31.7.09
26.7.09
25.7.09
24.7.09
22.7.09
αλεξάνδρα πλαστήρα
[μιά προσωπική επιλογή από τα τρία πιό πρόσφατα βιβλία της]
από Το φως που βλέπουμε τώρα [Στιγμή, 1986]:
Πιό σταθερή
...
θαύμα
τα κύματα
πνίγομαι
τέλεια
...
Δεύτερο χιόνι
Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα
σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο
La favorite
...
πλάσμα επιθυμητό κυνηγημένο
όταν χτυπάς το τζάμι μου
θέλω να πέσω από ένα φτερό
Ρομαντικό καλοκαίρι
Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες
μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία
μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε
ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι
Επιστροφή στην Ιταλία
...
ένα πανί
της έγνεφε να πάει
κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν
Dark red
Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες
με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα
...
Σκιά στο χρώμα
Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά
οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες
Λέστερ
...
ο κήπος πνίγεται
από τα βήματα
χωρίς παράπονο
κόβονται μόνα τους
τα τριαντάφυλλα
...
Σκιά στο στέμμα
Αν δεν υπάρχει
βασιλική οδός
στο χωρισμό
ας δύσει πιά
το καλοκαίρι
κι η πιρόγα
ας διαλυθεί
αθόρυβα
στο φως
Το μη μου άπτου
Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση
κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το
Ζεύγος
Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας χωρίσει
απ’ το θάνατο
καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το θάνατο
αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει
χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς
από το Νερό στο πρόσωπο [Άγρα, 1993]:
Σε λίγα χρόνια
Πηγαίνουμε τώρα
το ποίημα δεν έρχεται
να πιούμε το τσάι μας
κάτω απ’ τα δέντρα
τι ήσυχη μέρα αρκετοί έφυγαν
υπάρχει όμως ακόμα ζωή
στους τάφους στους γάμους μπουκέτα
μπισκότα γλυκά αν και λίγο παλιά
μου πάει νομίζω αυτό το φόρεμα
περισσότερο τώρα που έχουν σβήσει τα χρώματα
θα βγάλεις κι εσύ το καπέλο σου θα μιλήσουμε
αχ επιτέλους όπως το θέλαμε
ταπεινωμένοι
Νανούρισμα
Όταν σωπαίνουν τα παιδιά
η λάμπα αργά τη σκάλα ανεβαίνει
...
Χάρισμα
Άφησα το πλεχτό μου να κοιτάξω
στον ουρανό τα καλύτερα χρόνια
...
Στην αληθινή
Δροσερή
στο σκοτάδι
μιά άλλη
βγαίνει
γελώντας
όταν ανοίγει
την πόρτα
ο καλός
θάνατος
και λέει
κοντά στη φωτιά
παιδάκια μου ελάτε
στο καλό στο καλό
παλιό
κρύο
και το φθινόπωρο
θα κάνει
τα τζάμια χρυσά
κάτω από έναν ουρανό
τρελό γι’ αγάπη
Ανοιξιάτικα νερά
Και είμαι λυπημένη αγαπημένε μου
τιμωρημένη απ’ τη χαρά μου
πόσο γρήγορα βρέθηκα
έξω απ’ τους κήπους
που έκαιγαν δάδες
όλη τη νύχτα
πιστές σε μας
...
Συνάντηση
Κι αν προηγείται ο θόρυβος
όχι της σαύρας ούτε της βροχής
υπάρχει ένα παρελθόν
ο τόπος που αναπαυόνται
οι ζωντανοί
κοιμητήρι μικρό
τον άσπρο σου φράχτη
πλησιάζω
και το παρόν που μας χωρίζει
είναι παιδί ακόμα γιά να ξέρει
Οθόνια
Εσύ μιλούσες
ήταν δικό σου το σώμα
μόνο άλλο όνομα
είπες
τι να σημαίνει
η χρυσή ατμόσφαιρα
χρυσή από λευκό
πληγωμένη
η καθαρότητα
του βλέμματος
πέραν της βάτου τι
και τι η ψυχή μου
απέναντι
Σάββατο πρωί
Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα
σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα
πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια
Σταυρός
Στην κορυφή
το όνομα
μόνο
λευκή
η σελίδα
της γιορτής
ας αποθέσει
η σιωπή
το έσχατο άνθος
ν’ αναπαυθεί η ηχώ
Χαμηλή φωνή
...
όμως η ομορφιά που είδα
υπάρχει
ευτυχισμένους μας θυμάται
ο θεός
από το Τόπος γιά να ζεις [Άγρα, 1999]:
Κάτι μονάκριβο
...
*
Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα
Ζωή όπως το πάθος
Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό
Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα
Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι
Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά
Γιά ένα παιδί
Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή
Αγαπημένη
Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα
Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα
Αγαπημένος
Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου
...
Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά
Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε
Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος
*
Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε
*
Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη
Η γραμμή της ζωής
Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι
*
Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα
Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν
Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί
Μονοπάτι του τσαγιού
Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι
...
*
Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια
Δεν έχει κέντρο το ύψος
Με τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια
Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες
Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο
Το βιβλίο
...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι
...
[φωτ.: Π.Ι.]
από Το φως που βλέπουμε τώρα [Στιγμή, 1986]:
Πιό σταθερή
...
θαύμα
τα κύματα
πνίγομαι
τέλεια
...
Δεύτερο χιόνι
Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα
σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο
La favorite
...
πλάσμα επιθυμητό κυνηγημένο
όταν χτυπάς το τζάμι μου
θέλω να πέσω από ένα φτερό
Ρομαντικό καλοκαίρι
Η αλήθεια είναι πικρή
γιά τις φυτείες
μα οι αναμνήσεις
είναι ανώτερες
μιά άλλη ζωή
είναι μέσα μου
καμένη φτωχή
βαρσοβία
μου έλεγες πως είναι
πεθαμένη
μα να που έβρεξε
κι έγινε
ακόμα
πιό ρομαντικό
το καλοκαίρι
Επιστροφή στην Ιταλία
...
ένα πανί
της έγνεφε να πάει
κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν
Dark red
Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες
με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα
...
Σκιά στο χρώμα
Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά
οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες
Λέστερ
...
ο κήπος πνίγεται
από τα βήματα
χωρίς παράπονο
κόβονται μόνα τους
τα τριαντάφυλλα
...
Σκιά στο στέμμα
Αν δεν υπάρχει
βασιλική οδός
στο χωρισμό
ας δύσει πιά
το καλοκαίρι
κι η πιρόγα
ας διαλυθεί
αθόρυβα
στο φως
Το μη μου άπτου
Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση
κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το
Ζεύγος
Γλυκιές φροντίδες αλλά όχι παιδί
κανένα παιδί να μη μας χωρίσει
απ’ το θάνατο
καμιά βιασύνη
ούτε αύριο ούτε άνθος
ποτέ μιά καμπάνα
να μη μας χωρίσει απ’ το θάνατο
αργότερα όχι
ασφαλώς όχι τώρα
αν χτυπήσει ρολόι
θα έχουμε κιόλας φύγει
χωρίς να διαλέξουμε όχθη
στη μέση ακριβώς της δροσιάς
από το Νερό στο πρόσωπο [Άγρα, 1993]:
Σε λίγα χρόνια
Πηγαίνουμε τώρα
το ποίημα δεν έρχεται
να πιούμε το τσάι μας
κάτω απ’ τα δέντρα
τι ήσυχη μέρα αρκετοί έφυγαν
υπάρχει όμως ακόμα ζωή
στους τάφους στους γάμους μπουκέτα
μπισκότα γλυκά αν και λίγο παλιά
μου πάει νομίζω αυτό το φόρεμα
περισσότερο τώρα που έχουν σβήσει τα χρώματα
θα βγάλεις κι εσύ το καπέλο σου θα μιλήσουμε
αχ επιτέλους όπως το θέλαμε
ταπεινωμένοι
Νανούρισμα
Όταν σωπαίνουν τα παιδιά
η λάμπα αργά τη σκάλα ανεβαίνει
...
Χάρισμα
Άφησα το πλεχτό μου να κοιτάξω
στον ουρανό τα καλύτερα χρόνια
...
Στην αληθινή
Δροσερή
στο σκοτάδι
μιά άλλη
βγαίνει
γελώντας
όταν ανοίγει
την πόρτα
ο καλός
θάνατος
και λέει
κοντά στη φωτιά
παιδάκια μου ελάτε
στο καλό στο καλό
παλιό
κρύο
και το φθινόπωρο
θα κάνει
τα τζάμια χρυσά
κάτω από έναν ουρανό
τρελό γι’ αγάπη
Ανοιξιάτικα νερά
Και είμαι λυπημένη αγαπημένε μου
τιμωρημένη απ’ τη χαρά μου
πόσο γρήγορα βρέθηκα
έξω απ’ τους κήπους
που έκαιγαν δάδες
όλη τη νύχτα
πιστές σε μας
...
Συνάντηση
Κι αν προηγείται ο θόρυβος
όχι της σαύρας ούτε της βροχής
υπάρχει ένα παρελθόν
ο τόπος που αναπαυόνται
οι ζωντανοί
κοιμητήρι μικρό
τον άσπρο σου φράχτη
πλησιάζω
και το παρόν που μας χωρίζει
είναι παιδί ακόμα γιά να ξέρει
Οθόνια
Εσύ μιλούσες
ήταν δικό σου το σώμα
μόνο άλλο όνομα
είπες
τι να σημαίνει
η χρυσή ατμόσφαιρα
χρυσή από λευκό
πληγωμένη
η καθαρότητα
του βλέμματος
πέραν της βάτου τι
και τι η ψυχή μου
απέναντι
Σάββατο πρωί
Μέχρι την πόρτα
θυμόμουν
στον κήπο το ξέχασα
σκύβοντας
πάνω σου
ξέχασα
πως δόθηκαν σπλάχνα
και μέλη και πρόσωπο
γι’ αυτά τα λουλούδια
Σταυρός
Στην κορυφή
το όνομα
μόνο
λευκή
η σελίδα
της γιορτής
ας αποθέσει
η σιωπή
το έσχατο άνθος
ν’ αναπαυθεί η ηχώ
Χαμηλή φωνή
...
όμως η ομορφιά που είδα
υπάρχει
ευτυχισμένους μας θυμάται
ο θεός
από το Τόπος γιά να ζεις [Άγρα, 1999]:
Κάτι μονάκριβο
...
*
Χαιρέτησε την άγνωστη πλαγιά
που δεν θα γνωρίσεις σκέφτηκε
και πόσο σου λείπει
η ξαφνική χαρά της καταιγίδας
στη χαμηλή φωνή κάποιου
που ξέρει τον τόπο και δείχνει
την αστραπή σαν λουλούδι
περαστική στο προσκέφαλο
Ο κεραυνός πέφτει αλλού
κι έρχεται ο ύπνος
όπως ερχόταν η θάλασσα
Ζωή όπως το πάθος
Οι καλοί τρόποι κρύβουν τον πόνο μου
Πού είσαι άραγε
και πόσο θα κρατήσει αυτό
Θα έλεγα όχι πιά
μα λέω
όχι ακόμα
Και πάλι νυχτώνει
πάλι αγγίζουν τα κλαδιά
το φεγγάρι
Κι εγώ προσφέρω ευκάλυπτο
με ατάραχη όψη
Φθονώντας τα κλαδιά
Γιά ένα παιδί
Με την κοιλάδα σημάδι
κι όμως χάθηκε
ψηλότερα βρέθηκε
με τόσες κορφές γύρω του
Βούιζαν κάτω
οι βρύσες άνοιγαν
άφαντο δρόμο
Πίσω τον έστελναν τα βάτα
και τα πουλιά τον γελούσαν
που στάθηκε ψηλά
στη μέση πρώτη φορά
Από παντού φαινόταν
και δεν τον είδε ψυχή
Αγαπημένη
Σήκωσες τον βαρύ δυόσμο
ν’ ανασάνει το χώμα
και γιά ν’ ακούσεις
Μονάχα νερά ακούγονται
απ’ την καρδιά δεν έμεινε
ούτε φύλλο
ούτε λιθάρι απ’ τα βουνά
που περπάτησες
και ήπιες με τα χέρια
καμένα απ’ τον δρόμο
που βγάζει σε μένα
Χαρά του δειλινού
Αν τη θυμάσαι
ανάκοψε το ρεύμα
Αγαπημένος
Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου
...
Πίσω απ’ τα γαλάζια βουνά
Δώρο
ό,τι έγινε
Αυτό που υπήρξε με πόνο
και με πόνο γιατρεύτηκε
Τραβώντας το δίχτυ απ’ τα σπλάχνα
στον αφρό
ένας τόπος
*
Μόνος εδώ
αλλά όχι εντελώς
Εσύ που έλεγες
πως είναι καιρός
ν’ αλλάξουν τα πράγματα
χωρίς να βλέπεις
πως ήδη έφτανες
σ’ αυτό που υπήρξε
*
Μπες τώρα με γυμνά χέρια
αυτή είναι η τάξη γιά την αλλαγή
Νωπά πρόσωπα θα βγουν απ’ τα όνειρα
Δικό τους γέννημα το βαθύ άκουσμα
στις στοές η ανάσα καθαρός ήχος
Καθαρό χρυσάφι οι νεκροί
γιά ζωή σπάταλη
Η γραμμή της ζωής
Ώρα λοιπόν να χωρίσουν
τα φύλλα απ’ τα πέταλα
Τόση ευωδιά
μόνο στο τέλος τη νιώθεις
Μα ήταν και μέρες
πιό φλογερές από νύχτες
όπως αστράφτει το πρόσωπο
μοναχικό στον καθρέφτη
όποιος κι αν είσαι
*
Μέρες σαν κι αυτές
με τις βροντές της άνοιξης
Φοβέρες του έρωτα
και γέλια πνιγμένα στα γόνατα
Μπορεί να ήταν σημύδες –
είδες τόσα
μπορεί να ήταν
Κι αυτή η χαρά
στο χλομό πρόσωπο
είναι ακόμα σημάδι
από σπαθί
Μονοπάτι του τσαγιού
Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χάρη θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι
...
*
Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια
Δεν έχει κέντρο το ύψος
Με τα καρφιά του ήλιου στο μέτωπο
Μόνο ζωή – τι άλλο να θέλουν
τα χελιδόνια
Γιατί όχι κι εσύ
αναβλύζουν οι ώρες
στο προσκέφαλο μοίρες
Και στη στροφή
βρίσκει το πρόσωπο ταίρι τον ξένο
τον φανερό κόσμο
Το βιβλίο
...
μικρόσωμοι θάμνοι
τα άπειρα κρίνα
οι σαύρες σαν χάδι
...
[φωτ.: Π.Ι.]
14.7.09
13.7.09
11.7.09
[roland barthes, 1915-1980]
Το Magazine litteraire και πάλι, αφιέρωσε το τεύχος του Ιανουαρίου 2009 στον Μπαρτ – με την ευκαιρία της τότε επικείμενης δημοσίευσης του Ημερολογίου πένθους –330 δελτία αρχείου, γραμμένα μετά τον θάνατο της μητέρας του– και των Σημειωματαρίων ταξιδιού στην Κίνα – ταξιδιού που πραγματοποίησε το 1974 μαζί με τέσσερις Γάλλους διανοούμενους της φιλομαοϊκής τότε ομάδας του Tel Quel, ανάμεσά τους η Κρίστεβα και ο Philippe Sollers.
[Κάποιες από τις φράσεις του Μπ. που υπογράμμισα στο περιοδικό, προχειρότατα μεταφρασμένες:]
‘Πάντα διαισθάνομαι με οδυνηρό τρόπο πως συχνά γράφω γιά ν’ αγαπηθώ, ενίοτε από τον τάδε ή τον δείνα, και συγχρόνως γνωρίζω πως αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, πως ποτέ δεν μας αγαπούν γιά την γραφή μας.’ [από συνέντευξη του 1977 – έτος θανάτου της μητέρας του, και τρία χρόνια πριν πεθάνει ο ίδιος, στα 65 του.]
[Κατά το εναρκτήριο μάθημά του στο College de France τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς:] ‘Θα επιθυμούσα η ομιλία και η ακρόαση που θα πλεχθούν εδώ να είναι παρόμοιες με το πέρα δώθε ενός παιδιού που παίζει γύρω απ’ την μητέρα του, που απομακρύνεται απ’ αυτήν, κατόπιν επιστρέφει προς αυτήν γιά να της φέρει ένα βότσαλο, ένα μάλλινο ξέφτι, σχεδιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο γύρω από ένα ήρεμο κέντρο, ολόκληρο αλώνι παιγνίου, στο εσωτερικό του οποίου το βότσαλο, το μαλλί έχουν εντέλει σημασία μικρότερη από την πλήρη ζήλου δωρεά τους. [...] Πιστεύω ειλικρινά πως στην απαρχή μιάς διδασκαλίας σαν κι αυτής, πρέπει να δεχόμαστε να τοποθετούμε πάντα μιά φαντασίωση, που μπορεί να ποικίλλει από έτος σε έτος.’
‘η φωτογραφία του εκλιπόντος όντος έρχεται και μ’ αγγίζει σαν τις καθυστερημένες ακτίνες ενός άστρου.’ [από τον Φωτεινό θάλαμο]
‘Μόνος, σε στάση διαλογισμού, σκέφτομαι ήσυχα τον άλλον, ως είναι: αναστέλλω κάθε ερμηνεία, εισέρχομαι στην νύχτα του μη-νοήματος: η επιθυμία εξακολουθεί να πάλλεται (το σκοτάδι είναι διαυγές), μα δεν θέλω τίποτα ν’ αδράξω, είναι η Νύχτα του μη-κέρδους, του λεπτοφυούς, αόρατου ξοδέματος, estoy a oscuras: είμαι εκεί, καθισμένος απλά και ήρεμα στο μαύρο εσωτερικό της αγάπης.’ [Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου]
‘Πρέπει να καταφέρω (διά της αποφασιστικότητας ποιάς αφανούς κόπωσης;) να αφεθώ να πέσω κάπου εκτός της γλώσσας, εντός του αδρανούς, και, κατά κάποιον τρόπο, απλούστατα να καθήσω («Ήσυχα καθισμένος χωρίς να κάνω τίποτα, η άνοιξη φτάνει κι η χλόη μεγαλώνει μόνη της.»)’ [Άπαντα, Seuil 2002, τόμος V, σελ. 286-7: ο Μπ. αναφέρεται σ’ ένα ποίημα Ζεν.]
‘Η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας δεν είναι το μη κατονομάσιμο αλλά το άκρως αντίθετό του: το κατονομασμένο. Ο λογοτέχνης συνεπώς ουδόλως δεν οφείλει να ‘ξεριζώσει’ ένα ρήμα απ’ την σιωπή, καθώς λέγεται σε ευσεβείς λογοτεχνικές αγιογραφίες, αλλ’ αντιστρόφως, και με πόσο περισσότερη δυσκολία, περισσότερη σκληρότητα και λιγότερη δόξα, να αποσπάσει μιά δευτερεύουσα λέξη από την κολλώδη παγίδα των πρωτευουσών λέξεων που του προμηθεύει ο κόσμος, η ιστορία, η ύπαρξή του, εν ολίγοις το κατανοητό που υπάρχει πριν απ’ αυτόν, καθότι ο ίδιος έρχεται σ’ έναν κόσμο πλήρη γλώσσας, και δεν υπάρχει κανένα πραγματικό που να μην έχει ήδη ταξινομηθεί από τους ανθρώπους: η γέννηση δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η εύρεση αυτού του ήδη έτοιμου κώδικα και η υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτόν. Ακούμε συχνά να λέγεται πως η τέχνη έχει ως καθήκον να εκφράζει το ανέκφραστο: το αντίθετο πρέπει να λέμε (χωρίς ίχνος πρόθεσης παραδοξολογίας): πάσα φροντίδα της τέχνης να ανεκφράζει το εκφράσιμο.’ [Πρόλογος στα Κριτικά δοκίμια του 1963]
‘Αγνοώ τι σημαίνει –ανθίσταμαι στο– να κοιτώ αυτό που εκ προοιμίου παραδίδεται στο βλέμμα – αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω εξ απίνης. Θεωρία της έκπληξης (πβ. το συμβάν, το χάικου).’ [από τα Σημειωματάρια ταξιδιού στην Κίνα]
‘Μπορούμε να ισχυριστούμε πως αναπτύσσουμε την πολιτική συνείδηση χωρίς ν’ αναπτύσσουμε την ευφυία (τον στοχασμό) από την άλλη; Είναι δυνατή η οξύνοια στην πολιτική και ο παλιμπαιδισμός στα υπόλοιπα;’ [«]
‘Μόλις πεθάνει ένα πλάσμα, μανιασμένο χτίσιμο του μέλλοντος (αλλαγές επίπλων , κ.λπ.): μελλοντομανία’ [Ημερολόγιο πένθους]
‘- «Ποτέ πιά, ποτέ πιά!» - Κι ωστόσο, αντίφαση: αυτό το «ποτέ πιά» δεν είναι αιώνιο μιάς και θα πεθάνετε κι εσείς οι ίδιοι κάποια μέρα. Το «ποτέ πιά» είναι κουβέντα ενός αθάνατου.’ [«]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)