13.9.09
6.9.09
τ.ελευθεριάδης 'ληξιαρχείον'
Κι όλο ψάχνει γιά να βρει το πρόσωπο που από παιδί του λείπει / – τα ονειροπαρμένα και ως εκ τούτου αδίστακτα παιδιά. / Τότε ήταν απέραντο το καλοκαίρι. / Τι δροσερό νερό που ήτο η νεότης! Τώρα δεν είναι, δεν έχει πιά ποτήρια. /
Μα ποιά θάλασσα και ποιά θρανία; /
Κανείς δεν αποκρίνεται, από την χαίνουσα όμως πληγήν του τοίχου το εξωτερικόν σκότος, συμπαγές και απύθμενον, κατακλύζει τον κενόν χώρον και αναμιγνυόμενον με την ήδη βεβαρημένην ατμοσφαίραν του σπιτιού επικάθηται βαρύτερον επί των πενιχρών επίπλων, πάνω στο τραπέζι και στο κάθε τι, όπως η σκόνη του παζαριού πάνω στα κουρασμένα βλέφαρα του μεταφερομένου αυτόχειρος.
[κολλάζ από φράσεις του μικρού αλλ' εκτυφλωτικού αυτού βιβλίου - εκδ. στιγμή, 1986. φωτ.: π.ι., ix.2009]
5.9.09
καλοκαιρινά στιγμιότυπα
Οι φίλοι δεν μοιράζονται κάτι [...] -
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν, Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.
είναι πάντοτε ήδη μοιρασμένοι από την εμπειρία της φιλίας
[Τζ. Αγκάμπεν, Η φιλία]
Γ. & G., Αλ., S.
0. Στη στροφή του Φαλήρου γιά Πειραιά, αμέσως αν και ελάχιστη, η μυρωδιά της θάλασσας. Κάτι πολύ παλιό, δυνατό σαν προορισμός.
1. Πώς γίνεται, ενώ δεν ζεις χωρίς μουσική, να μην την έχεις ανάγκη στο μικρό σπίτι των φίλων; Λες και το γεμίζουν –έστω και εν τη απουσία τους– με συντροφιά.
2. Ένα μαυρισμένο παλικάρι με μούσι γράφει στο τετράδιό του, καθιστός στα βράχια μπρος στη θάλασσα. Αφού βγει απ’ το νερό η καλή του, κάθονται οκλαδόν αντικρυστά: εκείνος της χαϊδεύει το πρόσωπο, το σώμα, απαλά με το μολύβι του – ώσπου εκείνη δεν αντέχει άλλο: τον φιλά μ’ ανοιχτό στόμα.
3. Μικρό αρπακτικό ζυγιάζεται στο διάσελο: το παίρνει ο αέρας: ας αποφασίσει αυτός πού θα βρεθεί το επόμενό του θήραμα. Το χάνω από τα μάτια –μες στ’ αυτοκίνητο– αλλά σε λίγο ξαναβλέπω μπροστά μου τη σκιά του: στα βράχια, στην άσφαλτο – και ξαναχάνεται.
4. Ο ήλιος κρύβεται: έκπληξη από την έλευση της σκιάς (ακόμη και με κλειστά μάτια).
5. Τίποτε δεν εξυπακούεται: τα πάντα είναι ένα συνεχές δώρο. (Γι’ αυτό και –φερειπείν– η ανταλλαγή ευχαριστιών και γιά την μικρότερη χειρονομία –ένα ποτήρι νερό, μιά πόρτα που σ’ την κρατούν να περάσεις– δεν είναι ευγενής τυπικότητα, αλλ’ αναγνώριση προσφοράς.)
6. «Οι άνθρωποι μόνο σε άλλους ανθρώπους βρίσκουν την πιό υψηλή σημασία τους: ίσως να έφτασα στον εαυτό μου χάρη σ’ εκείνη τη φιλία» – ο Χούγκο φον Χόφμαννσταλ, γιά τον ήδη νεκρό φίλο του, Έμπερχαρτ φον Μπόντενχάουζεν.
7. [βλ. 1] Σύντομα όμως, ξανά η ανάγκη γιά μουσική, ακόμη και μες στην ησυχία. (Με την οικείωση αναδύεται πάλι μοναχική η σιωπή.)
8. Συντροφιές όπου δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους: ασύλληπτη η έλλειψη ενδιαφέροντος προς τα νέα –ή τα σιωπηρά– μέλη. Εναλλασσόμενοι μονόλογοι αντί γιά ανταλλαγή ερωταποκρίσεων. Διακριτικότητα ή αντικοινωνικότητα, βαρεμάρα, ναρκισσισμός;
9. στην φίλη
Μετά το απαίσιο κλαμπ
βρίσκεις μιά ανηφόρα στα δεξιά
Λύνεις την συρμάτινη πόρτα και την ξαναδένεις
παίρνεις τον χωματόδρομο μέχρι την κορφή:
ένα ερείπιο και μιά τσίγκινη στέρνα
(τα κατσίκια φεύγουν φοβισμένα)
– συνεχίζεις στην κορυφογραμμή
μέχρι να φανούν μιά παραλία δεξιά
και μιά αριστερά
Μετά από ένα τεράστιο λιθάρι
(τα κατσίκια τρέχουν όλο πιό μπροστά)
αρχινάς να κατεβαίνεις δεξιά
(δεν έχει μονοπάτι: όπως κυλά το νερό)
μέχρι να μπεις στην μικρή ξερή ρεματιά
που θα σε βγάλει στην ακτή
*
Κατηφορίζουμε την στεγνή κοίτη του μικρού χείμαρρου
–πλάσματα του νερού–
μέχρι να βγούμε στο γιαλό
(στο καλό νερό
το νερό γιά το σώμα)
Κάνω λίγη θάλασσα
και γιά σένα
διπλά κολυμπάω
– Τι κούραση, τι κούραση, να είσαι φίλος!
10. Μες στη νύχτα το θυμήθηκα: Το ψωμί! Δεν το τυλίξαμε με την πετσέτα και θα ξεραθεί.
11. Το κομμάτι της πλάτης –λίγο κάτω απ’ τα φτερά, αρκετά επάνω από την μέση: ίσως το σχήμα του να είναι ένα καρβέλι– που δεν μπορείς να πλύνεις, ούτε να του απλώσεις αντιηλιακό. (Μόνος σου.)
12. Τετράγωνος φεγγίτης ανοιχτός, το φύλλο στερεωμένο με στρογγυλό λιθάρι του γιαλού. Μιά κατακόρυφη λωρίδα ουρανού κι άσπρος τοίχος με πέτρες. Μία η ώρα. Zelenka: Agnus Dei.
[φωτ.: π.ι., viii.2009]
2.8.09
31.7.09
26.7.09
25.7.09
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)