28.9.09
27.9.09
ένα φυλαχτό γιά να μη χάσω τις οικονομίες μου
Πεπραγμένα λειτουργίας
του «Αρκαδικού Ποιηματοπωλείου ‘Οι Ξυλοκόποι της Άνοιξης’»,
κατά την Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009, 8-12 μ.μ., Πάρκο Φλοίσβου
(«Κι εγώ στην Αρκαδία», 2η Μπιεννάλε της Αθήνας / ‘Heaven’ – ‘Live’)
Εισαγωγή
Από την Αναγέννηση και μετά, διάφοροι καλλιτέχνες της Δυτικής Ευρώπης αναφέρονται στην «Αρκαδία» ως μιά θρυλική εκδοχή αυτής της περιοχής της Πελοποννήσου: έναν παραδείσιο τόπο ομορφιάς, αρμονίας και αθωότητας, που τον νοσταλγούν, και αποπειρώνται διά του έργου τους να τον ανασυστήσουν – ή, καλύτερα: να τον ορίσουν.
Στον Φλοίσβο του σημερινού Αθηναϊκού Φαλήρου, στον ‘Παράδεισο’ της 2ης Μπιεννάλε της Αθήνας, η Ομάδα Φιλοπάππου (Μάντυ Αλμπάνη, Αντώνης Βολανάκης, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γεωργία Δεσύλλα, Μαίρη Ζυγούρη, Νάντια Καλαρά, Τίνα Κώτση, Νίκος Παπαδόπουλος, Τερέζα Παπαμιχάλη, Αγγελική Σβορώνου, Άννα Τσουλούφη και Κώστας Χριστόπουλος) κατασκεύασε την δική της Αρκαδία: ένα υπαίθριο σαλόνι φτιαγμένο από παράταιρα καθίσματα. Μπροστά του, η θάλασσα κι ο ήλιος που βούταγε αριστερά απ’ την Καστέλλα – πίσω του, μιά γιγαντοαφφίσσα που απεικόνιζε το ίδιο αυτό τοπίο της δύσης, ψηφιακά απαλλαγμένο από κάθε ανθρώπινο ίχνος (κτίσματα κ.λπ.). Η εγκατάσταση «Κι εγώ στην Αρκαδία» καλούσε σε μιά τυχαία συνεύρεση των επισκεπτών της Μπιεννάλε αλλά και των καθημερινών περιπατητών της προκυμαίας του Φλοίσβου: τους επέτρεπε να ξεκουραστούν, να στραφούν στον διπλανό τους, και, ίσως, να συνομιλήσουν – ανάμεσα στα δυό ηλιοβασιλέματα.
Στον χώρο αυτό, στις 26 Ιουνίου 2009, ο εικαστικός Αντώνης Βολανάκης προσκάλεσε 13 ποιητές (Γιούλη Βολανάκη, Φοίβη Γιαννίση, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Δούκας Καπάνταης, Πατρίτσια Κολαΐτη, Θεώνη Κοτίνη, Γιάννα Μπούκοβα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Θάνος Σταθόπουλος, Γιάννης Στίγκας, Γιώργος Χαντζής). Στα πλαίσια της δράσης ‘Ποιητική κατοικία αρκαδία’, επρόκειτο να προσφέρουν ή να ανταλλάξουν λέξεις γεννημένες επί τόπου, με τον τρόπου που καθένας/καθεμιά θα επέλεγε.
Οι καλλιτέχνες του ‘αρκαδισμού’ έδειχναν με τα έργα τους έναν φαντασιακό ‘παράδεισο’. Εμείς, ευρισκόμενοι ήδη στον ‘παράδεισο’ μιάς άλλης ‘Αρκαδίας’, τι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε; Αυτός ο τόπος απρογραμμάτιστης συνεύρεσης και αναδιπλασιασμού της ομορφιάς γέννησε την φαντασίωση μιάς πιθανότητας γιά στιγμιαία δημιουργία ‘παραδείσιων’ σχέσεων εμπιστοσύνης και ανταλλαγής.
Υλικό και Μέθοδοι
Ο κατάλογος του «Αρκαδικού Ποιηματοπωλείου ‘Οι Ξυλοκόποι της Άνοιξης’» [χειρόγραφο χαρτί κολλημένο σε χαρτόνι κραφτ – ένα αντίτυπο] που προσφερόταν ατομικά στους επισκέπτες, περιελάμβανε τα εξής είδη (με την τιμή τους):
- Φυλαχτό – που διώχνει τον φόβο (1 φόβος)
- Ευχή – γιά ό,τι ποθείτε (1 επιθυμία)
- Χρησμός – γιά ό,τι σας απασχολεί (1 αριθμός + 1 ερώτηση)
- Χάικου – γιά μιά εικόνα που θυμάστε με ευχαρίστηση (1 εικόνα)
- Καρτ ποστάλ – προς ένα πρόσωπο που αγαπάτε (1 πρόσωπο)
- Κυνήγι του Θησαυρού (1 στεναχώρια)
Κάθε παραγγέλλων/ουσα διάλεγε το είδος που επιθυμούσε, και ο ποιηματοπώλης το 'μαγείρευε' και το 'σέρβιρε' -γραμμένο πάνω στο αυτογραφικό δελτίο, ένα αντίτυπο του οποίου παρεδίδετο, ενώ το στέλεχος παρέμενε γιά τα αρχεία του καταστήματος- επί τόπου.
Αποτελέσματα
Εξετελέσθησαν, εντός τεσσάρων ωρών, 51 ‘παραγγελίες’ 47 ‘πελατών’ (καθότι τέσσερις εξ αυτών παρήγγειλαν από δύο είδη), σε αυτογραφικά δελτία παραγγελίας ταβέρνας [Τυποτράστ, αρ. είδ. 250]. Το φάσμα ηλικίας των ‘πελατών’ εκυμαίνετο από την πρώτη ώς την έβδομη δεκαετία.
Χρησμοί
Δημοφιλέστερο προϊόν ανεδείχθη ο χρησμός (18 ‘παραγγελίες’). ‘Πυθία’, η Έμιλυ Ντίκινσον: ο/η αιτών/ούσα επέλεγε έναν αριθμό από το 15 ώς το 635 (οι αριθμοί των σελίδων της πανόδετης έκδοσης Franklin [The Belknap Press of Harvard University Press, 3η ανατύπωση: 2003] που φέρουν τα ποιήματα υπ’ αρ. 2-1789) και απηύθυνε μία ερώτηση προς την ‘Πυθία’. Ο ‘ιερεύς’/‘παραγγελιοδόχος’ άνοιγε την υποδειχθείσα σελίδα και μετέφραζε προχείρως –ενίοτε δε και διασκευάζοντας ελαφρώς– το πρώτο απόσπασμα που ένιωθε ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει χρησμικά. Σε δύο μόνο περιπτώσεις, αυτό συνοδεύτηκε και από ‘ιερατική’, συντομότατη ‘εξήγηση’. Το πρωτότυπο παρεδίδετο και ανεγιγνώσκετο επί τόπου. Αναποφεύκτως, επτά χρησμοί αφορούσαν τον έρωτα – π.χ.
Κι αν χωρίσει η θάλασσα
Και δείξει μιάν άλλη θάλασσα;
[από το ποίημα υπ’ αρ. 720]
Και δείξει μιάν άλλη θάλασσα;
[από το ποίημα υπ’ αρ. 720]
– δύο τον χρόνο, και από ένας: την μοναξιά, «έναν γείτονα», «την ανέλιξη της τέχνης μου», «την τέχνη μου», την ευτυχία, «πόσο;», «πότε;», «ξέρουμε την αλήθεια πριν τη βρούμε;», αλλά και τους ίδιους τους Δελφούς.
Φυλαχτά
Την δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των συμμετεχόντων μοιράστηκαν το φυλαχτό και η ευχή (από 12 παραγγελίες). Τέσσερα φυλαχτά αφορούσαν τους φόβους γενικώς –π.χ.:
Φεύγα φόβε
Μ΄αυτό το φυλαχτό
σε αφήνω αφύλαχτο
Μ΄αυτό το φυλαχτό
σε αφήνω αφύλαχτο
– και, από ένα: τη ρουφιανιά, τα γεράματα, τις «σκοτεινές σκέψεις», τους «σκοτεινούς φόβους», «όλα όσα δεν θέλω να κάνω», «όλα όσα δεν μπορώ να τελειώσω». Ένα εννιάχρονο αγόρι, χωρίς να διστάσει στιγμή, ζήτησε ένα φυλαχτό «γιά να μη χάσει τις οικονομίες του!»
Κουμπαράς γεμάτος γεμάτος
Πορτοφόλι να μην κλείνει
Κι ο λογαριασμός βαρβάτος
Άφραγκο να μην μ’ αφήνει
Πορτοφόλι να μην κλείνει
Κι ο λογαριασμός βαρβάτος
Άφραγκο να μην μ’ αφήνει
Ένας πιό ντροπαλός συνομήλικός του, γύρεψε μέσω της μητέρας του –ενώ κρυβόταν πίσω από την πλάτη της– ένα φυλαχτό γιά την μοναξιά...
Φεύγα μοναξιά
κι άσε με μόνο
Κι όταν θά ’μαι μόνος
θά ’χω συντροφιά
κι άσε με μόνο
Κι όταν θά ’μαι μόνος
θά ’χω συντροφιά
Η παράδοση του πρωτοτύπου, διπλωμένου στα τέσσερα, συνοδευόταν από την προφορική οδηγία να αναγνωστεί άπαξ προ του ύπνου, κι ακόμη μιά φορά μετά το ξύπνημα.
Ευχές
Δύο ευχές γράφτηκαν γιά τον έρωτα – και από μία γιά: «ένα γερό παιδάκι», «ψυχική ευδαιμονία», «καλή οδήγηση», αιώνιες διακοπές, «ωραία συναπαντήματα», υγεία, «να μείνει μαζί μου», «να στεριώσει η ελευθερία», «ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου», «ν’ αγαπηθώ» – η τελευταία αυτή, γραμμένη ενόσω αιτούσα και γράφων ήσαν καθισμένοι πάνω στα βότσαλα:
Κάθησα στα βότσαλα
Ποθώ ν’ αγαπηθώ
Όσα είναι τα βότσαλα
τόση αγάπη να βρω
Ποθώ ν’ αγαπηθώ
Όσα είναι τα βότσαλα
τόση αγάπη να βρω
Γιά να πιάσει η ευχή, το διπλωμένο χαρτάκι έπρεπε να τοποθετηθεί κάτω απ’ το μαξιλάρι του/της ευχόμενου/ης, και να αναγνωστεί άμα τη εγέρσει.
Χάικου
Τρίτο ακολούθησε το χάικου. Γράφτηκαν συνολικά εννιά, γιά: έναν ποδηλάτη που περνούσε εκείνη την στιγμή μέσ’ απ’ το κύμα που έσκαγε στην προκυμαία, τον ήλιο καθώς έπεφτε (το ζήτησς μιά κυρία που φορούσε μιά λινή πουκαμίσα στο κίτρινο του ηλιοτροπίου) –
Κίτρινα φορώ
σαν το ηλιοβασίλεμα
μπροστά και πίσω
σαν το ηλιοβασίλεμα
μπροστά και πίσω
– «μιά θαλασσινή εικόνα ακριβώς σαν αυτήν που βλέπουμε, αλλά κάπου αλλού», ένα φουγάρο με πάνω του το φεγγάρι, «όταν κράτησα νεογέννητη την κόρη μου και την καλωσόρισα στην ζωή – αν και μάλλον δεν μ’ άκουσε», «μιά εικόνα πριν δυό μήνες σ’ ένα ταξίδι με τον σύζυγό μου – που δεν υπάρχει πιά», «ένα αξέχαστο σούρουπο», μιά δύση σε παραλία. Τέλος, ένα παραγγέλθηκε χωρίς να αναφερθεί συγκεκριμένη εικόνα. Η ανάγνωση γινόταν αμέσως.
Ουδείς επέλεξε την καρτ ποστάλ ή το ‘κυνήγι του θησαυρού’. Γιά το τελευταίο, ευτυχώς – μιάς και ήταν βέβαιο ότι θα απέβαινε το δυσκολότερο: η τροπή, διά των λέξεων, μιάς στενοχώριας ή αποτυχίας, σε ‘θησαυρό’ εμπειρίας, μέσω τριών ‘μυητικών’ σταδίων απομάκρυνσης, προσέγγισης, και εκφοράς. Η μη επιλογή της καρτ ποστάλ –προοριζόμενης γιά κάποιο πρόσωπο που δεν ήταν παρόν και στο οποίο θα αποστελλόταν– θα μπορούσε να σχετίζεται με την άμεσα προσωπική και επείγουσα εμπλοκή των αιτούντων, όπως αυτή τεκμαίρεται και από τις τρεις κύριες επιλογές τους (χρησμό, φυλαχτό, ευχή). Αν η εικασία αυτή είναι ακριβής, μεγάλο μέρος του σκοπού του ‘ποιηματοπωλείου’ επετεύχθη.
Συμπεράσματα
Παρά την ένταση της εργασίας (μέσος χρόνος εκτέλεσης παραγγελίας: 4’42’’), η εμπειρία ανταλλαγής –μιάς μύχιας έγνοιας, με κάτι που την επαναδιατύπωνε ή σκόπευε να την ‘θεραπεύσει’– προσέφερε, στον ‘παραγγελιοδόχο’ τουλάχιστον, την ικανοποίηση της βαθιάς, παρότι σύντομης, επικοινωνίας. (Με εξαίρεση, ίσως, τρεις τέσσερις ‘παραγγελίες’ που φάνηκαν να προέρχονται μάλλον από απλή περιέργεια γιά τον τρόπο ‘εκτέλεσής’ τους.)
Ουδείς θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι καθεαυτήν η ποιητική αξία των προσφερομένων ειδών είχε ενδιαφέρον. Δικαιούται όμως να διατηρεί την ελπίδα πως η προσφορά τους –τόσο ως διαδικασία, όσο και ως τελικό προϊόν– ενδέχεται να υπήρξε απολαυστική (και χρήσιμη ή παρηγορητική) γιά τους παραγγέλλοντες, όσο ήταν γιά τον εκτελούντα την παραγγελία. Ορισμένες στιγμές, κάποια περιστατικά, ένας τόνος ρεμβάζουσας φωνής, ένα βλέμμα που σηκώνεται απλανές, ένα βούρκωμα, ένα χαμόγελο που αργεί μερικά δευτερόλεπτα να σχηματιστεί καθώς τα μάτια διαβάζουν – έμοιασαν να υποστηρίζουν αυτή την ελπίδα.
14.9.09
13.9.09
6.9.09
τ.ελευθεριάδης 'ληξιαρχείον'
Κι όλο ψάχνει γιά να βρει το πρόσωπο που από παιδί του λείπει / – τα ονειροπαρμένα και ως εκ τούτου αδίστακτα παιδιά. / Τότε ήταν απέραντο το καλοκαίρι. / Τι δροσερό νερό που ήτο η νεότης! Τώρα δεν είναι, δεν έχει πιά ποτήρια. /
Μα ποιά θάλασσα και ποιά θρανία; /
Κανείς δεν αποκρίνεται, από την χαίνουσα όμως πληγήν του τοίχου το εξωτερικόν σκότος, συμπαγές και απύθμενον, κατακλύζει τον κενόν χώρον και αναμιγνυόμενον με την ήδη βεβαρημένην ατμοσφαίραν του σπιτιού επικάθηται βαρύτερον επί των πενιχρών επίπλων, πάνω στο τραπέζι και στο κάθε τι, όπως η σκόνη του παζαριού πάνω στα κουρασμένα βλέφαρα του μεταφερομένου αυτόχειρος.
[κολλάζ από φράσεις του μικρού αλλ' εκτυφλωτικού αυτού βιβλίου - εκδ. στιγμή, 1986. φωτ.: π.ι., ix.2009]
5.9.09
καλοκαιρινά στιγμιότυπα
Οι φίλοι δεν μοιράζονται κάτι [...] -
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν, Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν, Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.
0. Στη στροφή του Φαλήρου γιά Πειραιά, αμέσως αν και ελάχιστη, η μυρωδιά της θάλασσας. Κάτι πολύ παλιό, δυνατό σαν προορισμός.
1. Πώς γίνεται, ενώ δεν ζεις χωρίς μουσική, να μην την έχεις ανάγκη στο μικρό σπίτι των φίλων; Λες και το γεμίζουν –έστω και εν τη απουσία τους– με συντροφιά.
2. Ένα μαυρισμένο παλικάρι με μούσι γράφει στο τετράδιό του, καθιστός στα βράχια μπρος στη θάλασσα. Αφού βγει απ’ το νερό η καλή του, κάθονται οκλαδόν αντικρυστά: εκείνος της χαϊδεύει το πρόσωπο, το σώμα, απαλά με το μολύβι του – ώσπου εκείνη δεν αντέχει άλλο: τον φιλά μ’ ανοιχτό στόμα.
3. Μικρό αρπακτικό ζυγιάζεται στο διάσελο: το παίρνει ο αέρας: ας αποφασίσει αυτός πού θα βρεθεί το επόμενό του θήραμα. Το χάνω από τα μάτια –μες στ’ αυτοκίνητο– αλλά σε λίγο ξαναβλέπω μπροστά μου τη σκιά του: στα βράχια, στην άσφαλτο – και ξαναχάνεται.
4. Ο ήλιος κρύβεται: έκπληξη από την έλευση της σκιάς (ακόμη και με κλειστά μάτια).
5. Τίποτε δεν εξυπακούεται: τα πάντα είναι ένα συνεχές δώρο. (Γι’ αυτό και –φερειπείν– η ανταλλαγή ευχαριστιών και γιά την μικρότερη χειρονομία –ένα ποτήρι νερό, μιά πόρτα που σ’ την κρατούν να περάσεις– δεν είναι ευγενής τυπικότητα, αλλ’ αναγνώριση προσφοράς.)
6. «Οι άνθρωποι μόνο σε άλλους ανθρώπους βρίσκουν την πιό υψηλή σημασία τους: ίσως να έφτασα στον εαυτό μου χάρη σ’ εκείνη τη φιλία» – ο Χούγκο φον Χόφμαννσταλ, γιά τον ήδη νεκρό φίλο του, Έμπερχαρτ φον Μπόντενχάουζεν.
7. [βλ. 1] Σύντομα όμως, ξανά η ανάγκη γιά μουσική, ακόμη και μες στην ησυχία. (Με την οικείωση αναδύεται πάλι μοναχική η σιωπή.)
8. Συντροφιές όπου δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους: ασύλληπτη η έλλειψη ενδιαφέροντος προς τα νέα –ή τα σιωπηρά– μέλη. Εναλλασσόμενοι μονόλογοι αντί γιά ανταλλαγή ερωταποκρίσεων. Διακριτικότητα ή αντικοινωνικότητα, βαρεμάρα, ναρκισσισμός;
9. στην φίλη
Μετά το απαίσιο κλαμπ
βρίσκεις μιά ανηφόρα στα δεξιά
Λύνεις την συρμάτινη πόρτα και την ξαναδένεις
παίρνεις τον χωματόδρομο μέχρι την κορφή:
ένα ερείπιο και μιά τσίγκινη στέρνα
(τα κατσίκια φεύγουν φοβισμένα)
– συνεχίζεις στην κορυφογραμμή
μέχρι να φανούν μιά παραλία δεξιά
και μιά αριστερά
Μετά από ένα τεράστιο λιθάρι
(τα κατσίκια τρέχουν όλο πιό μπροστά)
αρχινάς να κατεβαίνεις δεξιά
(δεν έχει μονοπάτι: όπως κυλά το νερό)
μέχρι να μπεις στην μικρή ξερή ρεματιά
που θα σε βγάλει στην ακτή
*
Κατηφορίζουμε την στεγνή κοίτη του μικρού χείμαρρου
–πλάσματα του νερού–
μέχρι να βγούμε στο γιαλό
(στο καλό νερό
το νερό γιά το σώμα)
Κάνω λίγη θάλασσα
και γιά σένα
διπλά κολυμπάω
– Τι κούραση, τι κούραση, να είσαι φίλος!
10. Μες στη νύχτα το θυμήθηκα: Το ψωμί! Δεν το τυλίξαμε με την πετσέτα και θα ξεραθεί.
11. Το κομμάτι της πλάτης –λίγο κάτω απ’ τα φτερά, αρκετά επάνω από την μέση: ίσως το σχήμα του να είναι ένα καρβέλι– που δεν μπορείς να πλύνεις, ούτε να του απλώσεις αντιηλιακό. (Μόνος σου.)
12. Τετράγωνος φεγγίτης ανοιχτός, το φύλλο στερεωμένο με στρογγυλό λιθάρι του γιαλού. Μιά κατακόρυφη λωρίδα ουρανού κι άσπρος τοίχος με πέτρες. Μία η ώρα. Zelenka: Agnus Dei.
[φωτ.: π.ι., viii.2009]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)