1.5.14
δημήτρης χουλιαράκης _ "αναπολόγητος στις κούνιες μέρα μεσημέρι" [το ροδακιό, 2013]
Τωόντι, δεν
χρειάζεται να απολογηθεί ό δόκιμος
ποιητής και άξιος μεταφραστής (έργων
κυρίως στα πολωνικά και τα αγγλικά),
Δημήτρης Χουλιαράκης, γιατί αποφάσισε
να (ξανα)παίξει, ταλαντευόμενος, μες στο
καταμεσήμερο τής μετά τον μοντερνισμό
εποχής, ανοίγοντας την βεντάλια και
προς θέματα παρμένα από παραμύθια (από
τα Απόκρυφα Ευαγγέλια ώς την Μαίρη
Πόππινς.)
Στο αμέσως
προηγούμενο βιβλίο του, Ζωή κλεισμένη
(Το Ροδακιό, 2002), όλα τα ποιήματα, πλην
δύο, ευθέως πραγματεύονταν ή εμμεσότερα
πατούσαν πάνω σε θέματα ιστορικά –από
την αρχαία έως και την πολύ πρόσφατη
ιστορία– ή στοιχεία για συγκεκριμένους
τόπους, σπαρμένους σε τέσσερις ηπείρους.
Το βιβλίο εκείνο αποτέλεσε το ευτυχές
απόγειο ενός τροπισμού ήδη εκδηλωμένου
(π.χ. στο γοητευτικά σκοτεινό Η Σουπέργκα
περιμένει, γ' έκδοση: 1999, Το Ροδακιό):
το αγκυροβόλημα στο ιστορικό συμβάν ή
τον ιστορικά φορτισμένο τόπο, για να
ξεκινήσει ένας ποιητικός πλους με ιστία
που τα φουσκώνουν μεν μαστορικά
επιλεγμένες πραγματολογικές λεπτομέρειες,
με σκαρί δε βιωματικό. Έτσι, η προσωπική
εμπλοκή, οι πλάγιοι ιδιωτικοί φωτισμοί,
καθιστούν τα ποιήματα αυτά, το άκρο
αντίθετο του εγκυκλοπαιδικού ακαδημαϊσμού.
Στο εν λόγω
βιβλίο, ανάμεσα στα
'αρχαιολογικά'/'ιστορικά'/'ταξιδιωτικά'
ποιήματα (επτά επί συνόλου 22) και τα
'βιωματικά' (κυρίως ερωτικά, με τον ένα
ή τον άλλο τρόπο – εννέα τον αριθμό),
σπέρνονται –και η εναλλαγή των τριών
ειδών είναι ευφυώς διαμορφωμένη– και
έξι με θέματα σχετικά με παραμύθια (εκ
των οποίων ένα αποτελεί μεταφορά
γερμανικού ποιήματος του 19ου αιώνα). Ο
θάνατος εμφανίζεται –με ποικίλες
αμφιέσεις: από την ευχή αυτοχειρίας του
εγκαταλειμμένου εραστή, και τα βίαια
φονικά στις βραζιλιάνικες φαβέλες (απ'
όπου και η αφορμή του εξωφύλλου), ώς τον
πόλεμο, πραγματικό ή μυθικό– σε οκτώ
ποιήματα, ενώ σημαδιακό –αν και όχι
πάντα προφανώς πρωταγωνιστικό– ρόλο
σε τέσσερα, έχουν διάφορα ζώα: μια
κατσίκα, δυο χελώνες, μια οχιά, ένα
σκαθάρι.
Την γλώσσα του
Δ.Χ. διακρίνει πάντα μια λεξιλογική
ευρυχωρία που επιτρέπει –με ελάχιστες
εξαιρέσεις– την επιλογή της ακριβούς
–εννοιακά, υφολογικά και μουσικά–
λέξης, ανεξαρτήτως προέλευσης (λόγιας
ή δημοτικής, παλαιότερης, κ.ο.κ.). Το δε
ύφος του, ένας –ας τον ονομάσουμε–
μεσόφωνος λυρισμός, μπορεί να πυκνώνει
και να σκληραίνει, ή να χαλαρώνει και
να τεντώνεται, κατά τις ανάγκες κάθε
ποιήματος.
Όπως συνηθίζει,
ο Δ.Χ. γράφει, και εδώ, συχνά με μέτρο,
κατά περίπτωση χαλαρότερο ή αυστηρότερο,
ενίοτε δε και με ομοιοκαταληξία (κάποτε
εσωτερική, π.χ. στον τελευταίο στίχο
κάθε στροφής). Νιώθω ότι η συνεπέστερη
χρήση ρίμας και αυστηρού μέτρου θα
μπορούσε να έχει υπηρετήσει
αποτελεσματικότερα τα 'παραμυθένια'
ποιήματα, όποιος κι αν είναι ο εκάστοτε
επιλεχθείς τόνος: νοσταλγίας της
παιδικότητας ή ανατροπής της ιστορίας,
φερειπείν. Και, αν τα 'ερωτικά' ποιήματα
κατά τόπους ερωτοτροπούν επικινδύνως
με την κοινοτοπία (“Μία στιγμή είναι ο
θάνατος / αλίμονο μία στιγμή είναι η
ζωή”, “το στρώμα πλάι μου όταν ξυπνάω
/ έρημο το βρίσκω κρύο κι αδειανό.”)
–χωρίς να είναι εμφανής, σε μένα
τουλάχιστον, η πρόθεση παρωδίας (με την
φιλολογική ή την τρέχουσα έννοια)–, τα
ποιήματα που εξέχουν και στέκουν
στερεότερα είναι ορισμένα 'αρχαιολογικά'
και 'ζωολογικά' – μεταξύ αυτών και τρία,
πολύ επιτυχή κατά την γνώμη μου,
'βιωματικά' ποιήματα σε 'αρχαιολογικό'
σκηνικό.
Στην κορυφή
τους –και άρα όλης της συλλογής– θα
τοποθετούσα το “Στη χάση του φεγγαριού”.
Το αμερόληπτο φως της σελήνης εξισώνει,
την καθεμιά στην κλίνη της, μια νοικοκυρά
σύγχρονης πολυκατοικίας και τον σκελετό
μιας γυναίκας του 4ου αιώνα, ο τάφος της
οποίας αποκαλύφθηκε πλάι στο σπίτι της
πρώτης.
Στο “Εκδρομή
με το σχολείο στις Μυκήνες”, πρωταγωνιστεί
πατημένο σκαθάρι στη βόρεια πύλη που
χαροπαλεύει. Αφού ο αφηγητής το αποθέσει
στα σκιερά χορτάρια παραδίπλα,
απομ[ένει] το ξόδι να κοιτάζ[ει] / που
βιαστικά είχαν αρχίσει τα μυρμήγκια.
Ένα φευγαλέο συναπάντημα με μια γητεύτρα
οχιά (“Ρόμβοι σταχτόξανθοι στη ράχη”)
μέσα στην αναστάσιμη της φύσης
πανδαισία, και δυο πανάρχαιες χελώνες
/ που παραδέρνουνε τυφλά / στον κουρνιαχτό
και το χαλίκι σαν να 'χουν –μαζί με
τον καιρό– πάρει στις πλάτες τους
φονικό προδοσία ξιπασιά από τις
τάφρους της Τροίας και της Καλλίπολης
στην απέναντι ακτή (“Δυο χελώνες
στην Πολιόχνη”), αποτελούν άλλα δυο
παραδείγματα ποιημάτων όπου μια αιφνίδια
εμφάνιση – επιφάνια σχεδόν– ζώων
μοιάζει να συμπυκνώνει το νόημα της
Ιστορίας και της ζωής.
[δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "[φρμκ]", τ.3, Άν.-Καλ. 2013. Φωτ.: Π.Ι., Łódź, 2010.]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου