15.11.17

φοίβη γιαννίση _ "ραψωδία"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία (Gutenberg, 2016).

Όταν δεν πρόκειται για «άπαντα» ή συλλογές πολλών έργων –είτε μετά από χρόνια δημιουργικής πορείας, είτε μετά την περάτωσή της–,  τα βιβλία ποίησης που ξεπερνούν τις 50, ας πούμε, σελίδες, είναι, πλην εξαιρέσεων, δύστροπα αντικείμενα ανάγνωσης. Γιατί είναι δύσκολο να απλωθεί και να διατηρηθεί, έστω κυμαινόμενο, ένα επαρκώς ομοιόμορφο ποιητικό ‘κλίμα’ σε μεγάλη έκταση – εκτός αν πρόκειται για εκτενή αφηγηματικά έργα, είδος που σπανίζει στην σημερινή ποίηση. Κατά τούτο (και όχι μόνο), οι 192 σελίδες τού πιο πρόσφατου βιβλίου της Φοίβης Γιαννίση, Ραψωδία, συνιστούν τολμηρό, αλλ’ ευτυχώς επιτυχές, εγχείρημα. Ήδη, μετά τον πίνακα περιεχομένων, η ποιήτρια δηλώνει ότι έχει πλήρη συναίσθηση της κυριολεκτικής χρήσης του τίτλου της, παραθέτοντας ορισμούς της «ραψωδίας» («ράπτω + ωδή», «συρραφή λόγων») και των δύο συνθετικών της. (Παρά την προηγούμενη ενασχόλησή της με ομηρικά θέματα –στο βιβλίο Ομηρικά–, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει την αίσθηση ότι διεκδικεί τον ρόλο μιας σύγχρονης ‘ραψωδού’.)

Τωόντι, στο έκτο αυτό αμιγώς ποιητικό βιβλίο της (έχουν προηγηθεί τα εξής: Αχινοί, 1995 Ραμαζάνι, 1997Θηλιές, 2005∙ τα προαναφερθέντα Ομηρικά, 2010∙ Τέττιξ, 2012, ως φωτογραφίες χειρογράφων – σε τυπογραφική μορφή, το πρωτότυπο κείμενο επανεμφανίζεται στο παρόν βιβλίο), η ποιήτρια –αλλά και περφόρμερ ποιητικών έργων, και αρχιτέκτων, που επιπλέον ασκεί την θεωρία και την έρευνα σε διάφορα πεδία, συμπεριλαμβανομένης της πολιτισμικής ανθρωπολογίας– ενώνει δια της ραφής (του βιβλίου και του σχεδίου του) πολλά και πολύ διαφορετικά ποιήματα, σε έξι ενότητες. Τα είδη τους εκτείνονται από πεζά ‘βιωματικά’ αφηγήματα-‘ομιλίες’, ενίοτε και με δοκιμιακό υπόστρωμα (α’ ενότητα, «Σωροί»)∙ σύντομα λυρικά ποιήματα (β’, «Σύννεφα»)∙ σε μια τρίτη, εκτενή ενότητα, ποιήματα για τις τέσσερις εποχές και την ώρα («Τ-ΩΡΑ»)∙ ποιήματα που, συμπλέκοντας τα τζιτζίκια και τους Αρχαίους Λυρικούς, πραγματεύονται τα ζητήματα του ήχου και της φωνής (δ΄, «Τέττιξ») – έως αυτά των δύο τελευταίων ενοτήτων, «Περί των δύο, ή περί ισότητας» και «3 αριθμοί: Ποιήματα σωματικής φιλολογίας», που εμφανέστερα συνθέτουν, κατά τον ολοένα προσφιλέστερο τρόπο τής Φ.Γ., τον δοκιμιακό με τον ποιητικό λόγο, ‘σχολιάζοντας’ και συνδιαλεγόμενα με, μεταξύ των άλλων (και με τα πιο αξιόλογα αποτελέσματα), τον Αρχίλοχο ή τα ‘πηλιορείτικα’ ποιήματα του Σεφέρη.

Το ότι με σίγουρο βήμα η ποιήτρια επιλέγει τόσο διαφορετικές διαδρομές φτάνοντας σε τουλάχιστον ενδιαφέροντες τόπους, είναι ήδη αξιοπρόσεκτο. Τι είναι αυτό, ωστόσο, που καθιστά το βιβλίο επιτυχημένο εγχείρημα, δηλαδή ταιριαστή συρραφή, αντί για συμπίλημα οριστικά ετερόκλητων ποιημάτων; Η φωνή (όρος που προτιμώ από την «προσωπικότητα») και η διαυγής κάθε φορά ποιητική στόχευση της ποιήτριας, θα ήταν η διττή εύκολη απάντηση. Η σύλληψη κάθε ενότητας είναι σαφής, και η πραγμάτωση της σύλληψης τής αρμόζει – αρετές διόλου συνήθεις. Ωστόσο, απαιτούνται λεπτομερέστερες εξηγήσεις. Και αυτές θα πρέπει να συμπεριλάβουν οπωσδήποτε το στέρεο λυρικό έδαφος της ποίησης της Φ.Γ. –έδαφος που ξεκίνησε να βαδίζει ήδη στα πρώτα της βιβλία– σε συνδυασμό μ’ ένα απολαυστικό και ανενδοίαστο εύρος διαλόγου που ανοίγει με παλαιότερους συγγραφείς και ποικίλα γνωστικά πεδία∙ αλλά και την απουσία τόσο σοβαροφάνειας (στην στοχαστική τροπή της ποίησής της) όσο και ψευδο-αιδούς (στον χειρισμό του βιωματικού). Λέγοντας τούτα, δεν επιθυμώ ωστόσο να δοθεί η εντύπωση ότι η Φ.Γ. ασκείται σε διακριτούς τρόπους με στεγανά όρια και ξεχωριστό για τον καθένα ύφος. Ιδού τέσσερα αποσπάσματα από διαφορετικές ενότητες:

η ώρα δεν είναι πλέον έχει περάσει αλλά πρέπει πάντοτε να επιστρέφει κανείς στην ώρα τη σωστή να επιστρέφει ενώ αυτή έχει παρέλθει για να την ξαναφτιάξει να τη δημιουργήσει από την αρχή τη στιγμή ακριβώς που αντιλαμβάνεται αυτό το αμετάκλητο πέρασμα – από την ενότητα «Σωροί»

Ω τοίχοι δίχως στέγες / σπίτια ανοιχτά / από βροχή μουλιασμένα / από την άνοιξη ξεχασμένα / εσάς θα κατοικήσουμε / ανέστιοι εμείς / τα δέντρα – από την ενότητα «Σύννεφα»

Εισβάλλει η άνοιξη / τα σύννεφα βάφονται την αυγή απαλά / και το φως, ω, το φως / με προσδοκία / μπορεί και πάλι να μας σχίσει την καρδιά / καθώς μας πετυχαίνει αμέριμνους /
το πρωινό των παιδιών / να ετοιμάζουμε
– από την ενότητα «Τ-ΩΡΑ»

Ξεκινά προετοιμάζεται αρχίζει να ξερριζώνει / τα σκαλιά της κλίμακας στροβιλίζονται προς τον ουρανό. / προς στιγμήν κλείνουν τα μάτια. / αναπνοές σέρνουν τον διπλό χορό. – από την ενότητα «Περί των δύο ή Περί ισότητας»

Ώστε λοιπόν, τα διάφορα νήματα αλληλοπλέκονται, δένονται το ‘να με τ’ άλλο με κάθε ευκαιρία∙ αυτό που αλλάζει από ενότητα σε ενότητα, είναι η υφή του υφαινόμενου πανιού, η έκτασή του, το πάχος του, το πόσο πυκνό ή ανάερο βγαίνει. 

 

[Δημοσιεύθηκε στο τ. 10, Φθιν.-Χειμ. 2017 του περιοδικού "ΦΡΜΚ".]

28.10.17

ο έζρα πάουντ για τους συγγραφείς και την γλώσσα









"Οι συγγραφείς αυτοί καθαυτούς έχουν μια συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία εντελώς ανάλογη προς την ικανότητά τους ΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ. [...]
Καλοί συγγραφείς είναι εκείνοι που συντηρούν την αποτελεσματικότητα της γλώσσας, Δηλαδή, την κρατούν ακριβή, την κρατούν καθαρή. Δεν έχει καμιά σημασία αν ο καλός συγγραφέας θέλει να είναι χρήσιμος ή αν ο κακός θέλει να βλάψει. [...]
Ο νομοθέτης δεν μπορεί να νομοθετήσει για το κοινό καλό, [...] ο λαός (στην περίπτωση μιας δημοκρατικής χώρας) δεν μπορεί να διαπαιδαγωγήσει τους "εκπροσώπους" του, παρά μόνο μέσω της γλώσσας.
Η ομιχλώδης γλώσσα των τσαρλατάνων υπηρετεί έναν προσωρινό μόνο σκοπό.[...]
Η γλώσσα σας βρίσκεται στα χέρια των συγγραφέων σας. [...]
Ο άνθρωπος που καταλαβαίνει, δεν μπορεί πλέον να εφησυχάζει και να μένει αδιάφορος τη στιγμή που η χώρα του αφήνει τη λογοτεχνία της να παρακμάζει και την καλή γραφή να αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση, όπως δεν μπορεί ο καλός γιατρός να εφησυχάζει και να επαναπαύεται ενόσω ένα αμόρφωτο παιδί μολύνεται από φυματίωση νομίζοντας ότι απλώς έτρωγε τάρτες με μαρμελάδα."

- από το: Έζρα Πάουντ, Ποιητική Τέχνη (μτφρ.: Ελένη Πιπίνη), σελ. 39-42 (εδώ, με δικές μου σιωπηρές τροποποιήσεις), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016.

[στην φωτ., ο Έ.Π. από τον Richard Avedon.]

1.10.17

Για το "Με τα λόγια (γίνεται)" : μια συνομιλία με την Παυλίνα Μάρβιν

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεκ. 2011 – Απρ. 2017 = 5 ½  χρόνια, 41 εκδηλώσεις, 6 χώροι, 6 δημοσιεύσεις, 1 διαγωνισμός σονέτου, και 1 περίπατος

 

1. Παυλίνα Μάρβιν: Toν Δεκέμβριο του 2016 εορτάστηκαν τα πέντε χρόνια από την πρώτη συνάντηση ενός εκ των σημαντικότερων κύκλων μηνιαίων ποιητικών συναντήσεων στην Αθήνα. Πώς εμπνεύστηκες το «με τα λόγια [γίνεται]» («μτλγ»); Παραδειγματίστηκες από κάπου; Ποια ήταν η αφετηρία του; Πώς θα το περιέγραφες;

 

Π.Ι.: Ευχαριστώ για την τόσο επαινετική διατύπωση: εύχομαι να την συμμερίζονται όσες και όσοι παρακολουθούν το «μτλγ» - κι όσοι και όσες επιζητήσουν να το παρακολουθήσουν, αφού διαβάσουν τούτη την συνομιλία μας.

Από πού βαστάει η σκούφια τού «μτλγ»; Πρωτοβρέθηκα σε εκδηλώσεις όπου μόνον οι ίδιοι οι συγγραφείς –είτε πεζογράφοι, είτε ποιήτριες– διαβάζουν από το έργο τους, λέγοντας και λίγα λόγια γι’ αυτό, στην Αγγλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μού φάνηκαν πολύ πιο απολαυστικές κι ενδιαφέρουσες, από το, π.χ., να διαβάζουν ηθοποιοί (σχεδόν πάντα με ‘θεατρικό’ αντί για ποιητικό τρόπο) και να επεξηγούν κριτικοί, συχνά δε και με μουσική υπόκρουση (που ευθέως αντιστρατεύεται τα ποιήματα, αν δεν τα υπονομεύει κιόλας). Μου δημιουργήθηκε, συνεπώς, η πεποίθηση πως οι δημιουργοί των λογοτεχνικών έργων, ακόμα και αν δεν διαβάζουν ιδιαιτέρως ‘καλά’, μπορούν με την δική τους φωνή τους, και χάρη σ’ αυτήν, να υποστηρίξουν καλύτερα το έργο τους (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, στην Αθήνα, κάτι τέτοιο γινόταν στις ποιητικές συναντήσεις του “Dasein” τις οποίες επιμελούνταν ο Γιώργος Χαντζής. Οι συναντήσεις αυτές (που έληξαν το 2009) είχαν ωστόσο, συνήθως, κι έναν πιο ‘ειδικό’, σχεδόν ‘εργαστηριακό’, χαρακτήρα, μιας και συζητούνταν και ζητήματα ποιητικής. Έτσι, όταν, το 2011, μιλώντας με τον Ηλία Τζάκη, ενός εκ των τριών ιδιοκτητών του νέου τότε χώρου «Παραπέρα» στην Αχαρνών, έριξε εκείνος την ιδέα για ποιητικές βραδιές, σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να ξαναπάρουν τον λόγο οι ίδιες οι ποιήτριες κι οι ποιητές, και να τον απευθύνουν και πάλι σ’ ένα, ει δυνατόν, ευρύτερο κοινό. Η αρχή έγινε, λοιπόν, τον Δεκέμβριο του 2011: όταν η ‘κρίση’ είχε αρχίσει να δείχνει για τα καλά τα δόντια της, με «ποιήματα που με στηρίζουν» που επέλεξαν και διάβασαν εννέα ποιητές και ποιήτριες. Μα ο ωραίος χώρος τού «Παραπέρα» έκλεισε, κι έτσι, το α’ εξάμηνο τού 2012, μάς φιλοξένησε ευγενώς το τότε «Κέντρο Λόγου και Τέχνης 104» των Εκδόσεων Καστανιώτη. Όταν έκλεισε κι αυτό, ξεκίνησε η συνεργασία μας με την Ελληνοαμερικανική Ένωση. Οι  τακτικές αυτές συναντήσεις έχουν, μέχρι στιγμής, συμπληρωθεί με δύο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων, έναν περίπατο στα σημεία παλιών λογοτεχνικών καφενείων της Αθήνας μετά από πρόσκληση της Ομάδας «Άστυ», μια εκδήλωση για την ελληνική ποίηση της δεκαετίας του 1980 στην «Τεχνόπολη» μετά από πρόσκληση των επιμελητών της έκθεσης «GR80s», κι ένα ‘γαλλο-ελληνικό διήμερο’ ποίησης στο «Λεξικοπωλείο».

 

Γενικά, δύο είναι οι κύριοι τύποι εκδηλώσεων του «μτλγ»: αφενός, η διπλή ‘ποιητική αυτο-προσωπογραφία’ ενός ζεύγους ποιητών και ποιητριών, συχνά διαφορετικής γενιάς∙ αφετέρου, η παρουσίαση ξένης ποίησης στο πρωτότυπο και σε καλές μεταφράσεις, που συνήθως είναι νέες ‘παραγγελίες’. Μας ενδιαφέρει, επιπλέον, η αναδίφηση του έργου παλαιότερων ποιητριών και ποιητών, π.χ. με ειδικά αφιερώματα (στον Παπατσώνη και την Βακαλό) που σκοπεύουν στην αναψηλάφηση του παραδεδεγμένου ελληνικού ‘κανόνα’∙ αλλά και η απόπειρα ποιητικού διαλόγου μαζί τους, π.χ. με την συγγραφή, πάλι επί τούτου, και την ανάγνωση ποιημάτων σε απόκριση προς το έργο της Ντίκινσον ή του Εγγονόπουλου.

 

 

2. Παυλίνα Μάρβιν: Με ποια κριτήρια σχεδιάζεις τις εκδηλώσεις; Παρατηρούμε πως ο τρόπος διεξαγωγής αρκετών εξ αυτών είναι ιδιαίτερος, π.χ. με πρωτότυπες ποιητικές συνθέσεις σε πρώτη εμφάνιση,  και με πραγματικό διάλογο ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Ποιο είναι το μυστικό της προετοιμασίας που εξασφαλίζει, τόσα χρόνια, από πενήντα μέχρι και διακόσια άτομα στο κοινό κάθε εκδήλωσης, την στιγμή που πολλοί μεμψιμοιρούν για το περιορισμένο ακροατήριο της ποίησης;

 

Π.Ι.: Πρώτο και κύριο κριτήριο –και μέλημα– είναι τα καλά ποιήματα – και οι καλές, μεταφράσεις, δηλαδή οι πιστές μεταφράσεις που ωστόσο  λειτουργούν ως ποιήματα και στην γλώσσα μας (και όχι απλώς ως βοηθητικά υπομνήματα). Δεύτερο, η προβολή φωνών που ίσως δεν έχουν ακουστεί όσο, κατά την γνώμη μου, θα τους άξιζε – ή που θα μας ωφελούσε να επανεπισκεφθούμε, ενίοτε και με μια πιο ‘λοξή’ ματιά: π.χ. η εκδήλωση για το έργο του Καβάφη, εκτός του ‘κανόνα’ των 154 «Αναγνωρισμένων» ποιημάτων του. Τρίτον, για τις νέες μεταφράσεις και τα νέα ποιήματα, προσκαλούνται νεότεροι και πιο έμπειροι, μα άξιοι και σοβαροί καλλιτέχνες, που αποτελούν μια διαρκώς εμπλουτιζόμενη ομάδα. Προσπαθώ, από μεριάς μου, να διευκολύνω όσο μπορώ το έργο τους, με τον έγκαιρο προγραμματισμό, και μια μέριμνα συντονισμού που εκτείνεται από το ‘προξενιό’ ανάμεσα στα ποιητικά ζεύγη και τις σαφείς προτροπές (ή και ‘οδηγίες’!) για κάθε εκδήλωση, μέχρι την εξασφάλιση των όσο γίνεται καλύτερων συνθηκών, με την πολύτιμη υποστήριξη, πάντοτε, του εκάστοτε χώρου που μας φιλοξενεί.

Όπως ήδη ελέχθη, το «μτλγ» βρίσκεται μακρυά από το πνεύμα των συνήθων ‘βιβλιοπαρουσιάσεων’ – όχι για κανέναν άλλον λόγο, παρά μόνον επειδή πιστεύουμε πως υπάρχουν καλύτεροι τρόποι να έρθει σε ακροαματική επαφή ένα κοινό με την ποίηση, ακόμα και αν αυτό το κοινό είναι (ή μοιάζει, ή θα έσπευδε, εσφαλμένα ίσως, να αυτοπροσδιοριστεί ως) ‘απροετοίμαστο’, ‘μη ειδικό’, ή μη εξοικειωμένο. Συνεπώς, κάθε εκδήλωση τού «μτλγ» ζητά –έχει ανάγκη από– τον αρμόζοντα ειδικά σε αυτήν τρόπο πραγμάτωσής της. Π.χ., η πρώτη εκδήλωση για την Ντίκινσον είχε μια κατανυκτικότητα την οποία υπαγόρευαν τα ίδια τα ποιήματα∙ ενώ το αντίστοιχο αφιέρωμα στην Μαριάνν Μουρ υιοθέτησε ένα πιο παιγνιώδες ύφος, πιο ταιριαστό στο δικό της έργο. Αλλά ακόμη και μεταξύ των εκδηλώσεων με ζεύγη ποιητριών και ποιητών, ανακύπτουν διαφορετικοί χαρακτήρες: περισσότερος ή λιγότερος διάλογος, περισσότερη ή λιγότερη εναλλαγή των δυο φωνών, κ.ο.κ. – όπως το επιθυμεί και το συναποφασίζει το κάθε ζεύγος. Ίσως αυτή ακριβώς η ποικιλία, μαζί ασφαλώς με την εμπιστοσύνη στην φωνή των ίδιων των ποιητών και των μεταφραστριών, και την αδιαμεσολάβητη ακρόαση των ίδιων των ποιημάτων, να είναι που προσελκύουν κι ένα κοινό πέρα απ’ αυτό που διαβάζει συστηματικά ποίηση ή αρέσκεται σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις εν γένει.

 

3  Παυλίνα Μάρβιν: Είσαι εργαζόμενος, αλλά και ποιητής ο ίδιος. Πώς τα καταφέρνεις με τον χρόνο, δουλεύοντας πάνω στα κείμενά σου, διαβάζοντας, και οργανώνοντας παράλληλα τις συναντήσεις τού «με τα λόγια [γίνεται]»; Θα μπορούσες να πεις αν το τελευταίο ζημιώνει ή ωφελεί την προσωπική σου ποιητική εργασία;

 

Π.Ι.: «Δεν υπάρχει ποτέ καθόλου χρόνος∙ τον χρόνο τον φτιάχνεις», κατά το αγγλικό ρητό. (Αλλά όσον και να καταφέρεις να φτιάξεις, λίγος θα ’ναι – συμπληρώνω εγώ.) Ομολογουμένως, η κατάστρωση του ετήσιου προγράμματος και η πραγματοποίησή του απαιτούν χρόνο: καλώς ξοδεμένο, όμως, όταν έχει κανείς την χαρά να ακούει καλά ποιήματα –μια χαρά αληθινά πολύ ιδιαίτερη–, και να νιώθει ότι την ίδια χαρά, την μοιράζονται κι άλλοι άνθρωποι, μέλη ενός ποικίλου, ετερόκλητου κοινού. Όσον αφορά, τώρα, τα αφιερώματα σε Έλληνες ή ξένους, η εν τω βάθει (επανα)μελέτη ενός σημαντικού ποιητικού έργου, κι ακόμα περισσότερο η μετάφραση μέρους του, αποτελούν βασική άσκηση, απαραίτητη και άκρως πολύτιμη για κάθε ποιητή∙ άρα είναι κόπος ευπρόσδεκτος, και από εμένα, και από όλες τις συμμετέχουσες και τους συμμετέχοντες – κόπος που εκβάλλει στην απόλαυση. Τέλος, η επαφή κι η επικοινωνία με άξιους κι άξιες ομοτέχνους που εκτιμώ και θαυμάζω, είναι ζωογονητική κι ενθαρρυντική, και δημιουργεί ή εντείνει δεσμούς υψηλής αξίας.

 

4. Παυλίνα Μάρβιν: Μπορείς να μοιραστείς μαζί μας κάποιες καλές και κακές στιγμές που σου εντυπώθηκαν από τα πέντε αυτά χρόνια ποιητικών συναντήσεων; Θυμάσαι μήπως κάποια αξιοσημείωτα σχόλια ανθρώπων που τις παρακολούθησαν;

 

Π.Ι.: Ειλικρινώς, ευτυχώς, πραγματικά δεν εξαντλούν τα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που ένιωσα ότι κάποια ή κάποιος που συμμετείχε σε μιαν εκδήλωση δεν έδωσε ίσως το μέγιστον που δικαιούμασταν να αναμένουμε, ως κοινό. Αυτά, φυσικά, συμβαίνουν στην ζωή – και δεν συνιστούν κατ’ ανάγκην ψόγο. Αντιθέτως, οι «καλές στιγμές» αφθονούν – παρότι, προφανώς, δεν είμαι εγώ ο πιο αμερόληπτος κριτής! Ωστόσο, πέρα από όσα ήδη ανέφερα, ας προσθέσω μερικά ακόμη στιγμιότυπα, όπως μου έρχονται στο μυαλό: το πώς είχαμε την ψευδαίσθηση ότι καταλαβαίνουμε τα σουηδικά ποιήματα στο πρωτότυπο, έτσι όπως τα διάβαζε η Εύα Στυλάντερ πριν ακολουθήσουν οι έξοχες μεταφράσεις της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ∙ την μεγάλη συγκίνηση της παρουσίας, της ανάγνωσης στα ρωσικά, και των εξιστορήσεων της Σόνιας Ιλίνσκαγια σχετικά με τον τρόπο εργασίας του άντρα της, Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, όταν μετέφραζε Πούσκιν, Μαγιακόφσκι ή Μαντελστάμ∙ τα εμπνευσμένα, σχεδόν μπριόζικα, θα έλεγα, ‘ντουέττα’ της Μαρίας Τοπάλη και του Ορφέα Απέργη, ή της Γιάννας Μπούκοβα και της Όλγας Παπακώστα∙ το φως που έριχναν στην αρχαιοελληνική ποίηση, ξαναγεννώντας την μπροστά στα μάτια μας, οι μεταφραστές της Γιάννης Δάλλας, Παντελής Μπουκάλας, και Μαίρη Γιόση∙ το δέος για μια σύντομη, ευτυχώς, εποχή –την γερμανική κατοχή– που γέννησε ωστόσο τέσσερα πολύ διαφορετικά αριστουργήματα: την Αμοργό του Γκάτσου, τον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, την Ursa Minor του Παπατσώνη, τα Ακριτικά του Σικελιανού∙ και θα μπορούσα να συνεχίσω για κάμποσο ακόμη!...

Τώρα, όσον αφορά την ανταπόκριση όσων παρακολουθούν το «μτλγ», είναι συχνά πολύ εγκαρδιωτική έως και συγκινητική. Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε από κάποιους ότι (νόμιζαν πως) «δεν καταλαβαίνουν την ποίηση», ή ότι δεν την παρακολουθούν – και ωστόσο τώρα «την κατάλαβαν», ή την ένιωσαν. Και θέλγονται απ’ αυτήν τόσο ώστε να επιστρέφουν, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των επόμενων εκδηλώσεων. Μια κυρία κάποτε διερωτήθηκε πώς θα γινόταν και τα εγγόνια της να άκουγαν ποίηση κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μια πιθανή απάντηση σε αυτό είναι πολύ απλή: προφανώς, οι εκδηλώσεις του «μτλγ» είναι ανοικτές και σε μαθήτριες και μαθητές! Με την ευκαιρία, ας σημειώσουμε ότι, ούτως ή άλλως, στο κοινό του «μτλγ» συναντούμε όλες τις ηλικίες.

 

5. Παυλίνα Μάρβιν: Πώς ατενίζει το «με τα λόγια [γίνεται]» το μέλλον; Υπάρχουν σχέδια για την περίοδο 2017-2018;

 

Π.Ι.: Φυσικά! Το πρόγραμμα κάθε νέας περιόδου αρχίζει να ετοιμάζεται με το που τελειώνει η προηγούμενη – αν και συχνά κυοφορείται από πολύ πριν. Έτσι –καλά να είμαστε!– η επόμενη –η έβδομη στην σειρά–  περίοδος θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο μ’ ένα “open mic” (που έχει να συμβεί από την περίοδο 2013-14)∙ θα επανεπισκεφθούμε μιαν Ελληνίδα ποιήτρια τον Δεκέμβριο∙ τον Μάρτιο θα έχουμε το καθιερωμένο μας αφιέρωμα σε έναν μείζονα Αμερικανό ποιητή∙ κ.ά.. Λεπτομέρειες ανακοινώνονται τρεις εβδομάδες πριν από κάθε εκδήλωση, στο facebook (στην σελίδα https://www.facebook.com/me.ta.logia.ginetai/ και στην ομάδα https://www.facebook.com/groups/346327462065881/), και στα διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης. Ένα συνοπτικό αρχείο όλων των εκδηλώσεων βρίσκεται στην σελίδα http://metalogiaginetai.blogspot.gr/.

 

6. Παυλίνα Μάρβιν: Για το τέλος, διάλεξε για εμάς ένα ποίημα που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι πως «με τα λόγια κάτι γίνεται».

 

Π.Ι.: Το πρώτο ποίημα που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτό που μετέφρασε και ανέγνωσε, ως ποίημα που «τον στηρίζει», ο Μόμα Ράντιτς στην εναρκτήρια εκδήλωση του «μτλγ», τον Δεκέμβριο του 2011 – ίσως γιατί δεν είχα την τύχη να το ακούσω εκείνο το βράδυ, αναγκασμένος, καθώς ήμουν, να βρίσκομαι εκτός Αθηνών για μια επαγγελματική υποχρέωση! Είναι του Σέρβου ποιητή Μπράνκο Μίλκοβιτς (1934 – 1961).

 

ΜΑΤΑΙΑ ΤΗΝ ΞΥΠΝΑΩ

 

Την ξυπνάω για τον ήλιο που εξηγείται στα φυτά

για τον ουρανό τεντωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα

την ξυπνάω για τις λέξεις που τσούζουν τον λαιμό

την αγαπάω με τ’ αυτιά μου

πρέπει να πας μέχρι το τέλος του κόσμου για να βρεις δρόσο στο χορτάρι

την ξυπνάω για όλα τα μακρινά πράγματα που μοιάζουν με αυτά εδώ

για τους ανθρώπους που χωρίς μέτωπο και όνομα περνούν στον δρόμο

για τις ανώνυμες λέξεις πλατείες την ξυπνάω

για τα βιομηχανικά τοπία δημόσια πάρκα

την ξυπνάω για τον πλανήτη μας που ίσως γίνει νάρκη στο ματωμένο ουρανό

για τα χαμόγελα στην πέτρα φίλων που αποκοιμήθηκαν ανάμεσα σε δύο μάχες

όταν ο ουρανός δεν ήταν μεγάλο κλουβί για πουλιά αλλά αεροδρόμιο

η αγάπη μου γεμάτη άλλους είναι κομμάτι της αυγής

την ξυπνάω για την αυγή για την αγάπη για μένα για τους άλλους

την ξυπνάω κι ας είναι αυτό πιο μάταιο από το να καλείς πουλί που κούρνιασε για πάντα

σίγουρα είπε: ας με γυρέψει και ας δει ότι λείπω

αυτή η γυναίκα με χέρια παιδιού που αγαπάω

αυτό το παιδί που αποκοιμήθηκε χωρίς να σκουπίσει τα δάκρυα που ξυπνάω

μάταια μάταια μάταια

μάταια την ξυπνάω

γιατί θα ξυπνήσει αλλιώτικη και νέα

μάταια την ξυπνάω

γιατί τα χείλη της δεν θα μπορέσουν να την πουν

μάταια την ξυπνάω

ξέρεις καλά πως το νερό ρέει αλλά δεν λέει τίποτα

μάταια την ξυπνάω

πρέπει να υποσχεθείς στο ξεχασμένο όνομα ένα πρόσωπο στην άμμο

αν δεν είναι έτσι κόψτε μου τα χέρια και κάντε με πέτρα

 

*

 

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης έχει εκδώσει τρία βιβλία ποίησης (εκδ. Καστανιώτη): Το σωσίβιο (2008∙ β’ έκδ. 2009), Ακάλυπτος (2013), Πολωνία (2016∙ υποψήφιο για το βραβείο του «Αναγνώστη»). Εκτός από το «Με τα λόγια [γίνεται]», είναι υπεύθυνος για την ποίηση στο μηνιαίο περιοδικό “The BooksJournal”, και μέλος της συντακτικής ομάδας του εξαμηνιαίου περιοδικού «Φάρμακο» [ΦΡΜΚ]. Συντονίζει επίσης την Ομάδα Ποίησης ενηλίκων του Βρετανικού Συμβουλίου της Αθήνας, και συμμετέχει στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ο Καβάφης πάει σχολείο» τού Αρχείου Καβάφη τού Ιδρύματος Ωνάση.


~ Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Άνω Κάτω Τελεία", τ. 3, Οκτώβριος 2017

1.7.17

9 βιβλία για το καλοκαίρι του 2017













ΠΟΙΗΣΗ

~ René Char (μφτρ.: Θανάσης Χατζόπουλος), Φύλλα του Ύπνου, εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 173. Στα σκοτάδια μας δεν υπάρχει μια θέση για την Ομορφιά. Όλος ο χώρος είναι για την Ομορφιά. Αυτά λέει το, τελευταίο αριθμημένο, 237ο εδάφιο των Feuillets d'Hypnos του σπουδαίου Γάλλου ποιητή του 20ου αιώνα, Ρενέ Σαρ. Πρόκειται ίσως για το σημαντικότερό του επίτευγμα – και από τα εξέχοντα του 20ου αιώνα. Τέκνο της ποιητικής ακμής τού συγγραφέα και της συμμετοχής του στην Γαλλική Αντίσταση κατά τον Β' Π.Π., αποτελεί υπόδειγμα ποιητικού μεταβολισμού μιας μείζονος κρίσης. Ως εκ τούτου, έχει πολλά να μας δώσει, ειδικά σε μας σήμερα, πέρα από βαθύτατη απόλαυση. Τελειώνει με την εκτός αρίθμησης κατακλείδα, «Το ρόδο της βαλανιδιάς»: Καθένα από τα γράμματα που συνθέτουν το όνομά σου, ω Ομορφιά, στον τιμητικό πίνακα των μαρτυρίων, παντρεύεται την επίπεδη απλότητα του ήλιου, γράφεται στη γιγάντια φράση που φράζει τον ουρανό, και συνδέεται με τον άνθρωπο που μανιάζει για ν’ απατήσει τη μοίρα του με το αδάμαστο αντίθετό της: την ελπίδα. 

~ Ελάσσονεςποιητές του Μεσοπολέμου (ανθολ.: Σωτήρης Τριβιζάς), εκδ. Καστανιώτη, 2015, σελ. 174. Άνεμος πνέει κατά τα δάση / κ’ έχω τη σκέψη μου κρεμάσει / σ’ ένα ψηλό ψηλό κλαδί∙ // κάτι σαλεύει στην καρδιά μου / κ’ έρχεται η θλίψη σαν παιδί / να μου χαϊδέψει τα μαλλιά μου. Πρόκειται για τον τόμο που ‘συμπληρώνει’ την προηγούμενη – φευ, εξαντλημένη– ανθολογία τού Σ.Τ., Ποιητές του Μεσοπολέμου (2004). Ανθολογούνται εδώ εννιά λιγότερο γνωστοί ποιητές (μεταξύ των οποίων και ο Φώτος Πασχαλινός, στον οποίο ανήκουν οι πιο πάνω στίχοι), μα εξίσου πολύτιμα είναι το επίμετρο με ενδιαφέροντα κείμενα άλλων για το έργο τους, καθώς και τα σύντομα βιογραφικά σημειώματα που συνέταξε ο επιμελητής. Με ξεχωριστή συγκίνηση συναντούμε την πρώτη σύζυγο του ιδιαίτερου ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, Ανθούλα Σταθοπούλου, που πέθανε στα 27 της χρόνια: Κάτι η καρδιά μου μέσα στην ατέρμονη / και ματωμένην έκτασή της κλείνει, / απ’ τη μεγάλη τρικυμία του έρωτα / και κάτι απ’ της μετάνοιας τη γαλήνη. 

~ Δήμητρα Κωτούλα, Η επίμονη αφήγηση, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 67. Ο ήλιος απλώνει μια ευφυή σκιά πάνω στ’ ανάγλυφα. / Ιδρωμένος ο ουρανός του καλοκαιριού κατεβαίνει. Συγκομιδή δέκα ετών: δεκαεννιά ποιήματα, δεκατρία χρόνια μετά το πρώτο της βιβλίο. Βεβαίως, κάποια από αυτά (όπως εκείνο για τον Χαλεπά ή για τον νεκρό Χριστό του Χόλμπαϊν), δημοσιευμένα σε περιοδικά και ανθολογίες, μάς στοιχειώνουν καιρό τώρα. Κάτι ανώνυμο / ανοιχτό / κάτι που μοιάζει / (μέσα στην ξαφνική βροχή) / με ευχαρίστηση / συγκατανεύει ακούσια. Η απαιτητική απόσταξη που επιφέρει στο υλικό της η Δ.Κ., φέρνει πυκνή ταραχή και απαιτεί αναγνωστικές αναπνοές και παύσεις. Ευτυχώς: η επιβράδυνση της ανάγνωσης εντυπώνει βαθύτερα την σπάνιας ακρίβειας (και με τις δύο έννοιες) σκέψη της, το σπάνιας ακρίβειας αίσθημά της, και –το σημαντικότερο– την σπάνιας ακρίβειας σύγχρονη (και με τις δύο έννοιες) έκφρασή τους. Ανεξήγητος άνεμος έρχεται από πολύ μακριά / φέρνοντας δάκρυα πάνω στα δέντρα / Χρόνος γεμίζει αργά το δωμάτιο.

~ Παυλίνα Μάρβιν, Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο μου, εκδ. Κίχλη, 2017, σελ. 77. Γιαγιά, τρέξε, σ’ αναμένω / τη νύχτα της πρώτης του πρώτου μηνός / έλα, γιατί βιαστικά μεγαλώνω / δεν είμ’ εγγονή κανενός. Είναι σπάνια τα βιβλία ποίησης των οποίων όχι μόνο τα περιεχόμενα αλλά και η σύνθεσή τους έχουν ενδιαφέρον και νόημα. Όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο πρώτο βιβλίο μιας ποιήτριας, έχουμε κάθε λόγο να χαιρόμαστε παραπάνω. Άλλες απ’ αυτές τις «ιστορίες» είναι έμμετρες και με ομοιοκαταληξία, άλλες σε ελεύθερο στίχο, και άλλες έχουν πεζή μορφή. Πάντα, ωστόσο, η μέριμνα για τον ρυθμό και τον ήχο ενγένει, αμιλλάται μιαν ευρηματικότητα που δεν εργάζεται προς εντυπωσιασμό, παρά για να ρίξει ένα πολύχρωμο πανί πάνω από την βαθύτερη, αναπόφευκτη, θλίψη. Η γυναίκα με το θαυμαστό όνομα Νταρίνα Πελέντοβα τον κοίταξε, κοίταξε και τους κάπως λασπωμένους κύκνους στο ποτάμι, με καθαρό μυαλό σκέφτηκε πως, μερικά χρόνια αργότερα, δεν θα φορά βεβαίως τούτο το γαμήλιο φόρεμα, αλλά ένα άλλο, πιο πρόχειρο. 

~ Μάρκος Μέσκος, Στηνόχθη του παράδεισου, Το Ροδακιό, 2016, σελ. 38. Ποτέ από μακριά το χώμα / δεν απειλεί δεν τρομάζει∙ / ανθισμένο σε καρτερεί / να σε μυρίσει στολίζοντάς σε. Ευγνωμονούμε τον άξιο ποιητή που συνεχίζει να μας χαρίζει ωραία ποιήματα – κι ίσως μάλιστα ενός βαθύτερα ήρεμου, ώριμου λυρισμού. Δύσκολα διαβάζεις το νερό που θυμάται / κι η θάλασσα περίεργα σιωπά. Σε δεκαέξι άτιτλα, αριθμημένα ποιήματα, μπροστά στον (πανταχού παρόντα, από πάντα, στην ποίηση τού Μ.) Θάνατο, ο Παράδεισος αναφαίνεται κι αυτός παντού: στην θριαμβεύουσα Φύση, στις μνήμες της παιδικής ηλικίας, στη μορφή της Μητέρας, στην πίστη σε κάτι ‘Πέρα από Ετούτο’. Τάχα πιωμένο με το αθάνατο νερό / καφέ το κοτσύφι γυρίζει βιαστικά από τα μαρμαρένια / αλώνια κρατώντας κάτι στο ράμφος / για το ταίρι που κλωσσάει με τη σειρά του στη φωλιά / τα μελλούμενα τιτιβίσματα / της Αυγής! 

~ Πάμπλο Νερούδα (μτφρ.: Δανάη Στρατηγοπούλου), Εστραβαγάριο, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ. 190. Έμεινα μονάχος / σαν άλογο μονάχο / την ώρα που πάνω στο γρασίδι, δεν είναι ούτε / νύχτα ούτε μέρα, / αλλά μονάχα αλάτι του χειμώνα. Ο Νερούδα είναι 54 χρονών –15 χρόνια πριν από τον θάνατό του– όταν εκδίδει αυτή την συλλογή. Την αυγή τη στηρίζουν οι χοίροι. // Τη νύχτα την τρώνε τα πουλιά. // Και το πρωί είναι παντέρημος / ο κόσμος: κοιμούνται οι αράχνες, / οι άνθρωποι, οι σκύλοι και ο άνεμος, / γρυλλίζουν οι χοίροι και ξημερώνει. Ελεγειακή και χαμηλόφωνη, κι ας αστράφτει πάντα η ιδιαίτερη εικονοποιία του, με –ενίοτε μαύρο– χιούμορ και τρυφερότητα, μακρυά από τα επικά συνθέματα που έχουν προηγηθεί και του έχουν χαρίσει μια δίκοπη δημοφιλία, και ίσως πιο κοντά σε τόνο σε, αλλά πολύ ευρύτερο σε θεματολογία από, το επίσης πολυαγαπημένο δεύτερο βιβλίο του, τα Είκοσι ποιήματα αγάπης κι ένα τραγούδι απελπισμένο (1924). Γεμίζουν οι κούπες και φυσικά / ξαναμένουν άδειες / και συχνά τα χαράματα / πεθαίνουν μυστηριωδώς. // Οι κούπες κι αυτοί που πίναν. 

~ Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (μτφρ.: Λένια Ζαφειροπούλου), Τσάρος Σαλτάν, εκδ. Πατάκη, 2017, σελ. 82. Ένα μακροσκελές ‘παιδικό παραμύθι’ τού θεμελιωτή της ρωσικής λογοτενχικής γλώσσας –βασισμένο εν μέρει σε προϋπάρχοντα λαϊκά παραμύθια–, το οποίο όντως ακόμη απομνημονεύουν όλα τα ρωσσόφωνα παιδάκια. Οι σύντομοι ρυθμικοί στίχοι του, αριστοτεχνικά και μουσικότατα γυρισμένοι στη γλώσσα μας από την Λ.Ζ., συνθέτουν ένα συναρπαστικό μαγικό αφήγημα. Όπου, μεταξύ των άλλων θαυμαστών, βγάζει μιλιά ο κύκνος και λέει στον γιο του τσάρου: Χάνεις στα νερά το βέλος / Μα χαρά θα ’χεις στο τέλος. / Πλούσια θα σε ανταμείψω , / Και θα σε υπηρετήσω. / Κύκνο δεν έχεις λυτρώσει: / Κόρης τη ζωή έχεις σώσει. / Γύπα δεν έχεις φονεύσει, / Έχεις μάγο εξολοθρεύσει. / Ποτέ δε θα σε ξεχάσω, / Φώναξε κι εγώ θα φθάσω. / Τώρα όμως γύρνα πίσω, / Πέσε και γλυκά κοιμήσου. Συνοδεύεται από χρονολόγιο και εισαγωγή –γοητευτική όπως πάντα– της μεταφράστριας. 

~ Jesper Svenbro (μτφρ.: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ), Κλέις – Τοόνομα της κόρης της Σαπφούς (και άλλα ποιήματα), εκδ. Περισπωμένη, 2017, σελ. 108. Καπνίζουν ακόμη τα ερείπια της Τροίας; / αναρωτιούνται όταν στρέφουν το βλέμμα / προς το καπνισμένο καζάνι / του ανατέλλοντος ηλίου. Ο Γέσπερ Σβένμπρου, εκτός από σπουδαίος αρχαιοελληνιστής με εξαιρετικά πρωτότυπη σκέψη, είναι και συναρπαστικός ποιητής. Στο βιβλίο αυτό, η μεταφράστριά του Μ.Μ. παρουσιάζει ποιήματα με αρχαιοελληνικά θέματα από δύο δυλλογές που δεν έχουν εκδοθεί ακόμη στα σουηδικά. Προτάσσεται εισαγωγή του ποιητή ειδικά γραμμένη για την ελληνική έκδοση, το δε διαφωτιστικότατο επίμετρο ανήκει στην ποιήτρια Φοίβη Γιαννίση. Ο Σ. δεν διστάζει να συνδυάσει τον τζαζ τρομπεττίστα Μάιλς Νταίηβις (που, από μια στιγμή κι έπειτα, έπαιζε κυρίως βάσει τρόπων και όχι κλιμάκων) με την Σαπφώ, στην οποία αποδίδεται η επινόηση του μιξολυδικού τρόπου. Και, αναγνωρίζοντας στο «νίτρον» βασικό συστατικό του σαπουνιού, τελειώνει το ποίημά του «Palmolive. Πράσινο σαπούνι για την ποίηση» ως εξής: Και θυμήσου: εκατόν ογδόντα εννέα είναι / ο αριθμός του αποσπάσματος, «νίτρον» γράφει όλο κι όλο. / Δύο συλλαβές, τίποτε άλλο. / Πλούσιες, στη φαντασία μας αφρώδεις.

ΔΟΚΙΜΙΟ

~ Νικήτας Σινιόσογλου, Αλλόκοτος Ελληνισμός – Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών, εκδ. Κίχλη, 2016, σελ. 357. Ό,τι μετριοπαθώς νομίζουμε πως είμαστε έλκει εν μέρει την καταγωγή του από τη λησμονημένη οριακότητα κάποιων άλλων. Επτά Έλληνες στοιχειώνουν τούτο το έξοχο βιβλίο: τρεις του 15ου αιώνα (ο πλάνης πρωτο-‘αρχαιολόγος’ Κυριακός Αγκωνίτης, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων, και ο μισθοφόρος ποιητής Μάρουλλος Ταρχανιώτης), ένας του 18ου (ο ανηλεής πολέμιος της Εκκλησίας Χριστόδουλος Παμπλέκης), και τρεις του 19ου (ο εισηγητής της «Θεοσέβειας» Θεόφιλος Καΐρης, ο ριζοσπάστης διαφωτιστής Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, και ο ιδιοφυής πλαστογράφος Κωνσταντίνος Σιμωνίδης). Ο Ν.Σ., με τεκμηριωμένη, βαθιά επιστημονική γνώση αλλά και μ’ ένα αληθινά σπάνιο συγγραφικό ταλέντο, ξεδιπλώνει την πολυπλοκότητα αυτών των ‘ακραίων’ προσωπικοτήτων, καταδεικνύει την άρρηκτη σχέση τους με την εποχή τους –πέρα από την προφανή ρήξη τους με αυτήν–, και επιχειρηματολογεί υπέρ της σημασίας τους για την σημερινή, όπως και, γενικότερα, για την σπουδή της ιστορίας των ιδεών. Η πρόοδος προκύπτει από το λύειν και το δεσμείν, ήτοι από διασταυρώσεις και τομές. 

29.6.17

πικρή παρηγοριά











Όντας λάτρης και της μικρής φόρμας του ‘εικαστικού κινηματογράφου’ αλλά και της μεγαλοφυίας του Derek Jarman, έσπευσα στην προβολή (στον ωραίο και φιλόξενο χώρο του State of Concept, και χάρη στο British Council) μικρών ταινιών (“moving image works”, κατά την τρέχουσα ορολογία) που ήταν υποψήφιες ή βραβεύθηκαν στα ετήσια  Jarman Awards”,  από το 2009 ώς το 2014. Από τα 11 έργα (διάρκειας από λίγο λιγότερο του λεπτού έως και πάνω από 16’ – εδώ έρχεται στον νου η έξοχη αγγλική έκφραση “to overstay ones welcome”), τα 10 κυμαίνονταν από το αδιάφορο ώς το κουραστικό, και από το σοβαροφανές και το μελό ώς το παιδαριώδες – ή συνδύαζαν, σε διάφορες δόσεις,  περισσότερα του ενός από τα ελαττώματα αυτά. Μόνον το σχεδόν δεκάλεπτο Choir (2011) της Elizabeth Price κυριαρχούσε στα (πλούσια) μέσα του, είχε στόχο αλλά επέτρεπε εις εαυτόν την παρέκκλιση έως την ‘τρέλλα’, διέθετε χιούμορ και σοβαρότητα σε ισορροπημένες δόσεις, ερέθιζε τον νου και συγχρόνως ικανοποιούσε τις αισθήσεις. Κάποια από τα υπόλοιπα έργα, φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει καν δεκτά ως πτυχιακές εργασίες.
Συμβαίνουν και εις Εσπερίαν, λοιπόν (πικρή παρηγοριά), αυτά για τα οποία παραπονιόμαστε κι εδώ: πως ικανός αριθμός συγγραφέων δίνει την εντύπωση ανθρώπων που όχι απλώς δεν μελετούν –και δεν έχουν μελετήσει– εις βάθος, αλλά ούτε καν διαβάζουν επαρκώς∙ μουσικών, που δεν ακούν∙ εικαστικών, που δεν έχουν έχουν προσέξει τι έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα∙ κ.ο.κ.. Έχεις, δηλαδή, την αίσθηση πως ουκ ολίγοι καλλιτέχνες δεν έχουν επαρκώς σπουδάσει τα υλικά τους ούτε εκμάθει τα εργαλεία τους, και εργάζονται σε ιστορικό (άρα και αισθητικό, και πολιτικό) κενό.
Τι φταίει; Πολλά, προφανώς: Όσοι (δεν) τους εκπαιδεύουν (και στην Βρετανία –απ’ όπου παίρνει αφορμή το σχόλιο αυτό– είναι διαπιστωμένη η κατρακύλα του επιπέδου και των απαιτήσεων της ανώτατης εκπαίδευσης, μετά το θατσερικό ξήλωμα, με τους σπουδαστές να θεωρούνται «πελάτες»), όσοι (δεν) τους κρίνουν (αυστηρά), όσοι τους δίνουν βήμα (με ανεπαρκή καλλιτεχνικά κριτήρια, αν όχι και με εξωκαλλιτεχνικά), όσοι (δημοσιογραφούντες) τους επαινούν αδιαφορώντας για την άγνοιά τους, κ.οκ.. Και όταν αυτή η άγνοια έχει εγκατασταθεί και στο κοινό (πάλι λόγω έκπτωσης της τυπικής εκπαίδευσης), καθιστώντας το ανίκανο να (δια)κρίνει, λίγα μας μένουν να ελπίζουμε.
Έγραψα πιο πάνω «της τυπικής εκπαίδευσης», γιατί η άτυπη εκπαίδευση (η εκτός εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και θεσμών, δηλαδή: ό,τι παλιότερα θα λέγαμε ότι καθιστά κάποιον «αυτοδίδακτο») μέσω, π.χ., της αφθονίας του διαδικτύου, μπορεί να φέρει άλλα αποτελέσματα – αρκεί, βέβαια, να κατέχουμε τα κατάλληλα αξιολογικά εργαλεία (που από κάπου πρέπει να τα διδαχθούμε κι αυτά...) Και όσο ο εναγκαλισμός της τέχνης με την Αγορά (τα fora των ΜΜΕ) και τις αγορές (the markets) εξελίσσεται σε στραγκαλισμό, άλλοι, ‘εξωθεσμικοί’, χώροι παρουσίασής της (όπως ακόμη και τα ‘κοινωνικά δίκτυα’), ίσως προσφέρουν ένα πεδίο καλλιτεχνικής ελευθερίας: μιαν ανάσα σωτηρίας. (Τα έτη 2009-2012, όταν τσαλαβούτησα αρκετά στο ‘facebook της ερασιτεχνικής φωτογραφίας’, το flickr, με είχε εντυπωσιάσει ο αριθμός απο ‘ερασιτεχνικές’ φωτογραφίες πολύ πιο ενδιαφέρουσες από αυτές που έβλεπα στα ‘αρμόδια’ περιοδικά (είτε ‘τεχνικά’, είτε καλλιτεχνικά). Βέβαια, η ανεύρεσή τους απαιτούσε, κι εκεί, έρευνα – κάποια ίχνη της οποίας (μόνον και μόνον για να δείξω με παραδείγματα τα δικά μου κριτήρια, συμπληρώνοντας και τεκμηριώνοντας τούτο το πρόχειρο σημείωμα) επιβιώνουν και σήμερα στις μικρές ‘εκθέσεις’ με φωτογραφίες άλλων που βρίσκονται συγκεντρωμένες εδώ.)

Η τέχνη δεν είναι σκέτη αυτοέκφραση – ούτε υπάρχει μόνο για να περνάμε την ώρα μας. Είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους που εμπνεύστηκε και διαθέτει το ανθρώπινο πνεύμα για να αυτο-υποβάλλεται σε δοκιμασίες εκλέπτυνσης και εμβάθυνσης, που τ’ οδηγούν σε απόλαυση πολυεπίπεδη. Δεν χρειαζόμαστε ντε και σώνει όσο γίνεται περισσότερα νέα ‘έργα τέχνης’ – χρειαζόμαστε μόνον τα καλά έργα τέχνης, κι ήδη υπάρχουν πολλά. Εμμένοντας σε αυτά και μελετώντας τα εις βάθος, θα μπορέσουμε να διακρίνουμε και να ενθαρρύνουμε όσα νέα όντως αξίζει να προστεθούν στην χορεία τους – δηλαδή όσα θα μας ωφελήσουν παραπάνω, ή με διαφορετικό τρόπο, από τα ήδη υπάρχοντα. 

[στην φωτ., εικόνα από το έργο της Ελίζαμπεθ Πράις, Choir (2011)]