
ΠΟΙΗΣΗ
~ Ζέφη Δαράκη, αόρατη Μαρία, εκδ. Ύψιλον, σελ. 56
Ακούω τα όνειρά σου καθώς καίγονται / ηχούνε κι έξω απ’ το
φως τους. Κάθε βιβλίο της δημιουργικότατης αυτής ποιήτριας (εξέχουσας μες
στην γενιά της, πάνω και πέρα από πολλούς άντρες ποιητές της ίδιας αυτής
γενιάς, και ας μην έχει τύχει –μέχρι σήμερα, τουλάχιστον– της ανάλογης κριτικής
υποδοχής και αναγνωστικής αναγνώρισης) μας βυθίζει σ’ έναν κατάδικό της κόσμο. Θυμόμουν
με παράλυτη μνήμη τη ζωή, κεραυνοβόλο / αίσθημα που / άξαφνα γκρεμίζεται μέσα
του. Μέσω μακρόσυρτων ποιημάτων που, όσο κι αν μακραίνουν, ωστόσο διόλου
δεν φλυαρούν: είναι ο τρόπος της να μας πηγαίνει με τα νερά της, δείχνοντάς μας
κάθε λίγο κι από ένα μαργαριτάρι – ή έναν αστερία. Πού γκρεμίστηκε το
έκθαμβο βλέμμα σε ποιο / κάτοπτρο σκίστηκαν τα χείλη απ’ τις λέξεις.
~ Γιάννα Μπούκοβα, Μαύρο
χαϊκού, εκδ. Ίκαρος, σελ. 72
Το ρόδο είναι ανάποδη έκρηξη / Αγκάθι, πέταλο, μια
μέλισσα (ή δύο), αεράκι / Συγκλίνουν στο σημείο της ύπαρξής του / Είναι
στρόβιλος ύπαρξης.Τέταρτο
ποιητικό βιβλίο στα ελληνικά της Γ.Μ., όπου συνεχίζει την πρωτότυπη, γόνιμη και
απολαυστική διάνοιξη ποιητικών οδών μεσ’ από πραγματολογικούς λαβυρίνθους. Όλες οι μεταφορές του σώματος / ακολουθούν τις
εξελίξεις της τεχνολογίας: / το μηχανοκίνητο των άκρων, / η υδραυλική καρδιά, /
ο υπολογιστής εγκέφαλος, /
το διαδίκτυο νευρώνων. Κάποια
παράξενα χάικου,
ίσως αναγνωρίσετε στο βιβλίο· και μαύρο (χιούμορ), μπόλικο. Το φερώνυμο ποίημα
εκτυλίσσεται σε δεκατέσσερα μέρη· το βιβλίο συμπληρώνεται από άλλα πέντε
συντομότερα ποιήματα. Όπως όταν κάποιος που αγαπάς πολύ / σου λέει μια
ιστορία που διόλου δεν σε ενδιαφέρει, / αλλά δεν θέλεις να σταματήσει ποτέ, /
και το λες αυτό ευτυχία.
~ Παυλίνα Παμπούδη, Άμμος και
λίγα βότσαλα, εκδ. Ροές, σελ. 75
Κοσμογονία μαζί και οντολογία,
αυτό το νέο βιβλίο της Π.Π.., διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες ποιημάτων: «Τι
έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα» (με ποιήματα που έχουν ως τίτλους, ρήματα
ανθρώπινων ενεργειών), «Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο», και «Τι έλεγε ο
άνεμος». Ποιήματα αναζήτησης –Ο άνθρωπος ακολουθώ το μονοπάτι / Το μονοπάτι
με ακολουθεί αβέβαιο–, ερωτημάτων που ενίοτε, μα βέβαια όχι πάντα,
απαντιούνται –Ακούω τιτιβίσματα σγουρά στα πεύκα / Υγρά στα βράχια, χίλιες
γλώσσες / Καταλαβαίνω / Είναι οι απαντήσεις, όλες οι απαντήσεις– και
αγωνίας –Φύση σε κλίση μεταφυσική, λοξά / Βουίζει ο βυθός κατάφορτος ζωή,
συνωστισμένος / Μεταγλωττίζοντας ευχές του ερέβους, της σιωπής. Αλλά και
ποιήματα μεγάλης τρυφερότητας: Μια σκέψη δυνατή σαν έρωτας αναπηδά.
ΙΣΤΟΡΙΑ
– ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ
~ Το Βιβλιοπωλειο Κάουφμαν (δίγλ. έκδοση: ελλ.,
γαλλ.), εκδ. Texto-Λεξικοπωλείο,
σελ. 365
Λεύκωμα πανέμορφο και πολυτελές, σαν εκείνα που χαλβαδιάζαμε στα τραπέζια του πρώτου
ορόφου του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Σταδίου. Συγχρόνως, πολύτιμο, γοητευτικό
αποθησαύρισμα της πορείας του, με πλήθος τεκμηρίων και εντυπωσιακή, πλουσιότατη
εικονογράφηση. Όσες/οι θυμούνται το βιβλιοπωλείο, θα χαρούν να το 'ξαναβρούν' σ’
αυτόν τον τόμο. Μαζί δε με τις/τους υπόλοιπες/ους, θα γνωρίσουν όψεις της
ιστορίας όχι μόνο των βιβλιοπωλείων και των εκδόσεων στην Αθήνα από τις αρχές
του 20ου αι. ώς τις αρχές του 21ου, αλλά και της ίδιας της λογοτεχνίας μας.
Γιατί η επιχείρηση Κάουφμαν, μέσω των εκδόσεών της "Κασταλία",
κυκλοφόρησε, απ' το 1934 ώς το 1941, τις πρώτες εκδόσεις σημαντικών (‘κλασσικών'
σήμερα) βιβλίων του Θεοτοκά, του Παπατσώνη, του Αλ. Μάτσα, του Μυριβήλη, του
Μπεράτη, του Σεφέρη, του Εμπειρίκου, του Βενέζη, της Δέλτα, κ.ά..
~ Τζον
Μπέρτζερ, Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας, μτφρ.: Δημήτρης Καρακίτσος,
εκδ. Αντίποδες, σελ. 112
Έχουν
μάθει πώς να αγγίζονται – αυτό είναι το ιδιαίτερο χάρισμα των μαρτύρων, οι
πολεμιστές δεν το μαθαίνουν ποτέ. Μπορεί να τον γνωρίσαμε κυρίως απ’ τα δοκίμιά του για την
τέχνη του βλέπειν, όμως τα ποικίλα άλλα δοκίμιά του, ειδικά κάποια από την
τελευταία δεκαετία της ζωής του (1926-2017) –όπως το παρόν– συνδυάζουν την γνώριμη
ευρηματικότητα και το βάθος, με μια αυξημένη ελευθερία στην κίνηση της σκέψης,
και μια πιο ‘τρυφερή’ ματιά: Οφείλω ν’ αρχίσω με το πώς τον αγαπούσα, με
ποιον τρόπο, σε ποιο βαθμό, με τι είδους ακατανοησία. Μια περιδιάβαση στην
ιταλική πόλη, παρατηρώντας τις κόκκινες τέντες των μαγαζιών της, πλέκεται με
προσωπικές αναμνήσεις κι ευρύτερους στοχασμούς: το καλύτερο λιμοντσέλλο που
έχεις δοκιμάσει ποτέ [υ]πόσχεται τα πάντα.
~ Μάνος
Χατζιδάκις, Τα σχόλια του Τρίτου – μια νεοελληνική μυθολογία (επανέκδ.),
εκδ. Ίκαρος, σελ. 224
Έναν
χρόνο μετά τον Καθρέφτη και το μαχαίρι, επανεκδίδονται και τα σχόλια που
εκφωνούσε ο Μ.Χ. στο Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου το διάστημα 1978-1980. Ο
εύγλωττος υπότιτλός τους υποδηλώνει όχι μόνο το μυθοποιητικό ταλέντο του
συγγραφέα τους και με τις λέξεις, αλλά και την πρόθεσή του: να εξηγήσει,
να στηλιτεύσει, όμως χωρίς να κατεδαφίζει: σχεδόν πάντα θαυμάζοντας – έστω
απορώντας. Η ικανότητά του να ανάγει το ευτελές επίκαιρο σε ακριβό διαχρονικό·
να τρυγά και να συνδυάζει από ποικίλες εποχές και μακρυνά μεταξύ τους πεδία·
θυμίζει το παρόμοιο χάρισμα του Άγγελου Τερζάκη στις δικές του δοκιμιακές
επιφυλλίδες. Αλλά ολόδικό του, το χαρακτηριστικό, ποιητικό και μαζί σαρκαστικό,
προκλητικό ύφος: γονιμοποιό σε κάθε εποχή, αν λαμβάνεται στην πρέπουσα
δοσολογία και με τις δέουσες προφυλάξεις.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
~ Τηλέμαχος
Αλαβέρας, Τ’ αγρίμια του άλλου δάσους – Άρτα Κορ – Οι πεσσοί, εκδ.
Τόπος, σελ. 157
Σαν να πήραν την σκυτάλη απ’ την ‘Γκρίζα Σειρά’ («Από την πεζογραφική μας
παράδοση») των Εκδόσεων Νεφέλη (την οποία επιμελούνταν ο ποιητής Μανόλης
Αναγνωστάκης), οι Εκδόσεις Τόπος έχουν εγκαινιάσει την σειρά «Τα Αειθαλή»
(επιμ.: Άρτεμις Λόη), εκτείνοντάς την και στην παγκόσμια πεζογραφία,
εστιάζοντας σε κείμενα «μικρά σε έκταση αλλά μεγάλα ως προς το λογοτεχνικό τους
εκτόπισμαμ» που «περιέπεσαν σε κατάσταση λήθης» αλλά που η «αξία τους επιτάσσει
το ξαναδιάβασμά τους υπό το φως της εποχής μας». Έτσι, εδώ γνωρίζουμε –κατά την
σειρά αναφοράς στον τίτλο– την πρώτη συλλογή διηγημάτων (1952) του Τ.Α., μια
εντυπωσιακή νουβέλα του (1976), κι ένα απόσπασμα μυθιστορήματος (2006). Σκηνές
από τον Εμφύλιο και ποικίλοι αποσυνάγωγοι, από μια ιδιαίτερη πένα: Ό,τι τον
έδενε με το παρελθόν ήτανε άγνωστο στη μιλιά του.
~ Τούβε
Γιάνσον, Το Βιβλίο του Καλοκαιριού, μτφρ.: Αγγελική Νάτση, εκδ. Αίολος,
σελ. 176
Είναι ακόμα καλοκαίρι, αλλά το καλοκαίρι δεν είναι πια ζωντανό. Γιαγιά
κι εγγονή περνούν το καλοκαίρι τους σ’ ένα τοσοδά νησάκι του φινλανδικού
αρχιπελάγους, σ’ αυτό το βιβλίο που θα κατακτήσει κάποτε την θέση που του
αξίζει: πλάι στον Μικρό Πρίγκηπα και στις Επιστολές σ’ έναν νέο
ποιητή, φερειπείν. Ίσως να το έχει μέχρι τώρα εμποδίσει η ‘ασυνήθιστη’
ταυτότητα της συγγραφέα του: γυναίκα, και δη Φινλανδή, και δη σουηδόφωνη – η
οποία, επιπλέον, είναι παγκοσμίως γνωστότερη για τις ‘παιδικές’ ιστορίες της με
την Οικογένεια Μούμιν και τους φίλους της. Άλλο πιθανό ‘εμπόδιο’: η ‘σοφία’ του
βιβλίου αυτού είναι πολύ χαμηλόφωνη. Είναι παράξενο πράγμα, να συλλέγεις·
γιατί δεν βλέπεις παρά αυτό για το οποίο ψάχνεις.
~ Hiromi
Kawakami,
Ο Σενσέι και ο χαρτοφύλακας, μτφρ.: Μαρία Αρώνη και Kyoko Shibayama,
εκδ. Άγρα, σελ. 282
Η
Τσούκικο συναντά, χρόνια μετά το σχολείο, έναν καθηγητή της. Ξεκινούν να κάνουν
συντροφιά – μεταξύ γευμάτων και άλλων συναντήσεων. Μέσα από 17 κεφάλαια με
τίτλους όπως «Φεγγάρι και μπατταρίες», «Εικοσιδύο αστέρια», «Το τριζόνι» ή «Χαρτοφύλακας»,
αναπτύσσεται η μεταξύ τους σχέση. Κανείς μας δεν είπε λέξη. Δεν είχαμε
τίποτε να πούμε; Κάτι πρέπει να υπήρχε. Αλλά θα την ονομάζαμε, θα την
ονόμαζαν οι δυο τους, ερωτική; Σύγχρονος ιαπωνικός ‘μινιμαλισμός’,
κουρντισμένος να αποδίδει τα μέγιστα, χωρίς αυτό να γίνεται, κατ’ αρχάς,
αντιληπτό. Μια μητέρα πάντα θα έχει αντίρρηση για οποιαδήποτε πράγματα απ’
έξω φέρνει το παιδί στο σπίτι. Το βιβλίο περιέχει επίσης την ‘συνοδό’
ιστορία “Parade”:
Υπήρχε κάτι πολύ ευγενικό στο ‘αντίο’ της Γιούκο. Αναρωτήθηκα αν η δική μου
φωνή θα ακουγόταν ποτέ τόσο ευγενική.
~
Mieko Kawakami,
Ο Παράδεισος, απόδ. από την αγγλ. μτφρ.: Κίκα Κραμβουσάνου, εκδ. Gutenberg,
σελ. 252
Δυο παιδιά του Δημοτικού, ένα
αγόρι κι ένα κορίτσι, είναι στόχοι του εκφοβισμού στην τάξη τους: το ένα για
την προβληματική όρασή του, το άλλο για τη φτώχεια του. Το κορίτσι ζητά απ’ το
αγόρι (που είναι και ο αφηγητής) να γίνουνε φίλοι: Δεν καταλάβαινα τι
εννοούσε, αλλά συμφώνησα. Ένιωσα να με ζώνουν αμφιβολίες. Τι σήμαινε να γίνουμε
φίλοι; Τι υποτίθεται ότι κάνει ένας φίλος; Φυσικά, τα μαρτύριά τους στο
σχολείο δεν μειώνονται – τουναντίον. Ωστόσο τα δυο ‘θύματα’ καταφέρνουν να
πλάσουν, να κατακτήσουν, έναν δικό τους Παράδεισο. Τα πάντα ήταν όμορφα. Όχι
πως υπήρχε κάποιος για να το μοιραστώ μαζί του, κάποιος για να το πω. Μόνο η
ομορφιά. Ένα μυθιστόρημα όπου συμβαίνουν πράγματα αφόρητης σκληρότητας –
και που ωστόσο καταφέρνει να μην είναι αφόρητο.
~ Γιάννης Παλαβός, Το παιδί (επανέκδ.), εκδ. Ίκαρος, σελ. 80
Ξάφνου νιώθεις στον λαιμό σου την ανάσα του ελαφιού. Ορθώς
έσπευσαν οι εκδ. Ίκαρος να επανεκδώσουν αυτό, το δεύτερο βιβλίο διηγημάτων του
Γ.Π., εννιά μήνες μετά την επανέκδοση του πρώτου: του Αστείου. Τα
αρώματα των λουλουδιών υποχωρούσαν μαζί με τον ήλιο. Γιατί πρόκειται ακριβώς
για ‘αδελφό’ βιβλίο –καίτοι μάλλον σκοτεινότερο, κάποτε δε και άγριο– εκδοθέν
αρχικώς το 2019. Κάθε
μέρα η ίδια σκέψη: πρώτα δεν ήθελε κανέναν, μετά δεν έβρισκε κανέναν.
Δώδεκα ιστορίες, κυριολεκτικώς η μια καλύτερη απ’ την άλλη. Δυο ερωδιοί
ατένιζαν την νωχελική κίνηση του απογεύματος. Πολύπλοκοι οικογενειακοί
δεσμοί· δύσκολες φιλίες· η φύση, τρυφερή, άλλοτε ανυπεράσπιστη, και μαζί
αδυσώπητη. Χθες είδα χελιδόνια. Καιρός, είπα, να βγαίνω. Με το λιτό,
ζυγισμένο, στιβαρό ύφος του Γ.Π., στην ευτυχή ωριμότητά του.
~ Μπορίς Πιλνιάκ, Η νουβέλα της άσβεστης σελήνης,
μτφρ.-επίμ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Άγρα, σελ. 102
«Εντάξει λοιπόν, θα ξαναδιαβάσω Τολστόι. Γράφει πολύ
ωραία για τα παλιά γάντια στο χορό.» Το 2021, ο αείμνηστος Δημήτρης Β.
Τριανταφυλλίδης είχε κυκλοφορήσει, από τις εκδ. S@mizdat, την δική του μετάφραση αυτής της νουβέλας (ως Το
άσβηστο φεγγάρι) του Ρώσσου συγγραφέα (1894-1938). Με την έκδοσή της το
1926, άρχισαν τα προβλήματα του Πιλνιάκ με το σοβιετικό καθεστώς: μιας και
βασίστηκε (παρότι η εισαγωγή του συγγραφέα παριστάνει, όχι και πολύ πειστικά,
ότι το αρνείται) στο συμβάν του ύποπτου θανάτου ενός πρωτεργάτη της
Επανάστασης: Ήταν ο άνθρωπος που διέταζε στρατούς, χιλιάδες ανθρώπους, που
διέταζε με τις νίκες και με το θάνατο. Και θα εγχειριστεί χωρίς να υπάρχει
λόγος. Δώδεκα χρόνια αργότερα, οι Αρχές θα εκτελούσαν τον ίδιο τον συγγραφέα.
~ Hugo
von Hofmannsthal, Thomas Mann,
Arthur Schnitzler, Αλλόκοτες συναντήσεις με φαντάσματα, μτφρ.:
Αλέξανδρος Σινιόσογλου , Γιάννης Κοιλής, επίμ.: Γ. Κοιλής, εκδ. Κίχλη, σελ. 140
Τρεις γερμανόγλωσσες ιστορίες με φαντάσματα, από το μεταίχμιο
ύστερου ρομαντισμού και μοντερνισμού. Γνωστότεροί μας, ο Τόμας Μανν (στη
σαγήνη τους μόνο με αναφιλητά μπορούσες να απαντήσεις) κι ο Άρτουρ Σνίτσλερ
(είχε γεννηθεί μέσα της η μυστηριώδης δύναμη να ζει μαζί με εμένα όλα τα
βιώματα της φαντασίας μου μέσα στη δική της) – κι ωστόσο ξεχωρίζει,
εκπλήττοντάς μας, η «Πολεμική ιστορία» του Χούγκο φον Χόφμαννσταλ: Μ’ ένα
κάπως βαρύ βλέμμα παρακολουθούσε μια μύγα που έτρεχε πάνω στο χτένι των μαλλιών
της. Δεν φαινόταν να προσέχει τίποτε άλλο. Ήθελε μόνο να διώξει τη μύγα με το
χέρι κι αμέσως να το ακουμπήσει στον άσπρο, ζεστό σβέρκο της. Και τις τρεις
ιστορίες, και το είδος τους γενικότερα (χρυσάφι κι όχι αίμα, δηλαδή ποίηση
αντί για πραγματικότητα), φωτίζει το επιμετρικό δοκίμιο του Γ.Κ.
*
Αυτές οι αναγνωστικές προτάσεις του Παναγιώτη Ιωαννίδη δημοσιεύθηκαν αρχικώς στο τ. Δεκ. 2024 του "The Books' Journal".