5.9.09

καλοκαιρινά στιγμιότυπα



Οι φίλοι δεν μοιράζονται κάτι [...] -
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν,
Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.

0. Στη στροφή του Φαλήρου γιά Πειραιά, αμέσως αν και ελάχιστη, η μυρωδιά της θάλασσας. Κάτι πολύ παλιό, δυνατό σαν προορισμός.

1. Πώς γίνεται, ενώ δεν ζεις χωρίς μουσική, να μην την έχεις ανάγκη στο μικρό σπίτι των φίλων; Λες και το γεμίζουν –έστω και εν τη απουσία τους– με συντροφιά.

2. Ένα μαυρισμένο παλικάρι με μούσι γράφει στο τετράδιό του, καθιστός στα βράχια μπρος στη θάλασσα. Αφού βγει απ’ το νερό η καλή του, κάθονται οκλαδόν αντικρυστά: εκείνος της χαϊδεύει το πρόσωπο, το σώμα, απαλά με το μολύβι του – ώσπου εκείνη δεν αντέχει άλλο: τον φιλά μ’ ανοιχτό στόμα.

3. Μικρό αρπακτικό ζυγιάζεται στο διάσελο: το παίρνει ο αέρας: ας αποφασίσει αυτός πού θα βρεθεί το επόμενό του θήραμα. Το χάνω από τα μάτια –μες στ’ αυτοκίνητο– αλλά σε λίγο ξαναβλέπω μπροστά μου τη σκιά του: στα βράχια, στην άσφαλτο – και ξαναχάνεται.

4. Ο ήλιος κρύβεται: έκπληξη από την έλευση της σκιάς (ακόμη και με κλειστά μάτια).

5. Τίποτε δεν εξυπακούεται: τα πάντα είναι ένα συνεχές δώρο. (Γι’ αυτό και –φερειπείν– η ανταλλαγή ευχαριστιών και γιά την μικρότερη χειρονομία –ένα ποτήρι νερό, μιά πόρτα που σ’ την κρατούν να περάσεις– δεν είναι ευγενής τυπικότητα, αλλ’ αναγνώριση προσφοράς.)

6. «Οι άνθρωποι μόνο σε άλλους ανθρώπους βρίσκουν την πιό υψηλή σημασία τους: ίσως να έφτασα στον εαυτό μου χάρη σ’ εκείνη τη φιλία» – ο Χούγκο φον Χόφμαννσταλ, γιά τον ήδη νεκρό φίλο
του, Έμπερχαρτ φον Μπόντενχάουζεν.

7. [βλ. 1] Σύντομα όμως, ξανά η ανάγκη γιά μουσική, ακόμη και μες στην ησυχία. (Με την οικείωση αναδύεται πάλι μοναχική η σιωπή.)

8. Συντροφιές όπου δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους: ασύλληπτη η έλλειψη ενδιαφέροντος προς τα νέα –ή τα σιωπηρά– μέλη. Εναλλασσόμενοι μονόλογοι αντί γιά ανταλλαγή ερωταποκρίσεων. Διακριτικότητα ή αντικοινωνικότητα, βαρεμάρα, ναρκισσισμός;

9. στην φίλη

Μετά το απαίσιο κλαμπ
βρίσκεις μιά ανηφόρα στα δεξιά
Λύνεις την συρμάτινη πόρτα και την ξαναδένεις
παίρνεις τον χωματόδρομο μέχρι την κορφή:
ένα ερείπιο και μιά τσίγκινη στέρνα
(τα κατσίκια φεύγουν φοβισμένα)
– συνεχίζεις στην κορυφογραμμή
μέχρι να φανούν μιά παραλία δεξιά
και μιά αριστερά
Μετά από ένα τεράστιο λιθάρι
(τα κατσίκια τρέχουν όλο πιό μπροστά)
αρχινάς να κατεβαίνεις δεξιά
(δεν έχει μονοπάτι: όπως κυλά το νερό)
μέχρι να μπεις στην μικρή ξερή ρεματιά
που θα σε βγάλει στην ακτή

*

Κατηφορίζουμε την στεγνή κοίτη του μικρού χείμαρρου
–πλάσματα του νερού–
μέχρι να βγούμε στο γιαλό
(στο καλό νερό
το νερό γιά το σώμα)
Κάνω λίγη θάλασσα
και γιά σένα
διπλά κολυμπάω
– Τι κούραση, τι κούραση, να είσαι φίλος!

10. Μες στη νύχτα το θυμήθηκα: Το ψωμί! Δεν το τυλίξαμε με την πετσέτα και θα ξεραθεί.

11. Το κομμάτι της πλάτης –λίγο κάτω απ’ τα φτερά, αρκετά επάνω από την μέση: ίσως το σχήμα του να είναι ένα καρβέλι– που δεν μπορείς να πλύνεις, ούτε να του απλώσεις αντιηλιακό. (Μόνος σου.)

12. Τετράγωνος φεγγίτης ανοιχτός, το φύλλο στερεωμένο με στρογγυλό λιθάρι του γιαλού. Μιά κατακόρυφη λωρίδα ουρανού κι άσπρος τοίχος με πέτρες. Μία η ώρα. Zelenka: Agnus Dei.


[φωτ.: π.ι., viii.2009]

0908



[το πλήρες slideshow
εδώ]

2.8.09

0504 ώς 0505





[το πλήρες slideshow εδώ]

0410 ώς 0501



[το πλήρες slideshow εδώ]

1.8.09

0409



[το πλήρες slideshow εδώ]

31.7.09

0407 ώς 0408



[το πλήρες slideshow εδώ]

26.7.09

0404 ώς 0405



[το πλήρες slideshow εδώ]

25.7.09

0403 ώς 0404



[το πλήρες slideshow εδώ]

24.7.09

0401



[το πλήρες slideshow
εδώ]

0312



[το πλήρες slideshow
εδώ]

22.7.09

αλεξάνδρα πλαστήρα

[μιά προσωπική επιλογή από τα τρία πιό πρόσφατα βιβλία της]



από
Το φως που βλέπουμε τώρα [Στιγμή, 1986]:



Πιό σταθερή

...

θαύμα
τα κύματα
πνίγομαι
τέλεια

...


Δεύτερο χιόνι

Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα

σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο


La favorite

...

πλάσμα επιθυμητό κυνηγημένο
όταν χτυπάς το τζάμι μου
θέλω να πέσω από ένα φτερό


Ρομαντικό καλοκαίρι

Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες

μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία

μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε

ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι


Επιστροφή στην Ιταλία

...

ένα πανί
της έγνεφε να πάει

κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν


Dark red

Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα

...


Σκιά στο χρώμα

Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά

οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες


Λέστερ

...
ο κήπος πνίγεται
από τα βήματα

χωρίς παράπονο
κόβονται μόνα τους
τα τριαντάφυλλα

...


Σκιά στο στέμμα

Αν δεν υπάρχει
βασιλική οδός
στο χωρισμό

ας δύσει πιά
το καλοκαίρι
κι η πιρόγα

ας διαλυθεί
αθόρυβα
στο φως


Το μη μου άπτου

Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση

κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το


Ζεύγος

Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας χωρίσει
απ’ το θάνατο

καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το θάνατο

αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει

χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς





από το
Νερό στο πρόσωπο [Άγρα, 1993]
:


Σε λίγα χρόνια

Πηγαίνουμε τώρα
το ποίημα δεν έρχεται
να πιούμε το τσάι μας
κάτω απ’ τα δέντρα

τι ήσυχη μέρα αρκετοί έφυγαν
υπάρχει όμως ακόμα ζωή
στους τάφους στους γάμους μπουκέτα
μπισκότα γλυκά αν και λίγο παλιά

μου πάει νομίζω αυτό το φόρεμα
περισσότερο τώρα που έχουν σβήσει τα χρώματα
θα βγάλεις κι εσύ το καπέλο σου θα μιλήσουμε
αχ επιτέλους όπως το θέλαμε

ταπεινωμένοι


Νανούρισμα

Όταν σωπαίνουν τα παιδιά
η λάμπα αργά τη σκάλα ανεβαίνει
...


Χάρισμα

Άφησα το πλεχτό μου να κοιτάξω
στον ουρανό τα καλύτερα χρόνια
...


Στην αληθινή

Δροσερή
στο σκοτάδι
μιά άλλη
βγαίνει
γελώντας

όταν ανοίγει
την πόρτα
ο καλός
θάνατος
και λέει

κοντά στη φωτιά
παιδάκια μου ελάτε
στο καλό στο καλό
παλιό
κρύο

και το φθινόπωρο
θα κάνει
τα τζάμια χρυσά
κάτω από έναν ουρανό
τρελό γι’ αγάπη


Ανοιξιάτικα νερά

Και είμαι λυπημένη αγαπημένε μου
τιμωρημένη απ’ τη χαρά μου
πόσο γρήγορα βρέθηκα
έξω απ’ τους κήπους
που έκαιγαν δάδες
όλη τη νύχτα
πιστές σε μας

...


Συνάντηση

Κι αν προηγείται ο θόρυβος
όχι της σαύρας ούτε της βροχής
υπάρχει ένα παρελθόν
ο τόπος που αναπαυόνται
οι ζωντανοί

κοιμητήρι μικρό
τον άσπρο σου φράχτη
πλησιάζω
και το παρόν που μας χωρίζει
είναι παιδί ακόμα γιά να ξέρει


Οθόνια

Εσύ μιλούσες
ήταν δικό σου το σώμα
μόνο άλλο όνομα
είπες

τι να σημαίνει
η χρυσή ατμόσφαιρα
χρυσή από λευκό
πληγωμένη

η καθαρότητα
του βλέμματος
πέραν της βάτου τι

και τι η ψυχή μου
απέναντι


Σάββατο πρωί

Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα

σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα

πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια


Σταυρός

Στην κορυφή
το όνομα
μόνο

λευκή
η σελίδα
της γιορτής

ας αποθέσει
η σιωπή
το έσχατο άνθος

ν’ αναπαυθεί η ηχώ


Χαμηλή φωνή

...

όμως η ομορφιά που είδα
υπάρχει
ευτυχισμένους μας θυμάται
ο θεός





από το
Τόπος γιά να ζεις [Άγρα, 1999]
:


Κάτι μονάκριβο

...

*

Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα


Ζωή όπως το πάθος

Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό

Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα

Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι

Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά


Γιά ένα παιδί

Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή


Αγαπημένη

Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα

Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα


Αγαπημένος

Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου

...


Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά

Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε

Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος

*

Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε

*

Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη


Η γραμμή της ζωής

Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι

*

Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα

Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν

Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί


Μονοπάτι του τσαγιού

Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι

...

*

Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια


Δεν έχει κέντρο το ύψος

Με τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια

Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες

Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο


Το βιβλίο

...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι

...




[φωτ.: Π.Ι.]

14.7.09

0309 ώς 0310



[το πλήρες slideshow εδώ]