Το καλό με τον Καβάφη είναι ότι δεν υφίσταται πλέον το ερώτημα εάν ήταν ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα – ήταν, τελεία. Τούτου δοθέντος, αν είχε κανείς κέφι, θα μπορούσε ίσως και να προτείνει το εξής απλουστευτικό παίγνιο: θεωρώντας αυτόν και τον Σολωμό γεννήτορες της νεοελληνικής ποίησης, να εντοπίζει από τι ποσοστό του ενός και τι του άλλου ‘προκύπτει’ καθένας από τους Έλληνες ποιητές που έπονται. Αλλά, για να επιστρέψουμε στον Καβάφη, το ότι το ερώτημα «πόσο σημαντικός ήταν;» δεν υφίσταται πλέον, μας δίνει το δικαίωμα και την ελευθερία να διαλέξουμε ο καθένας, είτε ως αναγνώστης, είτε και ως τεχνίτης, όσα μας ενδιαφέρουν ή και μας βοηθούν. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι πλέον διαθέτουμε σε βιβλία, αφενός όλα τα ‘τελειωμένα’ του ποιήματα –αναγνωρισμένα, αποκηρυγμένα, ‘κρυμμένα’– και, αφετέρου, τα ‘ατελή’ – τα οποία, όπως εκδόθηκαν, κάθε άλλο παρά ατελή είναι. Αφήνω που και κάποια απ’ τα πεζά του μπορούμε σήμερα να τα διαβάσουμε ως ποιήματα – εννοώ, δηλαδή, πέρα από τα ποιητικά πεζά του: π.χ., αίφνης, το ‘δοκιμιακό’ «Το κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν». Ίσως να μας βοηθά σ’ αυτό ο αναδρομικός ‘φωτισμός’ του ελληνικού υπερρεαλισμού, αν όχι και μια κάποια μεταμοντερνιστική ‘ευρυχωρία’. Συνεπώς, μπορεί κανείς σήμερα να διατρέξει όλη την παραγωγή του Καβάφη και να φτιάξει την προσωπική του ανθολογία –η δική μου, για παράδειγμα, περιέχει καμμιά 65αριά ποιήματα–, και, αν το επιθυμεί, επειδή τόσα τεκμήρια της ποιητικής πορείας του Καβάφη είναι πια εμφανή, να μαθητεύσει κιόλας στην εξέλιξή του: στο πώς έγινε, δηλαδή, εντέλει, αυτός που σήμερα θεωρούμε «Καβάφη».
Για τους υπόλοιπους μεγάλους Έλληνες ποιητές, δεν είμαι βέβαιος ότι διαθέτουμε αποκηρυγμένα ποιήματά τους. Μπορούμε να διαβάσουμε νεανικά ποιήματα – αλλά, για παράδειγμα, η πρώτη εμφάνιση του Σεφέρη, η –ας την πούμε– λυρικότερη, είναι ήδη Σεφέρης ατόφιος. Ενώ στον Καβάφη, παρακολουθούμε αυτήν την δραστική αλλαγή τεχνοτροπίας, αλλά και την απομάκρυνση από τα κλισέ που τον βάραιναν στην νεότητά του.
Δεν είμαι φιλόλογος για να προσθέσω κάτι σε όσα έχουν εξαντλητικά ειπωθεί για την γλώσσα του Καβάφη. Αλλά βρίσκω ενδιαφέρον έως συγκινητικό να ανακαλύπτουμε και στα πεζά του την αγάπη του για την βυζαντινή ποίηση και τα δημοτικά τραγούδια, που εκείνη την εποχή τούς δίνεται για πρώτη φορά επαρκής φιλολογική προσοχή. Έτσι, κάποια πεζά του μοιάζουν να μας ενημερώνουν για τον όγκο μελέτης και προσωπικής εργασίας που υποστήριξαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το ποιητικό του έργο.
Όσον αφορά τα αντικειμενικά τεκμήρια της –ελληνικής και διεθνούς– απήχησής του, μπορούμε, νομίζω, με αρκετή ασφάλεια να εικάσουμε ότι η διάδοση των ποιημάτων του μέσω αναλύσεων και μεταφράσεων θα συνεχιστεί. Όσον αφορά, τώρα, πιθανούς υποκειμενικούς –προσωπικούς για τον κάθε αναγνώστη– λόγους για την απήχηση αυτή, τα θέματα των ποιημάτων του και η οικειότητα της φωνής του –αυτό που ο Ελύτης ατυχώς, νομίζω, προσπάθησε να του προσάψει ως “πεζολογία”– ίσως και να αρκούν για να την εξηγήσουν, αλλά και για να εγγυηθούν την διάρκειά της.
Φαντάζομαι ότι έναν δόκιμο μεταφραστή του Καβάφη, το γλωσσικό του ιδίωμα θα τον συναρπάζει την ίδια στιγμή που τον τρομοκρατεί: αυτό το μοναδικό χαρμάνι, που είναι λίγο καθαρεύουσα, λίγο καθομιλουμένη, κωνσταντινουπολίτικα, μια τζούρα αιγυπτιώτικα ελληνικά. Ένα, λοιπόν, αναπόφευκτο κριτήριο για την αξία μιας ξένης μετάφρασης δεν μπορεί παρά να είναι και η απόδοση μιας κάποιας γλωσσικής ‘παραξενιάς’, σε οιαδήποτε γλώσσα. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι στις αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις –των Κήλυ και Σέραρντ, και της Γιουρσενάρ, αντιστοίχως– που εν πολλοίς θεμελίωσαν την διεθνή δημοφιλία του Καβάφη, δεν υπήρξε τέτοια προσπάθεια μεταφοράς αυτής της ιδιοτυπίας, όσο μιας τίμιας απόδοσης του νοήματος.
Το πλεονέκτημα του Καβάφη είναι η πολυπρισματικότητά του, η οποία εμπλουτίζεται όσο σταδιακώς δημοσιεύονται τα κατάλοιπά του. Για παράδειγμα, έχουμε συνηθίσει να ακούμε –αν όχι κυρίως, πάντως πολύ συχνά– για την στοχαστικότητα και την περίσκεψη που τον χαρακτηρίζει. Αλλά μήπως θα ήταν χρήσιμο –και απολαυστικό– να αναζητήσουμε προσεκτικότερα και τον Καβάφη που «εσωτερικώς γελά και αστειεύεται πολύ»; Ή που «δεν έχει πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος»; Ή τον Καβάφη του οποίου, όπως γράφει κάπου, η αγαπημένη εποχή είναι το καλοκαίρι – μια δήλωση τόσο αντίθετη με την εικόνα ενός ‘φθινοπωρινού’ Καβάφη του μισόφωτος, κλεισμένου σε μια κάμαρα. Ακόμα και η έννοια του παιχνιδιού θα μπορούσε να ταιριάξει σε πολλές πτυχές της ζωής και του έργου του: στον τρόπο που ανασυνέτασσε τα ‘φυλλάδιά’ του, π.χ., ή στο πώς επέλεγε ποια ποιήματα θα στείλει σε ποιον. Ευτυχώς, υπάρχουν, πλέον, πολλά δεδομένα διαθέσιμα που μας επιτρέπουν να διαμορφώσουμε τεκμηριωμένη μεν, προσωπική και αδιαμεσολάβητη δε, άποψη για το έργο του. Και να το απολαύσουμε ο καθείς κατά τον τρόπο του.
[φωτ.: π.ι., v.2010]