ΠΟΙΗΣΗ
~
Νίκος Γκάτσος, Όλα
τα τραγούδια,
νέα, αναθεωρημένη έκδοση, επιμ.: Αγαθή
Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ.
711.
Το
πρόσωπό του σύννεφο / το πέρασμά του
μπόρα / κι η ομορφιά του σύνορο / για της
καρδιάς τη χώρα.
Ευγνωμοσύνη οφείλουμε στην Α.Δ. που
ετοίμασε και μας χαρίζει –19 χρόνια μετά
την πρώτη– την οριστική έκδοση όλων
των τραγουδιών του Γκάτσου. Εμπλουτισμένη,
με –μεταξύ των άλλων– τις μεταφράσεις
του από τον Ματωμένο
Γάμο
του Λόρκα, περιέχει τραγούδια δισκογραφημένα
και αδισκογράφητα, όσα χρησιμοποιήθηκαν
σε ταινίες ή θεατρικά έργα, αλλά και
παραλλαγές γνωστών τραγουδιών,
κατατοπιστικές πληροφορίες και άλλα
τεκμήρια. Κοντολογίς, ένας θησαυρός.
Άγρυπνο
κράτησες το βόλι / μα εγώ στης γης το
περιβόλι / θα κρύβω τη λαβωματιά / ώσπου
στο χώμα να γυρίσει / το πεύκο και το
κυπαρίσσι / το δυοσμαρίνι κι η μυρτιά.
~
Dino
Campana,
Ορφικά
Άσματα,
δίγλωσση έκδοση, μτφρ. και σημ.: Μαρία
Φραγκούλη, εισ.: Γκαμπριέλ Κάτσο Μιγιέ,
επίμ.: Σίλβιο Ραμάτ, εκδ. Περισπωμένη,
Αθήνα 2017, σελ. 334.
Άκουσα
τραγούδι άκουσα φωνή ποιητών / Στις
κρήνες και οι σφίγγες στ’ αετώματα /
Ευμενείς φάνηκαν να χαρίζουν ακόμη
απλόχερα / Μια πρώτη λήθη στους σκυφτούς
ανθρώπους.
Το αινιγματικό αυτό βιβλίο, υβριδικό
avant
la
lettre
–καθώς συμπεριλαμβάνει, εκτός από
ποιήματα, ποιητικά πεζά, σελίδες
‘ημερολογίου’ και ‘ταξιδιωτικές
εντυπώσεις’– εκδόθηκε το 1914 στα ιταλικά.
Ο συγγραφέας του (1885-1932), που μετανάστευσε
για δύο έτη στην Αργεντινή, πέρασε επίσης
ουκ ολίγα χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρικά
ιδρύματα, και πέθανε έγκλειστος σε ένα
απ’ αυτά, έγραψε ένα φαντασμαγορικό
βιβλίο, αμείωτης γοητείας. Κοιτά
μες στο αμερικάνικο / Καφέ-σαντάν: / Στο
πιάνο που σφυροκοπά τρεις / Κόκκινες
φλογίτσες άναψαν από μόνες τους.
~
Όλγα Παπακώστα, Μεταμορφώ[θ]εις,
εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 137.
Με
γέννησε – την ξέρω / Ακόμη και στον άλλο
κόσμο // Μόλις της πω πως έρχομαι / Θα
ανοίξει φύλλο σαν δαντέλα.
Δεύτερη ποιητική συλλογή τής Ό.Π., εξίσου
πλούσια με την προηγούμενη (Όχι
ακόμη Κάρμεν,
2013): πλούσια σε αριθμό ποιημάτων, σε
(σκοτεινή) χάρη, (μαύρο αλλά και ροζ)
χιούμορ, ευρυμάθεια, στοχασμό. Ήμουν
ερωτευμένη / άρα πρόσφυγας. Περιέχοντας
από ολιγόστιχα επιγράμματα έως και
πολυσέλιδα ποιήματα, είναι μεταμοντέρνα
με την καλύτερη έννοια: πολυ-συλλεκτική
σε ύφος και τόνο – και όταν είναι
ακομπλεξάριστα τερπνή, δεν είναι ρηχή.
Αλλάζοντας προσωπεία, δεν παύει να μιλά
για τα παίγνια και τα πάθη σώματος και
ψυχής. Ένα
λουλούδι που πετάς / σε τάφο ανοιχτό /
πάντα βρίσκει τον στόχο.
~
Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Τρία
/ Ανθρώπων Ιστορία,
εκδ. Κουκουνάρι, Αθήνα 2018, σελ. 80.
Κουράστηκε.
Βρήκε μια γωνιά. Τον έκρυβαν οι φοίνικες.
Τα μικρά τροπικά πουλιά. Είδε.
«Τρία», πιθανώς όπως (και) τρίτο βιβλίο
τού Κ.Π.. «Ανθρώπων Ιστορία», παιγνιωδώς
πομπώδης τίτλος για να στεγάσει οπτική
ποίηση και πάλι, που παίζει ανάμεσα στο
«εγώ» και το «εσύ», στον εαυτό και τις
αντανακλάσεις του, στην χώρα του
παραμυθιού και της κατοίκησης. Πάνω
σ’ αυτό το γρασίδι σε φίλησα και δε θέλω
να κοιμηθώ καθόλου απόψε – κι ας έχω
τόσες ώρες μπροστά μου να βλέπω αυτό το
καθόλου φως που δε θα προλάβει τίποτε
να μη στεγνώσει. Σε
επτά ενότητες (με τίτλους στα αγγλικά):
«Ποιος;», «Τι;», «Πότε;», «Πού;», «Γιατί;»,
«Να δείξεις τι; / Και λοιπόν;», «Τέλος /
Τότε». Σε
μέλλον δάπεδο κρυστάλλινο / μέλλον
μακρινό στάζει το νερό.
~
Γιώργος Πρεβεδουράκης, Οδός
Ρόδων,
εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2018, σελ. 118.
Κι
όμως κάτι λείπει / ένας κόκκος αλάτι,
μια στάλα νερό, / η υποσχετική χίμαιρά
μας, / κάτι πρέπει να λείπει από τους
χάρτες μας / τα όργανα πλοήγησης όλο μας
στέλνουν στο διάολο. Ο
Γ.Π. εναλλάσσει βιβλία μάλλον περιορισμένης
ποιητικής στόχευσης –με αποκλειστικώς
ολιγόστιχα ποιήματα (το πρώτο και το
τρίτο του)– με βιβλία ποιητικής φιλοδοξίας
οπωσδήποτε αξιέπαινης και συχνά
αξιοθαύμαστης (Κλέφτικο
(2013), και το παρόν). Εδώ, ποιήματα που
συχνότατα περιλαμβάνουν στους τίτλους
τους ονόματα δρόμων, συνιστούν μια
τοπιογραφία του συλλογικού παρόντος
μας όπως το συλλαμβάνει ο ποιητής, και
του προσωπικού ιστορικού ενός αφηγητή
όπως το μυθοποιεί ο ποιητής. Η δαιδαλώδης
αυτή ‘γειτονιά’ εκβάλλει σ’ έναν
«Λαβύρινθο», επίκληση στον Βύρωνα
Λεοντάρη, ποιητή που, όπως και άλλοι
συνομήλικοί του, θαυμάζει ο Π., ευτυχώς
χωρίς να μένει υπό την βαριά σκιά του.
~
Χρήστος Σιορίκης, Η
πρώτη φορά,
εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 33.
Τα
δέντρα πολύ ψηλά / Εσύ απλώς μεγαλύτερος
/ απ’ τον μικρό πύργο / Από τη στέγη /
χρυσό νόμισμα / στέλνει όλο το φως / στα
γένια σου. Δεν
είναι μόνον η πρώτη
εκδοτική φορά
– αλλά και το ποιητικό βλέμμα τού Χ.Σ.
που μοιάζει να συλλαμβάνει τον κόσμο
σαν για ‘πρώτη φορά’. Φαινόταν
το στόμα του μίμου / τόσο γελαστό // Είπες
/
«Τα
δόντια / είναι ακούραστα στη χαρά». Χωρίς
διόλου αυτό να σημαίνει ότι τα 21 ποιήματα
του βιβλίου έχουν κάτι το ‘αφελές’ ή
το ‘αθώο’, όσο κι αν κρύβουν την τέχνη
τους – δηλαδή, την ποιητική μαστοριά
τους. «Κλάψε»
/ του λέει η μάνα του / όπως λέει / «Καλά
κάνεις» / στον ουρανό / που βροντά.
ΘΕΑΤΡΟ
~
Bernard-Marie
Koltes,
Στη
μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι,
μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα,
Αθήνα (επανέκδ.) 2018, σελ. 112 συν 16 σελ.
φωτογρ. ένθετο.
Μπροστά
στο μυστήριο είναι πρέπον ν’ ανοίγεται
κανείς και ν’ αποκαλύπτεται ολόκληρος
προκειμένου να εξαναγκάσει το μυστήριο
ν’ αποκαλυφθεί με τη σειρά του.
Πρωτοτυπωμένη
το 1990, και εξαντλημένη εδώ και υπερβολικά
πολλά χρόνια, επανακυκλοφορεί –με
πλουσιότατο επίμετρο απαρτιζόμενο από
δέκα κείμενα– αυτή η ‘καντάτα για δύο
φωνές’: του Ντήλερ και του Πελάτη που
αλληλοπερικυκλώνονται μέσα στην νύχτα.
Το αριστουργηματικό θεατρικό έργο τού
Κολτές είναι σαν να γράφτηκε απ’ τον
Ρακίνα στα τέλη του 20ου
αιώνα: η πυκνότητα και η περιπλοκότητα
των επιχειρημάτων συναγωνίζονται την
μουσικότητα και την χορευτική κίνηση
της γλώσσας. Οι
αναμνήσεις είναι τα μυστικά όπλα που
κρατά ένας άνθρωπος πάνω του όταν είναι
αποστερημένος.