το φανάρι, τις υπερβάσεις, τις
σφήνες από δεξιά... Πήγαμε στην Καισαριανή, ήταν εκεί και μερικοί φοιτητές
Έλληνες από την Ιταλία, μετά τον Τσιτσάνη τους καλεί όλους ο Εμπειρίκος στο
σπίτι του – γυρίσαμε σχεδόν ξημερώματα, τα παιδιά τραγουδούσαν τα καινούργια
του Θεοδωράκη – δικτατορία τότε–, ο Εμπειρίκος μαγνητοφωνούσε συνεχώς, είχε μια
τεράστια συλλογή μαγνητοταινιών – μου έκανε εντύπωση η ευγένεια του Εμπειρίκου,
έναν έναν που έφευγε τον συνόδευε ώς την πόρτα, κι αυτό ώς τα ξημερώματα.
Φύγαμε στις 7 το πρωί. Γυρίσαμε σπίτι με τη Νιόβη, πλυθήκαμε, αλλάξαμε και πήγαμε στις δουλειές μας... ».
Καβάλα· επάνω, 1960: με την
γυναίκα του Νιόβη, τον Ηλία Πετρόπουλο και τον σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο -
κάτω, 1964: Η. X. Π., Π. X.
Μάρκογλου, Νιόβη Παπαδημητρακυπούλου, Γ. Ξ. Στογιαννίδης.
*
Σημείωση 29 Νοεμβρίου 2024: Η συζήτηση αυτή είχε λάβει χώρα στο πατάρι του τότε βιβλιοπωλείου των εκδόσεων «Γνώση», Ιπποκράτους και Σόλωνος γωνία, αρχή καλοκαιριού, θαρρώ, του 1996. Δεν είχα μαγνητόφωνο, ούτε η γοητεία του λόγου του ΗΧΠ με άφηνε να κρατώ εκτενείς σημειώσεις. Ωστόσο, τα λόγια του μου είχαν τόσο έντονα εντυπωθεί, ώστε, γυρνώντας σπίτι, κατέγραψα από μνήμης όλη την συνομιλία μας, κρατώντας ακόμη και τον τόσο χαρακτηριστικό ρυθμό της ομιλίας του (αναγνωρίσιμο και στην στίξη των γραπτών του), που θυμόμουν σαν να τον ξανάκουγα. Του την υπέβαλα, φυσικά, να την θεωρήσει, κι έτσι εντέλει τυπώθηκε στο αφιέρωμα που είχα επιμεληθεί για το περιοδικό «αντί» που κυκλοφόρησε στις 2 Αυγούστου 1996 (Περίοδος Β’, τ. 611). Τις φωτογραφίες είχε παραχωρήσει ο ίδιος από το αρχείο του.