28.10.19

τριήμερο με ταινίες














Δεν μπορώ (και δεν θέλω) να πω τίποτε για το Παράσιτο του Bong Joon-ho - όπως είναι ο τίτλος του στα αγγλικά. Η συνάντηση με μερικά έργα τέχνης είναι εμπειρία ζωής, και αυτό μού συνέβη με τούτους τους φετινούς "Κλέφτες καταστημάτων", που είναι ωστόσο πιο μαύροι και συγχρόνως πιο τερατωδώς αστείοι, και ας επιδεικνύουν λίγο την σεναριακή και σκηνοθετική μαεστρία τους.

Το ντοκυμανταίρ Η εικόνα που παρέλειψες του Donal Foreman είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή και αντιπαράθεση πατέρα και γιου -κινηματογραφιστές αμφότεροι- με 'φόντο' τις 'ταραχές' της Β. Ιρλανδίας:  μορφικά άρτια, υπαινικτική και φτιαγμένη με μίγμα ευθύτητας και λεπτότητας.


Αλλά η παρεξήγηση και η περίπου περιφρόνηση της κριτικής (όση έπιασε το μάτι μου, έστω) για το Έργο χωρίς δημιουργό του Florian Henckel von Donnersmarck (ο πρωτότυπος τίτλος τού Μη χαμηλώνεις το βλέμμα, κουτσή απόδοση της αγγλικής μετάφρασης: Ποτέ μην αποστρέφεις το βλέμμα) μού φαίνονται ακατανόητες. Ναι, το έργο έχει πολλές πολύ -και δικαίως- συγκινητικές στιγμές, αλλά δεν είναι μελόδραμα. Είναι μια αριστοτεχνικά σύνθετη σπουδή στην τέχνη, την πολιτική, και την ιστορία - την ατομική ελευθερία, το πνεύμα, και τον ολοκληρωτισμό. Με σκηνοθετική άνεση, πολύ καλές ερμηνείες, χωρίς μορφικές πρωτοτυπίες - δεν στοχεύει εκεί: σαφώς επιθυμεί να είναι θελκτικό για το ευρύ κοινό (πού ο ψόγος;) Αλλά διαθέτει επίσης ουκ ολίγες διακριτικά ειρωνικές στιγμές - όπως οι δυο σκηνές που ανοίγουν και σχεδόν κλείνουν την ταινία. Στην πρώτη, ο φύλακας-ξεναγός της έκθεσης "Παρηκμασμένης τέχνης" επί ναζισμού, γίνεται ζοφερά κωμικός, όσο και ο ο δημοσιογράφος της Δυτικής Γερμανίας τρεις δεκαετίες αργότερα, που εκλαμβάνει ως "απρόσωπη" τέχνη (βλ. τον τίτλο της ταινίας) την πιο βαθειά και οδυνηρά προσωπική δημιουργία - που ωστόσο, για να λέμε του στραβού το δίκιο, το κρύβει επιμελώς, κι αυτό είναι μέρος της αξίας και της γοητείας της. Πέρα απ' όλα τ' άλλα, η ταινία μ' έκανε να ξανακοιτάξω τον Gerhard Richter - του οποίου η "φωτορεαλιστική" τεχνική 'εξηγείται' στο έργο με τρόπο εντελώς 'αντίθετο' απ' αυτό που επιφανειακά φαίνεται να ισχύει. (Το δε άρθρο της Dana Goodyear στον "New Yorker" για την σχέση του Ρίχτερ με την ταινία, είναι, πέρα από διαφωτιστικό, άκρως συναρπαστικό: https://www.newyorker.com/magazine/2019/01/21/an-artists-life-refracted-in-film)



5.10.19

Για τον Οδυσσέα Ελύτη


 

 

 

 

 

 

 

 

Διατρέχω πάλι το σύνολο του ποιητικού έργου του Οδυσσέα Ελύτη, διαβασμένου κάμποσες φορές μέσα στα χρόνια. Η νέα επανεπίσκεψη δεν ανατρέπει την σαφή μου προτίμηση σε τρία βιβλία ως σύνολα: Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό (1960), Το μονόγραμμα (1971), Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984). Μα αν είναι να κρατήσω ένα, διαλέγω, χωρίς δισταγμό, το τρίτο. Σε αυτό εξόχως, συναντώ τον Ελύτη ώριμο και γυμνό ποιητή: αυτές είναι οι δύο προϋποθέσεις για την δημιουργία μείζονος έργου, και όχι οι προθέσεις του, η πρόσληψή του, ή οι ιδεολογικές χρήσεις του. (Σπεύδω σε αυτή την επισήμανση για να προλάβω την πιθανή έκπληξη για τα τρία αυτά έργα, που επιπόλαια κάποιοι θα ονόμαζαν “ελάσσονα”.) Στο Ημερολόγιο, ο Ελύτης έχει απομακρυνθεί, αφενός, από “Αιγαία”, “ήλιους”, “μεταφυσικές του φωτός”, και άλλα σχήματα που έγιναν γραφικά και ήσαν εξαρχής περισσότερο ιδεολογήματα 'φορεμένα από πάνω', παρά ανακαλύψεις που συνέβαιναν δια, και εντός της ποίησης· περισσότερο προαποφασισμένες στάσεις, παρά θέσεις εξαγόμενες από το ποίημα. Είναι, δηλαδή, εδώ, ώριμος ποιητής, στην ακμή του. Αφετέρου, το ποιητικό εγώ (το “εγώ” που συναντάμε μέσα στο ποίημα) δεν προφητεύει πια ούτε θριαμβολογεί, δεν οικτίρει ούτε αυτο-οικτίρεται (κ.ο.κ.) με στόχο να δικαιώσει το συγγραφικό εγώ – δηλαδή ο ποιητής, έχοντας 'απεκδυθεί' το άτομό του, έχει μείνει 'γυμνός'. 

Έτσι, το Ημερολόγιο συγκεντρώνει, αρτιώνει και αναδεικνύει και τις τρεις κύριες αρετές που συναντάμε διάσπαρτες, αραιότερες, ή λιγότερο κατορθωμένες, σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Ελύτη. Την ασύλληπτης ελευθερίας εικονοπλασία (που, μεταξύ των άλλων, χώνεψε και 'εξημέρωσε' θαυμαστά στην ελληνική ποίηση τις κατακτήσεις του υπερρεαλισμού)· την ακρίβεια μιας γλώσσας που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί λέξεις οιασδήποτε προέλευσης (εδώ, χωρίς ακρότητες)· την ιδιοφυή χρήση της δομής στο ποιητικό έργο. Η δομή εδώ είναι εμπνευσμένα απλή: το ημερολόγιο ενός μηνός (συν μιας εβδομάδας από τον επόμενο), με ‘καταχωρήσεις’ σε πεζό ή στίχους, κάποτε παραπάνω από μία ανά ημέρα, και όχι κατ' ανάγκην κάθε μέρα. Έτσι, σε αντίθεση με το Άξιον εστί, φερειπείν, την Μαρία Νεφέλη, ή τον Μικρό ναυτίλο, η δομή δεν αποτελεί ανοίκεια κατασκευή· το σχέδιό της δεν προβάλλεται εις βάρος του περιεχομένου· και δεν φαίνονται οι 'ραφές'. (Φυσικά, ακόμα και μια “ανοίκεια κατασκευή” μπορεί να 'νομιμοποιηθεί', εφόσον καταφέρει να συνδέσει οργανικά, και όχι 'εξωτερικά', τα υλικά της, και εφόσον υπηρετηθεί από αυτά – πράγμα που δεν βρίσκω να συμβαίνει ολοκληρωτικά στα τρία μόλις αναφερθέντα έργα, τα οποία επιπλέουν υποφέρουν από τις αδυναμίες που  υπαινίχθηκα στο τέλος της προηγούμενης παραγράφου.)

Η εναρκτήρια φράση του βιβλίου δίνει και τον τόνο του: Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. Μοιάζει σαν σύνθεση ενυπνίων (συχνά εφιαλτικών ή πάντως ανησυχαστικών) και λογισμών θανάτου. Διαβάζουμε στην “Μ. Τετάρτη, 2”: Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει // Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός // Και τώρα μαύρος αιώνας. Επανέρχεται συχνά η μητρική μορφή: της νεκρής μητέρας, της Παναγίας, πιθανώς και της γης ως Μητέρας (μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα). Τα Πάθη και η Ανάσταση που ο μήνας περιέχει, ορίζουν όσα συμβαίνουν: η άνοιξη δεν είναι παρά χορός για, και προς τον Άδη (“Παρασκευή, 1 Μ”). Το χρώμα είναι, σπάνια για τον Ελύτη, 'μαύρο', ανυπόκριτα μα και χωρίς αυτολύπηση∙ το συνολικό αίσθημα είναι αποδοχής και κατάφασης του θανάτου, τόσο του προηγηθέντος, των αγαπημένων προσώπων, όσο και του επερχόμενου ατομικού: Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται / φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές.

Αν η ποίηση του Ελύτη έχει, παρά τις όποιες επιμέρους ενστάσεις, πολλά να (μου) προσφέρει, δυσκολεύομαι να πω το ίδιο και για την ποιητική του, δηλαδή τις διατυπωμένες απόψεις του για την ποίηση. Η εμμονή στην ‘φετιχοποίηση’ της ελληνικής γλώσσας, η “μεταφυσική του φωτός”, η αντιδιαστολή «πρισματικής» και «επίπεδης έκφρασης», τα παρεπόμενα και τα παρόμοια αυτών, μου προξενούν, ομολογώ, το λιγότερο, αμηχανία.

Ας είναι. Πέρα από την απόλαυση που μου προσφέρουν πολλά ποιήματά του, το παράδειγμα του Ελύτη με βοηθά με δύο, κυρίως τρόπους. Πρώτον, προτρέποντας σε μια δίχως φραγμούς τόλμη όσον αφορά την δημιουργία εικόνων, συγχρόνως αποδεικνύοντας τι λαμπρά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν από μια τέτοια ελευθερία (όταν ακολουθείται, προφανώς, από μαστορική επεξεργασία). Δεύτερον, με την μορφική του ευελιξία και διαρκή ανανέωση. Ως προς τούτο, δευτερεύουσα σημασία έχει αν (ως προείπα) το ποιητικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα ικανοποιητικό. Κατανοώ την σημασία του Άξιον εστί στην προσωπική πορεία του ποιητή, όσο σέβομαι και την αξία του έργου ως, όπως λένε στις θετικές επιστήμες, “πειράματος επίδειξης” για τις δυνατότητες κάποιων κατευθύνσεων· θαυμάζω επίσης το θάρρος του Ελύτη στο εγχείρημα 'συγχρονισμού' και 'παιγνίου' που είναι η Μαρία Νεφέλη. Ωστόσο, η οργανικότερη, σύμφυτη, δηλαδή, με το περιεχόμενο, σύνθεση του Μονογράμματος, ή, βεβαίως, του Ημερολογίου, είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν αυτά τα έργα –πέρα από προσωπικώς αγαπητά– ποιητικώς μείζονα, όσο και αν εξω-ποιητικώς αξιολογούνται ενίοτε ως λιγότερο 'μεγαλόπνοα'.

 

~

 

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα των "Προσώπων" (επιμ.: Δημήτρης Δουλγερίδης, "ΤΑ ΝΕΑ", 5-6 Οκτωβρίου 2019) "Οδυσσέας Ελύτης: ... χλωρός μες στη φωτιά", με αφορμή τα 40 χρόνια από την απονομή του βραβείου Νομπέλ στον Έλληνα ποιητή. Στο δωδεκασέλιδο αυτό αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι ποιητ/ρι/ες: Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Φοίβη Γιαννίση, Λένια Ζαφειροπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Δήμητρα Κωτούλα, Παυλίνα Μάρβιν, Στέργιος Μήτας, Γιάννα Μπούκοβα, Ολγα Παπακώστα, Θοδωρής Ρακόπουλκος, Μαρία Τοπάλη, και Μάριος Χατζηπροκοπίου.

Η φωτογραφία είναι του Ανδρέα Εμπειρίκου.


21.9.19

everything happens to me















... or "A rainy day in New York"

https://youtu.be/wlwMvzotsz0

Vintage Woody Allen (όπως, δυστυχώς, παρά την μεγάλη τρυφερότητα και το τρελλό χιούμορ του, δεν ήταν το "Once upon a time in Hollywood" του Quentin Tarantino). Διασταυρούμενες ερωτικές ιστορίες, ιστορίες ενηλικίωσης και συνειδητοποίησης, κλεισίματα ματιού (έτσι μου φάνηκε) προς πλήθος κατευθύνσεις (π.χ. "Eyes wide shut" του Stanley Kubrick - η 'μυητική' νύχτα που το ζευγάρι περνάει χώρια, "Call me by your name" - εδώ, η *μητέρα* -μια εκπληκτική Cherry Jones, άνετα η καλύτερη ηθοποιός της ταινίας που μάλλον, ασυνήθιστα, πάσχει σε αυτόν τον τομέα- τού Timothée Chalamet τού κάνει ενός είδους coming out), και, φυσικά, μπόλικες ανατροπές και σπινθηροβόλες, ξεκαρδιστικές ατάκες (η προαναφερθείσα μητέρα: "Let's not split pubic hairs!"). 

Και ο Σαλαμέ να τραγουδάει -στην κομβική σκηνή που θαυμάσια σχολίασε και ανέδειξε ο Elias Maglinis [https://www.kathimerini.gr/1042305/article/politismos/kinhmatografos/otan-ola-symvainoyn-se-dyo-erwteymenoys-an8rwpoys]- το τραγούδι των Tom Adair και Matt Dennis, "Everything happens to me". Πρώτος διδάξας, ο Frank Sinatra το 1941, με την Tommy Dorsey Orchestra. Αλλά διαλέγω την 'ωριμότερη' ερμηνεία του 16 χρόνια αργότερα, με το Hollywood String Quartet. Στο βίντεο -βλ. σύνδεσμο πιο πάνω- εμφανίζονται και οι εξαιρετικοί στίχοι (o επίσης μαγικός -τι άλλο- Chet Baker δυστυχώς 'τρώει' τους δύο πρώτους):

Black cats creep across my path until I'm almost mad
I must have roused the Devil's wrath 'cause all my luck is bad
I make a date for golf and you can bet your life it rains
I try to give a party but the guy upstairs complains
I guess I'll go through life just catchin' colds and missin' trains
Everything happens to me

I never miss a thing, I've had the measles and the mumps
And every time I play an ace, my partner always trumps
I guess I'm just a fool who never looks before he jumps
Everything happens to me

At first my heart thought you could break this jinx for me
That love would turn the trick to end despair

But now I just can't fool this head that thinks for me
So I've mortgaged all my castles in the air

I've telegraphed and phoned, sent an Air Mail Special, too
You answer was "Goodbye", there was even postage due
I fell in love just once and then it had to be with you
Everything happens to me

I've never drawn a sweepstake or a bank night at a show
I thought perhaps this time I'd won but Lady Luck said "No"
And though it breaks my heart I'm not surprised to see you go
Everything happens to me

17.8.19

Aπόλλων και Διόνυσος


 

 

 

 

 

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Παρά την –μετά τον Νίτσε– σχεδόν παγιωμένη αντίληψη αγεφύρωτης αντιπαλότητας των δύο θεών και των ιδιοτήτων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν, και παρά την επιλογή –την επιμονή– του Γάλλου συνθέτη Ραβέλ (μια γενιά μεγαλύτερου τού αποψινού Πουλένκ) ανηλεώς να καταδείξει την ασυμβατότητα βιολιού και πιάνου στην σονάτα του για τα δύο αυτά όργανα. όπως συχνά συμβαίνει, το χάσμα –κι αν ακόμα δεχθούμε πως υπάρχει– αποδεικνύεται λιγότερο αβυσσαλέο απ' όσο φαίνεται.

Ας λογαριάσουμε τις ομοιότητες: γυναίκες ακολούθους έχει ο Διόνυσος –μαινάδες–, γυναίκες κι ο Απόλλων: Μούσες. Και κατοικούνε σε αντικρυστά βουνά: στον Κιθαιρώνα και τον Ελικώνα (ή τον Παρνασσό). Σύμφωνα δε με κάποιες εκδοχές των μύθων, οι συγκλίσεις πληθαίνουν, κάποτε ώς τον συμφυρμό: στην Ανατολή γεννημένοι κι οι δυο· τρομερός ο Απόλλων, σαν παιδί ο Διόνυσος γελά.

Κρουστό το πιάνο, ναι – μα τα σφυράκια του χτυπούν χορδές. Και, σε επιδέξια χέρια, κελαρύζει σαν τον γλυκύτερο αυλό.

Και ποιοι καταλληλότεροι να αναδείξουν το συναρπαστικό κυνηγητό μεταξύ διαφωνίας και σύμπλευσης, από τους συνθέτες των παλαιότερων έργων του αποψινού προγράμματος; Διττές –τουλάχιστον– προσωπικότητες, κι οι τρεις. Στον Πουλένκ, έχει δικαίως κολλήσει ο προσφυής χαρακτηρισμός του Claude Rostand: “καλόγερος και αλήτης”. Ο Σουκ, ο αξιοσέβαστος Διευθυντής του Ωδείου της Πράγας ήταν –κατά τον Percy A. Scholes– και “ολίγον αγρότης”. Ο Άγγλος μοντερνιστής Μπρίττεν σεβόταν εξίσου κι εμπνεόταν από την μουσική παλαιότερων εποχών (της Αναγέννησης και του Μπαρόκ) και άλλων πολιτισμών (της Ιάβας ή της Ιαπωνίας, για παράδειγμα).

Τα έργα τους ανοίγουν, και τα τρία, με το οργανικό σύνολο να εμφανίζεται θριαμβικά, σαν θεός που επιφαίνεται. Μα, κατά την διάρκειά τους, η συνοδεία των πνευστών ή των εγχόρδων πότε θα περιβάλλει ένα 'πιάνο-Διόνυσο', και πότε έναν 'Απόλλωνα'. Τα ορμητικά, 'διονυσιακά', γρήγορα μέρη ισορροπούν με τα 'απολλώνια' αργά – που φτάνουν άλλοτε ώς την κατάνυξη (“Andante religioso” στο Κουιντέττο του Σουκ), και άλλοτε ξεδίνουν παίζοντας (το “Divertissement” του Πουλένκ, φόρος τιμής στα αντίστοιχα 'διασκεδαστικά' έργα του Μότσαρτ).

Κι αν αποδώσουμε την καλλιτεχνική έμπνευση στον Διόνυσο, είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε την επεξεργασία του έργου ως διαδικασία απολλώνια: ύστερα από την πρεμιέρα, ο Πουλένκ και ο Σουκ αναθεώρησαν τα έργα τους (ο Πουλένκ, μάλιστα, δις!). Ο δε Μπρίττεν απέσυρε εντελώς το δικό του, μετά από μόλις δύο εκτελέσεις, το 1939 – την ίδια χρονιά που ο Πουλένκ παρουσίαζε την δεύτερη αναθεώρηση του Σεξτέττου του. Στην αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή, εποχή μεγάλης αγωνίας: όχι βέβαια γιατί ο κόσμος προαισθανόταν τις φρικαλεότητες που θα διαπράττονταν, αλλά γιατί θυμόταν ακόμα την αγριότητα του Μεγάλου Πολέμου που μόλις προ 21 ετών είχε τελειώσει.

Ανάμεσα στους δυο θεούς, μες στην ταραχή και προς την συμφιλίωση, πάντα η μουσική. 

 

~

 

Αυτό είναι το κείμενο που προσεκλήθην να γράψω για το πρόγραμμα του 5ου Διεθνούς Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου (Λέσβος) με γενικό θέμα τον "Διάλογο", και συγκεκριμένα για την συναυλία της 17ης Αυγούστου 2019 στο Κάστρο του Μολύβου, με 'θέμα' "Διάλογος: Απόλλων και Διόνυσος" και με τις/τους εξής μουσικούς: Τίμοθυ Ρίνταουτ βιόλα, Άρτουρ Πιζάρρο πιάνο, Μάτβεϋ Ντέμιν φλάουτο, Κιόνγκ Χαμ όμποε, Ντάβιντ Ορλόφσκυ κλαρινέτο, Ρίε Κογιάμα φαγκότο, Κρίστιαν Κάτσενμπεργκερ κόρνο, Δανάη Ντέρκεν πιάνο, Κυβέλη Ντέρκεν πιάνο, Χανς-Κρίστιαν Κιος Σέρενσεν κρουστά, Φλοριάν Ντόντερερ βιολί, Φόλκερ Γιάκομπσεν βιόλα, Τάνια Τέτσλαφ βιολοντσέλο. 

Η βραδιά περιελάμβανε και την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση του έργου του Νίκου Χαριζάνου (γεν. 1969) Όψεις του αρχαϊκού διπόλου, για μικρό σύνολο, έργο 207, το οποίο, προφανώς, όταν έγραφα, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζω εξού και η απουσία σχετικής μνείας. Αντιθέτως, στο πρόγραμμα εντέλει δεν συμπεριελήφθη ο Νεαρός Απόλλων του Μπρίττεν: αντικαταστάθηκε από την Σονάτα για βιόλα και πιάνο σε ρε μείζονα, έργο 15, του Πάουλ Γιούον (1872–1940).

Μπορείτε να ακούσετε τα τρία έργα που αναφέρονται στο κείμενο, σε καλές εκτελέσεις διαθέσιμες στο YouTube, εδώ: https://youtube.com/playlist?list=PLtrUqGxsYMZ2NKs9RPaTjHvTF4RD6gDdH

Η εικόνα είναι από το έργο που συνόδευε το κείμενό μου στον κατάλογο: Αντωνάκης Χριστοδούλου, Objects from the poet’s room (2019), μεικτή πρακτική σε χαρτί, 70 x 50 εκ. το καθένα (ευγενική υποστήριξη: Γκαλερί Ελευθερία Τσέλιου, Αθήνα).

 

19.7.19

ίνγκερ κρίστενσεν: το πρώτο ποίημα




















Αν στέκω
μονάχο στο χιόνι
φανερό είναι
πως είμαι ρολόι

πώς αλλιώς η αιωνιότητα
το δρόμο της θα 'βρισκε

~

Πρωτοάκουσα -δεν πρωτοδιάβασα- ποιήματα της Δανής σπουδαίας ποιήτριας Inger Christensen, 'εμβόλιμα' στην εξαιρετική Δεσποινίδα Ζυλί του Στρίντμπεργκ που είχε σκηνοθετήσει η Βρετανίδα Katie Mitchell με την Schaubühne Berlin. Καταγοητεύθηκα, αλλά στάθηκε αδύνατον να βρω ποια ακριβώς ήσαν αυτά που ακούγονταν σ' εκείνη την παράσταση που είχαμε δει στο Φεστιβάλ Αθηνών επί Λούκου. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο ενθουσιασμός των φίλων ποιητριών Κατερίνας Ηλιοπούλου και Γιάννας Μπούκοβα, με έστρεψε για τα καλά στο έργο της.
Έκανα την πιο πάνω πρόχειρη απόδοσή του πρώτου ποιήματος του πρώτου βιβλίου της, "Φως" (1962), από την μετάφραση τής βραβευμένης Susanna Nied (New Directions, 2011), η οποία στην εισαγωγή της αναφέρει τον πίνακα του Marc Chagall ως έναυσμα του ποιήματος.

1.7.19

12 βιβλία για το καλοκαίρι 2019




















ΠΟΙΗΣΗ


~ Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ,
Με άλλο βλέμμα, εκδ. Καστανιώτη 2018, σελ. 29. 
 
 
Με άλλο βλέμμα ήρθε η στιγμή / να δω τη ζωή μου / [...] / Δεν απαντώ∙ στο λιόγερμα βυθίζομαι / και προσπαθώ. Η απόγνωση και η παραίτηση που σημάδευαν την Ανορεξία της ύπαρξης (2011) δίνουν σταδιακά την θέση τους σε μια καρτερική αποδοχή, που εκβάλλει μέχρι και στην γαλήνια χαρά. Είκοσι ποιήματα βαδίζουν πάλι ανάστροφα την απόσταση από την απώλεια και τον θάνατο ώς τον έρωτα και την κραταιά φύση: «Επίλογος αέρας» επιγράφεται το ποίημα που κλείνει το βιβλίο – και τελειώνει με τους στίχους: Αλλά υπάρχει ο αέρας. / Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός / τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά. / Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος / μιας ολόκληρης ζωής / που βέβαια στο γιατί ήρθε / ποτέ δεν απαντά. 

~ Ορφέας Απέργης, Η γλώσσα τους, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2019, σελ. 197.  
 
Πίσω από τις ρημαγμένες πόρτες το δίκιο / πίσω από τα θρεφτά κλάματα τη νιότη. Στο Υ (2011), με ήδη πεντακάθαρο τον προσωπικό του τρόπο, ο Ο.Α. ανέπλευσε την ιστορία και τους τρόπους της ελληνικής ποίησης και γλώσσας. Στο δεύτερο βιβλίο του, επιλέγει –διατηρώντας το πλάτος της ρήσης και το εύρος των αναφορών– μιαν Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου, πλαισιώνοντάς την με ‘αυτοβιογραφικά’ / οικογενειακά ποιήματα, και συντομότερους ποιητικούς στοχασμούς: περί (εθνικής και άλλης) ταυτότητας, γλώσσας, αισθημάτων, ηθικής στάσεως, κ.ά.. Έβγαζε φωνή το σκοτάδι / και μίλαγε // σα μέλος μουσικό / ενός συνολικού διαμελισμού. Για ό,τι όμως, κι αν μιλά, η τέχνη του μάς το δωρίζει ως βαθειά δικό μας – γιατί πάντα είναι βέρα ποίηση, και όχι για άλλο είδος του λόγου, μασκαρεμένο σε στίχους. Όταν αρχίζει και ξεχνάει / γεννιέται η ιστορία. – Π.Ι.

~ Αναστάσης Βιστωνίτης, Ποιήματα 1971-2008, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2018, σελ. 510. 
 
Πάνω στο βράχο / η μαύρη ακτίνα / κάρφωσε τη σαύρα. Κάθε συγκεντρωτική έκδοση, ειδικά αν έχουμε την σπάνια τύχη να αφορά ποιητή εν ζωή, μάς επιτρέπει να δούμε καλύτερα την διαδρομή του, να διακρίνουμε διακυμάνσεις, σχέσεις, επίμονα νήματα και σχήματα. Έρχεται ο άλλος χειμώνας / γεμάτος αγκάθια και ξερόχορτα / και το λάθος παιγμένο τραγούδι. Ο παρών τόμος περιλαμβάνει 13 συλλογές, συμπληρωμένες με την ενότητα «Ημερολόγια 1971-1982». Άνθη του κάκτου. / Το ασήμαντο / μιλάει στο φως. Φως και σκοτάδι, σώμα και ύλη, κυριαρχούν ως κυριολεξία και μεταφορά∙ το ελεγχόμενο μετα-εξπρεσσιονιστικό ύφος κυβερνάται από ποιητική στοχαστικότητα∙ μουσικότητα ζωογονεί την αλάνθαστα πλαστική γλώσσα. Έσβησαν στο ανάκτορο οι πυρσοί, / ένας φτερωτός μονόκερος / πέταξε κατάμαυρος μέσα από τη φωτιά του κήπου. 

~ Γιάννα Μπούκοβα, Drapetomania, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2018, σελ. 63.  
 
Από θρησκευτική άποψη η λεγόμενη πτώση μας / ήταν πιθανόν άρνηση ακινησίας. / Δεν είναι δηλαδή που φάγαμε το μήλο, / είναι που δεν γίναμε δέντρα. Άξιζε να περιμένουμε 13 χρόνια για το δεύτερο, ελληνικής έκδοσης, ποιητικό βιβλίο της Γ.Μ.. Μία λαμπρή γιορτή άφθονων ποιητικών εμπνεύσεων που ωστόσο αρμόζονται και αναπνέουν και ευφραίνουν (αντί, κατά το σύνηθες, να αυτοκατακρημνίζονται και να ‘μπουκώνουν’), κι ένα πανηγύρι γλωσσικής πρωτοτυπίας, δραστικότατου χιούμορ, και δαιμόνια ευρηματικής χρήσης επιστημονικών και άλλων (ψευδο)πραγματολογικών στοιχείων. Το βρώμικο του μαύρου είναι άσπρο. Αυτό το ξέρει κάθε νοικοκυρά. Προκύπτουν έτσι ποιήματα με το πιο αλάνθαστο χαρακτηριστικό επιτυχίας: μας αναγκάζουν να τα ξαναδιαβάσουμε αμέσως μόλις τα τελειώσαμε. Αν ακολουθήσεις τα μυρμήγκια / πάντα θα φτάσεις σε κάτι τρομακτικό. – Π.Ι.

~ Χρήστος Μπράβος, Βραχνός προφήτης – Ποιήματα & Κριτικά κείμενα – 1981-1987, επίμ.-βιβλιογρ.-εργογρ.: Χρήστος Δανιήλ, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2018, σελ. 185. 
 
Άνοιξη Κυριακής. Φωλιάζω στ’ / άσπρο κι ανασαίνω. Πίσω μου / τίποτα ούτε λουλούδι ούτε πουλί, / μπροστά μου άδειο. Κυλώ χωρίς τριβή. Στην σύντομη ζωή του (1948-1987), ο Χ.Μ. πρόλαβε να γράψει αδρά αλλά μειλίχια ποιήματα, κακοτράχαλα αλλά μουσικά. Στην πολύτιμη αυτή έκδοση, συγκεντρώνονται οι τρεις συλλογές, μαζί με τέσσερα κριτικά κείμενά του: αν και τρία αφορούν τον Σαχτούρη, είναι αξιοπρόσκετο πόσο (αντίθετα με πολλές σημερινές περιπτώσεις) η ποίηση τού Μ. δεν ‘σαχτουρίζει’∙ διδάσκεται δημιουργικά, αντλεί κι αυτή από το δημοτικό τραγούδι, και φτάνει σε κάτι προσωπικό κι αναγνωρίσιμο. Έπεφτε βράδυ / και το κόκκινο θροούσε. Η έκδοση συμπληρώνεται από επίμετρο, εργογραφία και βιβλιογραφία του επιμελητή – και με ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων, ευχόμαστε, στην β’ έκδοση.

~ Ρωξάνη Νικολάου, Ψαλιδιστής, εκδ. τεχνοδρόμιον, Λεμεσός 2018, σελ. 81. 
 
Ξένο φως, άλαλο καρφί στο σώμα / ο ορίζοντας σαρώνει τ’ όνομά μου. // Το παράθυρο σιγοτραγουδά // – Τι ωραίος ο φράχτης με τα σάπια φύλλα / τι όμορφα που κελαηδούν τ’ ανέστια πουλιά! Το ποίημα αυτό, με τον εξίσου εκπληκτικό τίτλο «Κυοφορούσαν χρόνια το σημερινό πρωινό», δίνει το στίγμα τού δεύτερου ποιητικού βιβλίου της Ρ.Ν., όπου αποστάζεται εργασία της δεκαετίας 2008-2018. Εκλάμψεις νομισμάτων φίλησαν τις ανεμώνες / φίλησαν τον κύκλο των κυπαρισσιών. Ασυνήθιστης πυκνότητας και αυτοελέγχου λυρισμός (ποιήματα που σπανίως ξεπερνούν την σελίδα), μα και λεπτή ειρωνεία, είναι τα γνωστά εργαλεία χειρισμού γνωστών θεμάτων (η αγάπη, η φύση, η μητέρα, η παιδική ηλικία, ο θάνατος) που φανερώνουν ωστόσο μιαν ευπρόσδεκτα διακριτή φωνή. Θυμάμαι το μακρύ σου σώμα πώς κατάπινε τους δρόμους. – Π.Ι.

~ Ιφιγένεια Ντούμη, Love me tender, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 98.  
 
«Ο λόγος που θέλω να γίνω αναγνωρίσιμη», λέει ένας τίτλος – και συνεχίζει ο πρώτος στίχος: είναι για να μπορούν να φλερτάρουν οι άνθρωποι / στα βιβλιοπωλεία εξαιτίας μου. Άλλη μία από τις ευτυχώς αυξανόμενες περιπτώσεις της ελληνικής ποίησης, όπου η επί δεκαετίες ‘επιβεβλημένη’ σοβαροφάνεια και ο αυτο-οικτιρμός έδωσαν επιτέλους, ξέπνοοι, την θέση τους στο σαρωτικό χιούμορ και την ακομπλεξάριστη ανάδειξη ‘ανάξιων’ στιγμών της καθημερινότητας και ‘μπανάλ’ αισθημάτων – ως εργαλεία ποιητικού στοχασμού: Το καλοκαίρι πέρασε κι οι άνθρωποι του νησιού δαγκώνουν την αμπούλα με την ανία που κρατούσαν τόσους μήνες μέσα στο στόμα τους. Προσθέστε σ’ αυτά έναν ερωτισμό που δεν ακκίζεται ούτε αυτοθαυμάζεται, αλλά παίζει ακαταπόνητος: Κουρνιασμένο ανάμεσα στα πόδια μου / το δώρο μου για σένα. / Το κρατούν ζεστό τα δάχτυλά μου, / του ψιθυρίζω τ’ όνομά σου κι ανασταίνεται.

~ Άκης Παραφέλας, παρασημαντική, εκδ. Θράκα, Λάρισα 2018, σελ. 57.  
 
Μες στου κινδύνου τους τριγμούς / στων αινιγμάτων τη συνείδηση να είμαστε η μόνη ίσως δυνατότητα ελάτε. Παρότι πληθαίνουν, ακόμα σπανίζουν τα βιβλία ποίησης που είναι αληθινά, αρχιτεκτονημένα, βιβλία, και όχι απλές ‘συλλογές’. Το να είναι τέτοιο ένα πρώτο βιβλίο (βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Ποίηση του περιοδικού «Αναγνώστης»), το καθιστά ακόμα πιο αξιοπρόσκετο. Ειδικά όταν είναι κατορθωμένο και το ύφος: τολμηρό και απαιτητικό – επίθετα επιλεγμένα όχι για να αποθαρρύνουν, παρά να ερεθίσουν. Οργανωμένο σε τρεις ενότητες και χρησιμοποιώντας ‘συμβολικά’ ‘πρόσωπα’ σαν την «Ειρήνη Ξένου», το βιβλίο του Ά.Π. ταλαντώνεται ανάμεσα στις εξωτερικές και κάποτε πολυπρόσωπες εικόνες και την εσωτερική, μοναχική, κοπιώδη διερεύνηση της αυτοσυνειδησίας, για να συστήσει τους όρους της συνομιλίας του «θραύσματος και της εγγύτητας». Εγώ ήθελα με τη φόρα που έχει ένα κλουβί όταν σπάει ν’ ακούσω τ’ όνομά της το οποίο συνέχεια μού διέφευγε. – Π.Ι.

~ Σαιν-Τζων Περς, Ακτοσημεία – περιλαμβάνει τα Πουλιά, μτφρ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2018, σελ. 226.  
 
Έξω, ο ουρανός από τ’ αλάτινά του βράγχια παίρνει αέρα. Η καλοκαιρινή βραδιά χτίζει τα πανιά της και πίσω καλεί τις φτερωτές της βάρκες. Στης μολόχας το κρασί βρίσκει καταλαγή η σελήνη. Όσο κι αν η αργόσυρτη και μεγαλοεπής ποίηση –σε πεζές παραγράφους– του Σ.-Τ.Π. (1887-1975) μπορεί σήμερα να φαντάζει ‘παλιομοδίτικη’, και μόνο για το ότι μαζί της ασχολήθηκαν και ο Παπατσώνης και ο Σεφέρης, μας αφορά. Μα και ανεξαρτήτως τούτων, τα ποικίλα θέλγητρά της, για τον υπομονετικό και απροκατάληπτο αναγνώστη, παραμένουν ενεργά: Πουλιά, γεννημένα από μια πρώτη διακύμανση με σκοπό τον μεγαλύτερο επιτονισμό... Η έκδοση συμπληρώνεται με την ομιλία τού ποιητή κατά την αποδοχή του Βραβείου Νομπέλ το 1960. Και ήδη το πρωί η Θάλασσα τελετουργική και καινούργια πάνω απ’ τα αετώματα του χαμογέλασε.

~ Νίκος Σταυρόπουλος, Έβδομος όροφος, εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2018, σελ. 66.  
 
Οι δείκτες του ρολογιού θερίζουν λεπτά / χωρίς να γίνονται στάχυα σε δεμάτια / να φανεί σαν πράγμα ο χρόνος / ένα αντικείμενο καλυμμένο από τα όριά του. Μετά την εκθαμβωτική Εξωγή δωματίου (2003), ο Ν.Σ. επανέρχεται με αρτιωμένη την προσωπική φωνή του. Φύλλα ανταλλάσσουν με τον ήλιο τη γοητεία της αλήθειας. Ρωτάς φως και μουσική, γη και ουρανό∙ σου απαντά η σκέψη της ποίησης. Κι όσο το βάρος που κουβαλάς μεγαλύτερο / τόσο αιφνίδια κι ελαφριά είναι η απάντηση. Ο Ν.Σ. δεν φοβάται το πέρασμα από την φύση στην μεταφυσική – γιατί δεν κηρύττει: την ποιητική σαγήνη του ακολουθούμε. Οι σταγόνες χτυπούν το τζάμι / σαν πετραδάκια φωτός / έχω ησυχάσει πια / δε νοιάζομαι / η ζωή είναι ανέπαφη απ’ το θάνατο / αν την αγγίξει δεν είναι ζωή.

~ Μαρία Τοπάλη, Μαζί τ’ ακούγαμε, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 73.  
 
Μετά την σφιχτοδεμένη, σχεδόν ανυπόφορη σε πυκνότητα και βάθος συγκίνησης, Βερμίου κατάβαση (2010), η Μ.Τ. ανοίγει και βεντάλια, και παλέττα. (Ξανα)δοκιμάζει μορφές, και (ξανα)παίζει σε διάφορους τόνους. Δεκατέσσερα λεπτοφυή «Εποχιακά Χάικου» ακολουθούνται από «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά», όπου η ιδιοφυής σάτιρα δεν καταφέρνει –ούτε επιθυμεί– να εκτοπίσει εντελώς το μάγεμα∙ η σάτιρα πικραίνει και ‘τρελλαίνεται’ στις «Λέξεις μου»∙ και το (υποψήφιο για το βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Αναγνώστης») βιβλίο κλείνει με «Το Βιβλίο Ιούλιος Βερν – μια παλιά οικογενειακή υπόθεση»: δεκασέλιδο ποίημα που συνεχίζει το γόνιμο παίδεμα της συνύφανσης βίου και τέχνης, προσωπικού και ιστορικού, που καλλιεργεί εδώ και χρόνια η Μ.Τ.. Αναπνοή που ταϊσμένη με σκιές / τσαλαβουτάς σε παύσεις / ψάχνοντας τη δροσιά σε όνειρα θ’ ανέβεις / να κυνηγήσεις τις ζεστές φωνές. / Πάντα, το παραμύθι είναι σεισμός / τα πιατικά του τρέμουν. 

~ Μάριος Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί Τροπικοί, εκδ. αντίποδες, Αθήνα 2019, σελ. 90. 
 
Άντρας αν ήσουν για κυρά, άγιος, στοιχειό, νεράιδα, / για μένα είσ’ ο Αντρειωμένος μου και σου χρωστώ τον κόσμο [1]. Ο Αλέξανδρος Πολίτης, διωγμένος απ’ το πατρικό του, έκλεψε τον φάκελλο με τα «Απόκρυφα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού» [1] που είχε συλλέξει ο Νικόλαος Πολίτης∙ στα ταξίδια του, αφενός τα διέδωσε σε αλλοεθνείς γηγενείς που τα ιδιοποιήθηκαν, αφετέρου οικειοποιήθηκε ξένες λέξεις για να υφάνει τα δικά του ποιήματα [2]∙ ο νεοελληνιστής Νικηφόρος Ερράντες προλογίζει και σχολιάζει∙ το ‘ζαμπέλιο’ επίμετρο υπογράφει ο ελληνο-βραζιλιάνος καθηγητής, εγγονός του Ν. Πολίτη. Αυτό το μεθυστικό παιχνίδι στήνει ο Μ.Χ. στο συναρπαστικό πρώτο του βιβλίο, ποιητικό επίτευγμα που εκλύει γνήσια συγκίνηση μαζί και διανοητική απόλαυση. Μαύρα κουρέλια των γιαγιάδων / μάλλινη ζέστα μες στο μεσημέρι / η μυρωδιά σας χράμι / και δροσιά [2].

24.3.19

σκιά











[spoiler alert :-)]
Όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες τού Ζανγκ Γιμού προσφέρονται για πολιτική -ή, το λιγότερο, για ηθική- ανάγνωση: είτε οι 'ρεαλιστικές' του, είτε οι πιο 'εικαστικές' του, είτε τα 'υπερθεάματα πολεμικών τεχνών'. (Και είναι στοιχειώδης ευθύνη των κινηματογραφικών κριτικών να μη ξεγελιούνται απ' την όψη - αλλ' άλλη συζήτηση αυτή, τώρα...) Έτσι και στην Σκιά, υποβαλλόμαστε σε διαρκή -έως το τέλος- αμφισβήτηση των χαρακτήρων. Αλλά κάποιες βασικές γραμμές είναι αρκούντως ευδιάκριτες, και με μεγάλη τέχνη παρουσιασμένες:










Την δύναμη της αδυναμίας -το στοιχείο γιν (yin): την βροχή, την 'απαλή', 'θηλυκή' προσέγγιση, την άμυνα, την ομπρέλλα αντί το δόρυ-ξίφος, την σκιά, εντέλει, αντί του φωτός- ως τεχνική της μάχης, θα διδάξει στην 'Σκιά' (τον σωσία) του Στρατηγού συζύγου της η Γυναίκα. Και αυτήν θα εφαρμόσουν μαζί του, μερικές εκατοντάδες κατάδικοι-παρίες (όπου εμφανώς κυριαρχούν 'θηλυπρεπείς' μορφές), για να νικήσουν, ως στρατιώτες του βασιλείου Πέι, το βασίλειο του Γιανγκ (yang: το αρσενικό, δυναμικό, επιθετικό - το συμπληρωματικό του γιν, εν συντομία). Όμως ούτε ο βασιλιάς τού Πέι, ούτε ο ίδιος ο Στρατηγός -που, μηχανορράφοι και διαβρωμένοι αμφότεροι από την εξουσία και την ισχύ, εντέλει θα συντριβούν- είναι απλοί χαρακτήρες - όπως δεν είναι και ο 'εκλεκτός' που θα φέρει και θα απολαύσει την νίκη: η "Σκιά" (που τον έχουν απαγάγει παιδί, εκπαιδεύσει σκληρά, χρησιμοποιήσει για να 'προστατευθεί' ο Στρατηγός, τού έχουν δολοφονήσει την μητέρα, κ.λπ.). Θα τους υποκαταστήσει μεν, αλλά μόνον όταν πια και η δική του διάβρωση θα έχει φτάσει στο κόκκαλο (κυριολεκτικά σχεδόν).
Και η Γυναίκα -η ταινία τελειώνει με το αρχικό της πλάνο-, πάλι αλαφιασμένη μάρτυς της νέας κατάστασης πραγμάτων θα γίνει.

21.3.19

λίμερικς στην ιωνίδειο




























"Μέρα της Ποίησης" σήμερα, καλεσμένοι, μαζί με την Μαρία Τοπάλη και τον Ορφέα Απέργη, από την Βασιλική Σαρμπάνη στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιά. Μιλήσαμε για

limericks, calligrammes, και ποιητικές παραλλαγές - και οι μαθήτριες και οι μαθητές του Γυμνασίου έγραψαν τα δικά τους limericks σε μικρές ομάδες!

Τέσσερα από τα αγαπημένα μου:

Ήταν ένας μάγειρας απ' τη Ρωσία
που μαγείρευε με πολλή φαντασία.
Του 'πεσε όμως το λάχανο,
και τα 'κανε όλα μπάχαλο,
αυτός ο μάγειρας απ' τη Ρωσία.

Ήταν ένας άντρας με μπλε μπλούζα
που πήγαινε σε μπαρ για ούζα.
Ταξίδεψε στην Ιαπωνία
όπου τον κυνηγούσε η μαφία,
η περιβόητη ιαπωνική Γιακούζα.

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα παγωτό.
Ήτανε αλλιώτικο από τ' άλλα
γιατί έπινε πολύ γάλα,
κι έτσι βυθίστηκε μες στο κενό.

Ήτανε ο Σπύρος απ' τη Σύρο.
Όταν κάποτε έριξαν τον κλήρο,
αυτός πέτυχε το δώρο
και μετακόμισε στον Πόρο,
αυτό το παιδί από τη Σύρο.

22.12.18

Το ποίημα παραμονεύει


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αναλογίζομαι πώς να αποκριθώ στην ερώτηση χωρίς να επαναλάβω όσα έχω πει στο πρόσφατο συλλογικό δοκιμιακό βιβλίο, Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα (εκδ. ΦΡΜΚ, 2018). Σπεύδει τότε η Τύχη –συχνά συμβαίνει– με την μορφή μιας είδησης απ' το ραδιόφωνο. Είναι η 100η επέτειος της λήξης του Α' Π.Π. και ο εκφωνητής του σύντομου δελτίου στο διαδικτυακό BBC Radio 3 ανακοινώνει ότι σήμερα θα ακουστεί ξανά, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του –λίγες μονάχα μέρες πριν να λήξει ο πόλεμος εκείνος– η στρατιωτική σάλπιγγα του Βρετανού ποιητή Wilfred Owen. Που άκουγε μουσική μες στου καθήκοντος την σιωπηρότητα, όπως λέει ένα από τα δυνατά –και σήμερα ακόμη– αντιπολεμικά ποιήματά του, γραμμένα για να στεγάσουν μα και να κατασιγάσουν τους λιμούς αισθημάτων και σκέψεων που ενέσκηψαν το 1914.

Πλάι στον τάφο του, στη βόρεια Γαλλία, θα ηχήσει, λέει, ξανά, η σάλπιγγα αυτή: στρατιώτης, την απέσπασε ως γερμανικό λάφυρο το 1917. Έγραψε τότε στον αδελφό του: Σε σκεφτόμουν καθώς απαγκίστρωνα την σάλπιγγα απ' τον εξοπλισμό κι έχοντας τότε ιδιαιτέρως ευγενή διάθεση, σκόπευα να σ' την χαρίσω κάποια μέρα. Όμως τώρα την παραγάπησα και αδύνατον να την αποχωριστώ!

Άραγε φύσηξε ποτέ ο ίδιος μες στο αντίπαλο μέταλλο; Καθάρισε το στόμιό του πριν; Με τι; Είχε μήπως πρωτύτερα και σάλπιγγα δική του; Την εγκατέλειψε τότε για χάρη αυτής του εχθρού του;

Οι απορίες συνωστίζονται – και ωθούν στην μνήμη μου μιαν εγκατάσταση στην Tate Britain τον κρύο Μάρτη του 2016. Στα Μουσικά Όργανα που ο Πόλεμος Κατέστρεψε, μες στην μακρόστενη Duveen Gallery με τους ψευδο-ιωνικούς κίονες, η Susan Philipsz είχε βάλει ν' ακουστούν, από ντουντούκες κρεμασμένες ψηλά, 14 ηχογραφήσεις βρετανικών και γερμανικών χάλκινων και ξύλινων πνευστών που είχαν υποστεί φθορές σε πόλεμο: από το 1815 στο Βατερλώ ώς το 1945 στο Βερολίνο. Έπαιζαν –όπως μπορούσαν πια– το “Τελευταίο Σιωπητήριο”. Μα η καλλιτέχνις είχε κατακερματίσει τα ηχογραφήματα – που, ούτως ή άλλως, συχνά δεν ήσαν παρά (με τα λόγια της) η ανάσα του μουσικού καθώς εκπνέει μες στο στραπατσαρισμένο όργανο.

Δημοσιογραφικά ευρήματα –για την εξόντωση ενός κήτους στο Αιγαίο· τους Αθηναίους του '50 που πήγαιναν τα κουστούμια τους στους ράφτες, να τους τα γυρίσουν μέσα-έξω· τον Νιώτη κτηνοτρόφο που μιλάει για τις γίδες του– με οδήγησαν σε ποιήματα στο παρελθόν. Τώρα, μια τυχαία είδηση ταίριαζε με μιαν έντονη ανάμνηση – κι οι δυο έσερναν πίσω τους πλήθος λεπτομέρειες, ποικίλων προελεύσεων.

Το ποίημα παραμονεύει.

*

Η συμβολή μου στο αφιέρωμα «Πού συναντάτε το ποιητικό εκτός της ποίησης;», κεντρικό θέμα στα "Πρόσωπα" των "Νέων", 22-23 Δεκεμβρίου2018, σε επιμέλεια του Δημήτρη Δουλγερίδη. Στο αφιέρωμα συμμετείχαν επίσης οι: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Γιάννα Μπούκοβα, Μαρία Τοπάλη, Αλέκος Λούντζης, Δήμητρα Κωτούλα, Λένια Ζαφειροπούλου, Παυλίνα Μάρβιν, Ορφέας Απέργης. Στην εικόνα, λεπτομέρεια από φωτ. του Κωνσταντίνου Πίττα, που κοσμούσε το εξώφυλλο του τεύχους 


11.12.18

βενετία 1988 / κωνσταντίνος πίττας






















Στέκονται τρεις στην αποβάθρα
Το βαπορέττο αργεί
Δεν είναι καιρός για γάντια

καμμιά δεν φορά πανωφόρι
Κι ένα καμπαναριό στο βάθος
φαίνεται λίγο
σαν να μην υπάρχει

~


Κρατώντας πλέον στα χέρια μου την β' έκδοση του εκπληκτικού φωτογραφικού βιβλίου του Κωνσταντίνου Πίττα, Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης (ένα προσωπικό αντίτυπο, και μερικά ακόμη για δώρα), θυμήθηκα την ποιητική σημείωση -γι' αυτή του την φωτογραφία- που είχα καταγράψει την μεθεπόμενη της επίσκεψής μου στην έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (13.xi.2016) - όπου είχα και την απρόσμενη τύχη να παρακολουθήσω την γλαφυρή μα σεμνότατη ξενάγησή του.

Σπάνια ματιά, πολύτιμο βιβλίο 
τέχνης και μαρτυρίας.

1.12.18

7 βιβλία για τις γιορτές 2018





















ΠΟΙΗΣΗ

~ Νίκος Γκάτσος,
Όλα τα τραγούδια, νέα, αναθεωρημένη έκδοση, επιμ.: Αγαθή Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 711.
 
Το πρόσωπό του σύννεφο / το πέρασμά του μπόρα / κι η ομορφιά του σύνορο / για της καρδιάς τη χώρα. Ευγνωμοσύνη οφείλουμε στην Α.Δ. που ετοίμασε και μας χαρίζει –19 χρόνια μετά την πρώτη– την οριστική έκδοση όλων των τραγουδιών του Γκάτσου. Εμπλουτισμένη, με –μεταξύ των άλλων– τις μεταφράσεις του από τον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα, περιέχει τραγούδια δισκογραφημένα και αδισκογράφητα, όσα χρησιμοποιήθηκαν σε ταινίες ή θεατρικά έργα, αλλά και παραλλαγές γνωστών τραγουδιών, κατατοπιστικές πληροφορίες και άλλα τεκμήρια. Κοντολογίς, ένας θησαυρός. Άγρυπνο κράτησες το βόλι / μα εγώ στης γης το περιβόλι / θα κρύβω τη λαβωματιά / ώσπου στο χώμα να γυρίσει / το πεύκο και το κυπαρίσσι / το δυοσμαρίνι κι η μυρτιά.

~ Dino Campana, Ορφικά Άσματα, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. και σημ.: Μαρία Φραγκούλη, εισ.: Γκαμπριέλ Κάτσο Μιγιέ, επίμ.: Σίλβιο Ραμάτ, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2017, σελ. 334.
 
Άκουσα τραγούδι άκουσα φωνή ποιητών / Στις κρήνες και οι σφίγγες στ’ αετώματα / Ευμενείς φάνηκαν να χαρίζουν ακόμη απλόχερα / Μια πρώτη λήθη στους σκυφτούς ανθρώπους. Το αινιγματικό αυτό βιβλίο, υβριδικό avant la lettre –καθώς συμπεριλαμβάνει, εκτός από ποιήματα, ποιητικά πεζά, σελίδες ‘ημερολογίου’ και ‘ταξιδιωτικές εντυπώσεις’– εκδόθηκε το 1914 στα ιταλικά. Ο συγγραφέας του (1885-1932), που μετανάστευσε για δύο έτη στην Αργεντινή, πέρασε επίσης ουκ ολίγα χρόνια της ζωής του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, και πέθανε έγκλειστος σε ένα απ’ αυτά, έγραψε ένα φαντασμαγορικό βιβλίο, αμείωτης γοητείας. Κοιτά μες στο αμερικάνικο / Καφέ-σαντάν: / Στο πιάνο που σφυροκοπά τρεις / Κόκκινες φλογίτσες άναψαν από μόνες τους.

~ Όλγα Παπακώστα, Μεταμορφώ[θ]εις, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 137.
 
Με γέννησε – την ξέρω / Ακόμη και στον άλλο κόσμο // Μόλις της πω πως έρχομαι / Θα ανοίξει φύλλο σαν δαντέλα. Δεύτερη ποιητική συλλογή τής Ό.Π., εξίσου πλούσια με την προηγούμενη (Όχι ακόμη Κάρμεν, 2013): πλούσια σε αριθμό ποιημάτων, σε (σκοτεινή) χάρη, (μαύρο αλλά και ροζ) χιούμορ, ευρυμάθεια, στοχασμό. Ήμουν ερωτευμένη / άρα πρόσφυγας. Περιέχοντας από ολιγόστιχα επιγράμματα έως και πολυσέλιδα ποιήματα, είναι μεταμοντέρνα με την καλύτερη έννοια: πολυ-συλλεκτική σε ύφος και τόνο – και όταν είναι ακομπλεξάριστα τερπνή, δεν είναι ρηχή. Αλλάζοντας προσωπεία, δεν παύει να μιλά για τα παίγνια και τα πάθη σώματος και ψυχής. Ένα λουλούδι που πετάς / σε τάφο ανοιχτό / πάντα βρίσκει τον στόχο.

~ Κωνσταντίνος Παπαχαράλαμπος, Τρία / Ανθρώπων Ιστορία, εκδ. Κουκουνάρι, Αθήνα 2018, σελ. 80.
 
Κουράστηκε. Βρήκε μια γωνιά. Τον έκρυβαν οι φοίνικες. Τα μικρά τροπικά πουλιά. Είδε. «Τρία», πιθανώς όπως (και) τρίτο βιβλίο τού Κ.Π.. «Ανθρώπων Ιστορία», παιγνιωδώς πομπώδης τίτλος για να στεγάσει οπτική ποίηση και πάλι, που παίζει ανάμεσα στο «εγώ» και το «εσύ», στον εαυτό και τις αντανακλάσεις του, στην χώρα του παραμυθιού και της κατοίκησης. Πάνω σ’ αυτό το γρασίδι σε φίλησα και δε θέλω να κοιμηθώ καθόλου απόψε – κι ας έχω τόσες ώρες μπροστά μου να βλέπω αυτό το καθόλου φως που δε θα προλάβει τίποτε να μη στεγνώσει. Σε επτά ενότητες (με τίτλους στα αγγλικά): «Ποιος;», «Τι;», «Πότε;», «Πού;», «Γιατί;», «Να δείξεις τι; / Και λοιπόν;», «Τέλος / Τότε». Σε μέλλον δάπεδο κρυστάλλινο / μέλλον μακρινό στάζει το νερό.

~ Γιώργος Πρεβεδουράκης, Οδός Ρόδων, εκδ. Πανοπτικόν, Αθήνα 2018, σελ. 118.
 
Κι όμως κάτι λείπει / ένας κόκκος αλάτι, μια στάλα νερό, / η υποσχετική χίμαιρά μας, / κάτι πρέπει να λείπει από τους χάρτες μας / τα όργανα πλοήγησης όλο μας στέλνουν στο διάολο. Ο Γ.Π. εναλλάσσει βιβλία μάλλον περιορισμένης ποιητικής στόχευσης –με αποκλειστικώς ολιγόστιχα ποιήματα (το πρώτο και το τρίτο του)– με βιβλία ποιητικής φιλοδοξίας οπωσδήποτε αξιέπαινης και συχνά αξιοθαύμαστης (Κλέφτικο (2013), και το παρόν). Εδώ, ποιήματα που συχνότατα περιλαμβάνουν στους τίτλους τους ονόματα δρόμων, συνιστούν μια τοπιογραφία του συλλογικού παρόντος μας όπως το συλλαμβάνει ο ποιητής, και του προσωπικού ιστορικού ενός αφηγητή όπως το μυθοποιεί ο ποιητής. Η δαιδαλώδης αυτή ‘γειτονιά’ εκβάλλει σ’ έναν «Λαβύρινθο», επίκληση στον Βύρωνα Λεοντάρη, ποιητή που, όπως και άλλοι συνομήλικοί του, θαυμάζει ο Π., ευτυχώς χωρίς να μένει υπό την βαριά σκιά του.

~ Χρήστος Σιορίκης, Η πρώτη φορά, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 33.
 
Τα δέντρα πολύ ψηλά / Εσύ απλώς μεγαλύτερος / απ’ τον μικρό πύργο / Από τη στέγη / χρυσό νόμισμα / στέλνει όλο το φως / στα γένια σου. Δεν είναι μόνον η πρώτη εκδοτική φορά – αλλά και το ποιητικό βλέμμα τού Χ.Σ. που μοιάζει να συλλαμβάνει τον κόσμο σαν για ‘πρώτη φορά’. Φαινόταν το στόμα του μίμου / τόσο γελαστό // Είπες / «Τα δόντια / είναι ακούραστα στη χαρά». Χωρίς διόλου αυτό να σημαίνει ότι τα 21 ποιήματα του βιβλίου έχουν κάτι το ‘αφελές’ ή το ‘αθώο’, όσο κι αν κρύβουν την τέχνη τους – δηλαδή, την ποιητική μαστοριά τους. «Κλάψε» / του λέει η μάνα του / όπως λέει / «Καλά κάνεις» / στον ουρανό / που βροντά.

ΘΕΑΤΡΟ

~ Bernard-Marie Koltes, Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα (επανέκδ.) 2018, σελ. 112 συν 16 σελ. φωτογρ. ένθετο.
 
Μπροστά στο μυστήριο είναι πρέπον ν’ ανοίγεται κανείς και ν’ αποκαλύπτεται ολόκληρος προκειμένου να εξαναγκάσει το μυστήριο ν’ αποκαλυφθεί με τη σειρά του. Πρωτοτυπωμένη το 1990, και εξαντλημένη εδώ και υπερβολικά πολλά χρόνια, επανακυκλοφορεί –με πλουσιότατο επίμετρο απαρτιζόμενο από δέκα κείμενα– αυτή η ‘καντάτα για δύο φωνές’: του Ντήλερ και του Πελάτη που αλληλοπερικυκλώνονται μέσα στην νύχτα. Το αριστουργηματικό θεατρικό έργο τού Κολτές είναι σαν να γράφτηκε απ’ τον Ρακίνα στα τέλη του 20ου αιώνα: η πυκνότητα και η περιπλοκότητα των επιχειρημάτων συναγωνίζονται την μουσικότητα και την χορευτική κίνηση της γλώσσας. Οι αναμνήσεις είναι τα μυστικά όπλα που κρατά ένας άνθρωπος πάνω του όταν είναι αποστερημένος.