Ζέφη Δαράκη,
Η σπηλιά με τα βεγγαλικά, εκδ. Νεφέλη,
2014, 85 σελ.
Ονειρεύτηκα
μια θάλασσα δίχως παρελθόν / μεγάλη
φιλήσυχη μουσική την περικύκλωνε.
Γεγονός χαρμόσυνο η έκδοση νέου
βιβλίου από την σημαντική ποιήτρια. Κι
ας το ορίζουν ο θάνατος κι ο πόνος, ωστόσο
χωρίς να το δυναστεύουν. Η λύπη / δεν
είναι πάντα μια άλλη πατρίδα / που
ξενιτεύει την ψυχή / Είναι ίσως / κι ένα
παλιό σκαρί ξαναβαμμένο στον ουρανό
του. Στη νύχτα και το όνειρο βρίσκεται
ακόμη χώρος για την ζωή (και ίσως και
την χαρά, αν ξανασυναντηθείς με την
παιδική ηλικία). Ασυμφιλίωτη στεκόμουν
κοιτούσα τον ίσκιο ενός φιλιού, / χεράκι
παιδιού που ανέβαινε στο πρόσωπό μου.
Η μνήμη συνεχώς ανασυνθέτει. Ποιο
πόμολο άκρας σιγής / ανοίγει αργά το
τελειωμένο; / Ποιο όνειρο φτύνει το
κουκούτσι του / [] Και όμως υπήρξαν τα
λόγια που μας καταφιλούσαν / Τα κλειδιά
των πιο συγκλονισμένων / αποκαλύψεων
γύρω απ' το κάλλος μιας στιγμιαίας
φωτιάς. Και
ο έρωτας κατισχύει.
Γιατί ήταν νερά που χυνόντουσαν / το ένα
μέσα στο άλλο τα σώματα ελευθερώνοντας
τον έρωτα / σαν παλιό καλπασμό.
~
Ανδρέας
Εμπειρίκος, 1934 – Προϊστορία ή καταγωγή
(εισ. - φιλ. επιμ.: Γ. Γιατρομανωλάκης),
εκδ. Άγρα, 2014, 185 σελ.
Λοιπόν δεν
τους φοβόμαστε καθόλου / Γιατί είμαστε
τα εργοστάσια της ζωής αφού είμαστε τα
εργοστάσια των ερώτων / Και στην αδιάκοπή
μας λειτουργία / Αυτό που κάνουμε είναι
τόσον άμεσο και συνεχές τόσο κατάλληλο
κι αστείρευτο.Το βιβλίο –το πρώτο
του Α.Ε.– ήταν έτοιμο το 1934: αυτός
ήταν και ο τίτλος του. Το ξανάσπρωξε,
όμως, στο συρτάρι, η Υψικάμινος του
1935 – και, στον πόλεμο, τα χειρόγραφα
χάθηκαν. Και τώρα γίναμε βαθείς σαν
τα πηγάδια / Όταν μια πέτρα μέσα τους
πέφτει σαν πεφταστέρι. Ξαναφάνηκαν
το 2006, κι εκδίδονται τώρα από τον Γ.Γ.,
συμπληρωμένα βάσει της απόπειρας
ανασυγκρότησης του χαμένου βιβλίου από
τον ίδιο τον ποιητή, το 1971-2, οπότε και
προσφυώς το ονόμασε Προϊστορία ή
καταγωγή. Παρά το (όχι πάντως ολοσχερώς)
διαφορετικό, προ-υπερρεαλιστικό ύφος,
κυριαρχεί και εδώ η γνωστή τριπλή πίστη
του ποιητή: στον έρωτα, στην κάθε είδους,
άνευ ορίων, ελευθερία, και στην κοινωνική
δικαιοσύνη. Δεν αγαπούν οι πεδιάδες
τα βουνά / Παρά όταν και μόνον / Στην
κορυφή τους δεσπόζη η χαρά / Του συνόλου
των ανθρώπων.
~
Κατερίνα
Ηλιοπούλου & Γιάννης Ισιδώρου, Gestus,
εκδ. [ΦΡΜΚ], 2014
Το
πρώτο κλειδί κάτω από την πέτρα / με
φύλακα ένα σκουλήκι και μια αμυδρή
αγωνία πριν το βρεις. / Μπαίνουμε στην
αρχαία αυλή με την ολόφρεσκη αναρχία
της. Βιβλίο-λεύκωμα
μιας ποιήτριας κι ενός εικαστικού
καλλιτέχνη: ποιήματα και ασπρόμαυρες
φωτογραφίες – από τις σπάνιες φορές
που λέξεις και εικόνες συνυπάρχουν
ισότιμα, και εξ αυτού αλληλοσυμπληρώνονται,
αντί απλώς να συνοδεύουν αμήχανα και,
συνήθως, περιττά, οι μεν τα δε (και
αντιστρόφως). Επιστροφή σ' έναν προγονικό
τόπο, εξερεύνηση του βυθισμένου
παρελθόντος και του κλειστού χώρου,
περιπλάνηση στο ανοιχτό τοπίο –Κυλιόμαστε
με το σώμα μέσα στο βουνό–,
παρά το δέος που αυτό προκαλεί – παρόν
αλλά κλειστό, / απρόσιτο σαν όνειρο.
Αναδίφηση του φυσικού αλλά και του
κτιστού, ζευγαρωμένη με την διερώτηση
για τον χρόνο. “Θέλεις,
σου λέω, να ξαπλώσουμε λίγο εδώ;” / “Ναι”,
λες (λες πάντα ναι), “μη στενοχωριέσαι
για το σπίτι, / κοιμήσου, να το ονειρευτείς.”
[Σημ. 2016: Πλέον, τα ποιήματα αυτά, βρίσκονται ενσωματωμένα στο βιβλίο της Κατερίνας Ηλιοπούλου, "Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα", εκδ. Μελάνι, 2015]
~
Νίκος Καρούζος, Οιδίπους
Τυραννούμενος και άλλα ποιήματα
(φιλ. επιμ.: Μ. Αρμυρα), εκδ. Ίκαρος, 2014,
429 σελ.
Έχουμε κάθε
λόγο να είμαστε μόνοι. / Της θάλασσας
μπλε και πράσινο / στα μάτια μας ακίνητο
/ και ανοιχτό παγώνι / [] Χαρά σ' εκείνον
που καθώς τ' αόρατο τριζόνι / δεν
καταδικάστηκε να πετύχει. Συμπληρωματικός
των Ποιημάτων Α' και Β', ο τόμος
αυτός συγκεντρώνει ποιήματα συλλογών
που δεν περιελήφθησαν εκεί, δημοσιευμένα
ποιήματα που εξαρχής έμειναν εκτός
συλλογών, καθώς και αδημοσίευτα ποιήματα
διαφόρων προελεύσεων. Δεν προορίζεται,
όμως, μόνος για τους 'φανατικούς',
completist, λάτρεις
του ποιητή, γιατί τα περιεχόμενά του
είναι πλούσια όχι μόνον αριθμητικώς.
Ύφος, ήθος, χιούμορ, γνώριμα θέματα
–ανάμεσά τους και η μεγάλη αγάπη για
την μουσική–, τα ξαναβρίσκουμε όλα εδώ.
Η χρυσή τομή του θανάτου
με παράλληλον άγγελο ψηλά / τα ρόδινα
παιχνίδια του πόνου / και το χλωρό κρύο
που βασανίζει την περιστερά / μες στη
γαλάζια ταραχή των πραγμάτων / η αρχαιότητα
του ερεθισμένου κρίνου / και η μεγάλη
πολυτέλεια σοφή πεταλούδα / που στάζει
απ' το τριανταφυλλάκι – / με πάνε στις
ολόλευκες απουσίες των άστρων.
~
Μαρία Κούρση, Μια μέρα,
Εκδοτική Αθηνών, 2014, 42 σελ.
Ήρθε
το νερό / Φεύγω μαζί του / (Πριν από χρόνια
θα έλεγα: / Μικρά κομμάτια μου βραχάκια
/ Ακουμπάει το κύμα / Τσακίζονται οι
βαρκούλες) / Τώρα φεύγω μαζί του γιατί
μου ανοίγει / ιπποτικά την πόρτα.
Ενδέκατο βιβλίο της ξεχωριστής αυτής
φωνής. Μια ανθρώπινη
πλάτη απομακρύνεται / και κακώς φαίνεται
ακόμη. Κάποιος που είχε
σπαταλήσει όλη του τη μουσική –
και ωστόσο ξενυχτάει
στον κόσμο που αλλάζει / και φρέσκος
ξυπνά. Μια μέρα (πρωί –
μεσημέρι – σούρουπο – νύχτα: Δεν
ήμουν εκεί / Σίγουρα όμως ήταν σούρουπο)
μοιρασμένη στα γράμματα –μείον έξι–
της αλφαβήτου. Η σκόνη
δεν φοβάται το νερό κι ας ξέρει.
Και σαν σχολιασμένη
ανάστροφα: επίλογος – διάλογος –
μονόλογος – πρόλογος.
Έγιναν όλα ήταν λίγα.
~
Λουκάς Κούσουλας, Εν
παραβολαίς, εκδ. Τυπωθήτω
– Λάλον ύδωρ, 2015, 70 σελ.
Όπως μας
ειδοποιεί ο ίδιος ο ποιητής, συγκέντρωσε
εδώ, σαν του αποκαλύφθηκε η ενότητά τους
– θησαυρίζοντας αιφνιδιασμούς–
ποιήματα γραμμένα κατά την περίοδο
1965-2008 και προηγουμένως περιληφθέντα σε
διάφορες συλλογές του. Δεκαπέντε ιστορίες
που μπορούν να διαβαστούν και ως παραβολές
(όπως κάποια ποιήματα των Ακριτικών
του Σικελιανού, για παράδειγμα) – εξού
και ο τίτλος του βιβλίου. Παραβολές για
τον φεύγοντα χρόνο και την εμμένουσα
μνήμη (του νου ή της φωτογραφίας), την
αλήθεια και το δίκιο, την άσβεστη επιθυμία
για τα πατρώα μέρη, τις ιδιοτροπίες της
φύσης και της τέχνης, τον ακαταμάχητο
–παρά την ματαίωσή του– έρωτα. Ώς τα
μεσάνυχτα, και περασμένα, σε ώρες /
τελείως ανύποπτες, λησμονημένες, μυστικοί
/ απόηχοι, ανεξιχνίαστες ανταύγειες,
κρυφές / εστίες ευεργετούσαν / την
πολιτεία. Οι ακατάπεστες ακόμα δυνάμεις
/ σηκωμένες απ' το ερωτικό πέρασμα.
Κατασταλάζοντας / σε μικρά κρύσταλλα.
Ο στενός, σφιχτός,
ρυθμικός στίχος του Λ.Κ. –μαζί με το
χιούμορ και την ιδιαίτερη ρητορική του
χάρη– κινεί και εμψυχώνει τις ιστορίες
συναρπαστικά, παρασύροντάς μας όπου
επιθυμεί να φτάσει. –
Π.Ι.
~
Μαρία Λαϊνά,
Σε τόπο ξερό [Ποιήματα 1970-2012],
εκδ. Πατάκη, 2015, 405 σελ.
Αν στον “χλοερό
τόπο” παύουν όλα, ίσως στον “ξερό” να
ζει η ποίηση. Σίγουρα, η στραγγισμένη
από συναισθηματισμούς, πυκνή, ποίηση
της Μ.Λ., μιας 'εκπροσώπου' της 'γενιάς
του 1970' που δικαίως (εξακολουθεί να) μας
ενδιαφέρει και ανεξάρτητα από τα
φιλολογικά αυτά συμφραζόμενα. Όλα
αυτά είναι της φαντασίας πράματα.
εδώ / δεν έχουμε παρά μια δυνατή και
καθαρή αιωνιότητα / που δεν κουράζει,
αλλά μερικές φορές πονούν τα μάτια σου.
Στον τόμο αυτόν, συγκεντρώνονται τα
οκτώ από τα εννέα, μέχρι σήμερα, ποιητικά
βιβλία της – δηλαδή όλα πλην του πρώτου,
Ενηλικίωση (1968). Σε αυτοτελή εκτεταμένα
ποιήματα (π.χ. Ο Κήπος – Όχι εγώ,
2005), σε ποιητικές συνθέσεις (π.χ. Επέκεινα,
1970, Δικό της, 1985), είτε σε συλλογές
ποιημάτων (π.χ. Σημεία Στίξεως, 1979,
Ρόδινος Φόβος, 1992), η αυστηρή κυριαρχία
της Μ.Λ. επί του υλικού της, οδηγεί σε
μορφές διακριτές, αλλά πάντα μεστές. Η
μουσική εισχωρεί στις ράχες της άμμου.
/ δυναμώνει κάτω από το ζεστό στρώμα.
~
Δημήτρης Λεοντζάκος, Τα σκυλιά
του Ακταίωνα, εκδ.
Νεφέλη, 2014, 65 σελ.
Ως
γνωστόν, ο κυνηγός Ακταίων, κατασκόπευσε
την Άρτεμη στο λουτρό της: αυτή έστρεψε
τα σκυλιά του εναντίον του, κι εκείνα
τον κατασπάραξαν. Όντως, η βία και τα
σύνεργά της –Πώς στρίβει μες στα
αίματα / στιλπνός σαν δύτης–,
το δάσος –Μια μέρα θα φυτρώσει
ένα δάσος / Άγριων παιδιών / Με το κεφάλι
στο χώμα και / Τα πόδια σαν δέντρα / Στον
ουρανό–, διάφορα
ζώα –Οι λαγοί που ονειρεύομαι /
Λιγάκι διαγώνιοι–,
ορίζουν εν πολλοίς τον κόσμο του τέταρτου
αυτού ποιητικού βιβλίου του Δ.Λ.. Το
σημαντικό, όμως είναι άλλο: ότι πρόκειται
για έναν πραγματικά ποιητικό
κόσμο: έναν κόσμο γλωσσικων συμβάντων.
Ο γλωσσικός και νοηματικός 'χορός', η
εύχαρις περιδίνηση, που χαρακτήριζαν
το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του Δ.Λ.
(Κινέζικα,
Νεφέλη, 2010) λειτουργούν και εδώ ως κύρια
εργαλεία δόμησης. Ένα
ελάφι ήρθε / Ξάπλωσε / - αστράγαλοι,
γόνατα, μηροί - / Απαλά στον ώμο μου / Σαν
πουλί / Ναι, είπα / Εγώ / Το νερό της νύχτας.
~
Αλέξανδρος Μάτσας, Άπαντα ποιήματα
(εισ. - επιμ.: Κ.Γ. Παπαγεωργίου), εκδ.
Παπαδόπουλος, 2015, 223 σελ.
Στέρνα της
νύκτας, με δροσιά και νάρκην / ανθισταμένη
στην χρυσή πολιορκία / της μέρας, και σε
μια τρυγόνα / που διαλαλεί το φως στα
κεραμίδια. / επιπλωμένη
με σύμβολα χαράς, / η κάμαρα κρατά τ'
ωραίο σώμα / αιχμάλωτο του ύπνου.
Ο Α.Μ. είναι μάλλον ο μεγάλος λησμονημένος
ποιητής της γενιάς του 1930, και ας παρέμεινε
εκδοτικά παρών μέχρι και την δεκαετία
του 1960. Χάρη στις εκδόσεις Παπαδόπουλος
και στον Κ.Γ. Παπαγεωργίου, τώρα διαθέτουμε,
τουλάχιστον, συγκεντρωμένα τα ποιήματά
του. Αδύνατον να αποσιωπηθεί, ωστόσο, η
απορία κι η οργή που προξενεί η απουσία
των στοιχειωδεστέρων προϋποθέσεων μιας
τέτοιας έκδοσης: λεπτομερή πίνακα
περιεχομένων, ευρετηρίου τίτλων και
πρώτων στίχων – ελλείψεις που επείγεται
να διορθωθούν στην επανέκδοση, απαραιτήτως
δε με ραμμένες, αντί για κολλητές, όπως
τώρα, σελίδες. Ας είναι – για την ώρα,
μπορούμε να απολαύσουμε και να μελετήσουμε
την ποίηση. Πέρασε μια γυναίκα που
διύλισε / ολόκληρο το θέρος σ' ένα τραύμα
/ πλούσιο σαν τις χρυσογάλακτες πληγές
/ των πεύκων.
~
Σαμσών Ρακάς, Αμπερλουδαχαμίν –
ένα εγχειρίδιο μοναξιάς,
εκδ. Υποκείμενο, 2015
Να ζω το
θρίαμβο που όλο αναβάλλεται / από το
διαφωτισμό στο φωταγωγό / να ζω την πτώση
που όλο αναβάλλεται.
Σπάνια η γκινσμπεργκικής πνοής ποίηση
έχει ευτυχήσει. Είδος δυσκολότατο, ο
μακρύς ποιητικός μονόλογος που βρίθει
από παρεκβάσεις, αναρωτάται, συστρέφεται
και συνεχίζει, σπαρμένος με λυρικές
αποστροφές, αλλά πρωτίστως δραματικός
και ρητορικός. Όταν μας συνεπαίρνει στο
μόλις δεύτερο βιβλίο (πρώτο εντός
εμπορίου) ενός ποιητή, έχουμε κάθε λόγο
να τεντώσουμε τ' αυτιά μας. Ο ποιητής
διηγείται την πρώτη, μαγική συνάντησή
του –στα παιδικά του χρόνια– με το
αγαπημένο υποκείμενο,
έκτοτε απωλεσθέν. Μετά από οδυνηρές
εφηβικές και νεανικές περιπέτειες, θα
το ξαναβρεί: είναι ο Διάβολος – τουτέστιν
η Τέχνη μεταμφιεσμένη. Το άγγιγμά
σου πώς να το διηγηθώ // σα να με άγγιζε
σωτήρια / μια παλάμη πλατανόφυλλο υγρό
/ όταν με έσερναν δουλέμποροι / μέσα στην
έρημο. Ακούγεται
επικίνδυνα κοινότοπο και τετριμμένο.
Αλλά, ως συνήθως, “τι αξίζει το γλυκό,
στο φάγωμα φαίνεται”. Το γευόμαστε
ευγνώμονες.
~
Εύα Στεφανή, Τα
μαλλιά του Φιν,
εκδ. Πόλις, 2014, 38 σελ.
Μου
πέσαν τα μαλλιά. Έχω μια βαριά κορώνα
στο κεφάλι μου. Βουτάω στη θάλασσα και
φτάνω στον πάτο. Αν
–σ' αυτό το πρώτο ποιητικό βιβλίο τής
σκηνοθέτιδας και θεωρητικού του
κινηματογράφου, Ε.Σ.– 'ακούγεται'
ενδεχομένως κάπως η φωνή του Ε.Χ. Γονατά
(τον οποίο η συγγραφέας είχε πολλαπλώς
και εις βάθος μελετήσει, για να φτιάξει
την γνωστή θαυμάσια κινηματογραφική
προσωπογραφία του), διόλου δεν πειράζει.
(Δεν είναι, εξάλλου, ο τρόπος του Ε.Χ.Γ.,
κάποιος κοινός λογοτεχνικός τόπος που
να μας έχει κουράσει – κάθε άλλο.)
Έβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε την ειδική
στολή της λίμνης που της δώσανε. Ένα
μακρύ νυχτικό με φτερά. Παντού μύριζε
ροδόνερο. Κατάπινε για να συγκρατήσει
τη μυρωδιά. Η
λογική και οι εικόνες του ονείρου, το
υγρό στοιχείο, κυριαρχούν στα σύντομα
αυτά 'πεζά ποιήματα', συνθέτοντας έναν
κόσμο παιδικότητας, ενίοτε εφιαλτικό,
αλλά –παραδόξως– ποτέ απωθητικό.
Βγαίνει από το
ιατρείο ντυμένος μισός γυναίκα μισός
αλεπού. “Θεραπεύτηκα!” φωνάζει.
Αγκαλιαζόμαστε και περνάμε γρήγορα το
δρόμο.
~
Μαρία Τοπάλη, Οι
λέξεις μου (Ορατόριο για χορωδία και
φωνές στο κέντρο της Αθήνας),
εκδ. Νεφέλη, 2015
Αν
η μεσαία τάξη (και η κατάντια της) άξιζε
ένα 'μιούζικαλ' (Ο
χορός της μεσαίας τάξης,
εκδ. Οκτώ, 2012),
το κέντρο της ταλαίπωρης πόλης, πώς να
μην απαιτήσει ένα 'ορατόριο'; Η
λέξη “κέντρο” / κυριολεκτικά / κακόφημη.
Πέντε ποιήματα το συνθέτουν.
μόνο το τρίτο και το τέταρτο φέρουν
τίτλους: “Δεν το αξίζει η Αθήνα μας ένα
Σονέτο;” και “Ερεχθέας”, αντιστοίχως.
Σαν ήρθα στην Αθήνα με τα χιόνια,
/ πάνε χρόνια, / ήταν μια πόλη σκέτη πλήξη
/ μα ούτε τ' αποφάσιζε να λήξει. Η
προσωπική περιδιάβαση εν καιρώ κρίσης,
καταγράφει τα δημόσια, ανακαλεί τα
προσωπικά και ιστορικά, τα κρίνει εκ
νέου όλα. Επέστρεψε το Φίδι, ο γιος
του Βασιλιά, / γύρισε, να!, της Νέμεσης ο
γιος, ο Εριχθόνιος, / τώρα οι κοπέλες θα
ριχτούν απ' την Ακρόπολη, γιατί την είχαν
δανεική τόσο καιρό την πόλη, ο πατέρας
τους κι αυτές, / την είχαν δανεική κι
αγύριστη / την πόλη του φιδιού, / κι όλα
ο άνεμος θα τα σαρώσει τώρα. Όλα.
~
Θωμάς Τσαλαπάτης, Άλμπα,
εκδ. Εκάτη, 2015, 46 σελ.
Αυγή;
Λευκή; Και τα
δυο; Όπως και να 'χει, είναι λίαν ευπρόσδεκτο
το δεύτερο αυτό (μετά το βραβευμένο Το
ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ)
ποιητικό βιβλίο του Θ.Τ., καρπός
επεξεργασίας και ωρίμανσης.
Τέντωσε το βλέμμα σου να πλανηθεί
στο άδειο. Σύντομα θα αναγνωρίσεις μια
μέχρι πρόσφατα αδιόρατη στίξη.
Η ευφράδεια πλέον οικονομείται.
η ευρηματικότητα έχει τιθασευθεί:
τίθενται αμφότερες στην υπηρεσία της
ποιητικής σύλληψης που προσεκτικά
ελέγχει τις δόσεις. Η σημασία του ρυθμού
έχει αναβαθμισθεί, η γλώσσα έχει μεστώσει
και αποτολμά –εξαρχής ασφαλισμένη απ'
τους κινδύνους του συναισθηματισμού–
να βαθύνει ώς τον λυρικό παλμό. Η ευστροφία
γίνεται πλαστική κίνηση: επιτρέπει την
εναλλαγή των οπτικών γωνιών και των
ποιητικών τρόπων, για να πραγματωθεί
μια διαδρομή μιας εβδομάδας σε μια πόλη
με εφτά γειτονιές και μια κοπέλα συνώνυμή
της. Εδώ προσευχή είναι η πέτρα /
Και ο άνθρωπος μια κλωστή θαυμάτων /
ραμμένη σ' ένα αντίο.
*
Αυτές οι 'θερινές αναγνωστικές προτάσεις' -προοριζόμενες για το τεύχος Ιουλίου 2015- δημοσιεύθηκαν, εντέλει, λόγω του έκρυθμου εκείνου καλοκαιριού (μεταξύ των άλλων, με ελλείψεις και στο -εισαγόμενο- τυπογραφικό χαρτί), στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2015 του "The Books' Journal".
[φωτ.: π.ι., σεπτ. 2015]