21.11.16

σαμσών ρακάς _ "αμπερλουδαχαμίν"













Τι να σημαίνει άραγε αυτός ο αραβοφανής (;) τίτλος; Μια εντελώς πρόχειρη διαδιακτυακή έρευνα δεν αποδίδει κάτι. Οπότε, υποκινημένοι και από την τυπογραφική εμφάνιση του τίτλου στο εξώφυλλο, μπορούμε να επιχειρήσουμε ένα συνδυαστικό παίγνιο: παιδί (χαμίν[ι]) που παίζει (λατινική ρίζα lud-) με το ηλεκτρικό ρεύμα (ampere);

Όπως και να 'χει, πρόκειται για την δεύτερη εκδοτική εμφάνιση του Σ.Ρ. , του οποίου ποιήματα βρίσκουμε δημοσιευμένα, σε έντυπα περιοδικά και στο διαδίκτυο, ήδη από το 2009 (αν όχι, ενδεχομένως, και νωρίτερα). Η πρώτη γραφή (2013) του πρώτου βιβλίου του είχε τον τίτλο Ψυττάλεια Α, ενώ η τρίτη και τελική,  Αδράξτε τη νύχτα (2014). (Επρόκειτο για χειροποίητες εκδόσεις εκτός εμπορίου.) Πολύ σχηματικά, και αδικώντας την πλούσια κίνησή του, στην τελική εκδοχή του, εκείνο το “παλίμψηστο ποίημα” –κατά την έκφραση του ίδιου του ποιητή–, παουντικής πνοής και τόνου, σε 24 μέρη (από “α” έως “ω”) και 32 σελίδες, εμφάνιζε τον αφηγητή να περιπλανιέται σε μια κατεστραμμένη Αθήνα (τόσο θουκυδίδεια όσο και 'της κρίσης'), με κύριους σταθμούς την Πλ. Συντάγματος, την Ψυττάλεια, και μια ημιτελή οικοδομή. Εκεί έχει την σημαντικότερη συνάντησή (και διάλογό) του: μ' έναν Αθίγγανο θεόπαιδα, ενθρονισμένο σε μιαν υψηλότατη στήλη από άσπρες πλαστικές καρέκλες. Το ανήμπορο μα σοφό αυτό αγόρι-'Μεσσίας' θα 'σώσει' μόνον δια της εκθρόνισής του – την οποία υποδεικνύει στον αφηγητή και η οποία και θα τελεσθεί από αυτόν στην 'ραψωδία' “υ”.

Το όλο ποίημα συνθέτει με αξιοπρόσεκτη μαεστρία διάφορες ιστορικές, λογοτεχνικές και βιωματικές αναφορές, ο τόνος του (με συχνή χρήση του α' ενικού προσώπου και της απεύθυνσης σε β', ενικό είτε πληθυντικό, πρόσωπο διαφόρων ταυτοτήτων) κυμαίνεται από τον λυρικό και τον στοχαστικό έως τον προφητικό και τον καταγγελτικό, οι δε εναλλαγές τόνου και περιεχομένου στα 24 μέρη του μαρτυρούν εξαιρετική αίσθηση της αρχιτεκτονικής. Συνολικά, μια εντυπωσιακή πρώτη εμφάνιση με πραγματικές ποιητικές αρετές, όσο και αν ενίοτε καταφεύγει σε κάποιες γλωσσικές ακροβασίες και θεαματικές 'χειρονομίες'. Εν πολλοίς, λοιπόν, πετυχαίνει –χάρη στον αυστηρό έλεγχο των ποιητικών μέσων– σε ένα είδος όπου έχουν αποτύχει ουκ ολίγες ανάλογες προηγούμενες προσπάθειες. (Αξίζει, δηλαδή, τον κόπο, να αναζητήσετε φιλικό πρόσωπο που διαθέτει αντίτυπο, και να παρακαλέσετε για ένα φωτοαντίγραφο.)

Στο Αμπερλουδαχαμίν (Υποκείμενο, 2015), που και πάλι αποτελείται από ένα μόνον ποίημα, μα χωρίς σαφή χωρισμό μερών, το εύρος της σύνθεσης έχει περιορισθεί δραστικά: στο βιωματικό και οραματικό πεδίο. Το ύφος, παραμένοντας γλωσσικά και εκφραστικά πλούσιο, έχει τιθασευθεί, και ο βηματισμός του ποιήματος επιβάλλεται στον αναγνώστη ακόμη πιο αποτελεσματικά.

Ο βασικός μύθος του ποιήματος, αντί να διαθλάται σε ποικίλες όψεις των αμαρτιών και των πληγών της πόλης και του έθνους, εστιάζει στην πρώτη και την τελευταία συνάντηση του αφηγητή με τον Δαίμονα της Τέχνης, και στην μεταξύ αυτών των δύο επεισοδίων περιπλάνησή του. Για την μετατόπιση της εστίασης, προειδοποιούμαστε εξαρχής: την θέση της διπλής προμετωπίδας τού Αδράξτε την νύχτα, με τον φιλοσοφικό-αισθητικό λόγο του Λορεντζάτου και τον τραγικό-ιστορικό του Αισχύλου, έχει πάρει η φράση του Αντόνιο Πόρτσια, “Όταν όλα έχουν γίνει, τα πρωινά είναι θλιμμένα” – που φέρνει στον νου και το “Θλιμμένη η σάρκα, φευ / Και τα βιβλία, τα 'χω όλα διαβάσει” του Μαλλαρμέ. (Η έκδοση είναι προσεγμένη· δεν διακρίνω, ωστόσο, την λειτουργία των –ωραίων, κατά τα λοιπά– εικόνων στις σελίδες 36-37.)

Κάποια νύχτα, όταν ήταν μικρό παιδί, ο αφηγητής ένιωσε να τον αγγίζει στο κεφάλι το αγαπημένο υποκείμενο (λίγο σαν νυχτερίδα: το ζώο του οποίου την μορφή υιοθετεί για ν' αποκοιμηθεί ο αφηγητής στο τέλος τού Αδράξτε τη νύχτα – και θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς πλήθος άλλα, πέρα απ' τα προφανή, σημεία 'διαλόγου' μεταξύ των δύο βιβλίων, αλλά δεν είν' αυτός ο στόχος τούτου του κειμένου). Η συνάντηση τον τρομοκρατεί μα και τον αναστατώνει, ώστε να μην παύει να την αναπολεί και να αδημονεί για την επανάληψή της. Το 'χρίσμα' που έλαβε τον απομονώνει σταδιακά όλο και περισσότερο από τους λοιπούς ανθρώπους, όσο καθυστερεί η ποθητή επόμενη συνάντηση με το “αγαπημένο υποκείμενο”, που θα αποκαλύψει την ταυτότητά του: δεν είμαι ο διάβολος είμαι η Τέχνη. Η εν σώματι επαφή, ωστόσο, δεν θα επαναληφθεί, και ο αφηγητής θα θαφτεί ζωντανός μες στο χώμα (του χρόνου) που συσσωρεύεται γύρω του. Αλλά σαν να μην πρόκειται για θάνατο: καίτοι θαμμένος, ο αφηγητής μιλά· ρωτά –στον τελευταίο στίχο– το “αγαπημένο υποκείμενο”: τι χώμα έχουνε τα μάτια σου; (Και, προφανώς, έχει 'επιζήσει' για ν' ανοίξει το ποίημα: να ζω το θρίαμβο που όλο αναβάλλεται [] / να ζω την πτώση που όλο αναβάλλεται.) Ίσως μάλλον να έχει απλώς επιτευχθεί η ευκταία γείωση στο γόνιμο έδαφος του θανάτου (αντί για τον εγκλεισμό στο μπουντρούμι της λελογισμένης έμπνευσης), απαραίτητη για να ξεπηδήσει με χυμούς η τέχνη. 

Ανάμεσα στις δύο συναντήσεις, και για να ξαναβρεί την χάρη της πρώτης, ο αφηγητής θα έχει αποπειραθεί την πολιτική στράτευση (και απογοητευθεί), επιτηδευθεί τον επί παραγγελία επικηδειογράφο, δει και ακούσει, σε γη και σε θάλασσα, σημεία και χρησμούς για το νόημα του κόσμου και του πολιτισμού, επιχειρήσει να κηρύξει τα ευρήματά του αυτά στα παιδιά, φυλακισθεί,  ευχηθεί τον πόλεμο, καταραστεί την ανθρωπότητα, και αποφασίσει την αυτοκτονία. Τότε ακριβώς (ξανα)φανερώνεται ο δαίμων – για να του προσφέρει την αμφίβολη σωτηρία. Μα ίσως αυτή η μηδέποτε ολοκληρούμενη συνάντηση, το διαρκώς αναβαλλόμενο ζευγάρωμα (έρχομαι Τέχνη έρχομαι) με τον Δαίμονα της Τέχνης να είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.

Το 'θέμα' είναι 'Μεγάλο' και διόλου πρωτότυπο· ο ποιητικός τρόπος, θα λέγαμε παράτολμος. (Ο προφητικός τόνος έχει ωριμάσει και χρησιμοποιείται εδώ επιτυχέστερα.) Τι διασώζει, λοιπόν, το ποίημα από την γραφικότητα – ή την αδιαφορία για κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ηχούσε πεποιημένο ή παρωχημένο; Νομίζω, η αγκίστρωσή του σε ένα αναγνωρίσιμο, 'καθημερινό' και όχι εξαιρετικό, α' πρόσωπο (δεν το καλούν σε παιδικά πάρτυ επειδή δεν φοράει 'σταράκια', π.χ.)· η γλώσσα του, που, αν περιέχει εκφράσεις μεταφυσικού στοχασμού και στοιχεία μεγαλορρημοσύνης, παραμένει στέρεα σημερινή και ζωντανή (να με ακούσουν τα παιδιά που ρώτησαν διστακτικά / μαμά τι είναι ουρανός; / κι αυτή απάντησε ένα ντουβάρι)· η πρωτοτυπία, η δύναμη και πολυσυλλεκτικότητα των εικόνων του (τα 'σημεία' που φανερώνονται στον αφηγητή περιλαμβάνουν τον σχεδόν-άλμπατρος γηραιότερο γλάρο της Μάγχης, μα κι ένα πλαιυμομπίλ ποντισμένο χρόνια στο νερό)· η αριστοτεχνική δοσολόγηση όλων των συστατικών του επικού: του αφηγηματικού, του περιγραφικού, του στοχαστικού κ.ο.κ.· ο θαυμαστός και ακατάβλητος μουσικός κυματισμός του ποιήματος· αλλά και το λεπτότατο χιούμορ (το αγαπημένο υποκείμενο δε θα φανεί / ας πάει στο διάολο). Τέλος –ενδεχομένως και το σημαντικότερο, μιας και ο ιδεολογικός δογματισμός μπορεί να καταστρέψει και το 'ωραιότερο' έργο τέχνης– η συντηρούμενη αμφιθυμία του για το ευκταίον του χρίσματος από τον Δαίμονα της Τέχνης: δεν μας παίρνει το ναυαγοσωστικό ή δε γουστάρουμε να μπούμε;

Χάρη σε όλα αυτά, διαβάζουμε όντως ποίηση, και όχι ευφάνταστο παραλήρημα, ξαναζεσταμένη με νοσταλγία απόπειρα προσέγγισης της 'Υψηλής Ποίησης', πιασάρικη μπροσούρα, ή άψυχη πραγματεία.


*


Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".

μιχάλης γιαννακάκης _ "σε δάσος σιδερένιο"












Το ολιγόστιχο και το πυκνό –κάποτε και ερμητικό– ποίημα έχει ιστορία και αρετές. Αφενός μας θυμίζει τα σωζόμενα θραύσματα των Αρχαίων Λυρικών, αφετέρου προτιμήθηκε και τιμήθηκε από σημαντικούς Μοντερνιστές που έδωσαν, μέσω αυτού, το καλύτερο έργο τους. Επιτρέπει τον μέγιστο έλεγχο του ποιητικού υλικού, ενώ δεν αφήνει περιθώρια να κρυφτεί 'δεύτερο πράμα'.

Πριν από δέκα, είκοσι χρόνια, δεν ήσαν λίγα τα ελληνικά ποιητικά βιβλία που κατεξοχήν απαρτίζονταν από τέτοια ποιήματα, και δεν είναι δύσκολο να αναφέρουμε ενδεικτικά, ως παραδείγματα και υποδείγματα, κάποιες ποιήτριες που υπηρέτησαν –και υπηρετούν– άξια αυτήν την μορφή: Μαίρη Γιόση, Μαρία Κούρση, Μαρία Λαϊνά, Αθηνά Παπαδάκη, Αλεξάνδρα Πλαστήρα. Σήμερα, ωστόσο, στον εν μέρει μεταμοντερνιστικό και εν πολλοίς γνησίως ελλαδίτικο κυκεώνα όπου έχει συρθεί η ποιητική σκηνή μας, σπανίζουν παρόμοια αξιόλογα βιβλία νεοτέρων. (Δυο ονόματα που πρόχειρα έρχονται στον νου είναι του Αργύρη Παλούκα –με το πρώτο του βιβλίο, Το ξέφτι, 2007– και του Μόμα Ράντιτς – με το μόνο μέχρι στιγμής βιβλίο του, την Πόρτα του 2010· και από τους δύο προσδοκούμε την ανάλογη συνέχεια.) Η ανεξήγητη επάνοδος των μετεφηβικών εξομολογήσεων, από την μια, και το 'τρεντ' των υπερφιλόδοξων 'πρότζεκτς', από την άλλη (για παράδειγμα, με κείμενα όπου στριμώχνεται η τρέχουσα, ζέουσα πολιτικοκοινωνική συγκυρία, ή με συνθέσεις όπου το ισχνό αποτέλεσμα πλέει μες στην πολλά νούμερα μεγαλύτερή του πρόθεση – το έρμο 'κόνσεπτ'), σχεδόν κυριαρχούν πια στο (στρεβλότατο) εκδοτικό τοπίο, και μοιάζουν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον βιβλιοπαρουσιάσεων (ευλόγως) και κειμένων που διεκδικούν θέση κριτικής (μη ευλόγως).

Είναι, συνεπώς, και ευχάριστη και παρήγορη η εμφάνιση ενός βιβλίου όπως το Σε δάσος σιδερένιο του Μιχάλη Γιαννακάκη (Οδός Πανός, 2015). Ίσως δεν είναι άσχετο με την ποιότητά του το γεγονός ότι εδώ συνάγονται τρεις ομάδες ποιημάτων που πρωτοπαρουσιάστηκαν ως αυτο-εκδόσεις τα έτη 1995, 2005, και 2014. (Η ολιγογραφία, και αν δεν συναρτάται μονοσήμαντα με την γραφή ολιγόστιχων και πυκνών ποίημα, είναι, οπωσδήποτε, άλλη μία σπανίζουσα αρετή – ωφελιμότατη για γράφουσές τε και αναγνώστες.)

Επτά, λοιπόν, οκτώ, και οκτώ ποιήματα στις τρεις ενότητες, “Οι μέρες σαν λέξεις”, “Ακοή”, και “Γραμμή”. Δεν είναι, φυσικά, όλα τα ποιήματα το ίδιο πετυχημένα. Τα πιο αδύναμα ρέπουν προς την κοινοτοπία (π.χ. το μονόστιχο ποίημα: Λόγος χαράζει το χρόνο). Άλλα θα ωφελούνταν από ακόμη περισσότερη πύκνωση (π.χ. το δίστιχο ποίημα: Ο λόγος είναι φως στη γρίλια, / Ορίζοντας στο βλέμμα. μοιάζει να έχει ήδη ολοκληρωθεί με τον πρώτο στίχο.) Δεν κερδίζουν όλα από την ενίοτε επιτρεπόμενη ομοιοκαταληξία (π.χ. θλίψη / ύψη, αισθημάτων / αρωμάτων). Και κάποια –σαφώς και ευτυχώς όχι κυρίαρχα– 'ποιήματα-ορισμοί' (π.χ. Φως ιερό του Ισιδώρου / Την αγωνία της πλάνης σκορπά, / Την τρικυμία της ελευθερίας ορίζει.), είδος επικίνδυνο όσο και αυτό των 'ποιημάτων-αφορισμών', δεν βρίσκουν ακριβώς στόχο.

Ωστόσο, επτά πολύ καλά ποιήματα επί συνόλου εικοσιτριών είναι επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο. Ακόμη περισσότερο, όταν αυτά είναι καλά μ' έναν πολύ προσωπικό τρόπο, και –πάνω απ' όλα– όταν, χάρη στην αξία τους, καταφέρνουν να επιβάλουν το κλίμα τους σε ολόκληρο το βιβλίο, ώστε οι προδιατυπωθείσες επιφυλάξεις να απαιτούν αυστηρό 'ψείρισμα' για να εγερθούν. Και όταν, ακόμη και στα λιγότερο δυνατά ποιήματα, δεν υπάρχουν ούτε γλωσσικά στραβοπατήματα, ούτε ακυρολεξίες· δεν έχεις να προτείνεις εναλλακτικές διατυπώσεις· τα δέχεσαι ως έχουν ή τα κάνεις λίγο πέρα για να δεις την σύνολη ποιητική γραμμή καθαρότερα· κι είναι κι αυτό ενός είδους επίτευγμα: στην δόμηση του βιβλίου.

Τι μας λένε λοιπόν τα δυνατότερα ποιήματα του Μ.Γ.; Το “Σύννεφο”, το “Δείλι”, ο “Κινηματογράφος”, που ανοίγουν την πρώτη ενότητα, είναι 'αστικά'· το “[Λόγος είναι ο δρόμος...]” της δεύτερης, και τα τρία που κλείνουν την τρίτη (“[Πλάγιος δεύτερος σωπαίνει...]”, “[Καλοκαίρι...]”, “[Ορίζοντας ανοίγει...]”), 'της υπαίθρου'. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του 'σκηνικού' –και είτε το 'θέμα' είναι τοπίο, προσφιλής μορφή, άλλη εικόνα ή ανάμνηση– διαπιστώνουμε παρόμοιους αναβαθμούς πρωτότυπης παρατήρησης και σταδιακής πύκνωσης· απόσταξη που δεν φτάνει ώς την αποξήρανση· εικαστική παράταξη που απροσδοκήτως απογειώνεται στην μεταφορά.

Ώστε δύο κύριοι τρόποι δημιουργούν το ποίημα. Ένα γρήγορο και 'σφιχτό' μοντάζ που, αφού ορίσει έναν κλειστό χώρο εικόνων, τους επιτρέπει να αντηχούν εντός του, μα και τους επιβάλλει να απηχούν η μια την άλλη με κάθε δυνατό συνδυασμό: Καλοκαίρι / Απανεμιά / Κατσουνάκι / Άργιλος / Κατσουνάκι ξανά. Ή μια συστοιχία εικόνων, όπου καθεμιά συνιστά μεταφορά της προηγούμενης (ή της επόμενης): Ορίζοντας ανοίγει με χαρτί και μολύβι / Η ένωση του λαιμού με την ωμοπλάτη / Γίνεται βροχή / Καταρράκτης / Φαράγγι των νεκρών στη Ζάκρο.

Οι ποιητικοί αυτοί τρόποι –που απαρτίζουν, εντέλει, ύφος– βασίζονται όχι μόνον στην ιδιοτυπία βλέμματος και διανοητικής κίνησης, αλλά –βεβαίως, και πώς αλλιώς– και στην τέχνη: την χρήση αμφίσημων διασκελισμών που εκπλήσσουν και εμπλουτίζουν (Λόγος είναι ο δρόμος. Το γεράκι / Η αναπνοή του βράχου.), κι ένα 'αυτί' που απομακρύνει την καλλιέπεια για να επιβληθεί σε φθόγγους και ρυθμούς: να τους θέσει υπό τον ζυγό του βηματισμού που παράγει το ποίημα. Όπου, πάντα, η λέξη προσφύεται στο πράγμα (και στην ποιητική ιδέα): έχουμε, δηλαδή, μια ποίηση ακριβείας, κι όχι μια ποίηση 'του περίπου'. Πλάγιος δεύτερος σωπαίνει / Μονοπάτι αρχαίο / Αμύγδαλο / Το χείλι σου τρέμει. 

*

Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 (Φθιν.-Χειμ. 2016) του περιοδικού "ΦΡΜΚ".

4.11.16

spotkanie w polsce / συνάντηση στην πολωνία



















Η χθεσινή “Συνάντηση στην Πολωνία” (στο Βιβλιοπωλείο "Επί λέξει"), εκτός από συνάντηση για το βιβλίο “Πολωνία” (Καστανιώτης, 2016), εξελίχθηκε σε συνάντηση με την ίδια την Πολωνία στην Αθήνα: χάρη στην τιμητική και συγκινητική παρουσία μαθητριών και μαθητών του Γυμνασίου από το Σχολείο “Zygmunt Mineyko”, της –περαστικής από την πόλη μας– Καθηγήτριας Κλασσικής Φιλολογίας, κυρίας Wanda Popiak, της Dorota Jędraś, και άλλων μα, βεβαίως, πρωτίστως της Beata Żółkiewicz, που μίλησε για την πατρίδα της όπως την είδε μες στο βιβλίο, και διάβασε, σε δική της μετάφραση δύο ποιήματα απ' αυτό: το “Łazienki” και το “Βαρσοβία 1863 / 1944, Παρίσι 1883”. Η συμβολή της καθώς και αυτές –λόγια και απαγγελίες– της Μαρίας Τοπάλη, της Αλεξάνδρας Πλαστήρα και της Τζούλιας Τσιακίρη, έκαναν την χθεσινή βραδιά αυτό που ήταν – μαζί με τους φίλους, παλιούς και νέους: φίλους των προσώπων μα και των λέξεων. 


















Η Μπεάτα Ζουλκιέβιτς είπε, μεταξύ των άλλων: “Γι' ακόμη μια φορά, έμαθα –σιγουρεύτηκα– γι' αυτήν την απλή αλήθεια: πως η ποίηση δεν έχει σύνορα, πως είναι εξ ολοκλήρου μια μεταφορά. Κι έτσι η “Πολωνία” μάς ταξιδεύει, εδώ, παντού. Η προσωπική μου εμπειρία μού το διαβεβαιώνει: αν γνωρίσεις καλά έναν πολιτισμό και αν προσπαθήσεις πραγματικά να τον καταλάβεις, ανοίγεις πιο ελεύθερα πια τα μάτια σου, το μυαλό σου και την καρδιά σου, πέρα από συγκεκριμένα σύνορα. Και, όταν γίνεται αυτό, μετά, τα ονόματα δεν έχουν πια τόση σημασία: η γνώση έχει σημασία.”

Η Tζούλια Tσιακίρη: “Θέλω να εφαρμόσω πάνω σε τρία ποιήματα του Π.Ι. τρεις 'υπερβάσεις' όπως τις διατύπωσε ο Γιώργος Αράγης στο δοκίμιό του για την λογοτεχνική θεωρία: τρεις υπερβάσεις που πρέπει να περάσει ένας απλός άνθρωπος για να γίνει ποιητής. Η πρώτη είναι η διαφοροποίηση: να γίνει άλλος, να πάει προς το άλλο (“4 Δεκεμβρίου”). Η δεύτερη είναι η ένταση: ο Ρίλκε έλεγε ότι όλες σχεδόν οι θλίψεις μας είναι στιγμές ψυχικής έντασης (“Δεύτερη επίσκεψη του φίλου”). Και η τρίτη είναι η εξαλλαγή του χρόνου: το παιχνίδι με τον χρόνο – που σημαίνει ότι η αίσθηση του αντικειμενικού χρόνου, για έναν ποιητή, δεν είναι η των χρονομέτρων, αλλά ότι υπάρχει ένα βιολογικό χρονόμετρο που καταγράφει τον αντικειμενικό χρόνο σύμφωνα με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι γίνεται εξαλλαγή του πραγματικού χρόνου σε χρόνο ποιητικό ή προσωπικό. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον ποιητή: μπορεί να συμβεί και στον απλό αναγνώστη, στον απλό άνθρωπο, όταν τον κυριέψει η συγκίνηση (“Ιούνιος 1986”).”

Η Μαρία Τοπάλη: “Τίθεται το ερώτημα τι είναι η 'Πολωνία' – στην οποία συναντιόμαστε. Μπορώ να πω ότι, χάρη στο βιβλίο, η 'Πολωνία' είναι μπόλικη γεωγραφία, όχι αποκλειστικά πολωνική· είναι μπόλικη ιστορία επίσης, όχι αποκλειστικά πολωνική· και είναι επίσης ένας τίτλος. Αυτή η “Πολωνία” έχει πολλά δικά μου περιεχόμενα και πολλά περιεχόμενα που βάζει ο ποιητής, και είναι ένας φακός, ένα φίλτρο, μέσα από το οποίο διαβάζουμε τα πράγματα. Και για μένα, η 'Πολωνία' είναι τρία πράγματα. Είναι πένθος· είναι δύναμη – μια απίστευτη δύναμη: πάντοτε είχα στο μυαλό μου την Πολωνία ως κάτι το ασύλληπτα δυνατό, διότι δεν μπορεί παρά να είναι πάρα πολύ δυνατό κάτι το οποίο υπάρχει χωρίς να του επιτρέψουν να υπάρχει· και το τρίτο είναι: διαμελισμός”.

Και η Αλεξάνδρα Πλαστήρα: “Αυτή η “Πολωνία” είναι, στο αίσθημά μου, σαν γέφυρα. Και τι κάνει μία γέφυρα; Τροποποιεί τον χωρισμό, την απόσταση. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, αυτές τις καταστάσεις –τον χωρισμό, την απόσταση, τη διαφορά: του αέρα, της ύλης, όποια είναι αυτή– σαν συνάντηση. Είναι μία συνάντηση, η γέφυρα. Αυτό είναι κάτι που θέλει διακαώς η ποίηση. Και πιστεύω ότι αυτό που θέλει η ποίηση, μας συμφέρει όλους.”


















[φωτ.:Καλλιρρόη Παπαγεωργίου.]

8.10.16

plus ça change / en byzance














Την αρετή είδα χθες μέσα στην πόλη
μαυροντυμένη και κατήφεια όλη·
τι έπαθες;” της λέω. Εκείνη· “Άκου·
τόλμη, φρόνηση, γνώση – στη γωνιά·
μέθη, δειλία, κι άγνοια κυβερνά”.

*

Βουτηγμένος με λαχτάρα κι απόλαυση πρωτοετούς στην πρωινή ανάγνωση της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Στυλιανού Αλεξίου (στιγμή, 2010), έφτασα και στον Βυζαντινό ποιητή (π. 920-990) Ιωάννη Κυριώτη (από την Μονή Κύρου της Κωνσταντινούπολης, όπου ίσως μόνασε) ή Γεωμέτρη (λόγω των σχετικών σπουδών του – οι θετικές επιστήμες ωφελούν την ποίηση). Και πρωτοσπαθάριος, και ιερέας, και, κατά τον Αλεξίου, “ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς ποιητές”.

Κάποιοι στίχοι που μεταφράζει ο Αλ. με στέλνουν στον πολύτιμο Raffaele Cantarella (Poeti Bizantini, Rizzoli, 1992), ο οποίος υπερθεματίζει: “η τεράστια καλλιέργειά του, θρησκευτική και κοσμική, που τον καθιστά πρόδρομο του επόμενου αιώνα, δεν κάνει την έμπνευσή του ν' ασφυκτιά – έμπνευση ποικίλη, ειλικρινή, συχνά βαθιά, που την στηρίζει πάντα μια υψηλή μορφική μεγαλοπρέπεια. Και πάνω απ' όλα κυριαρχεί στην ποίησή του ένας τόνος προσωπικής ειλικρίνειας, μύχιας πνευματικής ζωής που την κινούν πάθη και πάλες []. Εξού και –πράγμα σπάνιο στην βυζαντινή λογοτεχνία– κάτω από τον ποιητή αισθανόμαστε, σχεδόν σαν ντροπαλή ανακάλυψη και μακρινή προσδοκία, τον άνθρωπο.”

Στην εξαιρετική αυτή δίτομη ανθολογία βρήκα και το ποίημα του Κυριώτη που προχείρως απέδωσα στην αρχή (για να φανεί –σε περίπτωση που κάτι τέτοιο χρειαζόταν...– ακόμη περισσότερο πόσο σημερινό είναι):

Την αρετήν χθες είδον εν μέση πόλει
μελαμφορούσαν και κατηφείας όλην·
τι δ', ηρόμην, πέπονθας”; Η δε· “νυν έγνως·
τόλμα, φρόνησις, γνώσις, εν ταις γωνίαις·
άγνοια δ' άρχει, και μέθη και δειλία”.

2.10.16

winnicott _ domination // γουίνικοττ _ εξουσιασμός













"[] the result of such recognition [of the mother's immense contribution #] when it comes will not be gratitude or even praise. The result will be a lessening in ourselves of a fear. [] If there is no true recognition of the mother's part, then there must remain a vague fear of dependence. This fear will sometimes take the form of a fear of W O M A N, or fear of a woman, and at other times will take less easily recognized forms, always including the fear of domination.


Unfortunately the fear of domination does not lead groups of people to avoid being dominated; on the contrary, it draws them towards a specific or chosen form of domination."



- from Donald W. Winnicott's broadcast talk "The Mother's Contribution to Society", printed in the book The Child and the Family, 1957.

~

"[] το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αναγνώρισης [της τεράστιας συμβολής της μητέρας #] όταν έλθει δεν θα είναι ευγνωμοσύνη ή ακόμη έπαινος. Το αποτέλεσμα θα είναι να λιγοστέψει μέσα μας ένας φόβος. [] Αν δεν υπάρχει αληθινή αναγνώριση του ρόλου της μητέρας, τότε αναγκαστικά θα παραμένει ένας αόριστος φόβος εξάρτησης. Ο φόβος αυτός κάποιες φορές θα παίρνει την μορφή του φόβου προς την Γ Υ Ν Α Ι Κ Α, ή φόβου προς κάποια γυναίκα, κι άλλες φορές θα παίρνει λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμες μορφές, που πάντα θα συμπεριλαμβάνουν τον φόβο του εξουσιασμού.
Δυστυχώς ο φόβος του εξουσιασμού δεν οδηγεί τις ανθρώπινες ομάδες στην αποφυγή τού εξουσιασμού - αντιθέτως, τις έλκει προς μια συγκεκριμένη ή επιλεγμένη μορφή εξουσιασμού."

- από την ραδιοφωνική εκπομπή του Ντ.Γ. Γουίννικοττ "Η Συμβολή της Μητέρας στην Κοινωνία", τυπωμένη στο βιβλίο Το Παιδί και η Οικογένεια, 1957. [μτφρ.: Π.Ι.]

# see / δες: here / εδώ

*

[στην εικόνα: (αρ.) ο παιδίατρος, παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής Γουίννικοττ - (δ.) ο δικτάτωρ Γεώργιος Παπδόπουλος.]

30.9.16

winnicott _ mother / γουίννικοττ _ μητέρα










"I am trying to draw attention to the immense contribution to the individual and to society that the ordinary good mother with her husband in support makes at the beginning, and which she does simply through being devoted to her infant.
Is not this contribution of the devoted mother unrecognized precisely because it is immense? If this contribution is accepted, it follows that every man or woman who is sane, every man or woman who has the feeling of being a person in the world, and for whom the world means something, every happy person, is in infinite debt to a woman."

- from Donald W. Winnicott's broadcast talk "The Mother's Contribution to Society", printed in the book The Child and the Family, 1957.

~

"Προσπαθώ να τραβήξω την προσοχή στην τεράστια συμβολή προς το άτομο και την κοινωνία που έχει στην αρχή η συνήθης καλή μητέρα με τον άντρα της να την υποστηρίζει, απλώς με το να είναι αφοσιωμένη στο βρέφος της.
Μήπως αυτή η συμβολή της αφοσιωμένης μητέρας δεν αναγνωρίζεται ακριβώς επειδή είναι τεράστια; Αν γίνει δεκτή η συμβολή αυτή, έπεται ότι κάθε άντρας ή γυναίκα που είναι ψυχικώς υγιής, κάθε άντρας ή γυναίκα που αισθάνεται ως άτομο στον κόσμο, και για τον ή την οποία ο κόσμος σημαίνει κάτι, κάθε ευτυχισμένο άτομο, φέρει μια άπειρη οφειλή προς μία γυναίκα."

- από την ραδιοφωνική εκπομπή του Ντ.Γ. Γουίννικοττ "Η Συμβολή της Μητέρας στην Κοινωνία", τυπωμένη στο βιβλίο Το Παιδί και η Οικογένεια, 1957. [μτφρ.: Π.Ι.]

*

[στην εικόνα: (αρ.) Βάσω Κατράκη, "Μητρότητα", 1965 - (δ.) ο παιδίατρος, παιδοψυχίατρος και ψυχαναλυτής Γουίννικοττ μ' ένα παιδί.]

6.9.16

virginia / ζωή ii



















... κι όταν κουραζόταν δεν σταμάταγε άλλη άμαξα - καθόταν σε μια πέτρα και χάζευε τις σαύρες. []
"... οι καημένοι οι Άγγλοι μας", αναφωνούσε, "χρειάζονται εκπαίδευση στην ευτυχία. Χρειάζονται διύλιση όχι δια του πυρός αλλά δια της ηλιοφάνειας." [1]

Γαλήνη που κρατάς
κάθε ορμή και συστροφή και την πάλη.
Βαρειά γαλήνη, 
ζωή σταθερή κι' ακατάλυτη,
μέθη μαζύ κι' ησυχία, όπως
η διαυγής λάμπουσα ευλογία της θάλασσας
κοντά στην πυκνή αφθαρσία της γης. [2]


~
[1] σελ. 75, Virginia Woolf, Flush, Penguin Books, 2016 [μτφρ.: Π.Ι.] 
[2] Ζωή Καρέλλη, στίχοι από το ποίημα "Υπαρκτικά" / VI [σελ. 342, Τα ποιήματα - Τόμος α' (1940-1955), Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2000.]

23.7.16

virginia / ζωή













Ας εξηγηθώ: ο κήπος μας συνορεύει με τον περίβολο της εκκλησίας, κι όταν κοιτάμε τα μελίσσια μας, συχνά κάποιον θάβουν από την άλλη μεριά του τοίχου [1]

Είναι βήματα βιαστικά σαν ασύλληπτα,
στο σκιερό μονοπάτι
Χωρίς να σου φύγει,
τα χέρια σου φαίνονται άδεια,
σα να κράτησες μουσική [2]
~
[1] Virginia Woolf to Hugh Walpole, 25 August 1929 [in: Joanne Trautmann Banks [ed.], Selected Letters, Vintage Books, 2008 [μτφρ.: Π.Ι.] 
[2] Ζωή Καρέλλη, στίχοι από το ποίημα "Η ελπίδα", γραμμένο το 1952 στο Αγρόκτημα Παν/μίου Θεσσαλονίκης [στο: Τα ποιήματα - Τόμος β' (1955-1973), Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2000.]

15.7.16

virginia & natalia


















"Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο απ' την ντροπαλοσύνη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που κάποτε αλληλομισήθηκαν. Δεν καταφέρνουν πια να πούνε τίποτε. Ευγνωμονούν ο ένας τον άλλον που δεν λαβώνουν και δεν γρατζουνάν, μα η ευγνωμοσύνη αυτού του είδους δεν βρίσκει τον δρόμο των λέξεων." [1]

Έφυγα με τις Επιστολές της Βιρτζίνια Γουλφ - γύρισα με το "Αγαπητέ Μικέλε" της Νατάλια Γκίντσμπουργκ. Δυο βιβλία που οδεύουν -με άφθονες παρεκκλίσεις χαμόγελου ή και γέλιου- καταμέτωπο στον θάνατο, κι όμως παρέχουν την απαρηγόρητη παρηγοριά που είναι σε θέση να προσφέρουν, ο ένας στον άλλον, οι άνθρωποι που έχουν διαβεί την απελπισία, και βγει στο ανηλεές μα μόνο σωτήριο φως.

"Λοιπόν αν γινόταν να 'μαστε λιγάκι διασκορπισμένοι - [με] την θέα ή τα αρχοντικά κτίσματα να μεσολαβούν ανάμεσά μας, τότε θα μπορούσαμε να πλεύσουμε σταδιακά και ήρεμα σε πλάτη οικειότητας που στα σαλόνια δεν τα φτάνουμε ποτέ." [2]

[1] Natalia Ginzburg, Caro Michele, Einaudi, 1995 / [2]  Virginia Woolf, Selected Letters [ed. Joanne Trautmann Banks], Vintage, 2008: to Vita Sackville-West, Wednesday 23 September 1925 / αμφότερες οι πρόχειρες μεταφράσεις, δικές μου.

1.7.16

11 βιβλία για το καλοκαίρι τού 2016












ΠΟΙΗΣΗ
 

~ Η εκδίκηση των ανέμων (επιλογή - μτφρ.: Δημήτρης Χουλιαράκης), εκδ. Το Ροδακιό, 2016, 48 σελ..  
 
Γουλιά-γουλιά ο ήλιος ρουφά τον ουρανό και τον εκμηδενίζει. / Το θήραμά μου τώρα παγιδεύω. Η ιαπωνική παράδοση των επιθανάτιων ποιημάτων είναι μακρύτατη και τιμημένη – ειδικά από βουδιστές ποιητές ή/και μοναχούς, που, λίγο πριν πεθάνουν, αφήνουν μιαν ολιγόλογη 'διαθήκη', ή 'συνοψίζουν' την ζωή τους, ή εκφράζουν την συγκεκριμένη στιγμή της επικείμενης αναχώρησης από τα εγκόσμια. Εδώ, ωστόσο, ο γνωστός και άξιος ποιητής και μεταφραστής επιλέγει και αποδίδει στην γλώσσα μας μιαν ιδιαίτερη υποκατηγορία του είδους αυτού: επιθανάτια ποιήματα Ιαπώνων καμικάζι του Β' Π.Π.. Το λογικό του αδερφού μου μες στο κορμί του φυλκακίστηκε. / Δε βγάζει άχνα. Είναι χειρότερο κι από θάνατο αυτό. // Σε λιμνούλα γαλατένια τα παιδιά του κολυμπούν. / Είδα στον ύπνο μου πως έγινα πουλί. 
 

~ Φιλίππ Ζακκοττέ, Το τετράδιο της χλόης (εισ. - μτφρ.: Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζου), εκδ. Άγρα, 2015, 96 σελ.. 
 
Ο Ελβετός Ζακκοττέ και ο Γάλλος Μποννφουά ενδεχομένως να αποτελούν τους δυο μείζονες εν ζωή γαλλόφωνους ποιητές. Μετά το Καπνός και κρύσταλλο – Ποιήματα 1946-1967 (μτφρ.: Θανάση Χατζόπουλου, εκδ. Τυπωθήτω, 2006), ένα δεύτερο βιβλίο του μεταφρασμένο στην γλώσσα μας, με πεζά και ποιήματα. Η φύση (και με την μεταφυσική της διάσταση) ενγένει κυριαρχεί στο έργο του· αυτό συμβαίνει κι εδώ, όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου. Μη γελιέστε: / δεν είμαι εγώ που χάραξα τις γραμμές αυτές / αλλά, τάδε μέρα, ένας λευκός ερωδιός ή μια βροχή, / τάδε άλλη, μία αγριόλευκα, / αν έστω για λίγο μία αγαπημένη σκιά τα φώτιζε. – Π.Ι.
 

~ Νίκος Καββαδίας, Πούσι, εκδ. Άγρα, 2015, 64 σελ.. 
 
Πασίγνωστος, φυσικά, και πολύ αγαπητός – και από τους ελάχιστους ποιητές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα των οποίων η χρήση παραδοσιακών μορφών (μέτρο και ομοιοκαταληξία) υπηρετεί οργανικά το ποιητικό σχέδιο. Εδώ, ανατυπώνεται φωτολιθογραφικά η γνωστή συλλογή του, από έκδοση του 1947: με τυπογραφικά στολίδια, αρχιγράμματα και εικόνες, καμωμένα από επτά άξιους χαράκτες (συμπεριλαμβανομένων του Μόραλη, του Βακαλό, του Μόσχου, και του Τάσσου). Ακόμα κι αν ξέρουμε (και ποιος δεν τα ξέρει) τα ποιήματα, η γειτνίασή τους με αυτές τις εικόνες αυξάνει απροσδόκητα πολύ την αναγνωστική μας απόλαυση (κι αυτό σπάνιο: η ευτυχής σύζευξη ποιημάτων και εικόνων). Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους / στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς. – Π.Ι.
 

~ Ανδρέας Λασκαράτος, Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά, μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία – Επαρχία Πάλης) – τους 1842 (εκδ. επιμ. - εισ. κείμενα - σημ.: Γιάννης Παπακώστας - Παντελής Μπουκάλας), εκδ. Άγρα, 2016, 224 σελ.. '
 
Εχασα τις ελπίδες μου / σαν το δεντρί τα φύλλα, / που το τινάζει ο άνεμος / και μένουνε τα ξύλα. Τον Κεφαλλονίτη ποιητή γνωρίζουμε κυρίως για τα σατιρικά του ποιήματα και ευφυέστατα αποφθέγματα. Στην έκδοση τούτη, όμως, ο Γιάννης Παπακώστας τον εταύτισε ως τον συλλέκτη δημοτικών τετράστιχων της πατρίδας του, όπως σώθηκαν σε χειρόγραφο. Ο Λασκαράτος, βέβαια, δεν καταγράφει μόνον, αλλά σχολιάζει κιόλας – κι αυτό, φυσικά, αυξάνει την γοητεία του βιβλίου. Π.χ., για το Ω γειτονιά περήφανη, / καινούργιο περιβόλι, / πόχεις μια γλυκολεμονιά / που την ποτίζουν όλοι, γράφει, μεταξύ των άλλων: Κρίνομεν εύλογον εις τα χοντροειδείς ιδέας να μην δίδομεν πολλάς αναπτύξεις. – Π.Ι.


~ Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Είναι, εκδ. ΦΡΜΚ, 2016, 64 σελ.. 
 
Για τους λάτρεις της ελληνικής οπτικής ποίησης –όπου η τυπογραφική εμφάνιση κάθε ποιήματος υπακούει σε συγκεκριμένο σχέδιο το οποίο συμπληρώνει την σημασία των λέξεων–, το δεύτερο αυτό βιβλίο του Κ.Π. είναι λίαν ευπρόσδεκτο. Αλλά και για όσους δεν ενδιαφέρονται ειδικά γι' αυτό το είδος ποίησης. (Υπ' αυτήν την έννοια, και ουχί προς ψόγον, δικαιούται να διερωτηθεί κανείς κατά πόσον είναι όντως κρίσιμη ή και χρήσιμη, για όλα τα ποιήματα εδώ, η συγκεκριμένη παρουσίαση και τα τυπογραφικά 'παίγνια'.) Η αφαίρεση και το καίριον του ύφους καταφέρνουν, ενγένει, τα ποιήματα αυτά –ενός είδους 'γύρος της φυλακής' του Είναι– να μη γλιστρούν ούτε στο μελό, ούτε στην κοινοτοπία. Σκοτάδι / μέσα στο / σκοτάδι / μα το προσεκτικό νερό κυλάει / πίσω στο ποτάμι / [] η σκιά του λύκου / μένει στο νερό / τα μάτια γυάλινα και στέκουν. – Π.Ι.
 

~ Ρωσικός Παρνασσός – Ανθολογία ρωσικής ποίησης (ανθολ., επιμ., μτφρ. από τα ρωσικά: Αλέξης Πάρνης), εκδ. Καστανιώτη, 416 σελ.. 
 
Ο μεταφραστής, λογοτέχνης κι ο ίδιος, ασχολείται με την ρωσσική ποίηση απο το 1950. Μας παρουσιάζει εδώ μιαν ενδιαφέρουσα και απολύτως προσωπική ανθολογία, έργων ποιητριών και ποιητών που έζησαν από τον 18 αι. έως και τον 21ο αι.. Τα ποιήματα είναι γραμμένα (και μεταφρασμένα) κυρίως σε παραδοσιακές μορφές. Δεν λείπουν οι μείζονες και γνώριμοί μας (Πούσκιν, Μαγιακόφσκι, Τσβετάεβα, Αχμάτοβα, Παστερνάκ, Γεφτουσένκο, κ.ά.), αλλά διαβάζουμε και ποιήματα λιγότερο γνωστών μας – αίφνης, του Αλ. Αλ. Λογκινοφ (γενν. 1948): Δε θέλει ο στίχος πίεση κι αγριάδα. / Το ζωνάρι δεν το θέλει στενό. / Πρέπει να 'χει σφρίγος κι αλαφράδα / και ν' αλλάζει μορφές σαν τον καπνό. Χρήσιμες και διαφωτιστικές, επίσης, οι 30 σελίδες βιογραφικών σημειωμάτων των 39 ποιητριών και ποιητών. – Π.Ι.



ΜΑΡΤΥΡΙΑ
 

~ Ξένια Καλογεροπούλου. Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκη, 2016, 376 σελ.. 
 
Η εξιστόρηση της παιδικής έως και νεανικής ζωής της ηθοποιού και πρωτεργάτιδος του σύγχρονου ελληνικού παιδικού θεάτρου με αξιώσεις, Ξ.Κ., πλέκεται με αναμνήσεις από την έναρξη και την πορεία της τριανταεπτάχρονης σχέσης της με τον σημαντικότατο πνευματικό άνθρωπο, κυρίως γνωστό ως κριτικό κινηματογράφου και μεταφραστή θεατρικών έργων, Κωστή Σκαλιόρα. Ύστερα, το γραπτό της συντρόφου του γίνεται τεκμήριο της άνθησης και της ωρίμανσής της στο πλάι του – αλλά και μετά τον θάνατό του, σαν συνέχιση, λες, της κοινής τους πορείας. Η μαρτυρία αυτή, με την επιδέξια εναλλαγή συναρπαστικά γλαφυρών, χαριτωμένων και οδυνηρών σκηνών, επισημαίνει διακριτικά, μεταξύ των άλλων, το ήθος που απαιτείται για την παραγωγή αξιόλογου πνευματικού έργου. Μ' αρέσει να θυμάμαι τις δυσκολίες που χρειάστηκε να ξεπεράσω. – Π.Ι.
 

~ Αντόν Τσέχωφ, Νήσος Σαχαλίνη (μτφρ.: Ελένη Κατσιώλη), εκδ. Λέμβος, 2015, 624 σελ.. 
 
Το 1890, αψηφώντας τον κίνδυνο να επιδεινωθεί η υγεία του, ο ήδη φυματικός ιατρός και λογοτέχνης αποφασίζει να καταγράψει τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης στο νησί αυτό του Ειρηνικού Ωκεανού, όπου, από το 1857, η τσαρική διοίκηση είχε εγκαταστήσει 'σωφρονιστική αποικία', τουτέστιν στρατόπεδα εργασίας για καταδίκους. Διασχίζει την Σιβηρία με κάρα και ποταμόπλοια, για να εκπονήσει όχι μόνον συστηματικό ρεπορτάζ, επιδημιολογική και κοινωνική μελέτη, αλλά και να κεντήσει το όλον με παρατηρήσεις που μόνον ο μέγας λογοτέχνης που ήδη ήταν θα μπορούσε να κάνει. Τον Σεπτέμβριο, έγραφε στον φίλο του Σουβόριν: Μια μέρα έπινα τσάι μες σ' ένα ορυχείο, όταν ο Μπαραντάβκιν, ο πρώην έμπορος της Αγ. Πετρούπολης που εκτίει εδώ ποινή για εμπρησμό, έβγαλε από την τσέπη του ένα κουταλάκι και μου το δώρισε. – Π.Ι.



ΔΟΚΙΜΙΟ
 

~ Φρεντερίκ Γκρο, Περπατώντας. Φιλοσοφία (μτφρ. από τα γαλλικά: Ρούλα Τσιτούρη), εκδ. Ποταμός, 2015, 296 σελ..  
 
Ένας ταοϊστής σοφός έλεγε: “Τα πόδια στο έδαφος καταλαμβάνουν πολύ λίγο χώρο· χάρη σ' όλον τον χώρο που δεν καταλαμβάνουν, είναι που μπορούμε να περπατάμε”. Δεν είναι μόνο ενδιαφέρον το ταίριασμα: μεγάλοι φιλόσοφοι και λογοτέχνες, που υπήρξαν συγχρόνως και δεινοί (ξακουστοί ή μη) περιπατητές – Νίτσε, Ρεμπώ, Καντ, Νερβάλ, κ.ά... Μα και η γοητεία του ύφους κατά την εξιστόρηση της σχέσης του βαδίσματος με την σκέψη και το έργο όσων 'ανθολογούνται' ως παραδείγματα – αλλά και στην εξομολόγηση και τον στοχασμό των πιο προσωπικών κεφαλαίων όπου μιλά απευθείας ο συγγραφέας. Περπατώντας, τίποτε δεν μετατοπίζεται αληθινά: μάλλον εγκαθίσταται αργά η παρουσία στο σώμα. Το αποτέλεσμα: απόλαυση αναγνωστική – διανοητική και αισθητική. – Π.Ι.
 

~ Νίκος Φωκάς, Η μοναξιά της ποίησης. Νεφέλη, 2015, 240 σελ..
 
Σπουδαίος ποιητής, έχει επίσης γράψει εξαιρετικά ενδιαφέροντα δοκίμια, 30 εκ των οποίων συγκεντρώθηκαν εδώ, με την φροντίδα του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Η μεγάλη αρετή του είναι η σαφήνεια και η απλότητα. Έτσι, ακόμη και αν διαφωνεί κανείς με κάποιες θέσεις του περί πολιτισμού (π.χ. για την “μεταφυσική ρίζα” του προβλήματος της παιδείας, ή την χαμένη “πνευματική αυτάρκεια” του ελληνισμού), η διαυγής διατύπωσή τους, διεγείρει τον γόνιμο –νοερό, έστω– διάλογο. Μα η μεγάλη αξία του δοκιμιακού του λόγου βρίσκεται, πιστεύω, σε όσα γράφει για την τέχνη της ποίησης (και της μετάφρασης). Ο αληθινός ποιητής αποβλέπει στο να κατακτήσει τον αναγνώστη, [] να τον κάνει ποιητή τον ίδιο και όχι να υφαρπάσει τρομοκρατικά τον θαυμασμό του. Ευχαριστίες στις εκδόσεις Νεφέλη – και παράκληση για ένα 'δεύτερο χέρι' διορθώσεων πριν από την ανατύπωση. – Π.Ι.



ΟΔΗΓΟΙ
 

~ Λαρς Σβένσσον, Κίλλιαν Μαλλαρνυ, Νταν Τσέττερστρομ. Τα Πουλιά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης (β' έκδ.) (μτφρ.: Κώστας Παπακωνσταντίνου), εκδ. Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 2015, 452 σελ..  
 
Με αντίστοιχης ποιότητας οδηγούς επί πολλά χρόνια εξαντλημένους, τούτος, με έγχρωμες ζωγραφικές απεικονίσεις όλων των πουλιών, ιδανικές για την αναγνώριση, έρχεται να καλύψει σημαντικότατο κενό. Μα δεν απευθύνεται μόνον στους ορνιθολόγους ή τους ερασιτέχνες παρατηρητές. Πρόκειται για θησαυρό πληροφοριών, που ενδιαφέρει ακόμη και τους κατοίκους των πόλεων: θα εκπλαγείτε όταν διαπιστώσετε πόσα είδη ήδη γνωρίζετε και τακτικώς συναντάτε, και θα χαρείτε να μάθετε όσα ονόματά τους σας διαφεύγουν, αλλά και κάτι παραπάνω γι' αυτά. Διαβάζεται δε και ως αυτόνομο απολαυστικό ανάγνωσμα. Ο Κότσυφας είναι μοναχικός [], προχωρά με γρήγορα άλματα ή κάνει μερικά βήματα, ξαφνικά μένει εντελώς ακίνητος για λίγο (κοιτώντας για σκουλήκια). [] Κελάηδημα γνωστό για τον γλυκό, μελωδικό τόνο, με καθαρό και δυνατό ήχο “φλάουτου” (σε μείζονα κλίμακα). – Π.Ι.


*

Οι θερινές αναγνωστικές μου προτάσεις στο "The Books' Journal" του Ιουλίου 2016. 

19.6.16

Ποίηση και εαυτός


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Και η ποίηση, όπως κάθε τέχνη –τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο τους τελευταίους αρκετούς αιώνες– έχει ως αφετηρία την αυτο-έκφραση. Μα για να φτάσει να αξιωθεί το όνομα της ποίησης (της τέχνης), θα πρέπει (και) κάτι άλλο να συμβεί: ακριβέστερα, θα πρέπει κάτι άλλο να κάνει το ίδιο το ποίημα (το έργο τέχνης), πέρα απ' το να εκφράζει έναν 'εαυτό'. (Τούτο προσπάθησα κάπως  να προσδιορίσω, εδώ.) Άρα, όσο και αν ο βίος της ποιήτριας αναποφεύκτως τρέφει το έργο (βίος, πέρα από τα 'βιώματα', είναι και η σκέψη, και ο στοχασμός για άλλα έργα, κ.ο.κ.), το άξιο του ονόματός του ποίημα πάντα υπερβαίνει την αυτοβιογράφηση και την εξομολόγηση. (Εξού και δεν θα έπρεπε, κατά την γνώμη μου, καν να συζητούνται ως ποιητικά, πλήθος κείμενα: σημερινά και στη γλώσσα μας, μα και αλλοτινά, και σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και συνθηματικά: συγκρίνετε την 'χρήση εαυτού' της δημοφιλέστατης ποιήτριας Ντίκινσον και του δημοφιλέστατου Μπουκόφσκι.)

Πώς τις υπερβαίνει; Είναι επαρκής απάντηση η “απεύθυνση”; (Απεύθυνση μπορεί να έχει και μια οποιαδήποτε εξομολόγηση.) Ή μήπως πρέπει, σχεδόν ταυτολογικά, να παραδεχθούμε ότι η μόνη δυνατή απάντηση είναι: “δια της τέχνης”; Χρησιμοποιώντας, δηλαδή, όλα εκείνα τα –π.χ. ασυνήθη στον τρέχοντα λόγο– μέσα που θα μεταμορφώσουν το κείμενο από απλή εκπορευόμενη έκφραση, σε ακτινοβολούσα αυτόνομη οντότητα. Όποτε τούτο συμβαίνει –όποτε, δηλαδή, όντως υφίσταται ποίημα–, το οιοδήποτε γραμματικό πρόσωπο (α', β', γ' – του ενικού ή του πληθυντικού, αδιάφορο) έχει αυτομάτως απωλέσει την συμβατική του διάσταση, και καταστεί προσωπείο του (δυνάμει) οικουμενικού (και εκ νέου απείρως εξατομικεύσιμου).

Τώρα, ας έρθουμε στο πιο δύσκολο ερώτημα: ο ποιητής, καθώς γράφει ένα ποίημα, 'συλλαμβάνει' και μας προσφέρει ένα κομμάτι του εαυτού του, ή (αντιθέτως, μα και ενδεχομένως συμπληρωματικά) διερευνά κάτι ώς τότε άγνωστό του, 'εφευρίσκοντας', κατά την διαδικασία της γραφής, αυτό που θα μας προσφέρει, και το οποίο, με το πέρας της διαδικασίας, θα έχει γίνει κομμάτι (και) του 'εαυτού' του;

Είτε την πανάρχαια πίστη στον 'οικείο δαίμονα' επικαλεστούμε, είτε την πιο πρόσφατη ψυχανάλυση, δεν μπορούμε παρά να δεχθούμε ότι ο 'εαυτός' απαρτίζεται και από άγνωστές μας περιοχές: κάποιες, δε, τόσο σκοτεινές, που συχνά μοιάζουν (ή, κατ' άλλους, είναι) εξωτερικές προς αυτόν. Άρα, κάτι που μοιάζει καινοφανές εύρημα, μπορεί να είναι απλώς προϋπάρχον κτήμα που αποκαλύφθηκε. Ωστόσο, οπωσδήποτε και η διερεύνηση με σκοπό την (γνωσιακή ή αισθητική) κατάκτηση των 'εκτός εαυτού' (“του κόσμου”) ανήκει στους τρόπους της τέχνης.

 

~

 

Ξαναδουλεμένα αποσπάσματα από την συμβολή μου στο 4ο σκέλος μιας "Συζήτησης για την ποίηση τώρα", που διεξήχθη την άνοιξη του 2016 στο τ. 7 του περιοδικού "ΦΡΜΚ" μεταξύ των επτά μελών της συντακτικής του ομάδας: Βασίλη Αμανατίδη, Ορφέα Απέργη, Φοίβης Γιαννίση, Κατερίνας Ηλιοπούλου, Παναγιώτη Ιωαννίδη, Γιάννας Μπούκοβα, και Θοδωρή Χιώτη. Έλαβε την ολοκληρωμένη και τελική μορφή της στο βιβλίο: Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018).

Η φωτ. μου είναι από το ΚΠΙΣΝ, Ιούνιος 2018.

προς αριστόδικον



















ΠΡΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΙΚΟΝ


Μετά την εξόρυξη, αν το μάρμαρο δεν πρόκειται να δουλευτεί αμέσως, το χώνουν πάλι μες στο χώμα: να μείνει δροσερό, να διατηρήσει τους χυμούς του.

~

Στα θεμέλια του σπιτιού όπου παραθερίζαμε τα παλιά χρόνια, είχε βρεθεί αρχαίος δρόμος, με ίχνη αμαξιού στον βράχο. Και, πλάι του, μια επιτύμβια στήλη. Στο πιο πάνω τετράγωνο, οι αρχαιολόγοι ούτε που διαμαρτύρονταν όταν χωνόμουν μες στα πόδια τους. Κι αφού εγκαταλείψαν την ανασκαφή, πήγαινα κι έκρυβα εκεί θησαυρούς μικρούς ανάμεσα στα αρχαία: έναν φακό, μια μπατταρία πλακέ, ένα κουτάκι σπίρτα, δυο αυτοκινητάκια. Για ώρα ανάγκης.

~


Γεννήθηκα απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Από παιδάκι, όποτε έμπαινα, έστριβα αριστερά και, με ανασηκωμένο το κεφάλι, γύρευα το μειδίαμα των Κούρων.

Αυτοί οι επιτύμβιοι ανδριάντες ήτανε χρέος στον νεκρό που το υπαγόρευε κάποια υψηλότερη τάξη πραγμάτων;

Πώς έδωσε μορφή η τέχνη σε τέτοιες επιθυμίες;

Σχεδόν ταυτόχρονα εμφανίστηκαν αγάλματα στα ιερά των θεών και στους τάφους. Το επιτύμβιο άγαλμα είναι και μορφή του αντικειμενικού χρέους προς τον νεκρό, και εκπλήρωση της πνευματικής ανάγκης των ζωντανών να έχουν μπροστά τους την εικόνα του.

Βγαίνοντας, έκανα τσουλήθρα στα επικλινή μάρμαρα, δεξιά κι αριστερά απ' τα φαρδιά σκαλοπάτια του προαύλιου. Τα μάρμαρα, βαθουλωμένα στη μέση, γλυμμένα από την χρήση, ήσαν σχεδόν απαλά – και πάντα ζεστά.

~



















Ο Αριστόδικος, ο τελευταίος Κούρος, δεν χαμογελά.

Τα μάτια του Αριστοδίκου ισκιώνουν –όχι μόνο κυριολεκτικά, από την πλαστική της κόχης τους– αλλά και μεταφορικά, σαν από τον ίσκιο της μνήμης.

Στο Μουσείο, τον συναντάμε όντως τελευταίο στην σειρά έκθεσης των Κούρων. Ο Χρήστος Καρούζος –Διευθυντής από το 1942 ώς το 1964, δεινός αρχαιολόγος, απαράμιλλος συγγραφέας, λάτρης της ποίησης– που τον αγάπησε και τον μελέτησε, υπολογίζει πως θα πέθανε στα 25 του χρόνια, περί το 500 π.Χ.. Σε πολύτιμο μάρμαρο της Πάρου –το ιδανικότερο για το πλάσιμο του σώματος– ζήτησαν οι δικοί του να λαξευτεί ολόγλυφη η μορφή του. Την έστησαν στον τάφο πλάι στον δρόμο –όπως συνηθιζόταν– έξω από τα κτήματά τους στα Μεσόγεια, στη θέση “Φοινικιά”. Μα είκοσι χρόνια αργότερα, πλάγιασαν και το άγαλμα πάνω από το θαμμένο σώμα, το σκέπασαν με χώμα. Να σώσουνε το σήμα του νεκρού από τους Πέρσες, που θα κατέκαιγαν όλη την Αττική, ώς και τον Παρθενώνα.

Άφθαρτο σχεδόν, προστατευμένο απ' την βροχή και από τον ήλιο, το μάρμαρο ξαναγύρισε στη γη.

Αναδύθηκε πάλι 25 αιώνες αργότερα.

Το 1944, ο κτηματίας στέλνει εργάτες να οργώσουν το χωράφι του. Το άροτρο βρίσκει στην πέτρα. Ξανά και ξανά. Πιάνουνε τσάπες να τη βγάλουν, ξεθάβουν σώμα ακέραιο.

Μόνο τα χέρια λείπουν. Και τα πόδια σπάζουν στα λεπτά σφυρά.

Θα ήτανε αχαριστία να παραπονεθούμε για τον βαθμό διατήρησής του. Μόνο τα χέρια λείπουν ολότελα. Από τις μικρότερες πληγές, η πιο ενοχλητική είναι η παραμόρφωση στα μάτια, στα χείλη
και στη μύτη πριν απ' όλα, που θα οφείλονται στο συχνό πέρασμα του αλετριού από πάνω τους.


Για χρόνια πέρναγε το αλέτρι
πάνω από το πρόσωπο

Ξανά και πάλι πέρναγε το αλέτρι
πάνω από το πρόσωπο


Φορτώνουνε το άγαλμα σε κάρο, το σκεπάζουν με άχυρα, το πάνε στο Μουσείο κρυφά. Στο άδειο Μουσείο: όλα τ' αγάλματα κοιμούνται ήδη θαμμένα μες στο χώμα, κάτω από τα δάπεδα των αιθουσών, απ' τις παραμονές της εισβολής των Γερμανών. (Εργασία πολύμηνη και μυστική· πρωτοστατεί η Σέμνη Καρούζου.)

Τα μνημεία που σώθηκαν είναι “παίδες της τύχης”.

~

Παλεύω ακόμα να δω
τι κράταγαν τα χέρια

Καρπούς
φιάλη τάσι
όπλο ή χαλινάρι

Ή τίποτα –
Παλάμες ανοικτές
γεμάτες ερχομό

Θα μπορούσαν να κρατούν
ζυγό
να τείνουν
τα δίκαια αντίθετα
Όμως λείπουν

Στην γη
απ' όπου βγήκαν
επέστρεψαν άπρακτα
Όπως το όρισε
η τάξη του χρόνου

Τώρα σε ίση απόσταση
σπασμένα
ισορροπούν



















~

Το άγαλμα δεν απλώνει τον κόσμο του προς τα έξω, αλλά έχει συμμαζέψει τις δυνάμεις του και σαν να συλλογιέται κάτι που αναδεύει μέσα του.

Ο Καρούζος, στην εργασία του για τον Αριστόδικο, περιλαμβάνει και μακρύ κατάλογο
αττικών γλυπτών της περιόδου 550-480 π.Χ.. Εκεί, δυο φορές μνημονεύει τον Ρίλκε:

540-530
...
Στήλη δυο αδερφιών Νέας Υόρκης και Βερολίνου – απαραγνώριστη φαίνεται η συγγένεια του κεφαλιού του κοριτσιού με το κεφάλι “
Rilke” του Λούβρου
...
Αντρικό κεφάλι Λούβρου 695 – που ίσως, κατά τον
Haussmann, να είναι αντικείμενο του σονέττου του Rilke Fruehe Apollo”


Όπως, καμμιά φορά, από κλαδιά γυμνά ακόμα,
κρυφοκοιτάζει μέσα ένα πρωί
έχοντας μπει στην άνοιξη για τα καλά:
έτσι στην κεφαλή του τίποτε δεν σταματά

την λάμψη των ποιημάτων όλων να μας χτυπά
σχεδόν θανατηφόρα· γιατί δεν είν' ακόμα
μες στο βλέμμα του σκιά κι οι κρόταφοί του
δροσεροί πολύ για δάφνες, ακόμ' αργεί

να υψωθεί ψηλόκορμος μεσ' απ' τα φρύδια
ο ροδώνας απ' όπου θ' αποσπώνται πέταλα, ένα ένα
ώς να σταθούν στο ρίγος του στόματος,

που σωπαίνει ακόμα, τρεμοπαίζει άθικτο
μονάχα κάτι πίνοντας με το χαμόγελό του
σάμπως να του σταλάζαν το άσμα του εντός του.


Πρόκειται για ποίημα που ο Ρίλκε έγραψε στο Παρίσι, στις 11 Ιουλίου του 1906. Παρότι έχει λήξει, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, με ρήξη των δύο ανδρών, η εννεάμηνη θητεία του ως γραμματέα του Ροντέν, τα Νέα Ποιήματά του –το Α' Βιβλίο (1907) των οποίων ανοίγει με αυτό ακριβώς το σονέτο– είναι γραμμένα υπό την επίρροια του μεγάλου γλύπτη, που σαν να του ξανάμαθε να κοιτάζει και να στοχάζεται. Τρία χρόνια νωρίτερα, προς το τέλος του δοκιμίου του, Ωγκύστ Ροντέν, ο Ρίλκε είχε γράψει για τα γλυπτά του: “μια σπουδαία χειρονομία μοιάζει να ζει και να εξαναγκάζει τον χώρο να συμμετέχει στην κίνησή της”.

~

Επάνω στη βάση υψώνεται η νεανική μορφή του Αριστοδίκου, λυγερή στη βαθύτερη σύλληψή της. Δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι στέκεται. Πιο κοντά πηγαίνομε σε τούτη την εικόνα του ανθρώπου που σαλεύει, λέγοντας ίσως πως κρατιέται. Ούτε μπορούμε να μιλάμε για κατάσταση όπου έφθασε, αλλά για δύναμη που βρίσκεται σε δράση.

~

Οι επιτύμβιοι ανδριάντες σταματούν, όσο βλέπομε σήμερα, λίγο μετά τα 500 π.Χ., για καμμιά 60αριά χρόνια. Η αρχαιολογική έρευνα έχει δεχτεί, ομόθυμα σχεδόν, την εικασία του Milchhoefer ότι ένας νόμος που ο Κικέρων λέει ότι βγήκε στην Αθήνα “κάμποσον καιρό” μετά τον Σόλωνα, κατά της πολυτέλειας των σημάτων, πρέπει να ανήκει σ' αυτά ακριβώς τα υστεροαρχαϊκά χρόνια, και πιθανότατα στον Κλεισθένη, όπως έχει υποθέσει ύστερα ο Hirschfeld. Ο Κικέρων είναι γνωστό πως έχει πηγή τον Δημήτριο τον Φαληρέα, κι αυτός πάλι ο vir eruditissimus, παίρνει πληροφορίες και υποδείγματα για τους δικούς του ριζικούς περιορισμούς των επιτυμβίων από τον Πλάτωνα και από την αρχαιότερη αττική νομοθεσία. Ελκυστική υπόθεση αλλά υπόθεση μόνο ότι ο νόμος αυτός είναι σύγχρονος και όχι άσχετος με τον περί οστρακισμού νόμον.

Παρολίγο δεν θα υπήρχα

~


Α Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ι' Κ Ο: το όνομα του νεκρού στη γενική, στη βάση του αγάλματος.

Το απλό όνομα ενός ανθρώπου είναι ισοδύναμο με την ανωνυμία.

Η βάση σώζεται, και το όνομα, και η πλίνθος του αγάλματος. Αλλά –πράγμα παράξενο, αναπάντεχο για τέτοιο έργο– επιτύμβιο επίγραμμα, πουθενά.


Φωνή
που δεν φτάνεις απ' την πέτρα
λέγε

Ποιανού πρόσωπο;
Το μακρινό το αγγίζει
όπως ο πόνος επιστρέφει
στον μαύρο κάτοχό του

Τα μάτια πλέον
δεν εναντιώνονται
στο ωραιότερο πράγμα
να αναβλύσει
απ' την απαρνημένη ζωή

Κάθε πρωί
ένα τραγούδι επιζεί
Από τα όνειρα

Εκείνου, ποιο να στάλαξε
μες στα μισανοιγμένα χείλη
και όρθιος, ακέραιος τώρα τραγουδά;

Κατώφλι των ασμάτων
στόμα
νεότητας που χάθηκε

Μουσική
πνοή των αγαλμάτων
σιωπή των εικόνων

Χώρε της καρδιάς
αίφνης τόσο μεγάλε














Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι θραύσμα έργου εν προόδω, ενταγμένο σε ειδικά συμφραζόμενα για την έκδοση NICE! Είναι δυνατή η επιστροφή;, επιμ.: Salon de Vortex (Γ. Γρηγοριάδης & Γ. Ισιδώρου), εκδ. Lo and behold, 2016. Στον ίδιο τόμο δημοσιεύτηκαν και τα τρία ζεύγη φωτογραφιών μου που, μαζί με την φωτογραφία μου του αγάλματος, συνοδεύουν το κείμενο εδώ. Με πλάγια στοιχεία, φράσεις από την μονογραφία του Χρ. Ι. Καρούζου, Αριστόδικος (1961). Η μετάφραση του ποιήματος του Ρίλκε είναι της Μαρίας Τοπάλη. Η απόδοση της φράσης του Ρίλκε από το δοκίμιό του, Ωγκύστ Ροντέν, έγινε μέσω της αγγλικής μετάφρασης των Τζέσσι Λεμόντ και Χανς Τράουζιλ (1919).