Έρχεται η άνοιξη σαν αυτοκίνητο που πάει τη νύφη.
Αναρριχώμενοι καημοί πνίξαν το σπίτι. Σάββατο βροχής, κι ύστερα ήλιος. Εφημερίδες στον καναπέ. Ώσπου στις τεσσεράμισυ δεν αντέχω άλλο μέσα, και βγαίνω, στο τέλος της λιακάδας. Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μιά χώρα με πρωτεύουσα εσένα.
Όλα πλυμένα λαμπερά – πρώτη καλοσύνη. Μ’ αλλεπάλληλα κύματα το φως ανατρέπει τις αστήριχτες υποθέσεις. Πασιχαρή παιδάκια χαίρονται το πάρκιν που το ’κάναν πάρκο. Είναι πράσινο, είναι καλύτερο, είν’ ένα τετράφυλλο τριφύλλι.
Περνάω απ’ το βιβλιοπωλείο: έχω παραγγείλει κάμποσα αντίτυπα των βιβλίων της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου. (Γιά δώρα: γενίτσαρος.) Επειδή ήταν πολύ αγαπημένοι, όλη μέρα μπορούσαν να λεν σαχλαμάρες. Το γατί, έχοντας γλιτώσει απ’ τα πόδια του ελέφαντα μέσω της χάρης του, τον αποφεύγει πιά μεν, ακίνητο δε: δεν θέλει να τον λυπήσει παραπάνω, τον άχαρο. Σ’ αυτό που ρωτούν δακρυσμένες οι φράουλες, θ’ απαντήσουν μιά μέρα τα ρόδα με γέλια.
Παίρνω γιά μένα -παρακινημένος απ’ την κριτική βιογραφία του- και τις μεταφράσεις του Φελστάινερ στα ποιήματα του Τσέλαν. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω. Κι αποφασίζω, μετά από μήνες, να πάω στον κινηματογράφο: Άσε το κακό να μπει. («Άσε το σωστό να μπει» λέει ο τίτλος: το βαμπίρ που θέλεις - τον άνθρωπο που χρειάζεσαι.) Αλλά έχω λίγη ώρα κενή και δεν έχω πάνω μου μολύβι. (Πώς θα υπογραμμίζω στο βιβλίο που θέλω αμέσως ν’ αρχίσω;) Βρίσκω τελικά -2Β- στο πέμπτο περίπτερο. (Κανείς δεν αγοράζει πιά μολύβια, και δη απ’ το περίπτερο.) Τ’ αεράκι που φύσαγε σαν κάτι πήγαινε να μου πει, στο μυαλό μου εμένα μιά πόρτα είχε κλείσει. Μπαίνω στο σινεμά, κάθομαι, και ίσα που προλαβαίνω να σημειώσω την ημερομηνία.
Μέσα στο καλαθάκι της εκδρομής ένα έντομο ανάβει τη νύχτα, βαθιά πικραμένο.
Βγαίνοντας, πάλι βροχή. Στο σπίτι, στο κομοδίνο, η βιογραφία του Τσέλαν -«μες σε τζάμια βωμοί αραχνών»- κι από κάτω, τα ποιήματα του Tadeusz Rozewicz - το ‘Κοτσιδάκι’:
Όταν κουρέψαν τα κεφάλια
σ’ όλες τις γυναίκες της μεταγωγής
δυό εργάτες με σκούπες από κλαράκια σημύδας
μάζεψαν
και σωρέψαν τα μαλλιά
Πίσω από τζάμι καθαρό
κείτονται τ’ άκαμπτα μαλλιά
όσων πνιγήκαν μέσα στους θαλάμους αερίων
έχει τσιμπίδια και χτενάκια
μες στα μαλλιά αυτά
Δεν έχουνε φωτός ανταύγειες τα μαλλιά
δεν τα χωρίζει η αύρα
δεν τ’ αγγίζει χέρι κανενός
ούτε βροχή ούτε χείλη
Σε σεντούκια τεράστια
σύννεφα ξερών μαλλιών
αυτών που πνίγηκαν
και μιά πλεξούδα ξέθωρη
κοτσιδάκι με φιόγκο
στο σχολείο το τράβαγαν
άτακτα αγόρια.
Το Μουσείο, Άουσβιτς, 1948
[Τα παραθέματα με πλάγια -και η άχαρη 'περίληψη' της ιστορίας με το γατί και τον ελέφαντα- είναι από το βιβλίο της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου, Του λιναριού τα πάθη / Ο μέγας μυρμηκοφάγος, Άγρα, 1993. Η απόδοση του ποιήματος του Ταντέους Ρουζέβιτς έγινε από την αγγλική μετάφραση του Άνταμ Τσερνιάβσκι στο: Tadeusz Rozewicz, Poezje wybrane / Selected Poems, Wydawnictwo Literackie, 2008.
φωτ.: Π.Ι., Κρακοβία, Μάιος 2008]