Θα προσπαθήσω να ερμηνέψω τα ανερμήνευτα,
να βάλω σε κατάταξη τ΄ακατάταχτα πράγματα,
αναμιγνύοντας στοιχεία της φύσης με στοιχεία,
που, ενώ ξέρω πως υπάρχουν, είναι όμως φανερό
πως δεν ανήκουν στη φύση, δεν είναι βαλμένα
στην εξουσία μας. Τώρα είναι καλοκαίρι. Βαρύ
κι επίμονο. Ιούλιος μήνας, τραβάμε γιά τον Αύγουστο,
Ιούλιο κι Αύγουστο καμπίσιο, στην Αττική.
Αβάσταγες τραβάνε οι μέρες, δημιουργώντας
την ερημιά μας. Και τέτοιες μέρες προετοιμάζουν
τις ανάλογες νύχτες. Οι νύχτες όμως, αποσπασμένους
απ' τις φριχτές μέριμνες καθώς βάλνονται
να μας τοποθετούν (όποτε το μπορέσουν), κερδίζουν
γιά μας, είτε από καλωσύνη τους, είτε τυφλά
έτσι, με το άπλωμα των άστρων τους, με τις φάσεις
του φεγγαριού, με τις σκιές που περιπλανιώνται,
κάποια εξαφάνιση της ερημιάς. Σιμώνουν
με τις μύτες των ποδιών, μη μας διαλύσουν
ό,τι άρχισε το διάστημα γύρα μας να συνθέτει,
και, συχνά, δεν είναι απίθανο, αρκετά πίσω τους,
αθόρυβα, αλλά διόλου φοβισμένα, να μπαίνει σ' ενέργεια
γιά μας, σε πίδακα ιριδένιο, το θαύμα. Τώρα λοιπόν,
στο τριπλό τούτο πλέγμα, τ' όνειρο, το θαύμα,
κι εμάς, παραδομένους στον κοσμογεννητή
τον ύπνο μας, γίνεται κάτι με τα μαγικά
της ξαφνικιάς αύρας, που, άγνωστο πώς, η νύχτα
την φυσάει και μας ανεμίζει, γίνεται κάτι,
που ασφαλώς δεν είναι στο χέρι της εξουσίας μας:
εκείνη δα την ακριβή στιγμή, σ' εκείνο το
πλασμένο από άγνωστη ουσία τοπίο,
ξαφνικά κι όλως διόλου απροετοίμαστα,
παραμερίζει στα κουφώματα το σκοτάδι αφήνοντας
εδώ κι εκεί τους ίσκιους του, κουρελιασμένα τόπια
σάβανα σκόρπια στα βήματά μας, μίτους Αριάδνης
που απατούνε, δεν οδηγούνε, δρόμοι θανάτων,
τις άγρυπνες ώρες, πριν από την αυγή, που ξεκινάει,
ακυβέρνητο φάντασμα, ο άνθρωπος, τρελός Αντιλάζαρος,
επιθυμώντας να μην ξαναϊδεί καινούργια μέρα
κι ό,τι είναι να γίνει, να γίνει πιά, τελειωτικά.
Αλλά γίνεται τούτο: με πρόθεση εναντία, όλο φως,
κι ορθάνοιχτη αγκαλιά τον ανταμώνουν οι καλόβολες
οι σκιές, οι συμπονετικές οι σκιές, με τη σοφή τους
τη μέθοδο, με τη μυθολογία των λουλουδιών τους,
με προβολές χρωμάτων, δένουν με τις κλωστές τους
τα μελλούμενα με ό,τι ωραίο κρύβουν οι μνήμες,
διαλέγουν ώρες και στιγμές που μπλέκονται:
χρονολογίες, και, με καμώματα ανεξιχνίαστα,
χωρίς να σβήνουν το παρόν, στρίβουν τη ροή του
γιά κει που πρέπει. Μας ξαναπάνε στον ανθοβολώνα,
στις πικροδάφνες. Χωρίς νάναι τα κλαριά τους
ξεραμένα, έχουνε πάρει τη σοβαρότητα της δίκαιας κρίσης,
σαν τα κατατρεγμένα γεγονότα του παρελθόντος,
πλάι σε σπινθήρα της φωτιάς, που περιορίζονται
διόλου ασφυχτικά στο ίδιο σχήμα. Τόσο μόνο
ασφυχτικά. Μιά ζωή, μιά πνοή, μιά δόξα.
Μόνο που ανθίζουν από δυό καταφάσεις.
Αυτό το ποίημα, οι Πικροδάφνες του Τάκη Παπατσώνη [1], με ξεμυάλισε καθώς εξέπνεε το 2009. Και δίπλα του σύντομα στάθηκε, παράδοξα μα ολωσδιόλου σωστά, αυτό το απόσπασμα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε [2]:
Όσο ζω, μου φαίνεται ολοένα και πιό απαραίτητο να αντέξω, να καταγράψω μέχρι τέλους όλα όσα υπαγορεύει το γεγονός της ύπαρξης μου - διότι μπορεί η μικρή εκείνη, η δυσδιάκριτη λέξη, μέσω της οποίας όλα όσα με κόπο μάθαμε και δεν κατανοήσαμε, μεταστρέφονται εντέλει προς ένα εξάισιο νόημα, να μην περιλαμβάνεται παρά στην τελευταία πρόταση.
Καλή χρονιά!
[1] απαντημένο στον β' τόμο της Ανθολογίας της Ελληνικής Ποίησης (20ος αιώνας), επιμ. & ανθολ. Κ. Παπαγεωργίου & Β. Χατζηβασιλείου, εκδ. Κότινος, 2009.
[2] Οδηγός του ποιητή γιά τη ζωή – Η σοφία του Ρίλκε, επιμ. Ούλριχ Μπερ, μτφρ. Αλεξάνδρα Νικολακοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2009.
[φωτ.: π.ι., xii.2009]