Πότε (δεν) βρίσκεται σε κρίση η ποίηση;
Η ποίηση συλλαμβάνεται εν μέσω βιωματικής κρίσης και γεννάται μέσα από την κρίση της γλωσσικής εκφοράς της. Η βιωματική κρίση πρέπει να διεξέλθει από την διάκριση της επεξεργασμένης μορφής γιά να ελευθερώσει λόγο. Έτσι, μια προσωπική κρίση είναι δυνατόν να ακολουθήσει αυτήν την πορεία –«από μέσα προς τα έξω»– γιά να εναρθρωθεί σε ποίηση. Αλλά πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι παρόμοιο γιά μιά συλλογική –εξαρχής «έξω»– κρίση; Και μπορεί η ίδια η ποίηση γόνιμα να στοχασθεί –χωρίς να ολισθήσει στην συχνά στείρα αυτοαναφορικότητα των ‘ποιημάτων ποιητικής’– γιά το αν η εκφορά της όντως συνιστά ομιλία κοινωνήσιμη, γιά το ποιός αλήθεια μιλά, και σε τι συνίσταται το υλικό της ομιλίας αυτής: η ποιητική γλώσσα;
Ο Γάλλος ποιητής Ρενέ Σαρ (René Char, 1907-1988) έχει ήδη διαμορφωμένη ποιητική φυσιογνωμία όταν, με την έναρξη του Β’Π.Π. το 1939, αποφασίζει να μην δημοσιεύσει τίποτε – και τηρεί την σιωπή αυτή, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ώς το 1945. Αφού πολεμήσει, εντάσσεται αμέσως στην Αντίσταση, την οποία και υπηρετεί με συνέπεια και θαυμαστή αποτελεσματικότητα, ως «λοχαγός Αλέξανδρος». Από το 1943 ώς το 1944, κρατά κάθε είδους σημειώσεις σε ένα τετράδιο. Μετά την απελευθέρωση, πριν το καταστρέψει, αντιγράφει απ’ αυτό ό,τι θα χρησιμοποιήσει ως πρώτη ύλη γιά ένα βιβλίο 237 εδαφίων, Τα φυλλάδια του Ύπνου (όπου «Ύπνος» ο μυθικός αδελφός του Θανάτου). Δημοσιεύεται το 1946 στην σειρά «Ελπίδα» που διηύθυνε στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ ο Καμύ, και σηματοδοτεί την πλήρη ωριμότητα του Σαρ. Τα θραύσματα που συνθέτουν το βιβλίο, κυμαίνονται από παραινέσεις στρατηγικής, περιγραφές αντιστασιακών ενεργειών, αποστροφές εις εαυτόν, αποφθέγματα ηθικής, πολιτικής, αισθητικής και ποιητικής, μέχρι υπαρξιακούς στοχασμούς και θραύσματα υψηλού λυρισμού – όλα διατυπωμένα όμως με μία, κοινή, γλώσσα. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει εδώ, είναι οι συναρμογές, οι διατυπώσεις που υπηρετούν εξίσου και συγχρόνως τον αισθητικό και τον πολιτικό λογισμό, την ποίηση και την υπαρξιακή αναζήτηση, κ.ο.κ..
Αρχίζοντας, αντίσταση και τέχνη: «1 – Όσο γίνεται, να διδάσκεις πώς να καθίσταται κανείς αποτελεσματικός, ως προς τον επιτεύξιμο στόχο αλλ’ όχι πέραν αυτού. Πέραν αυτού καπνός. Όπου καπνός, εκεί και αλλαγή.» Αντίσταση και υπαρξιακή αναζήτηση: «5 – Δεν ανήκουμε σε κανέναν παρά μόνον στο χρυσό σημείο του φαναριού εκείνου που δεν μας είναι γνωστό, ούτε προσβάσιμο, σε μας που μας κρατάει άγρυπνους το θάρρος και η σιωπή.» Φιλοσοφία, ή αίνιγμα; «86 – Οι αγνότερες σοδειές σπέρνονται σε έδαφος που δεν υπάρχει. Εξαλείφουν την ευγνωμοσύνη και δεν χρωστούν παρά στην άνοιξη.» Πολιτική, τέχνη: «111 – Το φως εκδιώχθηκε από τα μάτια μας. Είναι παραχωμένο κάπου μες στα κόκκαλά μας. Με την σειρά μας το εκδιώκουμε γιά να του επιστρέψουμε το στέμμα του.» Το εδάφιο 195 μοιάζει να δηλώνει την πρόθεση του ποιητή να καταστρέψει το αρχικό τετράδιο, και να το μεταπλάσει. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως ο λυρισμός πυκνώνει μετά το ορόσημο αυτό. Μιά υπαινικτική αναφορά σε δύο επιτυχείς αντιστασιακές επιχειρήσεις καταλήγει σ’ έναν λυρικό παροξυσμό: «203 – Έζησα σήμερα ένα λεπτό απόλυτης εξουσίας και απόλυτης ατρωσίας.΄Ημουν κυψέλη που έκανε φτερά γιά τις πηγές του ύψους μ’ όλο το μέλι της κι όλες τις μέλισσές της.» Ακόμα πιό πρόσφορο σε επάλληλες ερμηνείες είναι το τελικό εδάφιο: «237 – Μες στα ερέβη μας, δεν έχει τόπο γιά την Ομορφιά. Όλος ο τόπος είναι γιά την Ομορφιά.» Το «Ρόδο Δρυός», η εκτός αρίθμησης κατακλείδα, θα μπορούσε –εκτός των άλλων– να συνοψίζει την μεταμόρφωση της αντιστασιακής εμπειρίας σε ποιητικό λόγο: «Καθένα από τα γράμματα που συνθέτουν το όνομά σου, ω Ομορφιά, στον τιμητικό κατάλογο των μαρτυρίων, υιοθετεί την λειασμένη απλότητα του ηλίου, εγγράφεται στην γιγάντια φράση που φράζει τον ουρανό, και συνδέεται με τον άνθρωπο που λυσσά να ξεγελάσει το πεπρωμένο του με το αδάμαστο αντίθετό του: την ελπίδα.»
Είναι λοιπόν σαν η κρίσιμη συνθήκη της Αντίστασης –δηλαδή η καθημερινή γειτνίαση με την φρίκη και τον θάνατο– να δημιουργεί μία ποιητική θερμοκρασία τόσο υψηλή, ώστε το έξω, καθώς διέρχεται από το μέσα, να συντήκεται με αυτό: ως ένα σώμα πιά αναδύονται μαζί στην επιφάνεια του λόγου. Έτσι παρακάμπτεται κάθε κακόηχος διδακτισμός ή πολιτική θεωρητικολογία, παρόλο που και η φύση και η μορφή του έργου διακονούν –ποιητικά– τόσο την ηθική, όσο και την πολιτική. Φρονώ, συνεπώς, πως, μαζί με, και χάρη στο σπάνιο τάλαντο, είναι η ανυστερόβουλα βιωμένη ένταση της εξωτερικής κατάστασης που καταφέρνει να την μεταβολίσει σε αληθινή ποίηση, πέρα από ειδολογικά όρια.
Ο κατάτι νεότερος του Σαρ, Σκωτσέζος Γουίλλιαμ Σύντνυ Γκραίαμ (W[illiam]. S[ydney]. Graham, 1918-1986), εξακολουθεί να είναι ένα από τα καλά κρυμμένα μυστικά της μεταπολεμικής Βρετανικής ποίησης, παρά τον εξαρχής θαυμασμό των ομοτέχνων του, και το, μετά τον θάνατό του, αυξανόμενο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ξεκινά γράφοντας μ’ ένα ύφος ερμητικό –ας πούμε ως απόγονος του νεαρού Ώντεν– το οποίο ωστόσο σταδιακά απλοποιεί. Με αυξανόμενη ένταση όμως, τον απασχολούν τα αινίγματα της ποίησης: Ποιός μιλά; Από πού έρχεται η ομιλία αυτή; Μήπως αυτός που ακούει είναι ποιητής εξίσου; Ποιά η φύση και η ενέργεια της γλώσσας; Συχνά, οι ποιητικές του ‘απαντήσεις’ υποστηρίζουν πως η ποιητική λειτουργία είναι μία από τις εκφάνσεις της Φύσης: «Κι η αφήγηση φυτρώνει απ’ το γλυκό κρανίο / Διηγώντας το άνθος στον βολβό του.»[i] Στο βιβλίο τού 1977, Βοηθήματα στις θέσεις τους, γιά πρώτη φορά θα εμφανιστούν ολόκληρα ποιήματα που αποπειρώνται να διερευνήσουν το αίνιγμα. Στα «Πέντε μαθήματα του Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς», ο υπαρκτός αυτός δάσκαλος μουσικής του 18ου αιώνα εξηγεί σ’ έναν υποθετικό μαθητή του τι σημαίνει η παραγωγή ήχου μέσ’ απ’ το φλάουτο, και ποιά ευθύνη αυτή συνεπάγεται, τόσο προς τους ακροατές, όσο και προς την γενεσιουργό αιτία –θα τολμούσαμε να πούμε: την ιδέα– του ήχου: «Οφείλεις / Νά ’σαι πιστός σ’ αυτόν απ’ όπου μιλάς».
Ολοένα και περισσότερο έκτοτε, θα αναμετρηθεί κατά μέτωπο με το πρόβλημα της καταγωγής της ποιητικής ομιλίας: «Μόνο σαν φύγει ο νοικάρης / Το κοχύλι μιλά γιά το πέλαγο»[ii], της γλώσσας και της επικοινωνίας: «Γλώσσα, τρομερέ κυκλωτή / Των πάντων, ποιό το όφελος / Ν’ απομονώσω τις λιγοστές μου λέξεις / Σε σαφή σειρά να τις στείλω / Σε αποστολή αυτοκτονίας [...] Ποτέ δεν θα το μάθω.»[iii] Και απολύτως απερίφραστα στα «Πέντε στιχουργήματα που αρχίζουν με την λέξη γλώσσα», το πρώτο εκ των οποίων ξεκινά: «Γλώσσα τώρα με τσάκωσες.», ενώ στο τρίτο διαβάζουμε: «Γλώσσα είναι όταν ο ομιλητής αυτοκτονεί /» –νωρίτερα αυτοκτονούσαν οι λέξεις...– «Με μιά κίνηση εποικοινωνίας και ανακαλύπτει / Και τότε ακόμα πως δεν τον ακούν. Ή γλώσσα είναι / Αυτό που ακούν οι άνθρωποι όταν δεν τους μιλούν.» Τέλος, συχνά διερωτάται προς και γιά το κατά Τσέλαν «απευθύνσιμο Εσύ»: «Αν σ’ είχα συναντήσει περπατώντας νωρίτερα / Με το φως της ποίησης καλύτερο / Ίσως να ’χαμε μιλήσει και πει / Τα ονόματά μας ο ένας στον άλλον.»[iv] Και: «Ήθελες κάτι να πεις; / Πες μου το σχήμα όσο κι αν είναι αχνό / Και θα σου φτιάξω μιά σιωπή. // Τότε θα μπορείς μέσα της να πεις ό,τι / Θέλεις να σε ακούσεις να λες / Αποκομμένο με λέξεις από λέξεις άλλες.»[v]
Είναι, νομίζω, η απόφαση –ή η κλίση– του Γκραίαμ, τα αινίγματα της ποιητικής δημιουργίας, της ποιητικής επικοινωνίας, και του οργάνου τους, δηλαδή της ποιητικής γλώσσας, να τα αντιμετωπίσει με εξίσου αινιγματικούς όρους, που καθιστά το παρακινδυνευμένο αυτό εγχείρημα –το πολλάκις καταλήξαν σε τετριμμένες εξομολογήσεις– ευτυχές: δηλαδή ποιητικώς ενδιαφέρον.
Εν κατακλείδι, με τα παραδείγματα του Σαρ και του Γκραίαμ προσπάθησα να αναδείξω –επιγραμματικά, κατ’ ανάγκην– δύο επιτυχείς, κατά την γνώμη μου, απαντήσεις στα δύο αρχικά μου ερωτήματα. Ώστε να μου επιτρέπεται, ελπίζω, να ανάψω εντέλει το πυροτέχνημα του τίτλου: η ποίηση που είναι άξια του ονόματός της, ακριβώς επειδή βρίσκεται διαρκώς σε κρίση, δεν «περνάει κρίση» ποτέ.