2.8.09
31.7.09
26.7.09
25.7.09
24.7.09
22.7.09
αλεξάνδρα πλαστήρα
[μιά προσωπική επιλογή από τα τρία πιό πρόσφατα βιβλία της]
από Το φως που βλέπουμε τώρα [Στιγμή, 1986]:
Πιό σταθερή
...
θαύμα
τα κύματα
πνίγομαι
τέλεια
...
Δεύτερο χιόνι
Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα
σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο
La favorite
...
πλάσμα επιθυμητό κυνηγημένο
όταν χτυπάς το τζάμι μου
θέλω να πέσω από ένα φτερό
Ρομαντικό καλοκαίρι
Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες
μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία
μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε
ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι
Επιστροφή στην Ιταλία
...
ένα πανί
της έγνεφε να πάει
κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν
Dark red
Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες
με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα
...
Σκιά στο χρώμα
Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά
οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες
Λέστερ
...
ο κήπος πνίγεται
από τα βήματα
χωρίς παράπονο
κόβονται μόνα τους
τα τριαντάφυλλα
...
Σκιά στο στέμμα
Αν δεν υπάρχει
βασιλική οδός
στο χωρισμό
ας δύσει πιά
το καλοκαίρι
κι η πιρόγα
ας διαλυθεί
αθόρυβα
στο φως
Το μη μου άπτου
Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση
κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το
Ζεύγος
Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας χωρίσει
απ’ το θάνατο
καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το θάνατο
αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει
χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς
από το Νερό στο πρόσωπο [Άγρα, 1993]:
Σε λίγα χρόνια
Πηγαίνουμε τώρα
το ποίημα δεν έρχεται
να πιούμε το τσάι μας
κάτω απ’ τα δέντρα
τι ήσυχη μέρα αρκετοί έφυγαν
υπάρχει όμως ακόμα ζωή
στους τάφους στους γάμους μπουκέτα
μπισκότα γλυκά αν και λίγο παλιά
μου πάει νομίζω αυτό το φόρεμα
περισσότερο τώρα που έχουν σβήσει τα χρώματα
θα βγάλεις κι εσύ το καπέλο σου θα μιλήσουμε
αχ επιτέλους όπως το θέλαμε
ταπεινωμένοι
Νανούρισμα
Όταν σωπαίνουν τα παιδιά
η λάμπα αργά τη σκάλα ανεβαίνει
...
Χάρισμα
Άφησα το πλεχτό μου να κοιτάξω
στον ουρανό τα καλύτερα χρόνια
...
Στην αληθινή
Δροσερή
στο σκοτάδι
μιά άλλη
βγαίνει
γελώντας
όταν ανοίγει
την πόρτα
ο καλός
θάνατος
και λέει
κοντά στη φωτιά
παιδάκια μου ελάτε
στο καλό στο καλό
παλιό
κρύο
και το φθινόπωρο
θα κάνει
τα τζάμια χρυσά
κάτω από έναν ουρανό
τρελό γι’ αγάπη
Ανοιξιάτικα νερά
Και είμαι λυπημένη αγαπημένε μου
τιμωρημένη απ’ τη χαρά μου
πόσο γρήγορα βρέθηκα
έξω απ’ τους κήπους
που έκαιγαν δάδες
όλη τη νύχτα
πιστές σε μας
...
Συνάντηση
Κι αν προηγείται ο θόρυβος
όχι της σαύρας ούτε της βροχής
υπάρχει ένα παρελθόν
ο τόπος που αναπαυόνται
οι ζωντανοί
κοιμητήρι μικρό
τον άσπρο σου φράχτη
πλησιάζω
και το παρόν που μας χωρίζει
είναι παιδί ακόμα γιά να ξέρει
Οθόνια
Εσύ μιλούσες
ήταν δικό σου το σώμα
μόνο άλλο όνομα
είπες
τι να σημαίνει
η χρυσή ατμόσφαιρα
χρυσή από λευκό
πληγωμένη
η καθαρότητα
του βλέμματος
πέραν της βάτου τι
και τι η ψυχή μου
απέναντι
Σάββατο πρωί
Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα
σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα
πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια
Σταυρός
Στην κορυφή
το όνομα
μόνο
λευκή
η σελίδα
της γιορτής
ας αποθέσει
η σιωπή
το έσχατο άνθος
ν’ αναπαυθεί η ηχώ
Χαμηλή φωνή
...
όμως η ομορφιά που είδα
υπάρχει
ευτυχισμένους μας θυμάται
ο θεός
από το Τόπος γιά να ζεις [Άγρα, 1999]:
Κάτι μονάκριβο
...
*
Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα
Ζωή όπως το πάθος
Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό
Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα
Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι
Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά
Γιά ένα παιδί
Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή
Αγαπημένη
Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα
Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα
Αγαπημένος
Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου
...
Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά
Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε
Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος
*
Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε
*
Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη
Η γραμμή της ζωής
Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι
*
Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα
Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν
Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί
Μονοπάτι του τσαγιού
Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι
...
*
Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια
Δεν έχει κέντρο το ύψος
Με τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια
Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες
Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο
Το βιβλίο
...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι
...
[φωτ.: Π.Ι.]
από Το φως που βλέπουμε τώρα [Στιγμή, 1986]:
Πιό σταθερή
...
θαύμα
τα κύματα
πνίγομαι
τέλεια
...
Δεύτερο χιόνι
Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα
σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο
La favorite
...
πλάσμα επιθυμητό κυνηγημένο
όταν χτυπάς το τζάμι μου
θέλω να πέσω από ένα φτερό
Ρομαντικό καλοκαίρι
Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες
μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία
μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε
ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι
Επιστροφή στην Ιταλία
...
ένα πανί
της έγνεφε να πάει
κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν
Dark red
Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες
με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα
...
Σκιά στο χρώμα
Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά
οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες
Λέστερ
...
ο κήπος πνίγεται
από τα βήματα
χωρίς παράπονο
κόβονται μόνα τους
τα τριαντάφυλλα
...
Σκιά στο στέμμα
Αν δεν υπάρχει
βασιλική οδός
στο χωρισμό
ας δύσει πιά
το καλοκαίρι
κι η πιρόγα
ας διαλυθεί
αθόρυβα
στο φως
Το μη μου άπτου
Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση
κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το
Ζεύγος
Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας χωρίσει
απ’ το θάνατο
καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το θάνατο
αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει
χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς
από το Νερό στο πρόσωπο [Άγρα, 1993]:
Σε λίγα χρόνια
Πηγαίνουμε τώρα
το ποίημα δεν έρχεται
να πιούμε το τσάι μας
κάτω απ’ τα δέντρα
τι ήσυχη μέρα αρκετοί έφυγαν
υπάρχει όμως ακόμα ζωή
στους τάφους στους γάμους μπουκέτα
μπισκότα γλυκά αν και λίγο παλιά
μου πάει νομίζω αυτό το φόρεμα
περισσότερο τώρα που έχουν σβήσει τα χρώματα
θα βγάλεις κι εσύ το καπέλο σου θα μιλήσουμε
αχ επιτέλους όπως το θέλαμε
ταπεινωμένοι
Νανούρισμα
Όταν σωπαίνουν τα παιδιά
η λάμπα αργά τη σκάλα ανεβαίνει
...
Χάρισμα
Άφησα το πλεχτό μου να κοιτάξω
στον ουρανό τα καλύτερα χρόνια
...
Στην αληθινή
Δροσερή
στο σκοτάδι
μιά άλλη
βγαίνει
γελώντας
όταν ανοίγει
την πόρτα
ο καλός
θάνατος
και λέει
κοντά στη φωτιά
παιδάκια μου ελάτε
στο καλό στο καλό
παλιό
κρύο
και το φθινόπωρο
θα κάνει
τα τζάμια χρυσά
κάτω από έναν ουρανό
τρελό γι’ αγάπη
Ανοιξιάτικα νερά
Και είμαι λυπημένη αγαπημένε μου
τιμωρημένη απ’ τη χαρά μου
πόσο γρήγορα βρέθηκα
έξω απ’ τους κήπους
που έκαιγαν δάδες
όλη τη νύχτα
πιστές σε μας
...
Συνάντηση
Κι αν προηγείται ο θόρυβος
όχι της σαύρας ούτε της βροχής
υπάρχει ένα παρελθόν
ο τόπος που αναπαυόνται
οι ζωντανοί
κοιμητήρι μικρό
τον άσπρο σου φράχτη
πλησιάζω
και το παρόν που μας χωρίζει
είναι παιδί ακόμα γιά να ξέρει
Οθόνια
Εσύ μιλούσες
ήταν δικό σου το σώμα
μόνο άλλο όνομα
είπες
τι να σημαίνει
η χρυσή ατμόσφαιρα
χρυσή από λευκό
πληγωμένη
η καθαρότητα
του βλέμματος
πέραν της βάτου τι
και τι η ψυχή μου
απέναντι
Σάββατο πρωί
Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα
σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα
πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια
Σταυρός
Στην κορυφή
το όνομα
μόνο
λευκή
η σελίδα
της γιορτής
ας αποθέσει
η σιωπή
το έσχατο άνθος
ν’ αναπαυθεί η ηχώ
Χαμηλή φωνή
...
όμως η ομορφιά που είδα
υπάρχει
ευτυχισμένους μας θυμάται
ο θεός
από το Τόπος γιά να ζεις [Άγρα, 1999]:
Κάτι μονάκριβο
...
*
Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα
Ζωή όπως το πάθος
Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό
Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα
Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι
Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά
Γιά ένα παιδί
Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή
Αγαπημένη
Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα
Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα
Αγαπημένος
Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου
...
Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά
Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε
Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος
*
Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε
*
Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη
Η γραμμή της ζωής
Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι
*
Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα
Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν
Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί
Μονοπάτι του τσαγιού
Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι
...
*
Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια
Δεν έχει κέντρο το ύψος
Με τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια
Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες
Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο
Το βιβλίο
...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι
...
[φωτ.: Π.Ι.]
14.7.09
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)